Το καλοκαιρινό μου ταξίδι μου ξεκίνησε, λοιπόν. Πήρα την πανοπλία μου, πήρα το σπαθί μου, πήρα και το κοχύλι που μου χάρισες πέρυσι.
«Πυξίδα για την παραλία εκείνη που μας περιμένει να την ανακαλύψουμε».
Έτσι δεν είχες πει?
Καταμεσήμερο, μπήκα στο πλοίο. Καταμεσήμερο και τα φουγάρα του σαν να είχαν ιδρώσει.
Μες στο πλοίο με περίμενε ένας νάνος. Είχε μπλε μαλλιά και δόντια και η ανάσα του μύριζε οδοντόκρεμα.
Στο μπράτσο του μια γοργόνα τατουάζ, με κοίταζε με βλέμμα αυστηρό.
«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος?», ρώτησε ξαφνικά.
Η γοργόνα, όχι ο νάνος.
«Φοβάμαι πως όχι», της απάντησα.
Λάθος. Θυμήθηκα πως δεν πρέπει να το πεις αυτό στην γοργόνα για να μη θυμώσει και σου βουλιάξει το καράβι.
Όμως δεν είπε τίποτε άλλο. Μόνο συνέχισε να με κοιτάζει με το ίδιο αυστηρό βλέμμα.
«Μην την παρεξηγείς, έχασε τον αδερφό της μικρή», μου είπε ο νάνος.
«Δεν πιστεύω να τη θύμωσα, ε?».
«Ποιος ξέρει? Με τις γυναίκες ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος», είπε ο νάνος κι εξαφανίστηκε καβάλα σε ένα πυροτέχνημα.
Όταν νύχτωσε, μια πελώρια ουρά, σα φάλαινας, έκοψε το καράβι στα δύο.
Κολύμπησα.
Όταν ξημέρωσε βγήκα σε μια αμμουδιά μπλε.
Σαν τα μαλλιά του νάνου.
Γύρω γύρω έχει βράχια, κοφτερά και απότομα.
Σαν το βλέμμα της γοργόνας του.
Μπρος μου μια σκοτεινή σπηλιά.
Σαν το κοχύλι που μου χάρισες πέρυσι.