Goodbye e-Lenin

Επειδή καλός ο ψηφιακός κόσμος, δε λέω.

Αλλά ευτυχώς δεν αντικαθιστά τον πραγματικό.

Και ο πραγματικός φωνάζει: Διακοπες!

Αν βρεθείς στην Αστυπάλαια, πέρνα από το μπαρ Άρτεμις. Θα βρεις το sancho πίσω από την μπάρα και εμάς από την άλλη πλευρά.

Αν βρεθείς στη Μήλο, θα τα πούμε στο κάμπινγκ.

Αν τέλος περάσεις από τη Ρόδο και καθίσεις για ποτό στα Μάνταλα, να ξέρεις ότι ίσως και να σε δω.

Καλό καλοκαίρι.

Καλή αντάμωση.

Απορείες...

Πορεία για την Γιουγκοσλαβία

Πορεία για το Αφγανιστάν.

Πορεία για το Ιράκ.

Πορεία για το Λίβανο?

Άραγε απογοητευτήκαμε από τα αόρατα αποτελέσματα τόσων πορειών?

Άραγε τα ΜΜΕ δεν προβάλουν τις πορείες που διοργανώνονται για το Λίβανο?

Άραγε φταίει που είναι καλοκαίρι και σχεδιάζουμε τις διακοπές μας?

Άραγε οι Λιβανέζοι θα μείνουν με την απορεία?

... και απορίες

- Μαμά τι είναι άπορος?
- Πως σου ήρθε πάλι αυτό?

Άβολη ερώτηση για την παραλία. Προσπαθείς να ξεφύγεις.

- Πες μου τι είναι!
- Αυτός που έχει απορίες.

Λίγο αντηλιακό. Που είναι ο πατέρας της? Aυτός τα καταφέρνει καλύτερα με τις ερωτήσεις της.

- Τι σημαίνει αυτό?
- Τώρα τι σε έπιασε πάλι και με ρωτάς.
- Έλα πες μου! Τι σημαίνει?

Μάλλον δε θα ξεφύγεις τόσο εύκολα.

- Να αυτός που ρωτάει πολλά πράγματα. Όπως εσύ τώρα εδώ.
- Όπως εγώ?
- Ναι, όπως εσύ.

Ουφ αυτό ήταν, της πέρασε. Που άφησα το περιοδικό μου?
A νάτο, η μικρή το κρατάει.

- Δηλαδή θα μου βομβαρδίσουν κι εμένα το σπίτι?

Amantes sunt amentes

Αγκαλιάστηκαν τόσο σφιχτά που νόμιζες πως θα τους χώριζε μόνο ο θάνατος.

Εκείνη ήταν τόσο ανασφαλής που μέσα σε ένα χρόνο τον είχε κερατώσει τέσσερις φορές.

Εκείνος ήταν τόσο εγωιστής που κάθε φορά που τον κεράτωνε την κεράτωνε και αυτός.

Ήταν και οι δυο τους βαθιά ερωτευμένοι.

Σχεδόν παράφρονες.

Καλογέρι

Χθες το βράδυ πέρασα έξω από το εκκλησάκι του Άι Νικόλα του Βουτηχτή. Ήταν αργά, άδειος ο δρόμος και σκοτεινός.

Καθώς πλησίαζα μου ήρθε πρώτα η συνηθισμένη μυρωδιά από λιβάνι κι ύστερα κάτι άλλο.

Ασυνήθιστο.

Μύριζε ιώδιο. Πως μυρίζει η θάλασσα το πρωί όταν ξυπνάει; Έτσι ακριβώς.

Το πρόβλημα είναι πως δεν υπήρχε θάλασσα εκεί κοντά. Το πρόβλημα επίσης ήταν πως η πόρτα της εκκλησίας ήταν ανοιχτή.

Τότε τον είδα.

Ο Άγιος Νικόλαος ο Βουτηχτής ο ίδιος. Με το βλοσυρό του βλέμμα με εξέταζε από την κορφή ως στα νύχια. Πάγωσα.

Φορούσε μάσκα και βατραχοπέδιλα κι είχε κοχύλια μπλεγμένα στα μακριά του γένια.

Έσταζε.

Τότε έπεσε μια σιωπή παράξενη και ανατριχιαστική συνάμα, λες κι όλοι οι θόρυβοι της πόλης χάθηκαν κάτω από ένα πελώριο παλιρροιακό κύμα.

Δε σταμάτησε στιγμή να με κοιτάζει. Σήκωσε αργά το ψαροντούφεκο του στον αέρα και μου είπε με τη βροντερή φωνή του.

«Ιωάννη τέκνον μου, πρινα από μερικά χρόνια έκλεψαν το καλοκαίρι και το έκαναν διαφημίσεις παγωτών. Εμείς πρέπει να το πάρουμε πίσω».

Κι ύστερα χάθηκε.

Τα πόμολα

Από όλα τα αντικείμενα του σπιτιού της, αγαπούσε πιο πολύ τα πόμολα.

Δεν περνούσε μέρα που να μην τα αγγίξει όλα.

Κάθε ένα διαφορετικό.

Άλλο πιο ζεστό, άλλο πιο κρύο.

Άλλο πιο απαλό στην αφή.

Πιο σκληρό.

Μικρό, μεγάλο.

Υπήρχε όμως κι ένα πόμολο που του είχε μεγαλύτερη αδυναμία.

Ήταν το πόμολο της εξώπορτας.

Ίσως γιατί πάντα της άρεσε να φεύγει.



Από όλους τους κατοίκους του σπιτιού τους, αγαπούσαν πιο πολύ την Ε.

Δεν περνούσε μέρα που να μην ανυπομονούν για το χάδι της.

Κάθε φορά το ίδιο ζεστό άγγιγμα του χεριού της.

Πάντα σιωπηλή και συγκεντρωμένη.

Κανείς άλλος δεν τα άγγιζε με αυτόν τον τρόπο.

Πολλές φορές αναρωτιόνταν αν κάποιο τους ήταν το εκλεχτό της καρδιάς της.

Αλλά, πάλι ποιος άνθρωπος θα μπορούσε να αγαπήσει ένα πόμολο?

Κάτι τόσο, μα τόσο, αδιάφορο.

Στον έρωτα και στον πόλεμο

Έκαναν έρωτα και η τηλεόραση ήταν πάντα αναμμένη.

Δελτίο ειδήσεων.

Οι εικόνες του πολέμου τους οδηγησαν σε μια έντονη κορύφωση.

Για κάποιο λόγο, που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν κι οι ίδιοι, ο πόλεμος τους προκαλούσε μια άγρια διέγερση.

Ίσως να ήταν το ένστικτο επιβίωσης.

Τα νεκρά παιδιά τους έφεραν στο νου τα δικά τους αγέννητα παιδιά.

Ίσως και να ήταν οι τύψεις της έκτρωσης του προηγούμενου μήνα.

Η πραγματικότητα αντεπιτίθεται

Αφιερωμένο στον χαρτοπόντικα, γιατί καμιά φορά η φαντασία υπολείπεται της πραγματικότητας

Τι έχει συμβεί?

Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στο σπίτι της γιαγιάς μου στο Γεννάδι.

Που είναι το Γεννάδι?

Μακριά. Τόσο μακριά που η τεχνολογία σου κλείνει πονηρά το μάτι.

Η γιαγιά μου κοιμάται πέντε μέτρα μακριά μου. Στο δίπλα δωμάτιο.

Ακριβώς δίπλα μου φέγγει το καντήλι. Στην οθόνη κολλάνε μυγάκια και πεταλουδάκια.

Το πρωί ετοίμαζα ένα report, το βράδυ πότιζα ελιές.

Στην επιστροφή, από το χτήμα στο σπίτι της γιαγιας, το αυτοκίνητο μας έμεινε στη μέση του πουθενά.

Πισσα σκοτάδι και εγώ με τη γιαγιά ποδαρόδρομο.

Στα εβδομήντα της χρόνια δεν έχει σταματήσει λεπτό να μοχθεί.

Σιγά μην την πτοούσε ένας ακόμη ποδαρόδρομος. Κι ας ήταν για δυο ώρες στη μέση του πουθενά.

Δεν ξέρω που βρισκεσαι εσύ που τα διαβάζεις όλα αυτά.

Αλλά σκέψου το. Για μια στιγμή μονάχα, σκέψου το.

Η φαντασία μας φωλιάζει σε όλα αυτά που η πραγματικότητα απλόχερα χαρίζει.

Επέστρεψα, κατέστρεψα?

Ένα αναπάντεχο ταξίδι.

Για αλλού ετοιμαζόμουν και αλλού βρέθηκα. Βαρέθηκα.

Αλλά τελικά γύρισα. Το νου μου δε συγύρισα.

Γνώρισα τρεις ανθρώπους.

Ο ένας ζούσε μέσα σε ένα φάρο και ανυπομονούσε. Για όλα εκείνα που θα ‘ρθούν.

Κοιτούσε μπροστά και ονειρευόταν τη ζωή που θα φτιάξει. Έκανε σχέδια και όνειρα και δε ζούσε. Περίμενε.

Άραγε τι έχει φτιάξει μέχρι τώρα;

Μπόρα.

Καλοκαιρινή καταιγίδα. Έτσι γνώρισα το δεύτερο. Τη δεύτερη.

Βρεθήκαμε κι οι δυο αποκλεισμένοι κάτω από μια ετοιμόρροπη στάση λεωφορείου.

Έσταζε σκουριά και κρύο.

Όπως το παρελθόν στην καθημερινότητα μας. Η γυναίκα αυτή ζούσε στο παρελθόν.

Ίσως και να ζούσε το παρελθόν.

Τώρα πάντως ζούσε αγκαλιά με ένα μπουκέτο αναμνήσεις.

Μαραμένο μπουκέτο, ποια βροχή μπορεί να το αναστήσει άραγε;

Σκουριά και κρύο. Γερνούσε αγκαλιά πάντοτε με το μαραμένο της μπουκέτο.

Λουκέτο.

Κλειδωμένος στο παρόν ο τρίτος.

Οκτώ χρονών, κρατάει στις φούχτες του τον κόσμο όλο. Γελάει και φωνάζει, ζητάει και ξεχνάει.

Είναι το ευμετάβλητο παρόν.

Λοιπόν?

Λοιπόν, γύρισα και σκέφτομαι τους τρεις τους.

Με μια γλυκόπικρη διάθεση για ρίμα.

Δεν είναι κρίμα?

Πλαστακός

Μες στη σπηλιά βρήκα μια λίμνη.

Για μένα ήταν μάλλον μικρή, για όσους κολυμπούσαν μέσα μάλλον μεγάλη.

Ναι, δεν ήμουν μόνος. Μες στη λίμνη κολυμπούσαν ένα σωρό πλεϊμομπίλ. Μερικά απο αυτά μάλιστα ψάρευαν μέσα σε μικρές βαρκούλες και άλλα έκαναν γουιντσερφ.

Όλα έμοιαζαν ιδιαίτερα χαρούμενα και κανένα δεν μου έδινε σημασία.

Κάθησα για κάμποση ώρα και περιεργαζόμουν το περίεργο τούτο θέαμα.

Και όσο περισσότερο καθόμουν, τόσο περισσότερο δεν ήθελα να φύγω.

Όχι δεν ήθελα να πάω πουθενά.

Ξέχασα και το ναυάγιο και το κοχύλι και το καλοκαιρινό ραντεβού μας ακόμη.

Ήθελα μόνο να κάθομαι και να παρατηρώ τα μικρά πλαστικά ανθρωπάκια.

Να είμαι ένας ανώνυμος παρατηρητής.

Να τα βλέπω να κάνουν τις διακοπές τους στο μισοσκοταδο και να είναι ευτυχισμένα. Μα τι λέω, για αυτά δεν υπήρχε μισοσκόταδο, ακόμα και ηλιοθεραπεία έκαναν μες στη σπηλιά.

Όπως ένας αστακός που παρατηρεί τα ψάρια να βολτάρουν ανέμελα.

Και όσο περνούσαν τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, ένιωθα να μικραίνω.

Και να γίνομαι πλαστικός.

Ή απλα αστικός.

Ένας πλαστακός.

Αναχώρηση

Το καλοκαιρινό μου ταξίδι μου ξεκίνησε, λοιπόν. Πήρα την πανοπλία μου, πήρα το σπαθί μου, πήρα και το κοχύλι που μου χάρισες πέρυσι.

«Πυξίδα για την παραλία εκείνη που μας περιμένει να την ανακαλύψουμε».

Έτσι δεν είχες πει?

Καταμεσήμερο, μπήκα στο πλοίο. Καταμεσήμερο και τα φουγάρα του σαν να είχαν ιδρώσει.

Μες στο πλοίο με περίμενε ένας νάνος. Είχε μπλε μαλλιά και δόντια και η ανάσα του μύριζε οδοντόκρεμα.

Στο μπράτσο του μια γοργόνα τατουάζ, με κοίταζε με βλέμμα αυστηρό.

«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος?», ρώτησε ξαφνικά.

Η γοργόνα, όχι ο νάνος.

«Φοβάμαι πως όχι», της απάντησα.

Λάθος. Θυμήθηκα πως δεν πρέπει να το πεις αυτό στην γοργόνα για να μη θυμώσει και σου βουλιάξει το καράβι.

Όμως δεν είπε τίποτε άλλο. Μόνο συνέχισε να με κοιτάζει με το ίδιο αυστηρό βλέμμα.

«Μην την παρεξηγείς, έχασε τον αδερφό της μικρή», μου είπε ο νάνος.

«Δεν πιστεύω να τη θύμωσα, ε?».

«Ποιος ξέρει? Με τις γυναίκες ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος», είπε ο νάνος κι εξαφανίστηκε καβάλα σε ένα πυροτέχνημα.

Όταν νύχτωσε, μια πελώρια ουρά, σα φάλαινας, έκοψε το καράβι στα δύο.

Κολύμπησα.

Όταν ξημέρωσε βγήκα σε μια αμμουδιά μπλε.

Σαν τα μαλλιά του νάνου.

Γύρω γύρω έχει βράχια, κοφτερά και απότομα.

Σαν το βλέμμα της γοργόνας του.

Μπρος μου μια σκοτεινή σπηλιά.

Σαν το κοχύλι που μου χάρισες πέρυσι.