Γράμματα από τον πόλεμο - Στην ουρά
Ήταν μια πολύχρωμη, φιδογυριστή ουρά και εκείνος ήταν στην άκρη της.
Ήταν περήφανος που τα είχε καταφέρει.
Γιατί ήταν μια μεγάλη ουρά.
Μια πραγματικά μεγάλη ουρά.
Μια σημαντική ουρά.
Κι εκείνος ήταν στην άκρη της και περίμενε υπομονετικά για τη σειρά του.
Αυτή η αναμονή του έμεινε αξέχαστη.
Εφτά χρόνια, τρεις μήνες και είκοσι δύο απαράλλαχτες ημέρες.
Βεβαία δεν ήταν για πολύ καιρό στην άκρη της ουράς.
Σιγά σιγά έγινε μέρος της.
Μα αυτό δεν είχε και τόσο σημασία, αφού συνέχιζε να κοιτάζει την ίδια ακριβώς πλάτη.
Κάποιοι εγκατέλειψαν. Άλλοι κουράστηκαν, άλλοι ήταν ανυπόμονοι.
Εξάλλου, είναι γνωστό πως η ανία της ρουτίνα δεν ταιριάζει στον οποιοδήποτε.
Μα αυτός, πιστός στον σκοπό του, δεν άφησε μήτε την κούραση μήτε την αμφιβολία να τον σταματήσουν.
Και ένα πρωινό, ένα σταχτί πρωινό του Νοέμβρη, όλοι του οι κόποι και οι θυσίες του ανταμείφθηκαν.
Ήρθε η στιγμή να φτάσει στην αρχή της.
Ή ίσως στο τέλος της.
Και τώρα, σχεδόν ξαφνιασμένος, δίχως την πλάτη του άγνωστου μπροστινού του για συντροφιά, έκανε το τελευταίο του βήμα.
Ίδιο ακριβώς με όλα τα υπόλοιπα.
Όμως τώρα που έφτασε στο τέλος της, είχε ξεχάσει γιατί στάθηκε στην αρχή της.
Ή ίσως να είχε συμβεί και το ανάποδο.
Πάντως εκείνος εκ τοτε δεν σταμάτησε να κυνηγάει την ουρά του.
3 σχόλια:
μια πολύ ωραία σύγχρονη απόδοση του αρχετυπικού συμβόλου του "ουροβόρου όφι"
Διαφωνώ.
Άλλο να τρως την ουρά σου και άλλο να σε τρώει εκείνη.
Το ποστ αυτό με πέτυχε "κατάστηθα", ε, ρε ουρές που τρώμα στη ζωή μας...
Δημοσίευση σχολίου