τέλος εποχής











Καθισμένος στο κέντρο του νεκροταφείου, ο άντρας κλαίει με λυγμούς. Είναι το νεκροταφείο των φτωχών και ο τάφος που ακουμπάει ο άντρας είναι κάποιου ανώνυμου. Δεν κλαίει όμως για αυτόν.

Όλο το βράδυ χιόνιζε και τώρα το χιόνι είναι βαθύ και φρέσκο, απάτητο στους ξεχασμένους τάφους, καφέ στα μονοπάτια. Όλα μοιάζουν ακίνητα, μα δεν είναι. Το βουητό των αυτοκινήτων παραβιάζει τις σιωπές των νεκρών και σου υπενθυμίζει πως η πόλη συνεχίζει να ζει πίσω από το μαντρότοιχο του νεκροταφείου. Όμως ο άντρας κάθεται στο κέντρο του νεκροταφείου και κλαίει με λυγμούς. Δεν ακούει ούτε την πόλη, ούτε την σιωπή. Μονάχα τη φωνή του που πνίγεται.

«Παλιά, όταν ήμουν πιο νέος, και ήμουν λυπημένος ερχόμουν εδώ. Σκεφτόμουν τότε, πως τίποτα δε συγκρίνεται με το θάνατο και κάπως ο πόνος μου μετριαζόταν».

Ο άντρας σηκώνει το κεφάλι του και βλέπει το γέρο με την ομπρέλα και τα γυαλιά ηλίου. Του λείπει ένας κυνόδοντας και ο δείκτης του δεξιού χεριού του.

«Αργότερα, όταν μεγάλωσα κάπως, ερχόμουν εδώ όταν δεν ένιωθα τίποτε απολύτως. Με κυρίευε η θλίψη για τη ματαιότητα της ζωής και το αναπόφευκτο της πτώσης. Πολλές φορές έφευγα συντετριμμένος, όμως ήταν πραγματική ανακούφιση να νιώθεις τόση θλίψη, όταν πιο πριν δεν ένιωθες τίποτα, μα τίποτα, απολύτως».

Ο άντρας σκουπίζει τα μάτια του και τον ρωτάει:

«Κι όταν ήρθες εδώ, γιατί έχασες κάποιον που αγαπούσες;»

«Είναι περίεργο ξέρεις… Όταν συνέβη αυτό, είχα έρθει τόσες πολλές φορές σε αυτό εδώ το μέρος, που η οικειότητα έκανε τον πόνο μου να μοιάζει χαμένος μέσα στις αντανακλάσεις από όλες αυτές τις επισκέψεις, όπως ακριβώς αναρωτιέσαι αν μέσα στις αντανακλάσεις του αντίλαλου υπάρχει κάτι από τη φωνή σου».

Στην άλλη πλευρά της πόλης ένα κορίτσι κρατάει ένα μπουκέτο με μαργαρίτες και χαζεύει τον ουρανό που δε φαίνεται. Τα σύννεφα κατεβαίνουν όλο και πιο χαμηλά και οι πολυκατοικίες μοιάζουν με σπιρτόξυλα, καρφωμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σε δυο τούφες από μπαμπάκι. Το κορίτσι με τις μαργαρίτες ρωτάει ένα περαστικό τι χωρίζει το χειμώνα από την άνοιξη και εκείνος το κοιτάζει με απορία και συνεχίζει το δρόμο του δίχως να πει κουβέντα.

«Το πιο περίεργο ξέρεις ποιο είναι;», λέει τότε ο άντρας. «Πως εγώ βρίσκομαι εδώ, γιατί θέλω να ακούω τις αντανακλάσεις τις φωνής μου. Με κάνουν να νιώθω λιγότερο μόνος».

«Το ξέρω, αλλά δε σκέφτηκες ποτέ σου πως μόνο οι νεκροί δε νοιώθουν μοναξιά μες στους νεκρούς ανάμεσα;»

Το κορίτσι με τις μαργαρίτες περνάει μια διάβαση πεζών και ονειρεύεται κάστανα. Όμως, εδώ και χρόνια έχουν απαγορευτεί τα κάστανα σε αυτή την πόλη και πριν λίγο καιρό και οι μαργαρίτες. Παραδόξως, κανείς δεν της έκανε παρατήρηση. Ίσως γιατί όλοι οι περαστικοί ήταν πολύ αφηρημένοι, ή ίσως γιατί κανείς δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για την τήρηση των νόμων. Όπως και να έχει το κορίτσι φτάνει στον προορισμό του και χτυπάει το κουδούνι που τρίζει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Το ασανσέρ, που τρίζει ακόμη περισσότερο, την ανεβάζει στον τελευταίο όροφο και εκεί, ανάμεσα στα σύννεφα, ανοίγει η πόρτα και το κορίτσι μπαίνει μέσα.

Κάποιος έχει ξεχάσει ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες. Τα σύννεφα έχουν γεμίσει το ρετιρέ και εκείνη δεν βλέπει τίποτα πια, μόνο ακούει κάτι, που θα μπορούσες να πεις ότι θυμίζει τους λυγμούς ενός άντρα, και έρχεται από το ταβάνι, ή ίσως και πιο πάνω από αυτό. Σηκώνει τις μαργαρίτες, στο σημείο που κάποτε είχε αφήσει ένα βάζο. Τεντώνεται, μα το βάζο δεν είναι εκεί. Τεντώνεται, και οι μαργαρίτες χάνονται από το χέρι της.

«Ίσως, να έχεις δίκιο», λέει ο άντρας στο γέρο, «όμως μαζί με το θάνατο πεθαίνει και η ελπίδα, όπως και με την παγωνιά πεθαίνουν τα λουλούδια».

«Ποιος ξέρει;», είναι τα τελευταία λόγια του γέροντα και σκύβει το κεφάλι.

Ο άντρας ακολουθεί το βλέμμα του στο έδαφος, στα πόδια του μπροστά. Στην αρχή παραξενεύεται λιγάκι, καθώς, μέσα από το χιόνι ξεπροβάλει δειλά δειλά μια μαργαρίτα. Κι ύστερα παραξενεύεται ακόμη περισσότερο, καθώς την πρώτη ακολουθεί ολάκερο μπουκέτο.