Μυστικά και ψέματα

Έχω ένα μυστικό τόσο μυστικό που δεν μπορώ να το πω ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.

Γιατί ξέρω πως αν του το πω σίγουρα θα το μαρτυρήσει.

Έτσι κάνω συνεχώς πως δεν το ξέρω.

Όμως έρχονται κάτι βράδια σαν κι αυτό που σχεδόν δεν μπορώ να κρατηθώ.

Θέλω οπωσδήποτε να μου το πω.

Κάθομαι τότε μπροστά στον υπολογιστή και γράφω μια ψεύτικη ιστορία για ένα μυστικό τόσο μυστικό που δεν μπορώ να το πω ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.

Και ξεγελιέμαι.

Απέξω

Σήμερα πήγα στο σουπερ μάρκετ.

Αγόρασα ένα σωρό χρήσιμα πράγματα.

Στην επιστροφή άρχισε να βρέχει.

Δεν είχα πάρει ομπρέλα.

Κι οι σακούλες με τα ψώνια μου γεμίσαν νερό.

Και έγιναν τόσο βαριές που δεν μπορούσαν πια να κάνω βήμα.

Ήμουν έξω ακριβώς από την πόρτα του σπιτιού μου και δεν μπορούσα να τη φτάσω.

Κοίταξα την πόρτα.

Κοίταξα το σπίτι.

Κι ύστερα άδειασα στο πεζοδρόμιο τις σακούλες από τα πράγματα του σούπερ μάρκετ.

Κι άφησα μέσα μόνο το νερό.

Δεν με είδε κανείς.

Μονάχα ο ουρανός.

Και μου χαμογέλασε.

στο δρόμο για το σπίτι

Μυρίζει μπαρούτι.

Οι πολυκατοικίες σκύβουν, ψάχνουν ανάμεσα στα ποδάρια τους να δουν τι συμβαίνει.

Κάπου κάπου φυσάει.

Τόσα χρόνια η ίδια αναποφασιστικότητα σε τυρανάει.

Ο ήλιος κρύβεται.

Ένα κοριτσάκι, στην άκρη του δρόμου κρατάει ένα κόκκινο μπαλόνι.

Σου χαμογελάει και εσύ κάνεις πως κοιτάς αλλού.

Όταν ξαναγυρνάς έχει χαθεί.

Αλλά στο χέρι σου βρίσκεις ένα κόκκινο μπαλόνι.

Και παντού γύρω σου μυρίζει μπαρούτι.

Αισθηματικόν

Ο Τουαλό σαν Εστεράν ήταν γιατρός.

Αναισθητολόγος.

Βοηθούσε δηλαδή τους ανθρώπους να ξεπερνούν όσα προβλήματα είχαν με τη συνείδηση τους.

Ξέρεις, όλα αυτά τα μικρά ενοχλητικά τσίμπηματα που νιώθεις μέσα από το μαξιλάρι σου. Αυτά.

Ήταν καλός στη δουλειά του και οι πελάτες δεν του έλειπαν ποτέ.

Ήταν ο χαρακτήρας του τέτοιος. Το καταλάβαινες αμέσως αν παρατηρούσες το γαλάζιο καλοσιδερωμένο του πουκάμισο.

Η τσάκιση ήταν πάντα στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Μια μέρα γνώρισε την Γκαμπριέλα Ερεστεράντο Αρμάντεθ.

Ήταν αναισθητικός. Όμορφη αναισθητικός.

Εκπαιδευτικός, που δίδασκε τα σημερινά παιδιά έτσι ώστε στο μέλλον να χρειάζονται όλο και λιγότεροι αναισθητολόγοι.

Ο Τουαλό σαν Εστεράν, αν και ερωτεύτηκε σφόδρα τη μικρή Γκαμπριέλα, κατάλαβε αμέσως πως πρόκειται για έναν επικίνδυνο και ύπουλο εχθρό της επαγγελματικής, αλλά και προσωπικής του ακεραιότητας.

Ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει.

Τη δολοφόνησε σε ένα μικρό, σχεδόν αχαρτογράφητο, νησί της Μεσογείου.

Μα μόλις το έκανε, μόλις σήκωσε το φτυάρι από το ματωμένο κεφάλι της έκανε κάτι πραγματικά απρόβλεπτο.

Αυτοκτόνησε.

Όχι γιατί τον έπνιξε η απώλεια του χαμένου του έρωτα.

Αλλά γιατί την ένιωσε.

Μια μικρή αταξία

Ο ένας σύχναζε σε κυριλέ μπαράκια και τρέντυ εστιατόρια.

Ο άλλος έσπαγε βιτρίνες και πετούσε πέτρες στους μπάτσους.

Ο ένας φορούσε επώνυμα ρούχα και πολυδιαφημισμένα αρώματα.

Ο άλλος μοναστηράκι φάσιον και απλησιαστη απλυσιά.

Ο ένας κυκλοφορούσε με φτιαγμένο γκολφ.

Ο άλλος με τρακαρισμένο ΧΤ.

Και όμως ο ένας έψαχνε χρόνια για δουλειά.

Και ο άλλος δε θα χρειαζόταν να δουλέψει ποτέ του.

Οι αντιθέσεις τους πολλές.

Οι διαφορές τους ακόμη περισσότερες.

Και η σύγκρουση τους σίγουρα ταξική:

Ο ένας ήταν χλιδάνεργος και ο άλλος αναρχοπλούσιος.

Καθρέφτη ζει

Ξύπνησε, φόρεσε το παντελόνι του, πλύθηκε.

Χτενίστηκε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη βιαστικά, εκείνος του ανταπέδωσε το βλέμμα.

Στο δρόμο για τη δουλειά βρήκε κίνηση, την ίδια κίνηση με τη χθεσινή μέρα.

Την ίδια με την αυριανή.

Έπιασε το κινητό του.

Μίλησε με τη γυναίκα του, κανόνισε με τους φίλους του να πάνε για μπάλα αύριο και με την γκόμενα εκδρομή το Σαββατοκύριακο.

Έβαλε βενζίνη, τσακώθηκε με τον περιπτερά και το αφεντικό του.

Δούλεψε.

Δούλεψε κι άλλο.

Έφυγε τελευταίος από τη δουλειά.

Σταμάτησε στο σούπερ-μάρκετ να πάρει γάλα για τον μικρό και σκυλοτροφή για τον σκύλο.

Προσποιήθηκε πως του άρεσε το φαγητό, προσποιήθηκε πως είδε ειδήσεις και πως κατάλαβε γιατι βρίζονταν στα τηλεοπτικά μπαλκόνια.

Είδε μισή σειρά, αποκοιμήθηκε στον καναπέ.

Ξύπνησε μόνος του, το σπίτι ήταν άδειο, τα καλοριφέρ είχαν κλείσει.

Σηκώθηκε για το κρεβάτι του, κατούρησε και έπλυνε τα δόντια του.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.

Και τότε έμεινε εντελώς ακίνητος.

Το πρόσωπο του είχε γεμίσει ρυτίδες, τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, κάπου κάπου φαινόταν το γυμνό του κρανίο ανάμεσα τους.

Δε βρήκε δόντια καρφωμένα στα ούλα του.

Τα χέρια του έτρεμαν.

Και τα μάτια του ήταν θαμπά.

Το μόνο που του είχε πια απομείνει ήταν η απορία.

Αν έζησε μέσα σε μια ημέρα τριάντα χρόνια.

Ή

Αν έζησε μέσα σε τριάντα χρόνια την ίδια ακριβώς ημέρα.

Στη γύρα

Πάντα ζήλευες αυτούς που είχαν μια κλίση στη ζωή. Μπροστά τους ένοιωθες σαν τραμπάλα που τραμπαλιζόταν συνεχώς. Δοκιμάζοντας τις διάφορες γωνίες προσεκτικά, έχανες την μια μετά την άλλη χωρίς να ισορροπείς. Τους σκεφτόσουν σαν ακροβάτες που έτρεχαν πάνω στο σκοινί που εσύ δε μπορούσες καν να σταθείς όρθιος.

Και να τώρα στο ταβερνείο του παπαγάλου παρατηρούσες τον μεθυσμένο εαυτό σου να κερνάει τις σκέψεις του σε ένα γερο-μπεκρή. Φιλοσοφο. Επιστήμονα. Γερο-μπεκρη.
- Αυτοι που τους οποιους ζηλεύεις περπατάνε τη ζωή σε μια ευθεία. Εσύ χρησιμοποιείς τεθλασμένες γραμμές και καμπύλες, δημιουργώντας γωνίες εντος εκτος κι επι τα αυτα, εν παραλλήλω και...
Τον αγριοκίταξες.
...εεεε, κάνεις ζιγκ ζαγκ.
- Ε...και;
- Και τι σου φαίνεται εσένα πιο ενδιαφέρον; Μια εξίσωση με έναν άγνωστο ή ένα δυναμικό σύστημα με άπειρες λύσεις ή ανυπαρξία ενός αναλυτικού τύπου επίλυσης του;
Τον αγριοκοίταξες και γύρισες στον μπαρμαν
- Αλλο ένα μπουκάλι ουισκι.

Ήθελες να του απαντήσεις ότι κατάλαβες το συλλογισμό του, ότι συχνά ένοιωθες το ίδιο αλλά όποιος υποστήριζε οτι δεν είχε ζηλέψει ούτε μια φορά αυτούς που είχαν βρει (ή νόμισαν οτι ειχαν βρει) τον προορισμό τους και τον ακολουθούσαν σαν υπνοβάτες στη μέση ενός πεδίου μάχης (όσο γελοίο κι αν έμοιαζε εν πρώτοις) ήταν ο μεγαλύτερος υποκριτής του σύμπαντος. (οποιουδήποτε: παράλληλου, καθετου, γεωμετρικού, αλγεβρικου υπαρκτού και φανταστικού). Τελικά στο στόμα σου εφτασε το σοφό απόσταγμα των ζυμώσεων των αμπελοσκεψεων σου:

- Εμενα μου μοιάζει να κάνω κύκλους
- Χα! Οι κυκλοι όμως έχουν διάμετρο, ακτίνα, περιφέρεια και εμβα...
Το μπουκάλι ουίσκι ήρθε στην ώρα του στο ραντεβού με το κεφάλι του.
Αγγλικό πρεπει να ταν.
- Εξυπνάκια..

λελέ

Το τελευταίο γράμμα από τον πόλεμο δεν το διάβασε.

Ίσως γιατί δεν ήθελε να ξέρει την έκβασή του.

Σημασία έχει ότι ο πόλεμος τελείωσε.

Έπιασε έναν παλιό, σχεδόν τελειωμένο, αναπτήρα και άναψε την άκρη του.

Και όταν λαμπάδιασε ολόκληρο, δεν τράβηξε το χέρι του.

Μα κάηκε μαζί του.

Την επόμενη μέρα ξύπνησε μεθυσμένος και καλοδιάθετος.

Ήταν ελεύθερος.

Γράμματα από τον πόλεμο - Στην ουρά

Ήταν μια πολύχρωμη, φιδογυριστή ουρά και εκείνος ήταν στην άκρη της.

Ήταν περήφανος που τα είχε καταφέρει.

Γιατί ήταν μια μεγάλη ουρά.

Μια πραγματικά μεγάλη ουρά.

Μια σημαντική ουρά.

Κι εκείνος ήταν στην άκρη της και περίμενε υπομονετικά για τη σειρά του.

Αυτή η αναμονή του έμεινε αξέχαστη.

Εφτά χρόνια, τρεις μήνες και είκοσι δύο απαράλλαχτες ημέρες.

Βεβαία δεν ήταν για πολύ καιρό στην άκρη της ουράς.

Σιγά σιγά έγινε μέρος της.

Μα αυτό δεν είχε και τόσο σημασία, αφού συνέχιζε να κοιτάζει την ίδια ακριβώς πλάτη.

Κάποιοι εγκατέλειψαν. Άλλοι κουράστηκαν, άλλοι ήταν ανυπόμονοι.

Εξάλλου, είναι γνωστό πως η ανία της ρουτίνα δεν ταιριάζει στον οποιοδήποτε.

Μα αυτός, πιστός στον σκοπό του, δεν άφησε μήτε την κούραση μήτε την αμφιβολία να τον σταματήσουν.

Και ένα πρωινό, ένα σταχτί πρωινό του Νοέμβρη, όλοι του οι κόποι και οι θυσίες του ανταμείφθηκαν.

Ήρθε η στιγμή να φτάσει στην αρχή της.

Ή ίσως στο τέλος της.

Και τώρα, σχεδόν ξαφνιασμένος, δίχως την πλάτη του άγνωστου μπροστινού του για συντροφιά, έκανε το τελευταίο του βήμα.

Ίδιο ακριβώς με όλα τα υπόλοιπα.

Όμως τώρα που έφτασε στο τέλος της, είχε ξεχάσει γιατί στάθηκε στην αρχή της.

Ή ίσως να είχε συμβεί και το ανάποδο.

Πάντως εκείνος εκ τοτε δεν σταμάτησε να κυνηγάει την ουρά του.

Γράμματα από τον πόλεμο - Δικασμένη προσωπικότητα

Είμαι σοσιαλιστής. Θέλω να περιορίσω τις κοινωνικές ανισότητες. Θέλω ένα μεγάλο κράτος πρόνοιας.

Είμαι συντηρητικός. Πιστεύω στη διατήρηση της παράδοσης, σαν στοιχείο πολιτιστικής ταυτότητας.

Είμαι αντιεξουσιαστής. Θεωρώ δεδομένο πως η εξουσία αλλοτριώνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τις κοινωνικές σχέσεις γενικότερα.

Είμαι φιλελεύθερος. Θέλω να υπάρχει αξιοκρατία και κοινωνικός συναγωνισμός. Μισώ την κρατική γραφειοκρατία και το βόλεμα του δημοσίου.

Νιώθω όλο αυτό το χάος να αντιπαλεύει μέσα μου.

Πολλές φορές ένα κομμάτι του εαυτού μου να δικάζει κάποιο άλλο.

Και τελικά τα βάζω με τον εαυτό μου.

«Ξέρεις κάτι, νομίζω πως την τελευταία φορά που τα έβαλα με τον εαυτό μου βγήκα κερδισμένος».

«Ναι ε; Και ο χαμένος ποιος ήταν δηλαδή;»

Γράμματα από τον πόλεμο - Σαν όνειρο

Κάθε πρωί, όταν ξυπνούσε δίπλα της, την αγκάλιαζε και η ψυχή του τραγουδούσε.
Γιατί κάθε μέρα που ξεκινάει είναι και μια μικρή αντάμωση.
Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί δίπλα της, έκλαιγε σιωπηλά με στεγνά δάκρυα.
Γιατί κάθε ύπνος είναι και ένας μικρός θάνατος.
Ας είναι ευλογημένοι όσοι μπορούν και ξεχωρίζουν τη διαδοχή τους.
Μαζί.

Sergio Javier Goycochea, 1789


Πολλές φορές συνέβαινε το εξής.

Ονειρευόταν πως κι εκείνος μέσα στο όνειρο του να κοιμάται την ονειρεύεται.

Πως την αγκάλιαζε με όλη του την αγάπη και την προστάτευε από τους πρώτους παιδικούς της εφιάλτες.

Τότε ξυπνούσε και ήταν ολομόναχη στο κρεβάτι της.

Το ψυγείο έτριζε για λίγο ή κάποιο μηχανάκι της υπενθύμιζε πόσο άδεια ήταν η πόλη.

Μα ήξερε πως εκείνος μεσα στο όνειρο του την είχε όσο πιο βαθιά κρυμμένη.

Ψιθύριζε τότε μοναχή της στο σκοτάδι λόγια αγάπης και λίγο πριν χαράξει ξαναγλιστρούσε στους ίσκιους των ονείρων του.

Ύστερα ξυπνούσε εκείνος.

Την φιλούσε στην πλάτη και τις έλεγε τρυφερά στο αυτί τα λόγια που εκείνη του είχε μόλις ψιθυρίσει.

Μέχρι που ξημέρωνε.

Κι εκείνοι ξυπνούσαν αγκαλιασμένοι.

Γράμματα από τον πόλεμο - Πίσω από τον παράδεισο

Κάποτε το ανθρώπινο είδος συνειδητοποίησε το λάθος του και αποφάσισε να αυτοκτονήσει.

Ή μάλλον να αυτοαφανιστεί.

Δεν έγινε με βίαιο τρόπο.

Με πυρηνικά όπλα ή με θανατηφόρα μικρόβια.

Όχι, κανείς δεν είχε το θάρρος για κάτι τέτοιο.

Έγινε πολύ πιο ήπια, αλλά και χρονοβόρα:

Κάθε ζευγάρι έκανε μόνο ένα παιδί.

Κάθε γενιά ήταν η μισή της προηγούμενης.

Έτσι οι άνθρωποι διατήρησαν τις φυσιολογικές ζωές τους, αλλά το είδος αργοπέθαινε.

Και ύστερα από πολλά πολλά χρόνια, ένας άντρας και μια γυναίκα, οι τελευταίο δύο, έθαψαν τους γονείς τους στην άνυδρη γη και απέμειναν μονάχοι στον έρημο πλανήτη.

Αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Αδάμ και Εύα.


Μα ο κήπος τους απείχε πολύ από τον παράδεισο.

Κι ήταν δασκαλεμένοι από τους γονείς τους τι έπρεπε να κάνουν.

Πως έλαχε σε κείνους να ρίξουν την αυλαία.


Στους ώμους τους το ασήκωτο βάρος της ευθύνης.

Για κάμποσο καιρό οι σκέψεις τους βασάνισαν.

Πως να μην υπακούσουν σε τούτη την ανώτερη δύναμη;

Ποιοι ήταν εκείνοι που θα αμφισβητούσαν το σχέδιο τόσων χρόνων;

Και την ομόφωνη απόφαση ολόκληρης της ανθρωπότητας;

Μα, τώρα πια εκείνοι ήταν η ανθρωπότητα.

Δε θα λογοδοτούσαν για τις πράξεις τους σε κανένα.

Οι ίδιοι ήταν κύριοι της μοίρας τους.

Και πάλι απόφαση δεν μπορούσαν να διαλέξουν κι έτσι μόνο υπέφεραν.

Μέχρι που ήρθε η ώρα να κάνουν το τελευταίο παιδί στον πλανήτη.

Τότε έπαψαν να αναρωτιούνται αν θα συλλάβουν μόνο αυτό ή θα του κάνουν κι άλλα αδέρφια.

Γιατί η Εύα ήταν στείρα.

Θεέ μου, τι ανακούφιση!

Γράμματα από τον πόλεμο - Μικρομέγαλος

Είδα κάποτε σε ένα γάμο, ένα αγόρι που το ντύσανε λες και ήταν μεγάλος.

Του φόρεσαν γραβάτα και ένα σκούρο μπλε σακάκι.

Και του χτένισαν τα μαλλιά χωρίστρα.

Στην αρχή, τον έβλεπες, ένιωθε κάπως άβολα μες σε αυτά τα παράξενα ρούχα.

Ή, μπορεί και να μου φάνηκε, ήταν τα ρούχα που ένιωθαν πιο άβολα κι από τον ίδιο.

Μα όσο περνούσε η ώρα, έπαψε να ξεχωρίζει.

Δεν ήταν πια ο μικρομέγαλος.

Ήταν άλλο ένα σκουρόχρωμο κουστούμι.

Και έπρεπε τότε να τον δεις από πολύ κοντά για να καταλάβεις.

Μες στα παιχνιδιάρικα του μάτια την παιδική αντίσταση.

Και το κοροϊδευτικό χαμόγελο της προδοσίας.

Ίσως νόμιζε πως θα τους ξεγελούσε.

Ίσως νόμιζε πως μοναχά για εκείνη τη μέρα τους έκανε το χατίρι.

Μόνο όταν μπήκε στην εκκλησία, όταν πάτησε το πόδι του στο μάρμαρο, κατάλαβε πως σήμερα παντρευόταν.

Γράμματα από τον πόλεμο - Λαβύρινθος

Ο Χ.Λ. Ρέγες, ήταν ο πιο διάσημος εξερευνητής λαβυρίνθων της εποχής του.

Πραγματικά, είχε ταξιδέψει από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη και δεν υπήρχε λαβύρινθος που να του έχει αντισταθεί.

Κάποια μέρα και ενώ είχε πια φτάσει στο απόγειο της καριέρας του, άκουσε για το μυστικό λαβύρινθο της Αμπενχακάν.

Ήταν λέει, ο πιο μεγάλος και περίπλοκος λαβύρινθος της γης, σχεδόν θαμμένος στη μέση της ερήμου Αμπενχακάν, θνητός δεν υπήρχε που να μπορέσει να τον λύσει.

Άλλοι του είπαν πως ήταν αόρατος στα μάτια των ανθρώπων και άλλοι πως ήταν καλά κρυμμένος πίσω από οφθαλμαπάτες.

Χαμογέλασε.

Κι έτσι μισό χρόνο αργότερα βρέθηκε να περιπλανιέται χαμένος, με λιγοστές προμήθειες, με τους οδηγούς του να τον έχουν από μέρες εγκαταλείψει και τις καμήλες του νεκρές, μόνος, ανάμεσα σε γη και ουρανό, στη μέση της ερήμου.

Το καραβάνι που τον βρήκε, δεν τα κατάφερε να τον μεταπείσει να σταματήσει αυτή τη μάταια αναζήτηση του.

Δε ζήτησε τίποτα.

Συνέχισε μόνος.

Για δυο ώρες ακόμη και ύστερα γονάτισε.

Έσκυψε το κεφάλι, γέμισε τη φούχτα του με άμμο και την άφησε να χύνεται στο ηλιοβασίλεμα.

Και τότε λίγο πριν πεθάνει αναρωτήθηκε αν τελικά ο λαβύρινθος της Αμπεχανκάν ήταν στα αλήθεια αόρατος,

αν ήταν στην πραγματικότητα η ίδια έρημος – αυτή, ο πιο μεγάλος λαβύρινθος από όλους, δίχως καν έναν τοίχο,

ή μήπως τίποτα περισσότερο από το ίδιο το μυαλό του, που χρόνο με το χρόνο, λεπτό με το λεπτό και δίχως να το καταλάβει, εκείνο μέσα του τον έχτισε.

Γράμματα από τον πόλεμο - Συγνεφιάζει

Σε είδα πάλι χθες, να κοιτάζεις εκείνον τον πίνακα γεμάτη περιεργεια, ίσως και ανυπομονησία.

Δεν υπάρχουν και πολλά για να δεις.

Είναι ένας πίνακας γεμάτος θάλασσα και τίποτα περισσότερο.

«Πότε θα πάμε διακοπές;»

Θυμάμαι, κάποτε, κοιμόμασταν δίπλα στη θάλασσα.

Για μήνες.

Κι ύστερα μας ξυπνούσαν τα πρωτοβρόχια.

«Πότε θα γυρίσουμε;»

Σε είδα πάλι χθες που κοίταζες εκείνον τον πίνακα.

Σαν να έψαχνες, μου φάνηκε, να βρεις τι κρύβεται από πίσω.

Μα δεν τολμούσες και να τον αγγίξεις.

«Άκου! Η θάλασσα χύνεται στην άκρη του κάδρου».

Πότε κολλούσες το κεφάλι σου στον τοίχο προσπαθώντας να δεις από πίσω.

Πότε αφουγκραζόσουν το νερό που κυλούσε από την άκρη του στάλα στάλα..

Σταματα να κοιτάς τον πίνακα.

Τίποτα δεν απόμεινε πια. Μονάχα ένα έρημο κάδρο.

Το καλοκαίρι έχει πια άδειασει και ο τοίχος είναι μούσκεμα.

Πυρωνεία

Την κοίταξες ξανά. Η νύχτα, τώρα που έπρεπε να κρύβει το δισταγμό σου ήταν φωτεινή. Τι ειρωνεία. Η νύχτα το έχει αυτό, φιλοξενεί το απροσδόκητο, του αλλάζει τα σεντόνια του κάθε πρωί και του σερβίρει την αγαπημένο του πιάτο για μεσημεριανό: την έκφρασή σου

Κάποιοι έχουν ισχυριστεί μάλιστα ότι κρατάει και ένα λεύκωμα με τις εκφράσεις των ανθρώπων κάτι τέτοιες ώρες.
Κάποιοι έχουν ισχυριστεί μάλιστα ότι μετά από διάρρηξη στο σπίτι της έχουν ξεφυλλίσει αυτό το λεύκωμα.
Κάποιοι έχουν ισχυριστεί μάλιστα ότι κρατάει και ένα λεύκωμα με τις εκφράσεις των ανθρώπων την ώρα που ξεφυλλίζουν το πρώτο λεύκωμα.

Και έτσι ξεκινάει ένα fractal σκοτεινιάς, λευκωμάτων και εκφράσεων το οποίο αν το μεγενθύνεις περισσότερο από την αντοχή σου βλέπεις το χρώμα της ειρωνείας.
Η αλήθεια είναι ότι κάποιοι θα ισχυρίζονταν οτιδήποτε για να εστιαστεί ο κόσμος στα χείλη τους ή για ακριβώς τον αντίθετο λόγο.

Το δροσερό αεράκι που φύσηξε παρασύροντας μακρυά σου τους συνειρμούς πριν γίνουν επικίνδυνοι σήμαινε το τέλος αυτού του καλοκαιριού όπως και το τέλος της σχέσης σας. Τι ειρωνεία.

Η ατμόσφαιρα είχε αποχρώσεις του κόκκινου να ξεπηδούν από το συνηθισμένο μαύρο της νύχτας και ενώ θα μπορούσες να την φανταστείς σαν ματωμένη από τις ραγισμένες καρδιές που δημιουργούσε άλλο ένα τέλος καλοκαιριού, η δικιά σου ήταν ακέραια και σκληρή αν και δε το επιθυμούσες. Τι ειρωνεία.

Και ενώ άνθρωποι χάνανε περιουσίες και καίγονταν ζωντανοί στα χωριά γύρω σας, εσύ προσπαθούσες μάταια για μια τελευταία φορά να βρεις στα μάτια της κάτι από τον εαυτό σου. Γιατί από τόσες φωτιές τριγύρω έτυχε να σβήσει η δική σας φλόγα;

Γράμματα από τον πόλεμο - Για ένα στρείδι ανοικτό

Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να βρεις ένα στρείδι ανοικτό.

Ο γνωστός Γάλλος φυσιοδίφης Ζακ Ρεσώ, για παράδειγμα, πέρασε τη μισή ζωή του ψάχνοντας για ένα.

Και όταν επιτέλους βρήκε, το κοίταξε έκθαμπος και το ρώτησε γεμάτος απορία το ερώτημα που τον βασάνιζε τόσο καιρό.

«Τι είναι αυτό που φοβάσαι τόσο και είσαι πάντα ερμητικά κλεισμένο;».

Τότε το στρείδι έκλεισε αμέσως τρομαγμένο.

Γράμματα από τον πόλεμο - Αποτειχία

Καθώς είχε πατήσει τα τριάντα και δυσκολευόταν να κάνει καινούριες φιλίες, ρώτησε το σοφό γέροντα πίσω από το γυαλί:

«Είναι τελικά αλήθεια αυτό που λένε πως όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι χτίζουν όλο και ψηλότερα τείχη ανάμεσα στους ίδιους και σε όλους τους άλλους;»

«Ναι, έτσι είναι», του απάντησε εκείνος.

«Γαμώ την ατειχία μου», μουρμούρισε και άλλαξε κανάλι.

Γράμματα από τον πόλεμο - Σκοπός

Ξύπνημα, όπλο, κράνος, εξάρτυση.

Βρωμάει κουνουπέλαιο.

Νύχτα και καύσωνας. Πορτοκαλί καύτρα στο σκοτάδι.

Η ώρα δεν περνάει. Περνάει έφοδος.

Αλτ, τις ει;

Σύνθημα, παρασύνθημα.

Ησυχία. Απλώνεται η νύχτα από το φεγγάρι μέχρι τα μάτια σου.

Έρχεται ο δεκανέας αλλαγής.

Πίσω στο λόχο. Πας για ύπνο.

Φρουρά, πρωινή αναφορά.

Ο λοχαγός ωρύεται.

«Που βρίσκεται ο σκοπός;»

Έλα ντε, αναρωτιέσαι.

«Που να είναι ο σκοπός;»

Για φαντάσου

Σου είπε κάποτε ένας :
Φαντάσου έναν άνθρωπο μόνο μες το κρύο να φοβάται το σκοτάδι.

Φαντάσου τον να βρίσκει κι άλλον άνθρωπο, έτσι φοβισμένο και μόνο
Φαντάσου τους να συμφωνούν να μείνουν μαζί για να μη φοβούνται και να μην είναι μόνοι.
Φαντάσου τους να βρίσκουν κι άλλον άνθρωπο μονάχο, μες στον φόβο
Φαντάσου να τον παίρνουν μαζί τους
Φαντασου να βρισκουν κι αλλον, κι άλλον, κι άλλον, κι άλλον
Φαντάσου τους να αποφασίζουν να μείνουν κάπου μόνιμα
Φαντάσου να τα καταφέρνουν καλά και να μην είναι πια μόνοι και να μη φοβούνται
Φαντάσου να το μάθουν αυτό το μέρος κι άλλοι μόνοι,φοβισμένοι άνθρωποι
Φαντάσου να αποφασίζουν και να πηγαίνουν σε εκείνο το μέρος
Φαντάσου να το κάνουν αυτό κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι κι άλλοι
Φαντάσου τελικά να γίνονται τόσοι πολλοί που να μην γίνεται να γνωρίζεται κάποιος με όλους τους άλλους
Φαντάσου να αρχίζουν να φοβούνται αυτούς που δε γνωρίζουν
Φαντάσου να αρχίζουν να εμπιστεύονται όλο και λιγότερους γύρω τους από αυτό το φόβο

Φαντάσου έναν άνθρωπο μόνο μες την πόλη να φοβάται τους ανθρώπους.

Του απάντησες :
Φαντάσου να ήταν τα πράγματα τόσο απλά

Κι αυτός :
Φαντάσου να μην ήταν

Όπερ έδει δείξαι

Σηγκωνεις τα μάτια σαν να ταν δυο βαριές πέτρες. Με το βλέμμα σου σαν να προσπαθείς να χτίσεις ολο τον ορίζοντα και ενώ ψαχνεις το οπτικό σου πεδίο για αυτό που σου λείπει, λιθαράκι λιθαράκι, φτιάχνεις ενα τοίχο αδιαπέραστο. Μα να θυμάσαι

Τη στιγμή που εσύ θέλεις μια αλλαγή κάποιος θέλει σταθερότητα
Τη στιγμή που σου λείπουν οι φίλοι σου κάποιος θέλει να μείνει μονος του
Τη στιγμή που πεινάς καποιος τρωει του σκασμού και το μετανοιώνει αμέσως
Τη στιγμή που είσαι πηγμένος στη δουλειά καποιος βαριέται που κάθεται
Τη στιγμή που ψάχνεις μια ποιότητα κάποιος θέλει επιτέλους κατι ανάλαφρο
Τη στιγμή που θές κόκκινο κάποιος θέλει πράσινο

Και ο κατάλογος προχωράει και φτάνει μέχρι τη σελίδα που αναφέρει με μικρά γράμματα στην 5η υποσημείωση :

Η διάρκεια της ευτυχίας τείνει στο μηδέν όσο η απόσταση σου από αυτή τείνει στο μηδέν.

Ακολουθούν 20 σελίδες απόδειξης και ενω απορροφάσαι από τη λογική και την αρτιότητα των επιχειρημάτων και των βημάτων οι ώρες περνούν μέσα από καλύβα σου αυτό το καλοκαιρινό βράδυ, σαν να ναι κάποια χρονική λεωφόρος πριν από τριήμερη αργία.

Η αλήθεια είναι εκεί σου χαμογελάει, σε παροτρύνει «διάβασε ενα τύπο ακόμα», «σημείωσε το αυτό θα χρειαστεί μετά» και ο συγγραφέας ξεδιπλώνει το μαθηματικό του ταλέντο σαν καλλιτέχνης που έχει φάει ένα λειβάδι παραισθησιογόνα μανιτάρια.
Η 20η σελίδα είναι η πιο δύσκολη και σε βρίσκει το ξημέρωμα να πλησιάζεις την έξοδο από το λαβύρινθο του ορθού λόγου, 4...3...2 σειρές μένουν μόνο για να αποδειχθεί...

Σταματάς. Σηκώνεσαι,σβήνεις το κερί και πέφτεις για ύπνο με ένα χαμόγελο. Το πιο εποικοδομητικό χαμένο σου βράδυ μόλις τελείωσε. Το ανοιχτό βιβλίο, ανικανοποίητο μένει στο τραπέζι και η τελευταία πρόταση αντηχεί στις σελίδες του:

...το οποίο ισχύει αν δεχθούμε ότι οι κλισέ δηλώσεις είναι αληθείς.

Ενα τραγούδι για τον πύργο

Well my friends are gone and my hair is grey
I ache in the places where I used to play
And I'm crazy for love but I'm not coming on
I'm just paying my rent every day
Oh in the Tower of Song

I said to Hank Williams: how lonely does it get?
Hank Williams hasn't answered yet
But I hear him coughing all night long
A hundred floors above me
In the Tower of Song

I was born like this, I had no choice
I was born with the gift of a golden voice
And twenty-seven angels from the Great Beyond
They tied me to this table right here
In the Tower of Song

So you can stick your little pins in that voodoo doll
I'm very sorry, baby, doesn't look like me at all
I'm standing by the window where the light is strong
Ah they don't let a woman kill you
Not in the Tower of Song

Now you can say that I've grown bitter but of this you may be sure
The rich have got their channels in the bedrooms of the poor
And there's a mighty judgement coming, but I may be wrong
You see, you hear these funny voices
In the Tower of Song

I see you standing on the other side
I don't know how the river got so wide
I loved you baby, way back when
And all the bridges are burning that we might have crossed
But I feel so close to everything that we lost
We'll never have to lose it again

Now I bid you farewell, I don't know when I'll be back
There moving us tomorrow to that tower down the track
But you'll be hearing from me baby, long after I'm gone
I'll be speaking to you sweetly
From a window in the Tower of Song

Yeah my friends are gone and my hair is grey
I ache in the places where I used to play
And I'm crazy for love but I'm not coming on
I'm just paying my rent every day
Oh in the Tower of Song

Tower of Song - Leonard Cohen

Απέναντι

Τα καλύτερα ταξίδια είναι αυτά που δε θέλεις να κάνεις. Τα χειρότερα, αυτά που ονειρευόσουν μια ζωή. Και ξαφνικά αφήνεις τον πύργο και περπατάς. Τα πόδια σου αντιδρούν σαν φοιτητές που η κοινωνία τους έβαλε να ξεπλύνουν τα άπλυτα της γκαρνταρόμπας της συνείδησής της. Για να τα ξαναλερώσει.

Το μυαλό σου όμως σαν σωστή κυβέρνηση στέλνει τα νευρικά σήΜΑΤα για να φέρουν την τάξη. Μόνο που δεν έφεραν τίποτα. Ηρθαν με άδεια χέρια. Και έφυγαν με γεμάτα. Με αίματα.

Τα γόνατα σου λύνονται σ αυτήν την ανατομική διαδήλωση. Μα ποιος έδεσε τους κόμπους των οστών σου; Ναυτικοί και πρόσκοποι μαζεύονται και γελάνε σε κάθε βήμα σου. Ο γόρδιος δεσμός αποκληρώνει απογοητευμένος το κνημιαίο σου οστό.

Δε φεύγεις για να δεις τον κόσμο. Τον κόσμο νομίζεις ότι τον είδες (λάθος, αλλά εσύ αυτό νομίζεις). Προχωράς για να δεις από μακρυά τον πύργο. Για να τον δεις όπως την πρώτη φορά που τον είδες από τη γαλέρα σου. Τις ελπίδες που σου γέννησε (αλλά και τους πόνους της γέννας αυτής), τα όνειρα (άλλα και τα απότομα ξυπνήματα).

Πρώτος και υπέρστεγνος φτάνεις στον απέναντι λόφο (Δε μπορεί όλοι να φτάνουν τελευταίοι και καταϊδρωμένοι) Τον κοιτάς. Ο πύργος είναι εκεί ίδιος όπως την πρώτη φορά. Εσύ όμως άλλαξες.

Αν και ξεπέρασε κάθε προσδοκία σου και έκοψε πρώτος το νήμα στους πανπυργιακούς αγώνες φοβάσαι την επιστροφή σου εκεί. Γιατί τα γόνατά σου λύγισαν όταν έπρεπε να σταθούν. Γιατί οι τοίχοι του δεν μπορούν να σου προσφέρουν την σκιά που λείπει από το μέτωπό σου.

Πιάνεις το τσεκούρι και αρχίζεις να κόβεις ξύλα. Μια καλύβα με θέα τον πύργο! Θα τον κοιτάς και θα θυμάσαι τις νύχτες που ξάπλωσες στα μεταξωτά σεντόνια του και ίσως κάποτε ξεχάσεις για πάντα τα άδεια δωμάτια που σε τρόμαζαν. Και σου μείνει μόνο η ανάμνηση που θέλεις.

Τα καλύτερα ταξίδια είναι αυτά που δε θέλεις να κάνεις. Τα χειρότερα, αυτά που ονειρευόσουν μια ζωή.

Για σένα.

Γράμματα από τον πόλεμο - Α15 ο πόθος

Ήταν Ιούλης, έκανε ζέστη και το λεωφορείο έτρεχε με ελάχιστους επιβάτες στην Εθνική. Ανέμιζαν τα μαλλιά της και η φούστα της μέχρι το σημείο που εκείνη της επέτρεπε.

Εκείνος διάβαζε κάποιο μυθιστόρημα, βυθισμένος σε μια πλοκή περίπλοκη, με θαύματα, θανάτους και φιλίες.

Εκείνη απέναντι του απλά τον κοιτούσε.

Έφευγαν ξωπίσω του οι σελίδες από το ανοιχτό παράθυρο και ανέμιζαν στον άδειο δρόμο και ανάμεσα στις στάσεις.

Άφησε τη φούστα της να ανεμίσει λίγο παραπάνω.

Εκείνος διάβαζε.

Άνοιξε τα πόδια της πιο πολύ από ότι συνήθως.

Τα μάτια του συνέχισαν να χοροπηδούν από λέξη σε λέξη, με τον ίδιο σταθερό ρυθμό.

Άνοιξε τελείως τα πόδια της, όλα αποκαλύφθηκαν, όλα ξαναχάθηκαν.

Εκείνος διάβαζε.

Το ξανάκανε πιο αργά αυτή τη φορά.

Και πιο αργά, κάθε φορά.

Γύρισε σελίδα.

Και ξαναγύρισε και ξαναγύρισε, μέχρι που συγχρονίστηκε μαζί της.

Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά πιο έντονα, δίχως να ξέρει το λόγο. Είχε φτάσει στην προτελευταία σελίδα.

Έσκυψε κι άλλο το κεφάλι του.

Εκείνη ανασήκωσε ελαφρά το δικό της.

Είχαν πια μείνει μόνοι τους στο λεωφορείο.

Εκείνος στην τελευταία σελίδα, με μια καρδιά να τον γροθοκοπά στο στήθος και μια γλυκιά άγνοια να σκληραίνει τον πούτσο του.

Εκείνη με τα πόδια ορθάνοιχτα, τη ματιά της πάνω του και μια περιπαιχτική διάθεση ανάμεσα στα δόντια.

Το λεωφορείο άρχισε να επιβραδύνει, αγκομάχησε για μια τελευταία φορά και σταμάτησε.

Είχαν φτάσει στο τέρμα.

Έκλεισε το βιβλίο, ανασήκωσε το βλέμμα και βγήκε από την πίσω πόρτα.

Εκείνη είχε βγει λίγο πριν από την μπροστά.

Γράμματα από τον πόλεμο - Τσιμεντόληθη

Κουράστηκες και ψάχνεις λίγο ζωντανό χορτάρι να ξαπλώσεις.

Όμως παντού τσιμέντο.

Όπου κι αν ακουμπήσεις το κεφάλι σου βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το σκληρό κράσπεδο.

Ακόμα και όταν είσαι σίγουρος πως βρίσκεις μια γωνιά από ζεστό μαλακό χώμα, μόλις ξαπλώνεις νιώθεις πάλι την τσιμεντένια επιφάνεια να σε πιέζει.

Φεύγεις από την πόλη, κυνηγάς την εξοχή.

Προσπαθείς να θυμηθείς την εξοχή.

Μα όσο κι αν απλώνεις το χέρι σου, εκείνη ξεγλιστρά μέσα από τη φούχτα σου.

Ξεγλιστρά μέσα από τη μνήμη σου.

«Είναι ψεύτικη άραγε ή δεν μπορώ να πιστέψω ακόμη και τα ίδια μου τα μάτια?».

Αναρωτιέσαι.

Ή μήπως όλο το τσιμέντο αυτό, το κουβαλάς μαζί σου στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου;

Γράμματα από τον πόλεμο - Συμπτώσεις

Ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι συχνά προϊόν συμπτώσεων.

Ο Χάρυ και η Λίτσα για παράδειγμα.

Ο Χάρυ αποφάσισε να αυτοκτονήσει από την ταράτσα της πολυκατοικίας μας.

Η Λίτσα έτυχε να μαζεύει τα ρούχα εκείνη τη στιγμή γιατί είχε αρχίσει να βρέχει.

Τον είδε να αμφιταλαντεύεται στην άκρη της μαρκίζας και αμέσως αποφάσισε να τον σώσει.

Πλησίασε.

Την κοίταξε.

Πλησίασε κι άλλο.

Την κοίταξε κι άλλο.

Πλησίασε δίπλα του.

Άπλωσε το χέρι της.

Αργά, άπλωσε και εκείνος το δικό του.

Τον έπιασε. Την έπιασε.

Σφιχτά

Τότε ένας κεραυνός έσκασε δίπλα τους. Ο Χάρυ τρομαγμένος έχασε την ισορροπία του.

Η Λίτσα όμως δεν άφησε το χέρι του.

Όχι, τον ακολούθησε.

Κι εγώ, καθώς τους κοιτάω να κατηφορίζουν σε αυτη την κοινή τους πτώση, μαζί με τις πρώτες σταγόνες μιας κατα τα άλλα συνηθισμένης βροχής, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω:

Ευλογημένοι όσοι τους ενώνουν οι συμπτώσεις.

Γράμματα από τον πόλεμο - Τηλεδιάθεση

«Είσαι διαθέσιμος?»

Με ρώτησε η ξανθιά ομορφούλα μέσα στο κουτί.

Της έγνεψα καταφατικά.

«Ευδιάθετος?»

Χαμογέλασα ακόμη πιο καταφατικά, γεμάτος προσμονή.

Άπλωσε το χέρι, το γυαλί που μας χώριζε ράγισε κι έπειτα έσπασε.

Έπιασα το κουτί που μου χάρισε. Τα δάχτυλα μας για μια στιγμή αγγίχτηκαν.

«Τι κρίμα που εγώ είμαι αδιάθετη».

Χάθηκε κι εγώ απέμεινα με το κουτί στο χέρι.

Ένα πολύχρωμο και σίγουρα αρκετά εντυπωσιακό, κουτί με σερβιέτες.

Γράμματα από τον πόλεμο - Αδειάφορος

Ξύπνησε τη συνηθισμένη ώρα.

Άνοιξε τα μάτια, ρούφηξε γρήγορα τον καφέ του, έφτυσε τον καπνό από τα πνευμόνια του και βγήκε.

Τότε θυμήθηκε πως σήμερα ήταν η μέρα που θα έπαιρνε άδεια.

Στάθηκε ακίνητος.

Οι βιτρίνες συνέχισαν να περνάνε δίπλα του. Το ίδιο και τα αδιάφορα λεωφορεία που και φόρα είχαν και κάθε άλλο παρά άδεια ήταν.

Έκανε μεταβολή.

Γύρισε πατώντας ακριβώς στα ίδια σημεία πίσω στο σπίτι του.

Στον τοίχο απέναντι από την πόρτα τον περίμενε, όπως κάθε χρόνο, ένα κάδρο.

Ένα κάδρο γεμάτο θάλασσα και τίποτε άλλο.

Το κοίταξε.

Το κοίταξε για κάμποση ώρα και ύστερα, αντί να φτιάξει τη βαλίτσα του, αποκοιμήθηκε.

Ίσως να τον νανούρισε ο ήχος από τα κύματα ή τις σταγόνες που γλιστρούσαν μία μία στην άκρη του κάδρου.

Η θάλασσα εξάλλου πάντα χύνεται στην άκρη του κάδρου.

Το πρωί οι γείτονες, που με δυσκολία άνοιξαν την πόρτα του πλημμυρισμένου διαμερίσματος, τον βρήκαν να επιπλέει κοιμισμένος μες στη βαλίτσα του.

Φορούσε μπρατσάκια και βατραχοπέδιλα, είχε ένα μπουκάλι ούζο, αντί για αρκουδάκι αγκαλιά και τη φωτογραφία μιας ξανθιάς Σκανδιναβής για προσκεφάλι.

Κανείς βέβαια δεν πρόσεξε το άδειο κάδρο που έπλεε δίπλα του.

Κανείς δεν πρόσεξε τίποτε γενικότερα.

Μόνο τον ξύπνησαν τη συνηθισμένη ώρα.

Η άδεια του είχε πια λήξει.

Μπαλόνι

Η σκέψη είναι ένα μπαλόνι.
Όσο το φουσκώνεις τόσο μεγαλώνει.
Όσο μεγαλώνει τόσο πιο ψηλά σε πάει.
Όσο πιο ψηλά σε πάει τόσο πιο μακρύα από τον κόσμο βρίσκεσαι.
Αλλά και τόσο πιο μικρά φαίνονται όλα πάνω του.

Η σκέψη είναι ένα μπαλόνι.
Όταν το φουσκώνεις, ότι είναι ζωγραφισμένο πάνω του διογκώνεται
Όταν το φουσκώσεις ελάχιστα, είναι εύπλαστο και συνήθως άχρηστο
Όταν φουσκώνεις πολλά μπαλόνια μπορεί να ζαλιστείς

Η σκέψη είναι ένα μπαλόνι.
Μερικές φορές ο αέρας του πρέπει να μένει μέσα
Ρουφώντας τον τέτοιες φορές ακούγεσαι αστείος
Αν σου φύγει την ώρα που το φουσκώνεις, πετάει σαν τρελό
Αργά ή γρήγορα θα ξεφούσκωνε έτσι κι αλλιώς

Η σκέψη είνα ένα μπαλόνι.
Για τα παιδιά είναι κατι μαγικό, ένα παιχνίδι
Για τους μεγάλους είναι ενα λάστιχο γεμάτο αέρα
Για τους πρωτοπόρους είναι ένα αερόστατο
Για τους καρδιοπαθείς είναι μια ελπίδα

Η σκέψη είναι ένα μπαλόνι.
Δε κοστίζει τίποτα, όλοι έχουν φουσκώσει ένα τουλάχιστον
Υπάρχουν όμως και οι φανατικοί συλλέκτες
Και αυτοί που φτιάχνουν σχήματα μ’ αυτό για να προκαλέσουν έκπληξη και θαυμασμό
Σύνηθως αυτοί είναι κλόουν

Η σκέψη είναι ένα μπαλόνι.
Αν το παραφουσκώσεις θα σκάσει...

Συνέντευξη με ένα πειρατή - Μανιμανιφέστο

Γιατί έγινες παράνομος;

Είδα οτί η δικαιοσύνη έγινε τυφλή από τα πολλά στραβά μάτια που έκανε για τους πλούσιους και τους ισχυρούς. Πως είναι δυνατόν να κρίνει τον οποιοδήποτε τώρα αυτή με τόση μυωπία; Πως να της έχεις εμπιστοσύνη πια;

Γιατί έγινες άθεος;

Είδα την ανάγκη του ανθρώπου να κατανοήσει το κόσμο, το φόβο του για το θάνατο και την συνειδητοποίηση της ύπαρξης του να γίνονται εργαλεία κηπουρικής για τον καλωπισμό του κήπου της εξουσίας. Κόψανε δε όλοι τους θάμνους του υπερπέραν στο σχήμα του ανθρώπου και κάτσανε στο μπαλκόνι να χαζεύουν τον εαυτό τους ευχαριστημένοι. Αν υπάρχει θεός - κάποια υπέρτατη δύναμη δηλαδή που δημιούργησε το σύμπαν – για μένα σαφώς και δεν έχει ανθρώπινη υπόσταση, σαφώς και δεν έχει φωνή, σαφώς και δεν έχει ασχοληθεί μ’ αυτό το πλανήτη πάνω από 5 λεπτά και προφανώς δε θα με κανακέψει αν είμαι καλό παιδί ή θα με τιμωρήσει αν είμαι κακό, Αφήνω τους επιστήμονες να τον ανακαλύψουν - αν υπάρχει - για την καλύτερη κατανόηση του σύμπαντος.

Γιατί δεν έχεις σημαία στη γαλέρα σου;

Είδα την αγάπη του ανθρώπου για τη γη που τον τρέφει και τους συνανθρώπους του να γίνεται μίσος για όποιον είναι δύο βήματα πιο μακρυά από μια ψεύτικη γραμμή ή όποιον είναι τόσο διεστραμμένος που δε μιλάει την ίδια γλώσσα και δε πιστεύει σε κάτι άγνωστο (που υποτίθεται ότι εφτιάξε τα πάντα), με το τρόπο που το πιστεύει αυτός. Είδα χρώματα, θεούς, φύλα και σημαίες να μπαίνουν σε στόχους φτιαγμένους από αγάπη, πατριωτισμό και υψηλά ιδανικά.

Γιατί έγινες πειρατής;

Είδα τη δημιουργία ενός αθώου μέσου για να μετράει ο άνθρωπος τη προσφορά του στον άλλο και μετά από 2΄΄παγκόσμιου χρόνου να χάνει το νόημα του και να απέχει πολύ από το σκοπό του. Συνήθως είναι πλέον αντιστρόφως ανάλογο: όσα λιγότερα προσφέρεις τόσα περισσότερα κερδίζεις. Είδα την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο για αυτά, είδα τη σκλαβιά, είδα τον άνθρωπο να ορίζει άλλους να αποφασίζουν για το συμφέρον του και την προστασία του από την εκμετάλλευση, αυτοί να αποφασίζουν υπέρ αυτών που τον εκμεταλλεύονται και μετα αυτός να τους ξαναεμπιστεύεται σαν αντιπροσώπους του.

Γιατί δεν έγινες επαναστάτης;

Είδα την επανάσταση – μια λέξη χίλιες εικόνες – να γεννιέται και την αγάπησα. Μετά είδα τους ανθρώπους να τη βιάζουνε με τις πράξεις τους και τη σιχάθηκα. Μετά κατάλαβα οτί δεν είναι δικό της λάθος αλλά των βιαστών (ανακάλυψη κι αυτή,ε;), μα η ιστορία έπλεξε τον μαύρο ιστό της επόμενης μέρας και σαν πέπλο κάλυπτε πια το πρόσωπό της. Είδα ανθρώπους να την χρησιμοποιούν σαν πόρνη παίρνοντας καθε βράδυ τις εισπράξεις της και είδα επαναστάτες κτητικούς, μονόχνωτους να ισχυρίζονται πως μόνο αυτοι μύρισαν το άρωμά της χλευάζοντας τους άλλους αδαείς που δεν κατέχουν τη μια και μοναδική αλήθεια τους.

Γιατί δεν έγινες ερημίτης;

Είδα χιλιάδες ανθρώπους να ζητωκραυγάζουν ηγέτες και εξουσιαστές με φανατισμένο πάθος και απόρησα, δε τους καταλάβαινα. Ένοιωσα οτι ζω στο κόσμο μου και ότι πρέπει να επιστρέψω στη πραγματικότητα βλέποντας τα όλα από τα μάτια των άλλων, για να κατανοήσω την αιτία όλων αυτών. Η εύκολη δικαιολογία που μιλά για πρόβατα και για τηλεκατευθυνόμενα είναι για τσοπάνηδες και παιδάκια. Ψάχνω να δω τι συμβαίνει…

Ο κουβάς

Ο ήχος της βροντής σήμαινε καταιγίδα. Κοίταξες πάνω με ανυπομονησία όπως κοιτάει κάποιος τη στροφή από που θα εμφανιστεί το λεωφορείο της φαντασίας να τον πάρει από την στάση της ανίας με προορισμό την ονειροπόληση. Οι στάλες αγχωμένες από την προσμονή σου βιάστηκαν να βρέξουν το πρόσωπο σου μέχρι να μουσκέψει καλά καλά. Όχι, για να μην έχεις να λες...

Εσύ φυσικά δε νιώθεις την ανάγκη τους να σε ευχαριστήσουν, άλλα κάτι σαν ένα κουβά με νερό να σε καταβρέχει. Για μια στιγμή μάλιστα φοβήθηκες οτι θα πέσει και ο κουβάς και έκανες στο πλάι. Και αναρωτιέσαι τι να έγινε εκει πάνω τόσο τρομερό που οι σταγόνες προσπέρασαν τις δοκιμαστiκές πτώσεις της ψιχάλας και πέρασαν κατευθείαν στο πανικό της νεροποντής. Και φαντάζεσαι...

Ένα συννεφένιο περιβόλι και έναν μουσάτο δυσαρεστημένο μακρυμάλλη γυρω στα 33 ντυμένο στα χακί να κατηφορίζει κρατώντας ένα κουβά. Πιο πέρα μια παρέα 12 τύπων με χλαμύδες και αθλητικά παπούτσια διαφωνούν φωνάζοντας.

- Λοιπόν Άρης,Απόλλωνας στα καρφιά και Ερμής πασαδόρος. Πίσω αριστερά Δίας, πίσω δεξιά Ποσειδώνας. Ήφαιστος ξεπέρασες το τραυματισμό; Μπορείς να μπείς υποδοχή στη μέση;
- Εεεε την προηγουμενη φορά που μπήκα στη μέση έπαθα ότι έπαθα και.. όχι δεν έχει γιατρευτει το πόδι ακόμα.
- Όχι ρε γαμώτο δεν έχουμε υποδοχή.
- Μπαμπά τόσους αναπληρωματικούς έχουμε γιατι να μην...
- Ρε σ αυτούς θα καρφώνει ο Θορ "Το σφυρί"! Ποιος μπορεί να πιάσει τα καρφιά του απο εσάς, κορίτσια;
- Σιγά μας έφαγες με τον Θορ! Ωχ! αυτός εκεί δεν είναι ο Ιησούς; Αυτός σιγουρα έχει συνηθίσει τα καρφιά.Χοχοχοχο!!
- Διόνυσε, πήγαινε πιες κανένα καφέ να ξενερώσεις. Ε! Ιησού!!!
- Τι λέει Κρόνος, καλά;
- Να μωρέ παίζουμε με τους Φινλανδούς σε λίγο και δεν έχουμε υποδοχή,τι λες έρχεσαι;
- Μπα... έχω να πάω να ποτίσω. Η γη περνάει περίοδο ξηρασίας και με έβαλε ο μπαμπάς να ρίξω τίποτα γιατί θα πιάσουν πάλι στο στόμα τους τη μαμά...

(Επεξήγηση: Οι Θεοί όντας εξ ολοκλήρου δημιούργημα του ανθρώπου έχουν την εξής αδυναμία: Ό,τι φαντάζονται οι περισσότεροι άνθρωποι γι αυτούς το παθαίνουν. Έτσι εκφράσεις όπως ο "Χριστός φαντάρος" δημιούργησαν ενδυματολογικά και στυλιστικά προβλήματα στον Υιο και αυτά ήταν τα λιγότερα: Δεν κράτησε η Μητέρα το σώμα της αγνό όλη της τη ζωή για να βιώνει τους πολλαπλούς οργασμούς κάθε λεπτό μετά θάνατον... Έτσι αποφάσισαν πως αρκετά με τα πολλά πάρε δωσε με τους θνητούς ή αλλιώς "μακρυά κι αγαπημένοι" αφού όταν βοηθούσαν εκεί κάτω, οι μικροί πάντα κατηγορούσαν αυτούς)

- Έτσι κι αλλιώς δεν είμαι Έλληνας, ή μήπως με έκανε ο Λιακόπουλος και πρέπει να αλλάξω τα χαρτιά μου; Γιατι δε λέτε στον Ιαχωβά;
- Δε πειράζει και οι αντίπαλοι έχουν πάρει μεταγραφή την Κάλι για υποδοχή.Τον Ιαχωβά δεν τον έχουμε δει καθόλου τωρα τελευταία.
- Έλα θα σε βοηθήσω εγώ με τις αστραπές μου και θα τελειώσουμε στο πι και φι! (Ο Δίας, που αποχώρησε από την ενεργό δράση όταν κάποιος έξυπνος ανακάλυψε την χιλιοειπωμένη πλέον φράση "γαμήθηκε ο Δίας πάλι")
- Λες να προλάβουμε;
- Σίγουρα! Ο Βούδας είναι διατητής και θα τους πάρει μια αιωνιότητα να τον ανεβάσουν στη καρεκλίτσα του.

Αναποδογυρίζει λοιπόν ο Χριστός τον τεράστιο κουβά, ρίχνει ο Δίας τις αστραπές μαζεμένες για να τελειώνουν γρήγορα και παίρνουν τέτοια τρομάρα οι στάλες που αφήνουν τα χέρια τους όλες ταυτόχρονα από τις τσίγκινες εσοχές που είχαν γαντζωθεί.
Παραλίγο μάλιστα να του πέσει και ο κουβάς...

Το σφουγγάρι

Φαντάσου ενα μαύρο σφουγγάρι. Από το βάρος του καταλαβαίνεις ότι έχει μπόλικο νερό μέσα. Εσύ διψασμένος προσπαθείς να το σφίξεις και το φέρνεις πάνω από τα ξερά σου χείλη, άλλα μόνο μια σταγόνα πέφτει.


Προς στιγμήν νιώθεις ότι ήπιες το νερό όλων των ωκεανών. Ταυτόχρονα είσαι σίγουρος ότι άνακαλυψες όλο το σχηματισμό του πορώδους λαβυρίνθου και οτι αρκει να πιέσεις στα ίδια σημεία για να πέσει όλο το νερό.


Η δεύτερη φορά είναι το ίδιο ικανοποιητική με την πρώτη και ο Ενθουσιασμός σου φοράει τα ορειβατικά του και καρφώνει τη πολύχρωμη σημαία του στο όρος Επιβεβαίωση, φωτογραφιζόμενος από την γελαστή Επιτυχία.


Τα 3 έψιλον σου θυμίζουν κάτι από χυμό. Ακούς την δίψα σου και νιώθεις οτί το νερό που βγάζει το σφουγγάρι δεν είναι τόσο ξεδιψαστικό. Διακινδυνεύεις να βγάλεις τα δάχτυλά σου από τις «σωστές» τρύπες – με κίνδυνο να τις ξεχάσεις για πάντα – και ψηλαφίζεις ξανά το σφουγγάρι.


Οι περισσότεροι άνθρωποι δε κάνουν αυτό το βήμα. Αν ήσουν φιλόσοφος θα έχωνες τα χέρια σου μέσα στα εύπλαστα τοιχώματα ακολουθώντας την αρχική σου ιδέα μέχρι να αγγίξεις το νερό με τα ακροδάχτυλά σου. Είσαι άτυχος όμως, τίποτα δε πέφτει.


Το αφήνεις πάνω στο βράχο που το βρήκες και περιμένεις κρυμμένος να το βρει κάποιος άλλος. Περνούν πολλοί, διψασμένοι, εξουθενωμένοι,αδιάφοροι και χορτασμένοι όλοι όμως το σηκώνουν και πίνουν.


Οι συνδυασμοί που χρησιμοποιούν είναι όλοι διαφορετικοί και οι σταγόνες έχουν όλες διαφορετικά χρώματα. Πολλοί έρχονται στα χέρια προσπαθώντας να αποδείξουν ότι ο δικός τους συνδυασμός κατεβάζει όλο το νερό. Παραπάνω από δύο σταγόνες πίνουν όμως μόνο όσοι αλλάζουν τον τρόπο που το κρατάνε.


Τώρα ξέρεις ότι η πόσοτητα,το χρώμα (και φαντάζεσαι και η γεύση) εξαρτάται από το ποιος το πίνει. Όμως αν και είναι ένα πολύχρωμο, πολύγευστο (αν υπάρχει τετοια λέξη) νερό, τουλάχιστον δεν είναι ένας αντικατοπτρισμός. Πόση αλήθεια μπορείς να πιείς από το δικό σου σφουγγάρι καπετάνιε;

Γράμματα από τον πόλεμο - Μερμηγκοφάγος ο Κατακτητής

Το πληκτρολόγιο μου έπιασε μυρμήγκια.

Τόσες μέρες που έχω να το πλησιάσω.

Μια ολοζώντανη μυρμηγκοφωλιά απλώνεται κάτω από τα πλήκτρα.

Ακούω τα δύσμοιρα μυρμήγκια που τρέχουν να σωθούν καθώς πάταω τα κουμπιά και γράφω της λέξεις.

Κάθε γράμμα και πέντε νεκρά μυρμήγκια.

Κάθε λέξη και μια νεκρή μερμηγκοοικογένεια.

Γενοκτονία...................

Πόσο εύκολο να πετάς μερικές τελείες που σου περισσεύουν.

Και να σκοτώνεις έτσι απλά, χωρίς τύψεις ή ένοχες.

Να έχεις καθήκον ιερό και σκοπό γενναίο, καθώς ο εχθρός σε αιφνιδίασε και κατέλαβε τα δικά σου κεκτημένα.

Κριτσικριτσι.

Έτσι κάνουν τα μυρμήγκια που συνθλίβονται.

Κριτσικριτσι.

Ποια γράμματα μου έχουν περισέψει;

ξξξξξξξξξξξξξξξχχχχχχχχχχχχχχχ

`1234567890-=’/<\,

Αυτό ήταν. Τώρα τα έχω πατήσει όλα.

Δεν ακούγεται τίποτα.

Όλα τελείωσαν.

Και δίχως τα μυρμήγκια δεν έχω πια τι να σας γράψω.

Γράμματα από τον πόλεμο - Απολύομαι

Σύμφωνα με τον κώδικα Κ.Π.Α.* της Επιτροπής Απαλλαγών του Ελληνικού Στρατού, η ικανότητα μου κρίνεται Ι5, πράγμα που σημαίνει πως απαλλάσομαι νόμιμα από κάθε υποχρέωση στράτευσης για λόγους υγείας.

Στρατός τέλος.

Περι καθαριότητας

Με τον καιρό άρχισες να ξεχνάς.Με τις συνεχείς πλύσεις στο πάτωμα του μυαλού σου με αλκοόλ οι περισσότεροι λεκέδες του παρελθόντος εξαφανίστηκαν. Παρολα αυτά, όταν κάποια πλακάκια εχουν σπάσει, ένα σφουγγάρισμα όχι μόνο δεν αρκεί άλλα κανει τα ραγίσματα πιο ευδιάκριτα και την απουσία κομματιών ενοχλητική.

Όσο κι αν προσπαθήσεις να τα φανταστείς σαν μέρος ένος μεγαλύτερου ψηφιδωτού που καλύπτει και πατώματα άλλων, είναι τόσο άναρχα σπασμένα που όχι μόνο δεν βλέπεις σχέδιο αλλά σε κάνουν να αμφιβάλλεις και για την σταθερότητα όλου του οικοδομήματος.

Μετά αναρρωτιέσαι για τα χαμένα κομμάτια. Κι όμως το ξέρεις, βρίσκονται στα χέρια γυναικών που χόρεψαν στο πάτωμα σου όπως ξέρεις ότι αυτά δεν είναι μόνο άσχημες αναμνήσεις αλλά κομμάτια από τη ζωή σου.

Άλλες αφηρημένες σκόνταψαν σε ρωγμές που είχαν αφήσει προηγούμενες, άλλες δυναμικές, με γέλια και χτύπωντας το τακούνι τους επανηλλειμένα σαν μια γεώτρηση ορυκτού πόνου, αλλά στις περισσότερες τα έδωσες εσύ με τα χέρια σου. Μια ελάχιστη ανταπόδωση αφού άγαρμπος καθώς είσαι με το ξύλινο πόδι σου είχες ήδη αφήσει τα σημάδια σου,είχες πληγώσει πολλά παρκέ.

Βλέποντας το βομβαρδισμένο αυτο τοπίο απελπίζεσαι και διστάζεις να αποφασίσεις. Κόκκινη μοκέτα ή μποέμικη κουρελού; Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρέπει να καλύψεις αυτό το χάλι - τώρα που θέλεις ξανά να καλέσεις κάποια - όσο και αν το ανώμαλο ανάγλυφο θα προδίδει την κατάσταση απο κάτω.

Να χαίρεσαι καπετάνιε. Να χαίρεσαι που άνοιξες τις πόρτες της ύπαρξης σου και είδαν κάποιοι κάτι περισσότερο από τη σοβατισμένη πρόσοψη και τις λευκές κουρτίνες του σπιτιού σου. Να χαίρεσαι γιατί στοβιλίστηκαν στη ψυχή σου αιθέριες υπάρξεις και δεν τις ξέχασες. Να χαίρεσαι που μετά απο τόσες ζημιές έχεις ακόμα διάθεση να φιλοξενήσεις κάποια στο φτωχικό σου. Να χαίρεσαι γιατί ένα λείο,πεντακάθαρο πάτωμα φοβάται κανείς να το περπατήσει και νοιώθει άβολα με τα λερωμένα του παπούτσια. Να χαίρεσαι το πάτωμα σου.

Διάολογος

Το δωμάτιο είναι σκοτεινό.

Τι κοινοτυπία θεέ μου, ας έλεγες οτι είναι σαν το έρεβος που ενεδρεύει στη γωνία, σαν σκέψη βασανιστή πριν από το έργο του, σαν φάρος μέσα στην έρημο, σαν την σκοτεiνή πλευρά της σελήνης....

Όχι, το δωμάτιο είναι σκοτεινό. Όσο κι αν το εξωραϊσω, κι αν το γαρνίρω με σαντιγή ποίησης και προσθέσω τρούφα έμπνευσης το δωμάτιο θα είναι απλά σκοτεινό. Και έτσι πρεπει να μείνει γιατί αλλιώς θα έρθει στο προσκήνιο και θα σε κρύψει.

Γιατί, τώρα που νομίζεις οτι το έφερες; Το δωμάτιο όχι μόνο έκρυψε την παρουσία μου άλλα φρόντισε να σβήσει το όνομα μου από τους άτλαντες της μνήμης, να μουντζουρώσει την μελωδία της ψυχής μου από της παρτιτούρες της αλήθ...

Γιατι αποφεύγεις να συνεχιστεί ο ειρμός της σκέψης μου; Το σίγουρο είναι οτι δε φοβάσαι αυτά που θα γράψω και το δωμάτιο το διάλεξες εσύ σκοτεινό όχι για την λυρικότητα του αλλά για να καταφέρεις να δεις τα στοιχειά που νοικιάζουν το ρετιρέ των ονείρων σου, τους καταρράκτες που χύνονται στις λίμνες – εφιαλτες σου.

Ετσι μπράβο, τωρα αρχίζεις να μου αρέσεις αν και απο παρατηρητικότητα πάσχεις. Τα συμπεράσματα που βγάζεις είναι πιο θαμπά και από τζάμι ορεινού καταφύγιου και πιο αυθαίρετα και απο έπαυλη μεσα στο φαράγγι του Βίκου.

Έλα λοιπόν, παραδέξου το καπετάνιε. Απο τότε που φτάσατε στον πύργο ο μόνος τρόπος για να κοιμηθείς είναι στουπί απο το πιοτό στις 6 τα ξημερώματα. Τι σε εμποδίζει λοιπόν να βγεις από την οικία του πραγματικού κοσμου να κάνεις τον περίπατο σου στο υποσυνειδησιακό πάρκο και να επιστρέψεις ένα 8ωρο μετά; Τι κουβαλάνε εκτός απο σένα το ρούμι και η τεκίλα όταν σε βγάζουν σηκωτό με το ζόρι; Τύψεις, ενοχές ή κατι άλλο;

Ώπα τώρα το παράκανες με τον σουρεαλισμό. Αλλα έχεις κάποιο δίκιο. Πιο πολύ με στοιχειώνουν οι επιλογές μου. Εσένα μήπως όχι; Δε θα δεχτώ να μασήσω την καραμέλα «δε μετανοιώνω για τίποτα» όσο εύκολα και αν καταπίνεται, όσο όμορφη κι αν κάνει την αναπνοή μου μετά. Ναι ίσως γι’αυτο δε κοιμάμαι. Αλλά δεν είναι ο λόγος αυτός που έρχομαι εδώ.
Έρχομαι εδώ για να κλάψω και να γελάσω μόνος.
Μονο έτσι
το κλάμα και το γέλιο μου είναι αληθινά.

Γράμματα από τον πόλεμο - Εκκρεμές

Πέρασε ένας μήνας κι εσύ είσαι ακόμη μες σε αυτό το εκκρεμές.

Κάποιες στιγμές ο χρόνος περνούσε γρήγορα κι άστραφτε σαν ασημένιο φίδι.

Κάποιες άλλες σχεδόν σταματούσε, κουλουριαζόταν και γινόταν βώλος από λάσπη.

Μέσα στο θάλαμο βρισιές και γέλια συνωστίζονται.

Κάποιες στιγμές οι άνθρωποι βγάζουν τον χειρότερο εαυτό τους, γαβγίζουν, δαγκώνουν και σέρνονται στο έδαφος. Ή στο υπέδαφος.

Και κάποιες άλλες γίνονται φωτεινοί, γίνονται γροθιά σφιγμένη και στήριγμα ο ένας του άλλου.

Κάθε συναίσθημα είναι έντονο.

Τα νεύρα τεντωμένα. Πριν προλάβεις να χαρείς, απελπίζεσαι. Η μεγαλύτερη έγνοια σου ξαφνικά διαλύεται και γίνεται καπνός.

Μα αμέσως έρχεται σαν την παλίρροια η ανία, να σε αποχαυνώσει. Κάθε συναίσθημα βουλιάζει κι ύστερα πνίγεται στην απάθεια.

Και ψάχνεις ένα λόγο..

Τη μια στιγμή τα πάντα γύρω σου έχουν κάποια ξεκάθαρη αιτία ύπαρξης.

Ξανακοιτάς και όλα έχουν γίνει εντελώς παράλογα.


Αυτό το αδιάκοπο εκκρεμές ονομάζεται στρατός.


Και στους χτύπους του,

ανάμεσα στα δυο του άκρα

που ορίζουν τη ζωή σου,

ο χρόνος σε κρυφοκοιτά.

Δικαιολογίες

Μα τι συμβαίνει; Ειναι δυνατόν να το νοιώθεις μόνο εσύ; Μικροί σεισμοί συγκλονίζουν το βαδισμά σου. Αν δεν είχες τόση εμπιστοσύνη στο μυαλό σου θα πίστευες ότι τρελάθηκες.

Μα... εσύ δεν είχες πότε εμπιστοσύνη στο μυαλό σου, μη κοροιδεύεις...

Ξαφνικά η λογική σου κοιτάει τον γκρεμό φοράει τα γυαλιά της, βγάζει το φρένο από το έλκηθρο και με το υποσυνειδησιακό μπικίνι της να φωσφορίζει στο σκοτάδι κάνει βουτιά στο κενό της αμφιβολίας.

Η ταχύτητα είναι μεθυστική.Λες και το περίμενε καιρό, εκείνη σκύβει μέχρι να γίνει ένα με το έλκηθρο και η αντίσταση του αέρα της επιχειρηματολογίας εκμηδενίζεται. Αν δεν είχες σε τέτοια εκτίμηση τη διαύγεια του νου θα το διασκέδαζες.

Μα... εσυ δεν είχες ποτέ σε εκτίμηση τη διαύγεια του νου, μη κοροιδεύεις...

Εντάξυ είχες ακούσει για την ναυτία της ξηράς αλλά δε περίμενες κάτι τέτοιο. Αρχίζεις να πιστεύεις οτι η φράση «είσαι εξω από τα νερά σου» ντύνει την παρούσα κατάστασή σου με την σοφία του Ποσειδώνα.

Ναι αλλα είσαι ακόμα σε κατάβαση -μη το ξεχνάς αυτό- και οι διαδρομές της πραγματικότητας διακλαδίζονται μπροστά σου. Αν δεν ήσουν οπαδός μιας μοναδικής αλήθειας θα χειροκροτούσες μπροστά στις δυνατότητες που ανοίγονται σε κάθε μέλλον.

Μα... εσύ δεν ήσουν ποτέ φανατικός μιας ιδεολογίας, μη κοροιδεύεις...

Συγκεντρώνεσαι. Στήνεις αυτί. Οι δονήσεις, αυτές που τόσο σε ενοχλούν, προέρχονται από το στήθος σου. Χωρίς να έχεις τη φασαρία του καταστρώματος και την υπόκρουση της άγριας θάλασσας μπορείς πλέον να ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου.

Κι αφού τελειώσαμε με τις δικαιολογίες καπετάνιε, είναι καιρός να το απολαύσεις

Εισβολή Μέρος 2ο - Καταφύγιο

Αν ήταν εποχή, θα ήταν φθινόπωρο
Αν ήταν δέντρο, θα ήταν ιτιά
Αν ήταν άνθρωπος, θα ήταν ακροβάτης
Αν ήταν πρόταση, θα ήταν ερώτηση
Aν ήταν βλέμμα, θα κοιτούσε ψηλά.

Αν ήταν κάποιος μέσα θα βρίσκατε κάποια αντίσταση

Ο πύργος έμοιαζε με θεόσταλτο καταφύγιο. (Από κάποιο θεό βέβαια που θα έπρεπε να συγχωρεί τις βρισιές στο όνομα του, στο σόι του και γενικότερα σε κάθε του έκφανση και υπόσταση. Επίσης έπρεπε να δίνει πλήρη αφεση αμαρτιών σε: κλέφτες, ψεύτες, δολοφόνους, βασανιστές, βιαστές και ότι κακοποιό στοιχείο έχει την τιμή να γνωρίζει. Αν το καλοσκεφτείς δε θα ταν καλή ιδέα να μπεις σε ένα καταφύγιο αυτού του θεού...)

Ο πύργος δεν έμοιαζε με θεόσταλτο καταφύγιο. Η καλή σας τύχη σας έφερε εκεί προσπαθώντας να ξεφύγετε από τη θαλασσοταραχή (φουρτούνα) και την εμμονή της θάλασσας να σας βάλει όλους βαθιά στην αγκαλιά της. Προφανώς είχε πάρει χαμπάρι τις δραστηριότητες σας στην πλάτη της και είχε πάρει τις αποφάσεις της. Τόσα κουφάρια ανθρώπων βρέθηκαν στο πάτο της με το σημάδι σας στο λαιμό τους. Όπως εκείνο το παλιό πειρατικο τραγούδι:
Μα το σημάδι στο λαιμό σας απ τη σπαθιά μου
Θα μαρτυράει πως δεν είστε πια κοντά μου
Μα το σημάδι στο λαιμό σας που θα μένει
Θα μαρτυράει ότι είστε πεθαμένοι
Γιο χο χο!

Καταζητούμενος από όλους τους στόλους της Μεσογείου δεν υπήρχε λιμάνι αρκετά κακόφημο και βρώμικο για να κρύψει την αμοιβή που βρισκόταν κάτω από την προσωπογραφία σου. Εκεί όμως θα έκρυβες το βρωμερό παρελθόν σου, εκεί θα ζούσες με τις τύψεις σου παρέα. Διάολε, χρειαζόσουν ένα ποτό...

Το γλέντι στο πύργο ήταν μνημειώδες. Οπώς είχατε ανακαλύψει νωρίτερα τα κελάρια του ήταν γεμάτα βαρέλια με αλκοόλ! Ω θεά Fortuna! Αργά το βράδυ πια οι τρομεροί πειρατές σου γέλαγαν και έπαιζαν σαν μικρά παιδιά και οι σκλάβες σας διαλέγαν τον λιγότερο άσχημο για συντροφιά τους και εξαφανίζονταν πίσω από τις κολώνες.

Είναι ευκαιρία να σταματήσεις. Τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα είχες ονειρευτεί όταν ξεκινούσες προς την ελευθερία σου, πιεσμένος από τους άδικους φόρους και τις τυραννικές κυβερνήσεις, απογοητευμένος από την δουλοπρέπεια των ανθρώπων. Αυτό ήταν το τίμημα για την ελευθερία λοιπόν; Τόσοι θάνατοι, τόσες σκλαβωμένες ψυχές – μαζί κι η δικιά σου;

Ναι, μη περνιέσαι για ελεύθερος καπετάνιε, η απόσταση ως το θάνατο ήταν μια σανίδα δρόμος αν οι ανάγκες των αντρών σου δεν ικανοποιούνταν και το ήξερες. Είσαι σκλάβος των αναγκών των γύρω σου, όπως όλοι μας άλλωστε...

Εισβολή Μέρος 1ο - Fortuna

Ο πύργος φάνηκε με το που είδατε στεριά, λες και περίμενε στο λιμάνι σαν ατημέλητη χήρα τον άντρα της και το καράβι του είχε αργήσει λόγω φουρτούνας. Μπα, οι φουρτούνες πάντα έκαναν τους αντρες σου να δουλεύουν με μεγαλύτερο ζήλο.

Είναι εύκολο να δίνεις τον καλύτερο σου εαυτό οταν δεν εχεις να χάσεις τίποτα αλλά είναι πιο εύκολο αν κινδυνεύεις να χάσεις τα πάντα, λένε οι ντόπιοι στα στενά των Διαμαντιών και οι συγκεκριμένοι τα έδωσαν όλα την τελευταία φορά που τους επισκεφτήκατε. Εσείς για να μη τους προσβάλλετε τα πήρατε. Και τον καλύτερο εαυτό τους και τα διαμάντια και τις γυναικες τους.

Η φουρτούνα γίνεται σανίδα σωτηρίας τα βράδυα που μένεις ξάγρυπνος στη κουκέτα σου, εκει που μένεις πραγματικά μόνος και αναλογίζεσαι ασήμαντα πράγματα, όπως η ζωή κι ο θάνατος (όταν φεύγουν από το δρόμο σου και γίνονται ιδέες χάνουν την υπόστασή τους και σε βασανίζουν σαν στοιχειά σε εφιάλτη). Οι φωνές του τσούρμου «Όλοι στο κατάαααστρωμα, σκυλιάαα!», το κρααακ του σαπισμένου άλμπουρου και τα νερά που μπαίνουν απο τις τρύπες δίνουν στα φαντάσματα όψη,ήχο,μυρωδιά.

Ανεβαίνεις πάνω, η βροχή σου ξεπλένει το πρόσωπο, ο αέρας σου γεμίζει τα πνευμόνια. Δεν το σκέφτεσαι πλέον. Τη ζωή την κυνηγάς και ο θάνατος εσένα.Ή μήπως ανάποδα; Σπάνια ομως εχεις την τύχη να φτάσεις τόσο κοντά και στα δύο.

Γελάς και βρίζοντας την τύχη σου πιάνεις το σχοινί μαζί με τους άλλους τυχερούς και κατεβάζετε το φλόκο.Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται. Δεν είναι τυχαίο που η γαλέρα σου έχει σκαλισμένο «Fortuna» στην πλώρη της.

στον πύργο και στον πόλεμο














Όσο κι αν ψάχνω για κάποια ιστορία, απόψε όλες δείχνουν να με αποφεύγουν.

Οπότε λέω να το γράψω, έτσι ακριβώς όπως το νιώθω.

Στεγνό.

Είμαστε αυτό που κουβαλάμε μέσα μας και κανείς δεν μπορεί να μας το κλέψει αυτό.

Καλή αντάμωση.

Υγ. Περαστικέ σε ευχαριστώ πολύ για το σκίτσο. Εύστοχος όπως πάντα.

Υγ.2 Αν δείτε κανένα πειρατή να τριγυρνάει στον πύργο δεν είναι για κακό.

ταξιδεύοντας στο δάσος του blogspot















συνάντησα τη γαλάζια νεράιδα του δάσους, candy blue.

έκανε ειρήνη

Ο κύριος Τούριν ήταν εκπαιδευτής καναρινιών και μάλιστα ένας από τους καλύτερους στον κόσμο.

Παρέδιδε μαθήματα ορθοφωνίας σε καναρίνια όλων των ειδών, ακόμη και στα πιο παράφωνα, ακόμη και στα πιο φάλτσα.

Κανένας από τους ιδιοκτήτες τους δεν έμεινε ποτέ παραπονεμένος και πολλές φορές, τον πλήρωναν τα διπλά ή τα τριπλά από όσο είχαν συμφωνήσει στην αρχή για να του δείξουν την ικανοποίηση τους.

Όταν πια έφτασε στο απόγειο της φήμης του, ένιωσε πως μόνο ένα βήμα πια του είχε απομείνει.

Είχε έρθει ο καιρός να προσφέρει και εκείνος το λιθαράκι του στον ανθρώπινο πολιτισμό.

Αποφάσισε να μάθει ένα καναρίνι να μιμείται επακριβώς τον ήχο ενός φλάουτου και μάλιστα να το εκπαιδεύσει έτσι ώστε να κελαηδίσει δίχως κανένα ψεγάδι ένα σονέτο του Βιβάλντι για φλάουτο.

Η ιδέα του ήρθε σαν αποκάλυψη. Είχε ανακαλύψει τον προορισμό του.

Άρχισε αμέσως. Την επόμενη μέρα κιόλας ακύρωσε όλα του τα ραντεβού και ξεκίνησε την αναζήτηση του κατάλληλου καναρινιού.

Μια αναζήτηση που κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια και τον ταξίδεψε από τη μία άκρη της γης στην άλλη.

Τελικά, τα κατάφερε.

Το βρήκε.

Μισοκοιμισμένος σε μια κοιλάδα στα Καναρία νησιά, άκουσε το τέλειο κελάηδισμα. Είχε τη σωστή χροιά, την ορθή τονικότητα και πάνω από όλα το κατάλληλο ηχόχρωμα.

Η τύχη του είχε επιτέλους χαρίσει το πολυπόθητο χαμόγελο της και εκείνος μπορούσε πια να της το ανταποδώσει.

Επέστρεψε.

Η εκπαίδευση ήταν δύσκολη, το ένα εμπόδιο ερχόταν μετά το άλλο, μες στην ελπίδα φώλιαζε συχνά η απόγνωση και μέσα σε κάθε μικρή πρόοδο ένα χάσμα απαισιοδοξίας.

Μα δεν το έβαζε κάτω. Ούτε το καναρίνι.

Λες και καταλάβαινε και το ίδιο τη σημασία του εγχειρήματος ετούτου. Λες και αγωνιούσε και το ίδιο αν θα πρόφταινε να τα καταφέρει προτού το βρει ο θάνατος. Ο χρόνος τους τελείωνε.

Μα τα κατάφεραν.

Ο κύριος Τούριν άκουσε το καναρίνι να του κελαηδάει αψεγάδιαστα το σονέτο του Βιβάλντι, με ένα κελάηδισμα που ακουγόταν σαν το πιο γλυκόλαλο φλάουτο.

Τότε, δίχως να χάσει καιρό, πήρε τηλέφωνο σε φίλους και γνωστούς, σε συνεργάτες και αντιπάλους, σε εφημερίδες και τηλεοράσεις, σε πανεπιστήμια και ινστιτούτα για να τους καλέσει την επόμενη κιόλας μέρα στην παρουσίαση του απίστευτου επιτεύγματος του.

Εξαντλημένος, έπεσε για ύπνο.

Ο κύριος Τούριν είδε τότε στον ύπνο του, έναν άνθρωπο πρωτόγονο. Έναν άνθρωπο με τρίχες και γένια, βρώμικο, γεμάτο λάσπες, που γρύλιζε και περπατούσε πότε με τα δύο και πότε με τα τέσσερα.

Τον είδε να κάθεται και να ξαποστάζει σε ένα δέντρο. Τον είδε να αφουγκράζεται εκείνο το ίδιο καναρίνι. Τον είδε να σκαλίζει τρύπες σε ένα ξύλο κούφιο.

Κι ύστερα τον είδε, με την πρώτη εκείνη φλογέρα, ναι με αυτό το ακατέργαστο σχεδόν κατασκεύασμα, να μιμείται το κελάιδισμα του.

Να περνάνε οι ώρες, να περνάνε οι μέρες και οι μήνες και εκείνος εκεί να συνεχίζει να προσπαθεί.

Να προσπαθεί να μιμηθεί το καναρίνι.

Ο κύριος Τούριν ξύπνησε από τον χτύπο της πόρτας του.

Ήταν πρωί και οι πρώτοι δημοσιογράφοι είχαν καταφτάσει.

Ο κύριος Τούριν κοίταξε ξανά το καναρίνι.

Άνοιξε το παράθυρο, άνοιξε το κλουβί του και το άφησε ελεύθερο.

παραλλαγή σε μύθο παλιό

Ο Χοσέ είδε το θάνατο να τον κοιτάζει καθώς ανέβαινε το πρώτο σκαλοπάτι για το γραφείο του.

Φορούσε ένα ξεθωριασμένο σακάκι και κάπνιζε άφιλτρα τσιγάρα.

Κάπνιζε με το αριστερό του χέρι και τον κοιτούσε με ένταση. Σίγουρα τον κοιτούσε, ένιωσε πως τον ξεχώριζε από όλο το πλήθος.

Ο Χοσέ ταράχτηκε. Ανέβηκε γρήγορα στο τρίτο πάτωμα, εκεί που ήταν το γραφείο του διευθυντή του και του εξήγησε πως έπρεπε να φύγει επειγόντως.

Έπρεπε να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν. Έξω και από τη χώρα αν μπορούσε.

Ο διευθυντής δεν του το αρνήθηκε. Του έκλεισε αεροπορικά εισιτήρια την ίδια κιόλας μέρα για τη Στουτγκάρδη και τον φυγάδεψε από την έξοδο κινδύνου.

Όταν πια βγήκε στο δρόμο και σιγουρεύτηκε πως ο θάνατος δεν τον είχε πάρει στο κατόπι, ο Χοσέ μπόρεσε να αναπνεύσει.

Τι τραγικό να τον βρει ο θάνατος μέσα σε αυτό το άθλιο γραφείο αλήθεια!

Συλλογιστήκε τη ζωή του.

Τι τραγικό να τον βρει ο θάνατος μέσα σε αυτή τη μίζερη ζωή!

Και τι ευτύχημα που του είχε γλιτώσει και μπορούσε τώρα να τα δει ξεκάθαρα όλα αυτά.

Είχε χρόνια να νιώσει το μυαλό του τόσο καθαρό.

Έφτασε στο αεροδρόμιο και χαμογελαστός, πραγματικά χαμογελαστός, μπήκε στο αεροπλάνο του για τη Στουτγκάρδη και έφυγε. Τα όνειρα του για μια νέα ζωή μπήκαν και αυτά μαζί του.

Κι ας απαγορεύονταν οι εκρηκτικές ύλες στο αεροπλάνο. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα.

Εν τω μεταξύ, ο διευθυντής του περίεργος και καχύποπτος όπως ήταν κατέβηκε στο ισόγειο για να δει με τα ίδια του τα μάτια αν πράγματι ο θάνατος τριγύριζε εκεί κοντά.

Και τον βρήκε.

«Είναι αλήθεια πως κοίταζες τον Χοσέ, τον υπάλληλο μου το πρωί όταν ήρθε στη δουλειά;», τον ρώτησε.

«Αλήθεια είναι», απάντησε ο θάνατος και έβηξε ξερά λες και τα πνευμόνια του είχαν μονάχα πίσσα.

«Ώστε ήρθες για να τον πάρεις;», συνέχισε τις ερωτήσεις του ο διεθυντής.

«Όχι, ήρθα μόνο για να πάρω εσένα», συνέχισε το βήχα του και ο θάνατος.

Ο διευθυντής ένιωσε τις δυνάμεις του να τον αφήνουν. Η καρδιά του σταμάτησε, μαζί με το λεωφορείο στη διπλανή στάση. Πριν όμως φύγει η ψυχή του από τα χείλια του, έκανε μια τελευταία ερώτηση στο θάνατο.

«Τότε... τότε τον Χόσε, τον υπάλληλο μου για τον κοίταξες τόσο έντονα, που ταράχτηκε, σίγουρος πως είχες έρθεις για εκείνον;».

«Γιατί μου έκανε πολύ μεγάλη έκπληξη που τον είδα εδώ σήμερα, να ανεβαίνει αυτά τα σκαλοπάτια. Βλέπεις, το Χοσέ πρόκειται να τον συναντήσω απόψε στη Στουτγκάρδη», ήταν τα τελευταία λόγια του θανάτου.

μόνο λόγια

Ομολογώ, ναι ομολογώ.

Σε σκότωσα.

Καθόσουν απέναντι μου στο τραπέζι και με κοίταζες, με το ίδιο, πάντα επίμονο σου βλέμμα.

Με κοίταζες και εγώ σε σκότωσα.

Άθελα μου και επίτηδες συνάμα.

Ποιος είχε βάλει σφαίρα στη θαλάμη; Σε ρωτάω.

Ποιος ήταν αυτός που τράβηξε στο τέλος τη σκανδάλη; Με ρωτάς.

Και ποιος ο τυχερός που πρόκειται να κάνει την αναπαράσταση;

Ομολογώ, ναι ομολογώ.

Σε σκότωσα, όχι από μίσος. Ούτε απο υπερβολική αγάπη.

Μονάχα απο περιέργεια.

Ήθελα μοναχά να δω πως είναι να σκοτώνεις.

Για πρώτη μου φορά και εγώ να παρακούσω. Θεούς, νόμους και της λογικής τους δαίμονες.

Ομολογώ, σε σκότωσα και έμεινα πια μόνος.

Μονολογώ, ναι μονολογώ.

o έρως στη σχολή ικάρων

Όπως ο Ίκαρος έτσι και ο έρωτας, θα σε οδηγήσει στον ουρανό.

Ψηλά, πολύ ψηλά. Θα σου χαρίσει τη ζεστασιά του ήλιου.

Για λίγο όμως. Ύστερα δεν μπορεί παρά να συμβεί το μοιραίο.

Έτσι ορίζει η φύση. Έτσι είναι τα πράγματα.

Ύστερα έρχεται η πτώση. Και η συντριβή.

Θα περάσει καιρός, θα ξανασηκωθείς.

Με σπασμένα φτερά και παΐδια θα ξαναπετάξεις.

Και θα ξαναγγίξεις τον ήλιο και θα ξανασυντριβείς.

Και αυτό θα γίνεται όσο αντέχει η ψυχή σου.

Μόνο που ο έρωτας πια θα μοιάζει περισσότερο σε νεκραναστημένο ζόμπι.

Ή στο ρόμποκοπ.

αντί στροφή

Η αγάπη του για τα κρεμμύδια ήταν γνωστή σε όλους τους φίλους του.

Και της φίλες του. Σε αυτές βέβαια ήταν γνωστή με έναν κάπως πιο δυσάρεστο τρόπο.

Δεν έδινε όμως σημασία. Όταν αγαπάς κάτι, όλα τα άλλα είναι ιδιαιτέρως ασήμαντα.

Πέρασαν τα χρόνια και τον ξαναείδα απόψε σε ένα ακριβό, πολύ σικ εστιατόριο.

Από αυτά που κοροϊδεύαμε κάποτε.

Που έχεις όλη την ώρα πάνω από το κεφάλι σου τον σερβιτόρο στητό σαν στέκα και αγχωμένο γιατί πρέπει να σου γεμίσει εκείνος το ποτήρι με κρασί. Και που πρέπει να μιλάς σιγά, να χαμογελάς ανάλαφρα και να τρως με μικρές τακτοποιημένες μπουκίτσες το πολύ νόστιμο και πολύ λίγο φαγητό σου, που έχει μαγειρέψει κάποιος κατα τα άλλα άγνωστος, κατα τα άλλα βραβευμένος, σεφ.

Σε ένα τέτοιο.

Η γνώριμη μυρωδιά της κρεμμυδίλας, που τον συνόδευε τόσα χρόνια είχε σβήσει. Πραγματικά, δεν υπήρχε πια ίχνος από δαύτη.

Μεγαλώσαμε, σκέφτηκα και ξεχάσαμε τις παλιές μας αγάπες.

Να λοιπόν που συμβαίνει και αυτό.

Μα ύστερα παρατήρησα κάτι άλλο.

Αντί για κρεμμύδια, απόψε έτρωγε μύδια άλα κρεμ.

το καβούρι

Σε αντίθεση με τις σαρδέλα, το καβούρι είναι ένα πλάσμα τόυ θαλάσσιου βασιλείου που πολύ δύσκολα θα στριμώξεις σε μία κονσέρβα.

Κάποιοι ισχυρίζονται πως αυτό συμβαίνει επειδή έχει πολύ χοντρό κέλυφος.

Κάποιοι άλλοι, επειδή καταφέρνει πάντα να δραπατεύει με τις πανίσχυρες δαγκάνες του.

Η αλήθεια ίσως να βρίσκεται κάπου αλλού.

Ίσως ο άνθρωπος να μην μπορεί ακόμη να αντιληφθεί πως η φυσή δεν πηγαίνει μόνο προς τα μπρος ή προς τα πίσω.

Μπορεί να φτάσει στο ζητούμενο σημείο με μικρά πλάγια βηματάκια.

Αντίθετα, σε βλέπω πολλές φορές να ξεστρατίζεις και να χάνεις τον προορισμό σου κι ας πηγαίνεις μόνο ευθεία.

σαν κονέρβα με σαρδέλες

Είναι μύθος αυτό που λένε για τις κονσέρβες με τις σαρδέλες.

Αν της στριμώξεις πάρα πολύ αρχίζουν και αυτές να γκρινιάζουν.

Κάποιες αποκτούν κλειστοφοβία και κάποιες άλλες κατάθλιψη.

Γιατί η σαρδέλα, όπως και όλα τα ψάρια ήταν κάποτε ελεύθερη.

Δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν το μόνο που μπορεί να θυμάται είναι δύο δευτερόλπετα στριμώγματος.

Ίσως γιατί το στρίμωγμα της φέρνει αμνησία.

στο φανάρι












Άδειοι δρόμοι, βραδινή Αθήνα.

Κοιτάζω ένα σκισμένο σακουλάκι από πατατάκια που κοιμάται στο πεζοδρόμιο.

Το φανάρι είναι πράσινο. Δε βαριέσαι περιμένω το επόμενο.

Ένας σκύλος με κοιτάζει με απορία.

Είναι παράλογο να μην περνάς όταν το φανάρι είναι πράσινο.

Του προκαλώ αμηχανία στην αρχή, ανησυχία στη συνέχεια.

Γιατί δεν ξεκινάς;

Νομίζεις είσαι έξυπνος;

Με προκαλείς;

Αν όλοι έκαναν το ίδιο, τότε ξέρεις τι θα συνέβαινε;

Κοιτάζω πάλι το φανάρι.

Πράσινο. Κόκκινο. Πράσινο.

Αυτό που δεν ξέρεις φτωχέ μου σκύλε, είναι πως το φανάρι καμιά φορά σου λέει και αυτό μικρά και αθώα ψέματα.

πινγκ πονγκ

Χτύπας το μπαλάκι του πινγκ πονγκ, προσεχτικά στο τραπέζι.

Ετοιμάζεσαι για σερβις.

Χίλια μάτια είναι καρφωμένα πάνω σου. Ο αντίπαλος σε περιμένει.

Σφίγγεις τη ρακέτα.

Κουμπώνεις τη ζακέτα.

Και ξεκινάς.

Μα τότε καταλαβαίνεις – πραγματικά δε θα μπορούσες να το καταλάβεις δίχως να κτυπήσεις το μπαλάκι – πως είσαι γυμνός.

Δεν υπάρχει ζακέτα, δεν υπάρχει καμία ζεστασιά.

Και τότε καταλαβαίνεις, πως όλος αυτός ο κόσμος που μαζεύτηκε, δεν ήρθε για να δει τον αγώνα, αλλά τα εκτεθιμένα οπίσθια σου.

Έτσι όπως με πάθος σκύβεις και χτυπάς.

Πως δεν υπάρχει νίκη ή ήττα, μα ένα ρημαγμένο τραπέζι του πινγκ πονγκ που σε κάθε χτύπο σου αναστενάζει και ραγίζει όλο και πιο πολύ.

Αφήνοντας το Νάρκησο

Ξύπνησε απορημένος από το βαθύ του ύπνο. Τεντώθηκε, κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη, όχι για πολύ, ίσα ίσα για να θυμηθεί το πρόσωπο του και ύστερα ντύθηκε.

Πόσα χρόνια είχαν περάσει άραγε;

Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πεθάνει.

Κοίταξε το ημερολόγιο. Είχε πεθάνει και αυτό.

Όλα έδειχναν παλιά γύρω του. Το φως του ήλιου του χτύπησε το παράθυρο, ήταν άνοιξη.

Κοίταξε έξω, μύριζε ζεστασιά και μέλι.

Γιατί είχε ξυπνήσει;

Βγήκε στην αυλή του. Ήταν βρώμικη, μα του χαμογελούσε. Περπάτησε μέχρι το φράκτη. Ήταν ένας παλιός, μισογκρεμισμένος φράκτης που χρειαζόταν βάψιμο.

Κοίταξε πέρα από το φράχτη. Ήξερε πολύ καλά τι τον περίμενε πέρα από την αυλόπορτα.

Δεν υπήρχε κανείς άλλος.

Ξανατεντώθηκε.

Γιατί είχε ξυπνήσει, αλήθεια;

Να ένα ερώτημα που δεν έχει καμιά απολύτως σημασία, του αποκρίθηκε μια φωνή από το σπίτι του.

Γύρισε πίσω στο δωμάτιο του. Στην αρχή τρόμαξε, αλλά μετά από λίγο ησύχασε κάπως. Το κρεβάτι του δεν ήταν άδειο.

Κοιμόταν σε αυτό κάποιος που του έμοιαζε.

Είχε το ίδιο κούτελο και το ίδιο σκίσιμο στα χείλη, μα την ίδια στιγμή ήταν και διαφορετικός.

Σαν ένα τραγούδι που του αλλάζεις τόνο για να ταιριάξει στη φωνή σου.

Θυμήθηκε το πιάνο. Το βρήκε στο σαλόνι, σκονισμένο, πάντα βαρύ και σοβαρό. Ξεκούρδιστο.

Έπαιξε ενα ξεκούρδιστο νανούρισμα μέχρι που νύχτωσε.

Μόλις τελείωσε, τον κοίταξε για μια τελευταία φορά, τον σκέπασε προσεχτικά με την μπαλωμένη κουβερτούλα του και έφυγε.

Έκανε ψύχρα. Η νύχτα πολεμούσε να τρυπήσει τη γη και να ρουφήξει τους χυμούς της. Η αυλή σκλήρηνε στα βήματα του.

Εκέινος δεν έδωσε σημασία.

Μονάχα, άνοιξε την αυλόπορτα
και
αφού παραμέρισε με το ένα του χέρι τις βραδινές κουρτίνες της ομίχλης,
άρχισε να περπατά σιγοτραγουδώντας,
στο ανθισμένο ναρκοπέδιο της νύχτας του.

Άρρωστος

Την πρώτη μέρα ήταν συνάχι.









Τη δεύτερη μέρα δέκατα.










Την τρίτη μέρα πήρε αντιπυρετικό.











Την τέταρτη ελπίδα.










Την πέμπτη μέρα άρχισε αντιβίωση.










Την έκτη έπεσε σε κώμα.











Και την έβδομη ημέρα αναπαύθηκε.












Τις φωτογραφίες μαζί με πολλές άλλες που βραβεύθηκαν για τη χρονιά που πέρασε μπορείτε να τις βρείτε εδώ.