πονοκέφαλος

Ξυπνάς και το ξυπνητήρι σου υπενθυμίζει πως ο πονοκέφαλος φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να είναι το πρώτο πράγμα που σε υποδέχεται μαζί με το σκληρό φως. Εσύ πάλι το έχεις συνηθίσει.

Καπνίζεις ένα τσιγάρο μόνο και μόνο για να πνιγείς στον ίδιο το βήχα σου και φτιάχνεις ένα χυμό από φρέσκα πορτοκάλια, έτσι για να ειρωνευτείς λίγο την κατάσταση σου. Στο ραδιόφωνο, κάπου ανάμεσα στα παράσιτα ακούς μια διαφήμιση για τράπεζες και αυτό σου ξαναθυμίζει τον πονοκέφαλο που πιστός στο πρωινό ραντεβού του έχει βαλθεί να σου ξεριζώσει τα μάτια.

Παίρνεις ένα παυσίπονο.

Παίρνεις και δεύτερο.

Μετά τη διαφήμιση της τράπεζας, δυο δημοσιογράφοι διαφημίζουν την επικείμενη πτώχευση της χώρας. Στην αρχή δεν μπορείς να καταλάβεις που τελειώνει το πρώτο και που αρχίζει το δεύτερο. Όπως ακριβώς το βραδινό μεθύσι και ο πρωινός πονοκέφαλος.

Όσα παυσίπονα και να πάρεις ξέρεις πως την επόμενη μέρα θα είναι πάλι εκεί.

ένοχος κατ'επανάληψιν

Κάποτε είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα γράφω πάντα νηφάλιος. Όμως πλέον δεν υπάρχει βράδυ που να είμαι νηφάλιος. Και γράφω μόνο βράδυ.

Πόσο καιρό είναι αυτό το πλέον;

Το μοτίβο είναι τόσο απελπιστικά επαναλαμβανόμενο που καταντά βαρετό, μια ρουτίνα που συναγωνίζεται την καθημερινότητα ενός λογιστή ή ενός τραπεζικού υπαλλήλου. Με δύο διαφορές. Πρώτον, ο λογιστής δεν έχει την ψευδαίσθηση πως η ζωή του κυλάει ανάμεσα στις μικρές, αθόρυβες εκστάσεις της μέθης, οργασμούς δίχως ανταπόκριση και πίπες σε τουαλέτες ή έρημες πλατείες. Δεύτερον δεν κουβαλά τις τύψεις μιας καθημερινότητας που στερείται νοήματος. Πραγματικά, ο λογιστής θα δώσει ένα νόημα σε αυτό που κάνει, δεν δυσκολεύεται να πείσει τον εαυτό του πως ολόκληρη η ζωή του βασίζεται σε αυτό κι ύστερα αφού τον πείσει το κάνει πράξη:

βασίζει ολόκληρη τη ζωή του πάνω σε αυτό.

Χθες το βράδυ γάμησα μια δικηγόρο. Οι γυναίκες καριέρας μου δίνουν πάντα την αίσθηση πως το σεξ για αυτές είναι περισσότερο εκτόνωση παρά απόλαυση. Δεν έχω απολύτως κανένα πρόβλημα με αυτό, το ότι εκείνες θέλουν να εκτονωθούν, σημαίνει πως θέλουν από μένα να τις εκτονώσω και αυτό συνήθως με κάνει να βγαίνω κερδισμένος.

Το πρωί έμαθα πως είναι παντρεμένη με ένα λογιστή.

Καθόμασταν αγκαλιά στο κρεβάτι. Πίναμε καφέ, εκείνη σκέτο, εγώ μέτριο. Το δωμάτιο ήταν κρύο, γιατί ο διαχειριστής πέθανε πριν ένα μήνα και κανείς δεν τόλμησε να αναλάβει το ρόλο του. Όταν της είπα πως ήταν λογιστής, εκείνη μου είπε πως το ίδιο και ο άντρας της. Ύστερα πήγαμε στις δουλειές μας, την άφησα έξω από το δικαστήριο, αλλά δεν έφυγα αμέσως. Την είδα να φτιάχνει κάπως αδέξια τα μαλλιά της λίγο πριν βρεθεί μες στην αίθουσα, αντιμέτωπη με τον κατηγορούμενο.

Το έκανε με τη βεβαιότητα πως δεν την βλέπω και την είδα με τη βεβαιότητα πως δε θα την δω ποτέ ξανά.

Ο κατηγορούμενος φορούσε μαύρα γυαλιά για να κρύψει το ξενύχτι που του κατέβαζε τα μάτια μέχρι το σαγόνι. Χθες το βράδυ είχε πιεί μέχρι να πεθάνει, όμως είχε αποτύχει και σε αυτό και τώρα να που βρισκόταν μπροστά σε μια απόφαση που θα μπορούσε να τον καταστρέψει για πάντα. Η γυναίκα του θα του τα έπαιρνε όλα, γιατί απλά εκείνος δεν μπόρεσε να τις κρύψει ούτε μια από τις φορές εκείνες που την είχε απατήσει.

Το αστείο στην υπόθεση είναι πως εκείνη μπορούσε.

Πηδούσα τη δικηγόρο και το χαιρόμουν, γιατί σκεφτόμουν πως συντηρεί ένα σύστημα που επιβραβεύει την ικανότητα να επιβιώνεις χρησιμοποιώντας τη σκληρότητα και την υποκρισία. Αν ήμουν φαλλοκράτης θα υπογράμμιζα πως πρόκειται για δύο βασικές γυναικείες αρετές. Αν πάλι δεν ήμουν δε θα χαιρόμουν όταν πήδαγα τη δικηγόρο με τον πλέον ταπεινωτικό τρόπο.

Πόσο ταπεινωτικό μπορεί να είναι το πλέον;

Το αξιοσημείωτο σε αυτή την ιστορία - που όπως θα έχετε ήδη καταλάβει δεν μπορώ να διηγηθώ με μια συνέχεια στην κατάσταση που βρίσκομαι αυτή την ώρα - είναι πως υπήρξε μια στιγμή που, ενώ ακουμπούσε στο έδρανο του δικαστηρίου προσπαθώντας να βοηθήσει αυτή την κατ’ επανάληψιν απατημένη σύζυγο να πάρει την περιούσια του μοιχού συζύγου της, η δικηγόρος αναπολούσε όλες εκείνες τις μικρές στιγμές της ταπείνωσης που έζησε την προηγούμενη νύχτα.

Ίσως και να της το θύμισε ο τρόπος με τον οποίο έγερνε μπροστά στο έδρανο.

Για εκείνη βέβαια, το αξιοσημείωτο σε αυτή την ιστορία ίσως να ήταν πως ακριβώς την ίδια στιγμή που οι αναπολήσεις της την έκαναν να υγραίνεται και που ο κατηγορούμενος ίδρωνε μετανιώνοντας για κάθε μικρό ή μεγάλο παραστράτημα του, ακριβώς εκείνη λοιπόν τη στιγμή, ο άντρας της ο ταπεινός λογιστής, λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο της επιστροφής, της αγόραζε σοκολατάκια στο αεροδρόμιο.

Και όπως κάθε φορά, έτσι και τώρα, της έφερνε κατ’ επανάληψιν τα αγαπημένα της.