έρωτας στα χρόνια της χολέρας















Η χολέρα χτύπησε την πόλη και οι άνθρωποι κοιμόντουσαν ήσυχοι στα σπίτια τους. Κανείς δεν κατάλαβε πότε ακριβώς ήρθε, κανείς δεν την είδε, κανείς δεν την οσμίστηκε.

Μονάχα ένας γέρος, που είχε την παράγκα του λίγο πιο έξω από τα πρώτα σπίτια.

Την ώρα που, από συνήθεια, έψαχνε να δει στο γραμματοκιβώτιο του αν κάποιος τον θυμήθηκε, είδε τη μαύρη κυρά να πλησιάζει με το αργόσυρτο περπάτημα και τη θανατερή λαλιά.

«Πάλι έρχεσαι να χτυπήσεις την πόλη μας, κόρη του Άδη, δαιμόνισσα κυρά;»

Εκείνη του ‘γνεψε χωρίς να βγάλει μιλιά.

«Γιατί ξανά; Δε χόρτασες από ψυχές και άδικο θάνατο την τελευταία σου φορά;»

«Έτσι είναι γραφτό να γίνει».

«Και για να χουμε καλό ερώτημα, πόσους σκοπεύεις να πάρεις φέτος;»

«Δέκα χιλιάδες».

Ο γέροντας δεν είπε τίποτα άλλο, μόνο απέμεινε να κοιτάζει τις ίσιες πλάτες της, καθώς ο ήλιος πάσχιζε να ανέβει στον ορίζοντα.

Και ήρθε η χολέρα στην πόλη κι έφερε το μαύρο θάνατο σε άντρες, σε γυναίκες και παιδιά. Σε κανένα δε χαρίστηκε. Οι υπονόμοι ξέρναγαν χολή και οι πλατείες έσβησαν, γέλιο δεν άκουγες, μόνο θρήνους, βλαστήμιες και κατάρες που κρέμονταν από τα καλώδια του ρεύματος σα νεκρά πουλιά.

Κι όπως άξαφνα ήρθε, έτσι άξαφνα έφυγε.

Μα πάλι στο δρόμο της το γέροντα συνάντησε. Ήταν απομεσήμερο κι εκείνος ψαχούλευε το ραδιόφωνο ν’ακούσει τις ειδήσεις.

«Ψέματα μου είπες. Δεν πήρες δέκα χιλιάδες, πήρες πενήντα!», της είπε θυμωμένος.

«Δε σου είπα κανένα ψέμα», του αποκρίθηκε εκείνη ατάραχη, «εγώ δέκα χιλιάδες πήρα. Τις υπόλοιπες σαράντα, τις πήρε ο φόβος».

βράδυ σαββάτου









Ήταν βράδυ Σαββάτου και ο Ισίδωρος Σμολένσκι, αφού ντύθηκε χωρίς βιασύνη, πήρε τη φωτογραφική του μηχανή μαζί με τον τρίποδα της, ένα κερί και ένα κηροπήγιο και στη συνέχεια αναχώρησε από την ταπεινή του κατοικία.

Σταμάτησε στο φαστφουντάδικο της γειτονιάς του, όπου παράγγειλε δύο χάμπουργκερ και μία μερίδα πατάτες. Κάθισε σε ένα τραπέζι κοντά στην έξοδο, έβγαλε το κηροπήγιο από την τσέπη του μαζί με το κερί και στη συνέχεια το άναψε. Δείπνησε μονάχος, κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα του προσωπικού και των πελατών και όταν τελείωσε με το φαγητό του, έστριψε ένα τσιγάρο το οποίο και κάπνισε.

Παραδόξως, ουδείς διαμαρτυρήθηκε.

Αφού έφυγε από το φαστφουντάδικο, κατευθύνθηκε προς το κέντρο. Του πήρε αρκετή ώρα να παρκάρει και συνέχισε για κάμποση ώρα πεζός, ανάμεσα σε ομπρέλες, φιλιά και αρώματα. Μπήκε σε μια τυχαία πολυκατοικία, ακολουθώντας ένα ζευγάρι που, κρίνοντας από τα βλέμματα που αντάλλαξαν ξεκλειδώνοντας την εξώπορτα, είχαν κάποια σχέδια που σίγουρα περιλάμβαναν και τον ανελκυστήρα.

Ο Ισίδωρος Σμολένσκι ανέβηκε από τις σκάλες.

Έφτασε στην ταράτσα. Η νύχτα ήταν ανήσυχη όπως κάθε σαββατόβραδο, ο ουρανός κάπως θολός, τα αστέρια κάπως αβέβαια. Περπάτησε μέχρι την άκρη της, χάζεψε για λίγο τη φορτωμένη λεωφόρο και ύστερα με αργές, σχεδόν νωχελικές κινήσεις, έστησε τον τρίποδα και ρύθμισε τη φωτογραφική του μηχανή στην αυτόματη λήψη. Πήρε φόρα και πήδηξε στο κενό.

Η αποτυχία του υπήρξε διπλή.

Η πολυκατοικία υπήρξε χαμηλότερη των προσδοκιών του. Αντί για τον πολυπόθητο θάνατο κατέληξε με μία διαλυμένη σπονδυλική στήλη και μια ολική παράλυση για την υπόλοιπη ζωή του. Επίσης, είχε ξεχάσει να ενεργοποιήσει το φλας, με αποτέλεσμα η φωτογραφία που τελικά βρέθηκε στα χέρια του (σχήμα λόγου), να απέχει πολύ από την απαθανάτιση της πιο σημαντικής στιγμής της ζωής του, καθώς ήταν ολόμαυρη. Παρολ' αυτά ζήτησε να του την κρεμάσουν απέναντι από το κρεβάτι του.

Όταν τον ρωτούσαν γιατί το ζήτησε αυτό, αφού στη φωτογραφία δε φαινόταν τίποτα απολύτως, απαντούσε:

«Για να θυμάμαι πως η αποτυχία στη ζωή μπορεί να σου διδάξει κάτι. Η αποτυχία στο θάνατο το ίδιο. Η αποτυχία και στα δύο, όμως, δεν μπορεί να σου διδάξει τίποτα άλλο πέρα από αυτό που μόλις σου είπα».

Σ.τ.μ. Από πολλούς μελετητές της μεταφυσικής, η ιστορία του Ισίδωρου Σμολένσκι θεωρείται η βασικότερη απόδειξη πως τελικά δεν μπορείς με κανένα τρόπο να δεις σε φωτογραφία το θάνατό σου.

η γυναίκα που ήταν δέντρο














Τη γνώρισα πριν από μερικούς μήνες σε ένα συνηθισμένο καφέ της πόλης. Φορούσε κάτι σκούρο, ήταν σιωπηλή και κοιτούσε επίμονα το μπολ με τα κυβάκια της ζάχαρης. Δεν έδειχνε θλιμμένη, ούτε αφηρημένη, ήταν σα να ήταν κατά κάποιο τρόπο αποκομμένη από όσα συνέβαιναν γύρω της. Σαν να ήταν βυθισμένη σε ένα εκκωφαντικό εσωτερικό μονόλογο, που αφενός την εμπόδιζε να ακούσει οτιδήποτε άλλο συνέβαινε γύρω της, αφετέρου την προστάτευε με ένα μαγικό τρόπο από την ευτέλεια του κόσμου.

Ήταν η πιο γοητευτική γυναίκα που έχω γνωρίσει.

Μερικές μέρες αργότερα, αφού είχαμε κάνει έρωτα και καπνίζαμε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι της, αναφέρθηκα σε αυτή τη σιωπή της. Εκείνη μου διηγήθηκε την εξής ιστορία:

«Όταν ήμουν μικρή νόμιζα ότι ήμουν δέντρο. Το ξέρω πως είναι αστείο, αλλά η γιαγιά μου μου είχε πει πως όταν γεράσει πάρα πολύ ο άνθρωπος και δεν μπορεί πια να περπατήσει, τον πηγαίνουν μες στο δάσος κι εκεί του βγάζουν τα παπούτσια, του θάβουνε τα πόδια μέσα στο χώμα, κι ύστερα τον αφήνουν μοναχό ανάμεσα στα δέντρα. Εκείνος τότε κλείνει τα μάτια και δεν τα ανοίγει ποτέ ξανά, και ύστερα, αφού περάσουν πολλά πολλά χρόνια, ο γερασμένος άνθρωπος γίνεται δέντρο.

Έτσι έμαθα να αγαπάω τα δέντρα, όσο αγαπάω τους ανθρώπους. Και το πρώτο πράγμα που σου μαθαίνουν τα δέντρα είναι η σιωπή. Και το πρώτο πράγμα που σου μαθαίνει η σιωπή είναι ο εαυτός σου. Όμως όσο πιο πολύ σιωπάς τόσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από τους άλλους ανθρώπους, γιατί τότε παύεις να ανήκεις στην πόλη τους. Ανήκεις πια στο δάσος και έχεις ανάγκη από άλλα δέντρα για να πλέξεις τα κλαδιά σου και όχι από πολυκατοικίες που σου πνίγουν τον ορίζοντα.

Καμιά φορά νιώθω ακόμα σα να είμαι δέντρο. Νιώθω τις ρίζες μου να βαθαίνουν κάτω από την άσφαλτο και τα φύλλα μου να ταξιδεύουν στα μπαλκόνια ή τις πιλοτές και τότε σωπαίνω, όπως τη μέρα που με είδες, και αναρωτιέμαι ως πότε οι άνθρωποι της πόλης θα μιλάνε τόσο φασαριόζικα μεταξύ τους χωρίς να λένε τίποτα, ως πότε θα ακούνε τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα χωρίς να ακούνε τίποτα, ως πότε θα αγκαλιάζονται μες στο σκοτάδι χωρίς να νιώθουν τίποτα».

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, ντύθηκα κι έφυγα.

Κατάλαβα πως δεν υπάρχει πιο μοναχικό πλάσμα από ένα δέντρο δίχως το δάσος του.

Κι εγώ ούτε να γίνω θέλω του τελευταίου δέντρου ξυλοκόπος.

Ούτε του νέου δάσους του ρομαντικός κι ελπιδοφόρος αναδασωτής.

παρατηρητής καιρού













“(…) Το έργο του παρατηρητή των καιρικών φαινομένων είναι μάλλον άγνωστο στο ευρύτερο κοινό, μάλλον εξαιτίας τόσο του μικρού αριθμού των παρατηρητών στη χώρα μας όσο και του ήπιου είδους εργασίας που το χαρακτηρίζει. Γενικά, μπορούμε να πούμε πως οι παρατηρητές καιρού είναι άνθρωποι χαμηλών τόνων, που περνούν σημαντικό χρόνο της ζωής του παρατηρώντας και καταγράφοντας, ακόμη και τις αμυδρότερες μεταβολές του καιρού, όπως αυτές περιγράφονται από τα μετεωρολογικά όργανα, σε πολλές φορές δυσπρόσιτα ή απομονωμένα μέρη της περιφέρειας (…)”.


Σύγχρονη Μετεωρολογική Βίβλος
Εκδόσεις Ινστιτούτου Μετεωρολογικών Ερευνών «Θαλής»

Κατά τη διάρκεια έρευνάς μου για τη διδακτορική μου διατριβή, στο αρχείο της γενικής διεύθυνσης κλιματολογίας της εθνικής μετεωρολογικής υπηρεσίας, παρατήρησα το παρακάτω σχόλιο, αναγραμμένο σαν υποσημείωση στην άκρη του δελτίου καταγραφής ημερήσιας βροχόπτωσης του μηνός Ιουνίου, για το έτος 1975 και το μετεωρολογικό σταθμό Μακρυνίτσας, που βρίσκεται σε υψόμετρο 654 μέτρων και διαθέτει ένα βροχόμετρο τύπου Alter-Tretyakov:

“Την 7-6-1975 εσημειώθη καταιγίδα σπανίας περιπτώσεως με ολικόν ύψος βροχής 17,2 χιλιοστά.”

Αν και συνηθίζεται οι παρατηρητές καιρού να σημειώνουν παρόμοιες παρατηρήσεις, το εν λόγω σχόλιο μου έκανε εντύπωσή, καθώς ο Αλέξανδρος Μεταξάς, μοναδικός υπεύθυνος του σταθμού Μακρυνίτσας από τον Ιανουάριο του 1921 δεν είχε κάνει ποτέ άλλοτε, το παραμικρό σχόλιο, που να περιγράφει την σφοδρότητα ή την σπανιότητα των καιρικών φαινομένων. Αρκούταν στο να αναφέρει τυπικά τις αριθμητικές τιμές του αυτογραφικού οργάνου με τα τακτοποιημένα, ελαφρώς κεκλιμένα γράμματα του και τίποτε παραπάνω.

Η παραπάνω υποσημείωση εντυπώθηκε τελικά στη μνήμη μου και για έναν άλλο λόγο. Τον επόμενο μήνα, όπως και τους επόμενους μέχρι πρόπερσι, τα μηνιαία δελτία βροχόπτωσης υπέγραφε η Αθανασία Μεταξά, προφανώς η σύζυγος ή η κόρη του παρατηρητή. Καθώς συνηθίζεται μετά το θάνατο του παρατηρητή να αναλαμβάνουν το έργο του συγγενικά του πρόσωπα, συμπέρανα πως στο τέλος εκείνου του Ιουνίου του 1975, ο Αλέξανδρος Μεταξάς είχε πεθάνει.

Το προηγούμενο σαββατοκύριακο βρέθηκα στο Πήλιο. Καθώς σταματήσαμε στη Μακρυνίτσα για φαγητό, η ανάμνηση του παραπάνω γεγονότος με ώθησε στο να αναζητήσω την Αθανασία Μεταξά, όμως οι κάτοικοι με πληροφόρησαν πως είχε φύγει από το χωριό πριν δύο χρόνια. Ήταν πράγματι η κόρη του Αλέξανδρου Μεταξά, ο οποίος είχε πεθάνει από καρκίνο το καλοκαίρι του 1975. Οι εικασίες μου ήταν σωστές.

Τις επόμενες μέρες, δεν ξανασκέφτηκα τίποτα σχετικό με αυτή την ιστορία, όμως απόψε, καθώς η καταιγίδα μαίνεται στην πόλη και η διακοπή ρεύματος την φέρνει πιο κοντά στη Μακρυνίτσα, γυροφέρνω με το νου μου ξανά και ξανά την εικόνα του γερασμένου παρατηρητή, που κοιτάζει την βροχή και συλλογιέται το θάνατο. Τον φαντάζομαι να φυλλομετρά αργά τα δελτία που έχει γράψει μέχρι εκείνη τη μέρα, και μέσα από τα καταγεγραμμένα επεισόδια βροχόπτωσης, μέσα από τις θύελλες και τις χιονοπτώσεις να προσπαθεί να χτίσει στη μνήμη του, ολόκληρη, τη μέχρι σήμερα ζωή του. Τον βλέπω σκεφτικό και ετοιμοθάνατο και δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι:

Ήταν άραγε, αυτή η μοναδική του υποσημείωση μια άτυπη υπογραφή παράδοσης του έργου του, μια ήσυχη υπενθύμιση πως κάποτε και αυτός υπήρξε, ή μήπως ήταν η ύστατη ανάγκη του να γίνει μάρτυρας ενός γεγονότος αξιοσημείωτου, ενός γεγονότος σπάνιου που σαν παρατηρητής για μια ζωή περίμενε και που καθώς πια αυτή, η ήπια ζωή του, έφτανε στο τέλος της, δυστυχώς ποτέ δεν ήρθε;


η ψείρα














O Ισιδόρο Κρουζ απ' το Λας Έρας της επαρχίας Τσουμπούτ, ήπιε μια γερή δόση κρασί κι άρχισε:

«Αυτό που θα σας διηγηθώ, συνέβη πριν κάμποσο καιρό, τη χρονιά του βαρύτερου χειμώνα - θα πρέπει να τη θυμάστε. Τότε ήμουν φτωχούλης και ξερακιανός. Τόσο ξερακιανός που δεν έδινα σκιά. Τόσο ξερακιανός που δεν μπορούσα να φορέσω το πόντσο μου, γιατί, μόλις περνούσα το κεφάλι μου απ'την τρύπα, το πόντσο κατρακυλούσε στα πόδια μου. Μια μέρα είπα μέσα μου:

"Ισιδόρο, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, πρέπει να πας στη Χιλή". Επειδή όμως τ'αλογο μου ήταν κι αυτό ξερακιανό σαν κι εμένα, πριν το καβαλήσω το ρώτησα:

"Τι λες φιλαράκο; Θα μπορέσεις να με σηκώσεις;" Κι εκείνο μου αποκρίθηκε:

"Ναι, αλλά δίχως σέλα. Βολέψου εδώ, ανάμεσα στα παΐδια μου". Έκανα ότι μου 'πε, και πιάσαμε να ανηφορίζουμε την κορδιγιέρα. Βρισκόμασταν πολύ κοντά στα σύνορα με τη Χιλή, όταν άκουσα μιαν αδύνατη φωνούλα να μου λέει:

"Δεν αντέχω άλλο, θα κατέβω εδώ". Έκπληκτος, κοίταξα ολόγυρά μου μπας και βρω ποιος ήταν αυτός που μιλούσε, αλλά δεν είδα κανέναν. Τότε μίλησα στην ερημιά:

"Δε σε βλέπω. Παρουσιάσου". Η φωνή ξανακούστηκε:

"Κάτω απ'την αριστερή σου μασχάλη. Είμαι κάτω απ'την αριστερή σου μασχάλη". Έχωσα το χέρι μου μέσα στο πουκάμισο μου κι έπιασα κάτι μες στις δίπλες της μασχάλης. Βγάζοντας το χέρι μου, είδα κολλημένη στο δάχτυλο μου μια ψείρα - μια ψείρα τόσο αδύνατη όσο και τ'άλογό μου, όσο κι εγώ.

"Κακόμοιρη ψειρούλα" σκέφτηκα και τη ρώτησα από πότε ζούσε πάνω μου.

"Πολλά χρόνια, πολλά. Ήρθε η στιγμή να χωριστούμε. Αν και δε ζυγίζω ούτε ένα γραμμάριο, σας είμαι άχρηστο βάρος - κι εσένα και τ'αλόγου σου. Άσε με χάμω σύντροφε". Κατάλαβα πως η ψείρα είχε δίκιο και την έκρυψα κάτω από μία πέτρα, για να μην τη φάει κανένα πετούμενο.

"Αν πιάσω την καλή εκεί που θα πάω, θα 'ρθω να σε βρω στην επιστροφή μου, και θα σ' αφήσω να τσιμπήσεις όσο θες" της είπα αποχαιρετώντας την.

Στη Χιλή, έπιασα την καλή, πήρα βάρος, πάχυνε και τ'αλογο μου, κι όταν, ένα χρόνο αργότερα, πήραμε το δρόμο του γυρισμού με το πουγκί γεμάτο, με καινούργια σέλα και σπιρούνια, αναζήτησα την ψείρα στο σημείο που την είχα αφήσει. Τη βρήκα. Ήταν ακόμη πιο αδύνατη απ' όταν την άφησα - φέγγριζε και σχεδόν δεν κουνιόταν.

"Εδώ μου 'σαι, ψειρούλα μου, ε; Έλα λοιπόν και τσίμπα. Τσίμπα όσο θέλεις" της είπα, βάζοντας την πλάι κάτω από την αριστερή μου μασχάλη. Η ψείρα τσίμπησε (στην αρχή σιγά σιγά, αργότερα με δύναμη), διψασμένη για αίμα. Τότε έπιασε να γελάει, κι έβαλα κι εγώ τα γέλια, και τα κόλλησα και στ' άλογό μου. Διασχίσαμε τα βουνά γελώντας, μεθυσμένοι από ευτυχία, κι από τότε αυτό το πέρασμα του βουνού ονομάζεται Πέρασμα της Χαράς.

Όλα αυτά συνέβησαν, όπως σας είπα, πριν κάμποσο καιρό, τη χρονιά τού βαρύτερου χειμώνα...»

Ο Ισιδόρο Κρους τελειώνει το ψέμα του με προσποιητή σοβαρότητα. Οι γκαούτσο ζυγίζουν την ιστορία του, την αξιολογούν, αποφασίζουν πως είναι ένα υπέροχο ψέμα, χειροκροτούν, πίνουν, ορκίζονται να μην το ξεχάσουν ποτέ κι έρχεται η σειρά του Κάρλος Άινς, του ξανθού γκούτσο απ' το Κογιάικε.

Όταν νυχτώνει, οι γκαούτσο συνεχίζουν τα ψέματα τους δίπλα στη φωτιά. Κάποιοι πεόν ψήνουν τ' αρνιά. Οι κυρίες του υποστατικού αναγγέλλουν πως μπορούμε να περάσουμε στο τραπέζι. Αποφασίζουμε με τον Μπάλδο Αράγιο να πάμε μια βόλτα ίσαμε τις βατομουριές. Εκεί, καθώς κατουράω, σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω τον ουρανό γεμάτο αστέρια - χιλιάδες αστέρια.

«Καλό το ψέμα με την ψείρα» σχολιάζει ο Μπάλδο.

«Κι αυτός ο ουρανός, Μπάλδο; Κι αυτά τα αστέρια; Είναι κι αυτά ένα ψέμα της Παταγονίας;»

«Τι σημασία έχει; Σ' αυτόν τον τόπο, λέμε ψέματα για να 'μαστε ευτυχισμένοι. Κανείς μας όμως δεν μπερδεύει το ψέμα με την απάτη».

Λ. Σεπούλβεδα
Patagonia Express


ο γιατρός














Τα χρόνια εκείνα, τη μέρα οι πολυκατοικίες έκρυβαν για τα καλά το φως του ήλιου, ενώ τη νύχτα οι ηλεκτρικές λάμπες ίσα που έφεγγαν στους δρόμους και τα στενά. Έτσι, μπορούμε να πούμε, πως τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι ζούσαν όλη τη ζωή τους στο μισοσκόταδο, ή στο μισόφως αν προτιμάτε, και αυτό γεννούσε τις πιο περίεργες ιστορίες. Ιστορίες που σπάνια μάθαινες το τέλος τους. Η ιστορία του δρ. Μπανκς, του καρδιογιατρού, όπως τον αποκαλούσαν είναι μία από αυτές.

Ο Εστεμπάν την ήξερε πολύ καλά. Είχε ακούσει για τις γυναίκες με το ανοιγμένο στέρνο και τα λευκά ρουφηγμένα πρόσωπα, για τις γυναίκες που ο γιατρός είχε αρπάξει την καρδιά τους, μες στο μισοσκόταδο. Είχε ακούσει για τον γιατρό που γύρευε την καρδιά για να ταιριάξει στο σώμα της γυναίκας που είχε χάσει πριν χρόνια και με τρόπο άγνωστο στους ανθρώπους της πόλης είχε καταφέρει να κρατήσει ζωντανό μέχρι σήμερα. Είχε ακούσει, ναι, όλοι το είχαν ακούσει, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως θα ερχόταν η στιγμή που ο γιατρός θα γλιστρούσε στη δικιά του κρεβατοκάμαρα, στη νυχτικιά της δικιάς του αγαπημένης και θα εξαφανιζόταν με την καρδιά της στα χέρια του πριν προλάβει εκείνος να κάμει οτιδήποτε.

Λένε πως έρχεται μια στιγμή ακριβώς πριν πεθάνει ο άνθρωπος που κρατά όσο το ανοιγόκλεισμα των ματιών του. Όμως για τους ερωτευμένους ο χρόνος είναι αλλιώτικος. Ο Εστεμπάν κοιτούσε στα μάτια την Σάρα τρέχοντας για το νοσοκομείο και ο χρόνος έλιωνε ολόγυρα τους σαν ζεστό βούτυρο. Κι εκείνη δεν τα έκλεινε, μονάχα τον κοιτούσε, μέχρι που έφτασαν εκεί, μέχρι που έφτασαν στο παλιό νοσοκομείο κι ένας νοσοκόμος με βρώμικη ποδιά την έβαλε στο μηχάνημα.

«Μπορεί να ζήσει για μια μέρα στο μηχάνημα. Μία μέρα όχι παραπάνω», του είπε και σκάλισε τη μύτη του.

Ο Εστεμπάν δεν είπε τίποτα. Μονάχα τη φίλησε στα χείλια, ανάμεσα σε πλαστικούς σωλήνες και καλώδια, και έφυγε για να φέρει πίσω την καρδιά της.

«Που θα βρω τον Καρδιογιατρό;», ρώτησε τη Γιόγκι τη γριά που πουλούσε σκουπίδια στο τέλος του δρόμου κι εκείνη του έδειξε προς τα πάνω. Ο Εστεμπάν ανέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας μέχρι που έφτασε στην ταράτσα και τράβηξε την παλιά ζαρωμένη πόρτα με όλη του τη δύναμη. Το φως του ήλιου τον τύφλωσε.

Περπάτησε αργά, με το ένα χέρι μπροστά στο μέτωπο, προς τη φιγούρα που στεκόταν δίπλα στο περβάζι. Ο άντρας ήταν ψηλός και λιγνός κι όμως η καπαρντίνα του σερνόταν στο τσιμέντο. Τα δάχτυλα του ήταν λεπτά και γαμψά, όπως και η μύτη του. Πάνω της ισορροπούσε ένας συρμάτινος σκελετός γυαλιών με τους φακούς γεμάτους γρατζουνιές. Θύμιζε αρπαχτικό και η φωνή του ίδια με κρώξιμο.

«Θα σε βοηθήσω να βρεις αυτόν που ψάχνεις αν με βοηθήσεις να βρω αυτό που ψάχνω».

Κι ο Εστεμπάν τον βοήθησε. Όταν ξανανέβηκε στην ταράτσα, ο ήλιος δεν τον τύφλωσε, είχε μόλις βασιλέψει. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε το χέρι ενός παιδιού, το αρπαχτικό χαμογέλασε. Τα δόντια του ήταν κίτρινα, η γλώσσα του στεγνή. Πήρε το μικρό παιδί κοντά του.

«Στο παλιό τρελάδικο είναι, πάρε μαζί σου κάτι για τα σκυλιά».

«Αυτό κάνει;», ο Εστεμπάν του έδειξε το παλιό μαυρισμένο του ρεβόλβερ. Τον πυροβόλησε τρεις φορές στο στήθος. Το παιδί ούρλιαξε από τον πόνο. Μια από τις σφαίρες στο δρόμο της είχε διαλύσει τα δάχτυλα του. Ο άντρας όμως δεν έβγαλε τον παραμικρό ήχο. Ήταν άφαντος.

Ο Εστεμπάν έριξε μια ματιά στην άκρη του περβαζιού κι ύστερα ξεκίνησε για το εγκαταλειμμένο τρελάδικο. Πίσω του τον ακολούθησε ένα ισχνό ποτάμι από αίμα, που όταν πέρασε τη γκρεμισμένη μάντρα του τρελοκομείου έγινε λίμνη, ή λίμνες αν θέλετε. Τα σκυλιά του γιατρού σπαρτάρισαν για λίγο κι ύστερα ξεψύχησαν αλυχτώντας. Το παιδί έμεινε από πάνω τους να τα χαϊδεύει.

Ο Εστεμπάν προχώρησε στο κεντρικό κτίριο κι όταν μπήκε μέσα απόμεινε να κοιτάζει παραξενεμένος. Ο γιατρός ήταν εκεί, να τον περιμένει σα να μη συμβαίνει τίποτα. Όμως συνέβαινε. Ο αέρας ήταν βαρύς, η μυρωδιά περίεργη. Το φως λίγο, λίγο λιγότερο, έσβησε. Ο Εστεμπάν τα σκέφτηκε όλα αυτά, κατάλαβε αμέσως τι συμβαίνει, κατάλαβε πως το αρπαχτικό είχε προειδοποιήσει το γιατρό. Όμως δεν μπορούσε να αντιδράσει. Σωριάστηκε στο πάτωμα. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ένα χρυσάνθεμο που κάποτε της είχε χαρίσει.

Το πρώτο πράγμα που είδε μόλις άνοιξε τα μάτια του ήταν το πρόσωπο του γιατρού. Τα μάγουλα του ήταν σκαμμένα, τα γένια του αξύριστα και τα μάτια του γαλάζια. Κάποτε θα ήταν ένας ωραίος άντρας, τώρα έμοιαζε με ίσκιο. Όμως τα μάτια του αχτινοβολούσαν. Ήταν τα μάτια ενός άντρα ερωτευμένου. Μάτια γεμάτα προσμονή και έπαρση, μάτια που είχε κάποτε αντικρύσει στον καθρέφτη του σπιτιού του.

«Μέσα μου πάντοτε το ήξερα. Η καρδιά που τελικά θα ταίριαζε στην καλή μου, θα ήταν μια καρδιά ερωτευμένη, μια καρδιά που κάποιος θα διεκδικούσε πίσω. Όταν άκουσα πως πρόφτασες να την πας στο μηχάνημα, ήμουν σίγουρος πως σύντομα θα σε συναντούσα. Όμως τώρα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Η καρδιά της είναι πια δεμένη με άλλο σώμα».

«Δεν ήρθα για να πάρω πίσω την καρδιά της. Η Σάρα μου έχει πεθάνει εδώ και ώρες. Πέθανε μόνη, καρφωμένη σε ένα κονσερβοκούτι, που κάποιος ξέχασε να επισκευάσει», το στόμα του ήταν μουδιασμένο, τα λόγια σέρνονταν στα χείλια του μαζί με σάλια και χοντρές στάλες ιδρώτα.

Ο γιατρός σήκωσε ένα βλέφαρο.

«Ήρθες για να με εκδικηθείς λοιπόν; Χα! Θα έπρεπε να γνωρίζεις καλύτερα πως η εκδίκηση στρέφεται τελικά σε αυτούς που την επιζητούν. Σε λίγο θα με δεις αγκαλιά με τη γυναίκα μου. Τι τραγικό! Θα είναι η τελευταία εικόνα που θα έχεις από εμένα. Αναρωτιέμαι αν για την υπόλοιπη ζωή σου θα...»

«Πιστεύεις πως τη μνήμη τη βαστά το σώμα ή η καρδιά, γιατρέ;»

«Αχ φτωχέ μου Εστεμπάν! Ως πότε πια θα αναζητάς την ελπίδα; Μα είναι δυνατόν να ελπίζεις πως η καρδιά της αγαπημένης σου θα...»

Αυτή τη φορά δεν ήταν ο Εστεμπάν που τον διέκοψε, αλλά ένας ξαφνικός πυροβολισμός. Ο γιατρός σωριάστηκε στο πάτωμα. Πίσω του το παιδί με το ματωμένο χέρι, πέταξε το ρεβόλβερ στο πάτωμα κι έτρεξε στην αγκαλιά του Εστεμπάν. Εκείνος σηκώθηκε με δυσκολία, το πήρε για άλλη μια φορά από το χέρι και πλησίασε τρεκλίζοντας τη γυναίκα που έμοιαζε να κοιμάται στην άλλη μεριά της κάμαρας.

Λες και ένιωσε την παρουσία του δίπλα της, άνοιξε τα μάτια. Η φωνή της έφτασε αδύναμη στα αυτιά του.

«Ποιος είσαι εσύ;»

«Ποια είμαι εγώ;»

Χάιδεψε τα καστανά της τα μαλλιά, το απαλό, ζεστό της δέρμα και τις άκρες των δαχτύλων της.

«Σσσσς, ξεκουράσου. Ο δρόμος είναι μακρύς κι η μέρα ξημερώνει» της είπε και τη φίλησε.

Κανείς δεν έμαθε τι έγινε κατόπιν. Μόνο καμιά φορά, τις νύχτες που πέφτει το ρεύμα κι η πόλη βυθίζεται στο κατασκόταδο, ακούς το αρπαχτικό να σέρνει τα πόδια του και να κλαψουρίζει για μία συμφωνία που κάποιος δεν του τήρησε. Αν ποτέ το ακούσεις κι εσύ έξω από την πόρτα σου μέσα στη νύχτα μη φοβηθείς καθόλου. Γιατί αυτό σημαίνει πως κρατάς ακόμη ξύπνιο το μικρό παιδί μέσα σου κι ας του λείπουν και μερικά δάχτυλα.

Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα.

3 1στ0ρ13ς















Λένε πως τα σαλιγκάρια κουβαλάνε το σπίτι τους στη ράχη τους.


Τον είδα να φυσάει τη μύτη του στο μετρό και το μαντήλι του να γεμίζει αίμα.


Χόρευαν μες στη βροχή, πιασμένες σε κύκλο, χόρευαν και τα άσπρα τους φορέματα νικούσαν το σκοτάδι.

Συνήθως όταν έγραφε όλα τα έφερνε μια εικόνα. Πρώτα την έκανε χάζι, φορούσε τα γυαλιά του χειρούργου και την παρατηρούσε προσπαθώντας να βρει τα μυστικά που κρύβει πίσω από την πλάτη της. Ή ακόμη καλύτερα, μέσα στην πλάτη της. Ύστερα όταν την καταλάβαινε, όταν νόμιζε ότι την είχε καταλάβει, την έβαζε στο κέντρο του μυαλού του και έχτιζε ολόγυρα της ένα πηγάδι. Το έχτιζε, το έχτιζε, μέχρι να σταματήσει πια να την βλέπει. Μέχρι το σκοτάδι να την πάρει από μπροστά του. Και τότε ήρεμος πια την αποχαιρετουσε και έπινε ένα ποτήρι φτηνό κονιάκ.

Απόψε από τις τρεις, δεν ήξερε ποια να διαλέξει.

Παρατηρούσε από την άκρη του δρόμου τις σταγόνες της βροχής να πέφτουν χοντρές και αργοπορημένες, η μία μετά την άλλη στο οδόστρωμα και να ανατινάζονται ανάμεσα στα σαλιγκάρια. Θυμήθηκε το σπίτι του. Το κουβαλούσε πάντα μέσα του, το σπίτι του και πάντοτε τον βάραινε η ανάμνηση όλων εκείνων των οικείων πραγμάτων, που ο χρόνος του είχε στερήσει.

Έβηξε.

Ο πόνος απλώθηκε στο στέρνο σαν σφυριά. Το αίμα τινάχτηκε από το στόμα του, σε μικρές ομοιόμορφες σταγόνες που χόρεψαν για μια στιγμή με εκείνες τις βροχής. Έβγαλε το μαντήλι του να σκουπιστεί, αλλά του γλίστρησε, το πήραν τα λασπόνερα. Κοίταξε μέσα τους, κι εκτός από σαλιγκάρια και διαλυμένο αίμα είδε το πρόσωπο του.

Περπάτησε κάμποση ώρα μες στη βροχή.

Στην παιδική χαρά, παίζαν και γελούσαν τρία μικρά κορίτσια. Παίζαν και γελούσαν και έβρεχε, βροντούσε και άστραφτε. Και ο κόσμος χάλαγε ολόγυρα τους, αλλά εκείνα παίζαν και γελούσαν και άστραφταν. Και όλα μέσα του ηρέμησαν. Η ομορφιά απλώθηκε στο κορμί του ζεστή και οικεία.

Κάθισε δίπλα στη γρια με την ομπρέλα που τα πρόσεχε.

"Κάποτε", του είπε δίχως να πάρει τα μάτια της από πάνω τους, "ήταν ένας βασιλιάς που αγαπούσε πάρα πολύ τη βασίλισσα του. Έκανε τα πάντα για εκείνη και από το φόβο του να μη τη χάσει έχτισε πανύψηλα τείχη γύρω από το κάστρο του. Όμως, σκέφτηκε, τα τείχη γκρεμίζονται, για αυτό έφτιαξε ένα κάστρο ακόμη μεγαλύτερο, με χίλιες κάμαρες και χίλιες κλειδωνιές. Όμως, σκέφτηκε, οι κλειδωνιές ανοίγονται, για αυτό βρήκε ένα μέρος μυστικό κι άνοιξε ένα βαθύ πηγάδι. Κι εκεί την έκλεισε. Τόσο βαθειά που ούτε να τη δει μπορούσε, ούτε να την ακούσει. Τότε μονάχα ηρέμησε, τότε μονάχα μπόρεσε να ξεκουραστεί και η αγάπη του για αυτή να τον ικανοποιήσει".

"Και η βασίλισσα τι απέγινε;"

"Χάθηκε για πάντα σε εκείνο το πηγάδι, μα πριν ακόμα να την πάρει η νύχτα, πρόλαβε και του έκανε τρεις κόρες. Κι εκείνες ζουν ακόμη μες στο πηγάδι. Εκεί κάτω μόνο τα σαλιγκάρια τους κρατάνε συντροφιά και όταν βρέχει, καμιά φορά, τα λασπόνερα τους φέρνουν το βρώμικο μαντήλι που 'χασε κάποιος διαβάτης. Εκείνες τότε το μαζεύουν και το φυλάνε με αγάπη, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως εκει πάνω υπάρχει κάποιος, που αυτό που άθελα του μέσα στην μπόρα έχει χάσει, μέσα σε άλλη μπόρα μια μέρα θα έρθει να γυρέψει".

Γύρισε να ξαναρωτήσει κάτι τη γριά, αλλά εκείνη είχε χαθεί.

Στο παγκάκι δίπλα του, βρήκε μονάχα το μαντήλι του, ξεπλυμένο από όλη τη μανία της βροχής.

μία μέρα












Όταν ο εξηνταεφτάχρονος Πιέδρο Βερακρούς ερωτήθηκε από τον εικοσάχρονο ανιψιό του, πως νιώθει που όλο το σόι του τον κατηγορεί για την άσωτη ζωή που έκανε, για τους δύο γάμους που δεν οδήγησαν σε ποτέ σε απόγονο, για την περιούσια που δεν κατάφερε να δημιουργήσει ενώ θα μπορούσε και τις ευκαιρίες που τόσο ανώδυνα σπατάλησε, πήρε μια βαθιά ρουφηξιά από το ρούμι του και του διηγήθηκε την εξής ιστορία:

«Ήταν μια μέρα που ξύπνησα μεσημέρι όπως το συνήθιζα τότε στην ηλικία σου. Με ξύπνησε ο Χαμόν, ο φίλος μου από την Τριστέζε. Είχε έρθει στην πόλη για να αγοράσει παπούτσια και καθώς τα παπούτσια είναι πάντα μια σπουδαία υπόθεση, ξεκινήσαμε μαζί να πάμε στο μαγαζί του Μουγγού, που τότε έφερνε τα καλύτερα λαθραία σε όλη την ακτή. Στο δρόμο βρήκαμε το Μιγκέλ το Μαύρο, καθίσαμε για λίγο στο καφενείο που έπαιζε κιθάρα και ήπιαμε τα πρώτα τσάδος της ημέρας.

Συνεχίσαμε για το μαγαζί του Μουγγού, αλλά λίγο πιο κάτω πέσαμε πάνω σε μια αυτοσχέδια κοκορομαχία. Δεν ήθελε πολύ, ο Χαμόν, έπαιξε τα λεφτά που του έδωσε η νόνα του για τα παπούτσια στο αστείο κοκκόρι με το γυναικείο παρατσούκλι και εγώ ότι μου είχε δώσει η μάνα μου για τα ψώνια του σπιτιού. Είχε βλέπεις το όνομα της φιλενάδας του Χαμόν και αυτό το θεωρήσαμε σπουδαίο οιωνό. Πόσο δίκιο είχαμε! Εκείνη τη μέρα η Φελισίτα μάδησε έξι κοκκόρια στη σειρά και εμείς φύγαμε τραγουδώντας με το αμύθητο ποσό των εξακοσίων πέσος. Η τύχη μας χαμογελούσε.

Γυρίσαμε σπίτι, πλυθήκαμε, αλλάξαμε και πήραμε δύο φίλες του Μιγκέλ να πάμε στο καζίνο. Σταματήσαμε στην πλατεία, φάγαμε στο Μπομποδένας, που τότε ήταν στις δόξες του και μόλις έπεσε ο ήλιος μπήκαμε όλοι μαζί στη γεμάτη σάλα του μοναδικού καζίνου του Νότου. Οι ρουλέτες γυάλιζαν, οι κρουπιέρηδες έκαναν τα ταχυδακτυλουργικά τους, οι μάρκες έφτιαχναν σωρούς για να γκρεμιστούν στη συνέχεια. Εκείνη τη νύχτα η στρογγυλή κυρά μας μάδησε, όπως κάνει κάθε γυναίκα που αγαπά τον εαυτό της: δίχως έλεος. Τα κορίτσια φύγανε πρώτα κι ύστερα, αφού είδαμε και την τελευταία μάρκα μας να εξαφανίζεται, φύγαμε κι εμείς βλαστημώντας τους περίεργους. Η τύχη μας είχε μουντζώσει.

Καταλήξαμε στο μπαρ του Μάουρο, το μόνο μέρος που μπορούσαμε να πιούμε ένα τσάδος τσάμπα. Δεν είχε κόσμο, όπως πάντα τέτοια ώρα. Ο Χαμόν σιγοτραγουδούσε μαζί με το γραμμόφωνο και εγώ πάλευα να στρίψω το τελευταίο μου τσιγάρο.

Ήμασταν άφραγκοι, αλλά ήταν μια ωραία μεγάλη μέρα».

το αγόρι και η θάλασσα














Έφτασε στη μεγάλη πόλη μέσα σ’ ένα βαπόρι που έτριζε.

Ήταν ακόμη αγόρι, όταν τον έστειλαν οι γονείς του να σπουδάσει, κι ας μην ήθελε εκείνος να φύγει από το νησί. Έτσι άφησε το βότσαλο, που είχε για σπίτι και τρύπωσε σε ένα μικρό υπόγειο, κρύφτηκε σχεδόν, μες στον αχό του κόσμου και των αυτοκινήτων. Και σπούδαζε να γίνει φαρμακοποιός.

Και του ‘λειπε η θάλασσα.

Πέρασαν δυο χρόνια, συνήθισε την πόλη, ξέχασε το βότσαλο που είχε για σπίτι. Από το υπόγειο έφυγε, βρήκε ένα δώμα σε μια ταράτσα κι έτσι έζησε στην άλλη άκρη της πόλης. Μέσα σε ένα δάσος από κεραίες και αμέτρητα πλαστικά πουλιά. Ξέχασε τους φίλους του πίσω στο νησί και το κορίτσι που θα αγάπαγε για πάντα.

Μα η θάλασσα ακόμη του ‘λειπε.

Πέρασαν κι άλλα χρόνια. Έφυγε από την ταράτσα, έμεινε στο κέντρο, σε διαμέρισμα κοντά στους ανθρώπους της μεγάλης πόλης. Σαν να είχε γίνει κι αυτός ένας από αυτούς. Και η τηλεόραση έπαιζε κάθε μέρα και οι σπουδές τελειωμό δεν είχαν και οι κοπέλες με τα αδιάβροχα και τις αφέλειες του χαμογελούσαν.

Κι όμως κάτι τον ενοχλούσε, κι ας μην ξέρει τι.

Μέχρι, που ένα πρωινό κατέβηκε στο λιμάνι για μια δουλειά. Άνοιξη ήταν, ο ήλιος χοροπηδούσε στους καθρέφτες των αυτοκινήτων και στα φρεσκοπλυμένα περίπτερα. Χοροπηδούσε και στη λερωμένη θάλασσα. Και τα καράβια έρχονταν και ‘φεύγαν, άλλα φορτωμένα κι άλλα άδεια και ο κόσμος περπατούσε ως συνήθως αμίλητος ανάμεσα τους.

Και η ενόχληση του έγινε πιο έντονη, χωρίς να ξέρει το γιατί.

Τέλειωσε με τη δουλειά του, πήγε να φύγει. Κοντοστάθηκε. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες στοίβες από σπίτια ήταν καταχωνιασμένο ένα αλλόκοτο εργαστήρι. Ήτανε λες και το είχανε πλακώσει, ήτανε σαν μια ετοιμόρροπη σπηλιά. Το αγόρι, που τώρα ήταν άντρας πια σχεδόν, ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτό το εργαστήρι.

Και ξάφνου, όλα τα θυμήθηκε και πρώτα από όλα τον παππού του, το γέρο-μάστορα.

Μπήκε μέσα. Μύριζε σκουριά και λειωμένο τσίγκο, ψυχή δεν είδε, μέχρι που συνήθισαν τα μάτια του και είδε το γέροντα που έφτιαχνε τα ψαροκάικα. Γυρτό σε μια καρέκλα, μισοκοιμισμένο, μισοπεθαμένο, ποιος ξέρει; Ναυαγό στη μεγάλη πόλη, τον ξέβρασε η μαύρη θάλασσα πριν χρόνια. Έφτιαχνε βάρκες και καΐκια από παλιοσίδερα και κονσερβοκούτια, μπάλωνε τα παλιοσίδερα, κόλλαγε τις λαμαρίνες. Σμίλευε τα σκουριασμένα σωθικά της πόλης.

«Θέλω δουλειά».

Άφησε τις σπουδές, άφησε τα φάρμακα και τις αρρώστιες, δούλευε δίπλα στο γέρο. Άφησε και το σπίτι, κοιμότανε εκεί. Έκανε το σκοτεινό ταβάνι του ουρανό και τα φώτα των δρόμων αστερισμούς του νότου. Δούλευε και τα χέρια του γελούσαν κι ας ματώναν. Δούλευε κι άκουγε το κάλεσμα των γλάρων πίσω από τα αυτοκίνητα.

Και ο γέροντας σιγοτραγουδούσε.

Έκατσε δίπλα στο γέροντα κάμποσα χρόνια, από τα χέρια του πέρασε κάθε λογής πλεούμενο. Κι όταν ήρθε η ώρα να γυρίσει πίσω στο βότσαλο του, τον αποχαιρέτισε και χωρίς να κοιτάξει δεύτερη φορά πίσω έφυγε. Εκείνο το πρωινό, θυμήθηκε τη μέρα που ήρθε, αγόρι ακόμη, σε τούτο το λιμάνι. Θυμήθηκε την πρώτη ματιά της πόλης, το μουρμουρητό του κόσμου, τα μάτια που έκρυβαν τόσα γυαλιά ηλίου. Θυμήθηκε το βαπόρι που έτριζε.

Εκείνο το πρωινό, έφυγε από τη μεγάλη πόλη μέσα σ’ ένα σκαρί δικό του.

Και το επόμενο, ο γέρο-μάστορας πέθανε χαμογελώντας.

θρύλος













Ο Άβελ και ο Κάιν συναντήθηκαν μετά το θάνατο του Άβελ. Βάδιζαν στην έρημο, κι όπως ήταν πανύψηλοι και οι δύο, αναγνώρισαν από μακριά ο ένας τον άλλον. Τα αδέλφια κάθισαν καταγής, άναψαν φωτιά και έφαγαν. Ήταν σιωπηλοί, όπως όλοι οι κουρασμένοι άνθρωποι όταν γέρνει η μέρα. Στον ουρανό έλαμπε ένα αστέρι που δεν είχε ακόμη όνομα. Στη λάμψη της φωτιάς, ο Κάιν είδε στο κούτελο του Άβελ το σημάδι της πέτρας - άφησε να πέσει το ψωμί που έφερνε στο στόμα του, και ζήτησε απ' τον αδελφό του να τον συγχωρέσει.

Ο Άβελ αποκρίθηκε:

"Εσύ με σκότωσες ή εγώ σε σκότωσα; Δε θυμάμαι πια και τώρα είμαστε πάλι εδώ όπως πριν".

"Τώρα ξέρω πως με έχεις συγχωρέσει αληθινά" είπε ο Κάιν, "γιατί, όταν ξεχνάς συγχωρείς. Θα κοιτάξω κι εγώ να ξεχάσω".

"Σωστά" είπε αργά ο Άβελ. "Η ενοχή κρατάει όσο κρατούν οι τύψεις".


Χ.Λ. Μπόρχες
Το εγκώμιο της σκιάς

friend of the night



και η συμφιλίωση κύκλος είναι

άυπνος













Ήμουν άυπνος τρεις μέρες. Μαύρος καφές, πικρός και ένα τασάκι γεμάτο τσιγάρα, στο ραδιόφωνο μόνο παράσιτα, η τηλεόραση κλειστή και στην κουζίνα η μυρωδιά του βραστού. Το σπίτι κατά τα άλλα ήταν καθαρό, πεντακάθαρο, θύμιζε ψυγείο στο χρώμα και το ένιωθες μάλλον περισσότερο εχθρικό, παρά οικείο.

«Λοιπόν;».

Εκείνος ήταν πιο ψηλός από εμένα, είχε ίσιο μαλλί κοντό και χωρίστρα. Φορούσε μια μάσκα σοβαρότητας, κι είχε τα γυαλιά του ακουμπισμένα στην άκρη της μύτης του. Κουρασμένος, αλλά αξιοπρεπής.

«Δεν θέλω να ξαναδώ το ίδιο όνειρο», είπα.

«Είναι λίγο αργά για αυτό δε νομίζεις;».

Η φωνή του ήταν μαλακή, τα χέρια του ακουμπούσαν στο τραπέζι. Μαζί και το βλέμμα του. Δημιούργημα της φαντασίας μου, ο άντρας που δε με άφηνε να κοιμηθώ, ο βασανιστής μου. Ερχόταν κάθε βράδυ στον ύπνο μου και με συναντούσε – πάντοτε στο ίδιο γυμνό δωμάτιο, πάντοτε με τον ίδιο τρόπο.

Ονειρευόμουν πως δεν με άφηνε να κοιμηθώ.

«Πάλι αποκοιμήθηκα ε;»

Έγνεψε καταφατικά.

«Κι όμως εσύ με κρατάς ξύπνιο! Γιατί; Πότε θα με αφήσεις επιτέλους να κοιμηθώ; Τι θέλεις να συζητήσουμε πάλι απόψε; Γιατί με βασανίζεις έτσι; Γιατί; Απάντησε μου επιτέλους!»

Δε μίλησε. Έμεινε για ώρα ακίνητος κι ύστερα σήκωσε απαλά το βλέμμα. Παρατήρησα για άλλη μια φορά τις βαθιές ρυτίδες του γύρω από τα μάτια, την κούραση και το σκοτάδι πίσω από αυτά.

«Μου κάνεις όλες αυτές τις ερωτήσεις, δε σε κατηγορώ. Θα ήθελα όμως να τις ξανασκεφτείς, αφού πρώτα θα σου κάνω κι εγώ μία».

Περίμενα την ερώτηση. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο από το να περιμένω. Χτύπησα νευρικά τα δάχτυλα μου. Άναψα τσιγάρο. Ήπια μια γουλιά καφέ.

Ερώτηση δεν ήρθε.

Για άλλη μια φορά ξύπνησα κουρασμένος. Για άλλη μια φορά ο νυχτερινός μου επισκέπτης δεν απάντησε. Η νύχτα πέρασε κι εγώ έμεινα ξάγρυπνος στο όνειρο μου.

Σου διηγούμαι ετούτη την ιστορία απόψε, γιατί τις τελευταίες μέρες όταν ξυπνάω νυσταγμένος το πρωί, στο νου μου γυροφέρνω μια ερώτηση.

Ποιος είναι άραγε ο βασανιστής και ποιος ο αιώνιος αιχμάλωτος;

κοΛαζ







Ψιχαλίζει.

Η Αθήνα, νυχτερινή και όμορφη, σου χαμογελάει. Περπατάς, ανάμεσα σειρήνες και αόρατα βεγγαλικά.

Ένα άδειο ταξί σε προσπερνάει.

Ο άντρας με το ξεθωριασμένο πουκάμισο, καπνίζει και κοιτάζει τους περαστικούς, να περπατάνε αδιάφορα.

Ένας από αυτούς του επιστρέφει το βλέμμα.

Σαν αντανάκλαση.

Ή σαν την τελευταία γουλιά από το ποτό σου, αυτήν που την πίνεις κοιτάζοντας την πόρτα.

Η στάση των λεωφορείων περιμένει καρτερικά το τελευταίο δρομολόγιο.

Ακούς κάποιον να σιγοτραγουδάει το αγαπημένο σου τραγούδι.

Οχτώ τηλεοράσεις πίσω από μια βιτρίνα παίζουν κάντυ κάντυ.

Κι ένας πλανόδιος κουβαλάει το σαλόνι σου στον πάγκο του.

Ο σκύλος που κυνηγάει τα αυτοκίνητα.

Με πείσμα.

Το πείσμα μας είναι η τελευταία μας ελπίδα.

Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, μου είχες πει. Όμως τελικά εκείνη πεθαίνει προτελευταία.

Γιατί τελευταίος πεθαίνει πάντα ο ελπίζων.

Όμως, υπάρχει μια μικρή πιθανότητα, μια πολύ μικρή πιθανότητα, ο ελπίζων, την τελευταία στιγμή, μόνο την τελευταία στιγμή, να τη γλιτώσει.

Κι έτσι από ελπίζων, να παραμείνει για πάντα επιζών.

Και το χαμένο λ να γίνει η αφορμή για μια καινούργια λέξη.

Ή πρόταση ή μια ολόκληρη ιστορία.

Κι ας έχει κοιμηθεί τέτοια ώρα η πόλη.

Εσύ πια βρίσκεσαι στο κέντρο της πλατείας.

Κολλάς τις εικόνες, τις ράβεις με κλωστή από τον Πλούτωνα.

Αναμνήσεις, εικόνες που παίζουν πίσω από τα μάτια σου και μια τυφλή αισιοδοξία για την αυριανή μέρα, που

μπορεί να μοιάζει τόσο με τη χθεσινή, αλλά ξέρεις πως απέχει όσο η πραγματικότητα από την φαντασία.

Μπροστά σου ένα αυθόρμητο κολάζ.

Κι εσύ κολλάς.

παγκότερμα














Την Κυριακή παίζαμε μπάλα στο παλιό δημοτικό. Η πλάκες σκαμμένες, τα κάγκελα ξεχάρβαλα κι εγώ τέρμα, καθώς ήμουν ο πιο άχρηστος παίχτης. Στο άλλο τέρμα η Ελένη, η αδερφή του Γιώργου που έφερνε την μπάλα και για αυτό την αφήναμε να παίζει, αν και κανείς δεν την ήθελε στην ομάδα του. Έτσι όταν χωριζόμασταν, πάντα στο τέλος μέναμε εγώ και η Ελένη.

Ο πρώτος μου έρωτας.

Όπως καταλαβαίνετε βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Δεν θα παίζαμε ποτέ στην ίδια ομάδα, πάντα θα είχαμε ανάμεσα μας ένα γήπεδο και όλους αυτούς τους άλλους – συμπαίκτες και αντίπαλους. Έπρεπε κάτι να κάνω, αλλά δεν ήξερα τι. Προσπάθησα να γίνω καλύτερος παίχτης, προπονήθηκα σκληρά, έμαθα να ντριμπλάρω και να σουτάρω, μέχρι και γυμναστική έκανα κάθε πρωί πριν από το σχολείο. Όχι μόνο θα παίζαμε στην ίδια ομάδα, αλλά είχα σκοπό να την εντυπωσιάσω με τις ικανότητές μου.

Τσάμπα.

Δεν μπορούσα να βρω την ευκαιρία να δείξω την αξία μου. Κανείς δεν έδινε σημασία στις διακριτικές παρακλήσεις μου για αλλαγή θέσης. Ήμουν καρφωμένος ανάμεσα στους δυο σκουριασμένους τενεκέδες που είχαμε για δοκάρια. Το ίδιο κι εκείνη. Η απελπισία μου είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της, όμως δε σταμάτησα τις μοναχικές μου προπονήσεις. Το αντίθετο μάλιστα, τώρα εξασκούμουν πιο σκληρά. Κατάλαβα πως μόνο στην τύχη θα μπορούσα να βασιστώ και πως όταν θα ερχόταν εκείνη η στιγμή θα έπρεπε να είμαι έτοιμος.

Και ήρθε.

Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, λίγο πριν πιάσουν τα γερά κρύα, μαζευτήκαμε πολύ λίγοι. Ήμασταν έτοιμοι να γυρίσουμε σπίτια μας, όταν κάποιος έριξε την ιδέα, να παίξουμε παγκότερμα. Δεν το είχα ξανακούσει. Μας εξήγησε πως και οι τερματοφύλακες μπορούσαν να παίξουν κανονικά μέσα όπως οι υπόλοιποι. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου! Ήταν η ώρα να αποκαλύψω επιτέλους την αξία μου και να κερδίσω μια θέση που θα με έφερνε πιο κοντά στον έρωτά μου. Στην πρώτη φάση που πήρα την μπάλα, ξεχύθηκα στην επίθεση. Η αλήθεια είναι πως οι αντίπαλοι δε μου έδωσαν και πολύ σημασία, σίγουροι για την επερχόμενη αποτυχία και πιθανό εξευτελισμό μου.

Πόσο λάθος είχαν.

Βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι της. Δεν τόλμησα να την κοιτάξω, ένιωθα όμως το βλέμμα της πάνω μου. Συγκεντρώθηκα, έβαλα όλη μου τη δύναμη και σούταρα.

Και γκολ!

Και τι γκολ! Όλη την υπόλοιπη χρονιά συζητούσαν για το βροντερό σουτ μου, αυτό που έστειλε την μπάλα κατευθείαν στα μούτρα της Ελένης κι αφού την ξάπλωσε στις βρεγμένες πλάκες, καρφώθηκε μες στο τέρμα πίσω της.

«Πόσο άχρηστη είσαι! Ακόμη κι ο Γιάννης σου έβαλε γκολ!», άκουσα τον αδερφό της πίσω μου να φωνάζει περιφρονητικά. Εκείνη σηκώθηκε, μουτζουρωμένη και με το πρόσωπο κατακόκκινο από το χτύπημα, αλλά δεν είπε τίποτα. Μόνο βούρκωσε κι έφυγε. Πίσω της κι ο Γιώργος με την μπάλα του. Το παιχνίδι είχε τελειώσει. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που την είδα. Η Ελένη δεν ξαναήρθε ποτέ μαζί με τον αδερφό της να παίξει μαζί μας.

Κι εγώ αποφάσισα να γίνω καλύτερος τερματοφύλακας.

πίσω

Έφερε τη θάλασσα στο νεροχύτη της κουζίνας.

Το καλοκαίρι το ‘βαλε στη γυάλα του χρυσόψαρου.

Και τα φιλιά της, αποξηραμένα πια στο βάζο.

Το παράθυρο το άφησε λίγο ανοιχτό. Παρέα με τους γλάρους, άκουγε τα αυτοκίνητα.

Ηλιοθεραπεία στον καναπέ, με αντηλιακό και τηλεόραση.

Η πρώτη ψιχάλα έπεσε μέσα στο μοχίτο του.

Η δεύτερη στο βρώμικο τασάκι.

Στην τρίτη βγήκε στο δρόμο.

Μαζί του και όλοι οι άλλοι, που νωθροί και νυσταγμένοι προσπαθούσαν να αποφύγουν αυτοκίνητα, βρισιές και την καθημερινότητα του αναπόφευκτου χειμώνα.

Μα δεν τα κατάφερναν ακόμη πολύ καλά.

Δεν έβρισκαν το σταθερό το πάτημα, πάνω στις λείες πλάκες.

Παραπατούσαν. Έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο.

Και σιγά σιγά ξέχναγαν τα γέλια της μεσημεριανής αντηλιάς και τα ούζα στο φεγγάρι.

Δεν ήταν τελικά που το καλοκαίρι τους έκανε πιο χαρούμενους.

Ήταν που ξεχνούσαν τα βήματα τους.

καλός καιρός

Ταράτσα.

Φυσάει λίγο, κάνει ζέστη.

Λυκόφως και στο βάθος ο Λυκαβητός.

Νυχτοπεταλούδες τριγυρίζουν ανάμεσα στη λάμπα και στο ψάθινο καπέλο της.

Καλοκαίρι, αλλά ο αέρας δε μυρίζει θάλασσα.

Όχι ακόμη.

Το φεγγάρι προσπαθεί να βγει.

Οι πολυκατοικίες δεν το αφήνουν. Το πιέζουν προς τα κάτω.

Εκείνος σου κάνει πατητές στα ρηχά, κι όμως εσύ δεν πατώνεις.

Ξανανοίγεις τα μάτια σου και παρατηρείς: ο βυθός είναι στη θέση του.

Η θάλασσα ανέβηκε.

Γέμισε τους δρόμους και τα στενά κι έφτασε μέχρι τα κάγκελα.

Δίπλα στα πόδια σου ένας αστερίας.

Και στην κεραία απέναντι σου μπλεγμένος ένας πράσινος κισσός.

Την άνοιξη τη φέρνουν λένε τα χελιδόνια.

Το καλοκαίρι ο άνθρωπος που έχεις δίπλα σου.

αντιβαρύτητα

Πετάς την πέτρα και φεύγει προς τα πάνω.

Το μπαλόνι κρέμεται ανάμεσα στα πόδια σου.

Μπερδεύσαι, σκοντάφτεις και πέφτεις.

Προς τα πάνω.

Τα σύννεφα σοβαρά και γκρίζα σε κοιτάζουν μα δε σε βοηθάνε.

Περιμένουν μονάχα την ώρα της βροχής.

Και καθώς τα προσπερνάς και αυτά, μένει μονάχα ο ουρανός.

Η ατελείωτη προσμονή της πρόσκρουσης.

Το πιο σκληρό πάτωμα είναι αυτό που δεν υπάρχει.

exit τάσεις

Σε 4 ώρες δίνεις εξετάσεις. Μάλλον θα είναι οι τελευταίες τις ζωής σου. Λένε.

Εκείνη σου είπε πως όλη της τη ζωή θυμάται να δίνει εξετάσεις. Γιατι να είναι αυτή η τελευταία;

Και σκέφτεσαι

αν έτσι είναι τα πράγματα, ή εσύ θες να τα νιώθεις έτσι. Αν προτιμάς από εξεταστής να είσαι εξεταζόμενος, γιατί δεν έχεις το θάρρος της ευθύνης ή ίσως γιατί δεν θες στα χέρια σου τον έλεγχο. Αν τελικα από τη δράση πιο πολύ προτιμάς την αντίδραση και από τη μοναξιά της έδρας, την ανωνυμία που κάθεται πίσω από τα θρανία.

Όλα αυτά σκεφτόσουν και στην τηλεόραση παίζει ένα σήριαλ τσέχικο - ωστέ κάνουν κι οι τσέχοι σήριαλ? - και ο πρωταγωνιστής σε κάποια στιγμή έντασης δηλώνει, με τη βεβαιότητα που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που πιστεύουν ακόμη πως στο σύμπαν υπάρχει κάποια νομοτελειακή δικαιοσύνη:

"Ότι κι αν γίνει Φρανκ, η αλήθεια θα λάμψει".

Και το μυαλό σου ταξιδεύει σε έναν άλλο τσέχο Φρανκ.

Συγγραφέα.

Που τους ήρωες του τυρανούσε με εξετάσεις ασταμάτητες κι έτσι αναρωτιέμαι

αν είναι κι οι εξετάσεις ένας τρόπος αναζήτησης της αλήθειας. Αν δοκιμάζουμε έτσι την τον τρόπο αντίδρασης των άλλων, ώστε να ανακαλύψουμε κατά πόσο εκείνος πληροί τα δικά μας (υποκειμενικά) κριτήρια, που βέβαια στη συνέχεια αντικειμενικοποιούμε για να πειστούμε πως πρόκειται για την αλήθεια. Αν τελικά εξεταστής και εξεταζόμενος είναι συνεργάτες, ή πιο σωστά συμμέτοχοι, σε μια ακούσια διαστροφή της πραγματικότητας (όπως και είναι κάθε αναζήτηση της αλήθειας) με σκοπό τελικά την ταπείνωση του ενός εκ των δύο ή και των δύο.

Γιατί ποιος εξεταστής θέλει να επιτύχει πλήρως ο εξεταζόμενος και ποιος εξεταζόμενος να αποτύχει παντελώς ο εξεταστής;

Και ίσως έτσι να ερμηνεύεις, με το δικό σου τρόπο, την ερωτική σχέση που γεννιέται ανάμεσα σε εξεταστή και εξεταζόμενο.

Ή την εξεταστική σχέση ανάμεσα στους ερωτευμένους.

Ίσως έτσι να καταλαβαίνεις τα λόγια της.

Ή απλά προσπαθείς να δικαιολογήσεις την ταραχή σου.

Τίποτα, όμως από όλ' αυτά δε θα σε σώσει.

Γιατί οι εξετάσεις σου τώρα είναι σε 3 ώρες

και εσύ συνεχίζεις να φλυαρείς για αυτές, αδιάβαστος.

Με μόνο σου όπλο την αξιοπρέπεια της τελευταίας ηρωικής εξόδου.

...

Δε γράφω συχνά πια.

Κι ότι γράφω πιο συχνά το σβήνω.

Όμως απόψε μόνο για ένα πράγμα μπορώ να σου πω.

Για τους φίλους μου.

Πόσο περήφανος είμαι για κάθε ένα από αυτούς.

Ξεχωριστά.

Ξεχωριστοί.

Ο καθένας κάνει τη μικρή του φυλακή να τραγουδάει.

Και στο επισκεπτήριο μου χαμογελά.

Γιατί, στη μεγάλη υποχώρηση, ακόμη και τότε, σημασία δεν έχει αν σκύψεις το κεφάλι.

Άλλα να γνωρίζεις πως κι αν ηττήθηκες, οφείλεις να υπερασπιστείς την ήττα σου.

Για να νικήσεις την επόμενη ημέρα.

Ο ουρανός είναι στενός για τους δειλούς και πεδιάδα για τους ονειροπόλους.

Στην άκρη του, καβάλα στους ανεμόμυλους, μεθάμε το ηλιοβασίλεμα.

Και περιμένουμε τον ήλιο στο πρώτο της άνοιξης αντάμωμα.

Μη φοβάσαι, μην ελπίζεις.

Κανείς δεν είναι λεύτερος.

Μετρώ

Κάθομαι στο μετρό.

Απέναντι μου ένα πιτσιρίκι, 7 χρονών όχι παραπάνω, κοιμάται.

Το κεφάλι του έχει γείρει μπροστά.

Μια σταγόνα σάλιου στην μπλούζα του.

Η διπλανή μου, δείχνει 47 - πόσο να είναι άραγε; - κουνάει το κεφάλι.

"Κοιμάται ήσυχο τώρα, γιατί δεν ξέρει τι τον περιμένει όταν μεγαλώσει".

Ο πατέρας του την κοιτάζει.

Πάει να απαντήσει κάτι, αλλά το μετανιώνει.

Μάλλον δε θέλει να κάνει φασαρία.

Και οι σκέψεις μου γίνονται χέρι, που βυθίζεται σε μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια της και ξεριζώνει τη μήτρα της. Την τραβάω έξω στο φως και τη σηκώνω. Μες στο μετρό, είναι ξεκάθαρο πια σε όλους πως τούτη η μήτρα είναι νεκρή, πάντοτε νεκρή ήταν και γερασμένη, για αυτό και δεν μπορεί να δει τα όνειρα που έχει απέναντι της και βλέπει μόνο την πτώση, την παρακμή, μίζερη και θλιβερή γυναίκα, που μονάχα να τρομοκρατεί γνωρίζει, όχι γιατί δεν έμαθε τίποτε άλλο, αλλά γιατί εκείνη το επέλεξε, γιατί εκείνη επέλεξε αντί να κάνει απογόνους να τους φονεύει μες στον ύπνο τους. Σηκώνω ψηλά τη μήτρα της και ύστερα την πετώ μπρος στα λυγισμένα πόδια της. Εκείνη με κοιτάζει έντρομη.

Άραγε να θυμήθηκε πως κάποτε υπήρξε παιδί και εκείνη;

Ή μήπως το αντίθετο;

Τη μετρώ.

στον έρωτα και στον πόλεμο

Τον τέταρτο χρόνο του πολέμου, όταν πια η νίκη έμοιαζε κοντά, κατέλαβαν ένα μικρό χωριό δίπλα στη θάλασσα.

Ο Άνταμ Πρέσκοτ ήταν ένας στρατιώτης ήσυχος. Το μόνο που ήθελε από τον πόλεμο ήταν το τέλος του.

Περνούσε πάντα απαρατήρητος. Τόσο από τους συμπολεμιστές του, όσο κι από τον εχθρό.

Ίσως για αυτό να είχε επιβιώσει αυτά τα τέσσερα χρόνια στο μέτωπο.

Μιλούσε σπάνια.

Δε συμμετείχε στις λεηλασίες.

Δεν είχε φίλους.

Εκείνο το πρωινό που μπήκαν στο μικρό χωριό, ο αέρας είχε τη μυρωδιά της θάλασσας και ο Άνταμ Πρέσκοτ σκεφτόταν την πατρίδα.

Έτυχε και βρέθηκε μαζί με άλλους τέσσερεις έξω από ένα σπίτι που κάποιοι συμπολεμιστές τους λεηλατούσαν.

Ακούμπησαν στο φράχτη.

Από κάτω βράχια, στον ορίζοντα η θάλασσα πλάταινε, πίσω τους φωνές και σπασίματα.

Κάποιος την είδε.

Κρυβόταν στους θάμνους, ήταν με τη νυχτικιά. Έτρεμε.

Αμέσως την έπιασαν.

Τα ρούχα της είχαν σκιστεί, τα γόνατα της λασπωμένα, η ανάσα της κοφτή.

Ο Άνταμ Πρέσκοτ εκείνο το πρωί είδε τέσσερεις συμπολεμιστές του να σέρνουν την ομορφιά μες σε μία σάπια αποθήκη.

Και ο αέρας μύριζε θάλασσα.

Όπως ακριβώς πίσω στην πατρίδα.

Τότε ο Άνταμ Πρέσκοτ έκανε κάτι που κανείς δεν περίμενε.

Όρμησε σα μανιακός, σταμάτησε τους τέσσερεις άντρες, την άρπαξε από το χέρι και συνέχισε να την τραβάει μόνος του.

Το βλέμμα του δε σήκωνε αντιρρήσεις.

Οι υπόλοιποι συμφώνησαν. Τόσο καιρό εξάλλου δεν είχε χαρεί γυναίκα.

Είχε το βλέμμα του τρελού.
Κανείς δεν τον είχε δει ποτέ έτσι.

Που να ‘ξεραν πως από μέσα του έτρεμε.

Πως και ο ίδιος απορούσε για την αποφασιστικότητα του.

Και πως φοβόταν πως δε θα κατάφερνε στο τέλος να τους ξεγελάσει.

Μα δεν ήταν ο εαυτός του που προχωρούσε μπροστά, μα κάποια ίσως βαθύτερη του ανάγκη.

Για ομορφιά.

Ή για ελευθερία.

Και μες στο χέρι του, ένιωθε το μπράτσο της που έτρεμε.

Και δίπλα στο αυτί του, άκουγε σπασμένο το κλάμα της για έλεος.

Και όταν μπήκαν οι δυο τους μες στην αποθήκη, την άκουσε να ουρλιάζει από τρόμο και την άφησε.

Τα είχε καταφέρει, οι άλλοι είχαν φύγει, τώρα μπορούσε να της χαρίσει την ελευθερία της.

Μα πριν προλάβει να της εξηγήσει κάτι

πριν προλάβει καν το στόμα του να ανοίξει

εκείνη όρμησε μπροστά, μες στο παράθυρο κι από κει στο κενό, στα βράχια, στη θάλασσα

κι ο Άνταμ πίσω στη σάπια καλύβα μόνος, ανήμπορος να την ακολουθήσει.

Αφού έκλαψε ήσυχα όπως του ταίριαζε, βγήκε από την καλύβα.

Επέστρεψε.

Γύρισε πίσω ανάμεσα στα γέλια και στις επιδοκιμασίες των συντρόφων του.

Και συνέχισε τον πόλεμο.



Αυτή την ιστορία ο Άνταμ Πρέσκοτ, αν και την είχε διαγράψει εντελώς από τη μνήμη του, τη ξαναθυμήθηκε είκοσι χρόνια αργότερα, όταν τον χώρισε η γυναίκα που αγαπούσε και για κάποιο εντελώς τυχαίο λόγο βρέθηκε στο πατρικό του σπίτι, χάζευε τη θάλασσα, το φεγγάρι και τις λάμψεις από τους βομβαρδισμούς πέρα από τον ορίζοντα στην ανατολή – ή ίσως και στη δύση.