τρικυκλοποδιά














Ο Λόρυ ντι Μπω ήταν για πολλά χρόνια υπάλληλος σε μια μικρή ναυτιλιακή εταιρία. Ζούσε μια ζωή ήσυχη, μόνος του παρά τα σαράντα του χρόνια και αυτό του αρκούσε. Δε χαμογελούσε συχνά, ούτε όμως σκυθρώπιαζε κιόλας, δεν είχε φύγει από την πόλη ποτέ, ούτε σκόπευε να το κάνει στο μέλλον, φίλους δεν είχε πολλούς, δύο-τρεις παλιούς συμμαθητές που τους συναντούσε στο τέλος κάθε βδομάδας, στο ίδιο πάντα μαγεριό.

Μια φορά το μήνα, πήγαινε στις γυναίκες.

Εκεί, στο ξενοδοχείο του Κ., περνούσε ένα ολόκληρο βράδυ, μαζί με την Εβιγιόν ή την Θέλμα, και ύστερα το επόμενο πρωί, αφού την πλήρωνε, έπαιρνε το ταλαιπωρημένο τρίκυκλο του και γύριζε την πόλη πριν προλάβουν και ξυπνήσουν όλοι οι άνθρωποί της. Πριν τελειώσει τη βόλτα του σταματούσε σε ένα περίπτερο και αγόραζε μία σοκολάτα ή ένα παγωτό, αν ήταν καλοκαίρι. Ύστερα γυρνούσε σπίτι.

Μέχρι που μια μέρα…

Η Φρειδερίκη Μπακ έπλεκε ένα καινούργιο κόκκινο πουλόβερ. Ήταν το εικοστό τέταρτο στην πολυτάραχη ζωή της. Πάντα έπλεκε ένα πουλόβερ μετά από ένα χωρισμό και αν ήταν έντονος πάντα διάλεγε το κόκκινο χρώμα. Το σπίτι της ήταν γωνιακό και από την τζαμαρία έβλεπες όλη την πλατεία, αν και τέτοια ώρα δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. Η δεσποινίδα Μπλακ είχε να κοιμηθεί δύο μέρες και δε θα το έκανε μέχρι να τελειώσει το πουλόβερ. Σε λίγο θα ξημέρωνε και τα νεύρα της, μετά από τόσους καφέδες και στραβοβελονιές, δεν ήταν καθόλου καλά.

Τότε ήταν που το τρίκυκλο εισέβαλε στο καθιστικό της κάνοντας θρύψαλα τη μεγαλόπρεπη τζαμαρία.

Αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ, η δεσποινίδα Μπλακ όρμησε καταπάνω στον απρόσμενο εισβολέα, ουρλιάζοντας κάτι ασυνάρτητο που περιλάμβανε τις λέξεις «κουβάρι, πουλόβερ και γουρούνια». Στη συνέχεια άρχισε να καρφώνει με τις βελόνες της, τον άγνωστο άντρα σε όλα τα προφανή σημεία του σώματός του και όχι μόνο. Όταν εκείνος υπέμεινε αδιαμαρτύρητα την επίθεση της, εκείνη σταμάτησε και τον κοίταξε με απορία. Όταν της πρόσφερε το παγωτό που κρατούσε ακόμη στο χέρι του, γαρνιρισμένο με κομμάτια από την τζαμαρία της, εκείνη, αντί να του τρίψει στη μούρη, σκέφτηκε, ή πιο σωστά ένιωσε, με το δικό της ιδιαίτερο τρόπο, πως ίσως αυτή είναι η μόνη αλήθεια στον έρωτα και εντελώς αυθόρμητα τον φίλησε.

Έτσι γνωρίστηκαν ο Λόρυ ντι Μπω και η Φρειδερίκη Μπακ.

Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν γεννιόταν το πρώτο τους παιδί, εκείνη δεν του είχε μιλήσει ακόμη για τις εικοσιτέσσερις ατυχείς περιπτώσεις του παρελθόντος της. Θεώρησε πως αν του το έλεγε, θα χανόταν η μαγεία. Βέβαια κι εκείνος από την πλευρά του, δεν της είπε ποτέ, ότι την είχε ερωτευτεί από είκοσι χρονών.

για ένα τσιγάρο δρόμος














Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι ακουμπάει στην άκρη της γέφυρας και κοιτάζει τα νερά του ποταμού. Ανάβει τσιγάρο. Η νύχτα μόλις έχει πέσει στην πόλη, κόσμος πηγαινοέρχεται στο δρόμο δίπλα του, γυναίκες με ψώνια, παιδιά που σχόλασαν από τα φροντιστήρια, αργόσχολοι γέροι. Δείχνουν όλοι εξοικειωμένοι με την ύπαρξη της γέφυρας, εκείνος όχι. Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι μοιάζει να περιμένει κάτι. Ή κάποιον.

Ζούμε τις ζωές μας κάπως βιαστικά. Σκηνοθετούμε την κάθε μας μέρα και τελικά καταλήγουμε να τη βλέπουμε στο fast-forward, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή σκηνοθετούμε την επόμενη. Αν βέβαια μας ρωτήσουν, ισχυριζόμαστε πάντα πως έχουμε τον έλεγχο, πως γνωρίζουμε το σενάριο καλύτερα από τον καθένα και πως ανυπομονούμε να ζήσουμε το επόμενο επεισόδιο. Όμως αυτό δεν είναι αλήθεια. Σκηνοθετούμε το μέλλον και χάνουμε τις λεπτομέρειες του παρόντος και δυστυχώς δεν υπάρχει ριπλέι για να μας δώσει πίσω τη χαμένη εικόνα.

Αναρωτιέμαι αν ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι περιμένει και αυτός το επόμενο επεισόδιο.

Η γέφυρα δεν είναι καινούργια. Κανείς από τους ανθρώπους της πόλης δεν έχει γεννηθεί πριν τη χτίσουν, έτσι όλοι νομίζουν πως υπήρχε από πάντοτε. Όμως δεν είναι έτσι. Την έφτιαξαν κάποτε, κάποιοι άνθρωποι σαν και αυτούς για να ενώσουν την πόλη με την άλλη μισή. Την έφτιαξαν με πολύ κόπο, όμως δε σταμάτησαν να προσπαθούν μέχρι που τελείωσε, γιατί γνώριζαν πως κάθε ένωση, από την πιο απλή μέχρι την πιο μεγαλεπήβολη, χρειάζεται μόχθο για να γίνει.

Όμως ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι, δε μοιάζει να σκοπεύει να τη διασχίσει.

Αντίθετα καπνίζει αργά το τσιγάρο του και δε σηκώνει το βλέμμα από τον βρώμικο ποταμό. Στα νερά του καταλήγουν όλα τα σκουπίδια των δρόμων αυτής της πόλης. Αδιακρίτως πλευράς. Όμως ανάμεσα στα πλαστικά μπουκάλια και τις τσαλακωμένες εφημερίδες, καθρεφτίζεται και το φως του φεγγαριού. Και μπορεί το φεγγάρι έτσι να μην είναι τόσο όμορφο, αλλά σίγουρα είναι πιο αληθινό.

Όσο πιο πολύ τον παρατηρώ, τόσο πιο πολύ μου δίνει την εντύπωση πως βρισκόταν σε αυτό ακριβώς το σημείο από πάντοτε. Εγκλωβισμένος σε μια ατέρμονη αναμονή, ή προσμονή αν θέλετε, ενώπιον αυτής της γέφυρας.

Όμως κάνω λάθος. Ήρθε πριν από λίγο και ήρθε από πολύ μακριά για να σταθεί απέναντι μου, με την πλάτη γυρισμένη και τον καπνό από το τσιγάρο του να μου υπενθυμίζει πως ο χρόνος συνεχίζει να κυλάει, όπως και τα νερά του ποταμού, όπως και οι περαστικοί γύρω μου, όπως και το φεγγάρι στο σιωπηλό στερέωμα. Σκέφτομαι πως κάποια στιγμή το φεγγάρι δε θα φαίνεται μέσα στο ποτάμι. Τα σκουπίδια όμως μένουν. Ανανεώνονται.

Το τσιγάρο πλησιάζει στο τέλος του.

Στον καθένα μας αναλογούν λίγα γραμμάρια ευτυχίας. Από αυτά τα μισά είμαστε πολύ βιαστικοί για να τα παρατηρήσουμε κι έτσι τα αγνοούμε. Από τα υπόλοιπα μισά, τα μισά τα ξοδεύουμε αλόγιστα, γιατί ίσως δεν έχουμε μάθει να εκτιμούμε την αξία τους. Και έτσι στο τέλος μένουν ελάχιστα, όσο ας πούμε φαίνεται το φως του φεγγαριού μέσα στο ποτάμι. Ή όσο κρατάει ένα τσιγάρο.

Έχεις καπνίσει ποτέ το τσιγάρο σου μέχρι το φίλτρο;

Στην αρχή καίγεσαι λίγο στα πνευμόνια και μετά, όταν φτάσεις στο φίλτρο, σου αφήνει μια πικρή γεύση. Τότε, για μια στιγμή αναρωτιέσαι αν κατά βάθος δεν ήθελες να αποδεχθείς ότι έχει τελειώσει, όμως αμέσως καταλαβαίνεις πως ήταν μοναχά η επιμονή σου να το γευτείς μέχρι να είσαι σίγουρος πως δεν έχει άλλο. Η ανταμοιβή μπορεί να είναι αυτή η αποτρεπτική πικρίλα, όμως στο τέλος, όταν πια κι αυτή έχει τελείως ξεθυμάνει, μένει η σιγουριά πως η γόπα που πέταξες δεν έχει τίποτα άλλο πια να σου δώσει.

Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι πετάει το αποτσίγαρο μέσα στο ποτάμι.

Η καύτρα χάνεται και τσαλακώνει το φεγγάρι. Εκείνος, με ήρεμες κινήσεις βγάζει από την τσέπη του, γραμμένες κόλλες από χαρτί και τις πετάει τη μία μετά την άλλη μες στα ολόμαυρα νερά. Και τότε κάτι παράξενο συμβαίνει. Οι κόλλες δε βουλιάζουν, αλλά γίνονται μικρά χάρτινα καραβάκια. Εκείνος, το ίδιο ατάραχος, αφού πετάξει και την τελευταία, φεύγει και χάνεται μέσα στο πλήθος. Χάνεται και από τα μάτια μου.

Δεν ξέρω αν διάβηκε τη γέφυρα ή αν γύρισε τελικά από εκεί που ήρθε, όμως όταν έφυγε, έσκυψα στο μέρος που στεκόταν, και είδα πως τα καραβάκια του πέρασαν κάτω από αυτήν.

παιδικός σταθμός













Κάποτε, όχι και πολύ παλιά, ζούσε στην πόλη ένας άντρας που είχε δυο κόρες. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και άλλους συγγενείς δεν είχε. Μονάχα δύο κόρες. Η μία ήταν ψηλή και ξανθιά και την έλεγε Εστράλια και η άλλη ήταν πιο καχεκτικιά και φορούσε σιδεράκια. Αυτήν τη φώναζε Θαλώ.

Εκείνα τα χρόνια, την πρώτη νύχτα του χρόνου, συνηθιζόταν στην πόλη να βγαίνουν όλα τα παιδιά στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών και να τραγουδάνε στο σκοτάδι τραγούδια, χαρούμενα για το χρόνο που έρχεται και λυπητερά για τη χρονιά που χάνεται πίσω. Παλιότερα, έβγαιναν και οι μεγάλοι, αλλά όσο περνούσε ο καιρός σταμάτησαν να βγαίνουν στα μπαλκόνια, μαζί με τους γιους και τις κόρες τους. Τώρα μονάχα κανέναν άστεγο άκουγες να τραγουδάει ανάμεσα στις φωνές των παιδιών. Ή καμιά φορά να βρίζει.

Έτσι, όπως και κάθε χρόνο, η Εστράλια και η Θαλώ, βγήκαν στο μικρό μπαλκόνι τους και, στριμωγμένες ανάμεσα στα σκουριασμένα κάγκελα, τραγούδησαν μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Καθώς περνούσε η ώρα το τραγούδι των παιδιών γινόταν όλο και πιο αδύναμο, μέχρι που έσβησε σιγά σιγά, καθώς ένα ένα τα παιδιά γυρνούσαν πίσω στους γονείς τους. Όταν πια δεν ακουγόταν τίποτα, εκείνες μπήκαν πάλι μέσα στο διαμέρισμα τους και έφαγαν μαζί με τον πατέρα τους σούπα από σιτάρι και κρέας. Αφού τελείωσαν με το φαγητό, εκείνος τις φίλησε – πρώτα την Εστράλια και ύστερα τη Θαλώ – και δίχως να πει άλλη κουβέντα, έπεσε για ύπνο.

Οι δυο αδερφές έκατσαν στο μικρό καναπέ και άνοιξαν την τηλεόραση. Κάθε χρόνο, εκείνη τη νύχτα, έπαιζε πάντα την ίδια ταινία. Κάθε χρόνο την έβλεπαν χωρίς ήχο για να μην ξυπνήσουν τον πατέρα τους που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο.

«Ξέρω τι έκανες στη μαμά», είπε η Θαλώ στην Εστράλια, χωρίς γυρίσει να την κοιτάξει.

Εκείνη δεν απάντησε. Το κρεβάτι του πατέρα τους σιγοέτριξε.

«Ξέρω τι έκανες στη μαμά», ξαναείπε η Θαλώ στην Εστράλια, όμως αυτή τη φορά εκείνη δεν ήταν πια δίπλα της. Είχε πάει μέχρι τη μεγάλη τζαμόπορτα.

«Κοίτα τι βρήκα στο μπαλκόνι!», στα χέρια της κρατούσε μια πολύχρωμη σακούλα παιχνιδιών.

Η Θαλώ πλησίασε δισταχτικά κοντά της.

«Τι να έχει μέσα;», ρώτησε και την άνοιξε.

Βρήκε μια λάμα, το κομμένο χέρι μιας κούκλας πλαστικής και ένα σπασμένο κραγιόν. Η Θαλώ κοίταξε τη λάμα, κοίταξε τα ακίνητα μάτια της αδελφής της και την έπιασε από το χέρι.

«Μη φοβάσαι, δε θα πω τίποτα στον μπαμπά. Θα είναι το μυστικό μας».

Τη νύχτα εκείνη, οι δυο αδερφές κοιμήθηκαν σφιχταγκαλιασμένες. Το πρωί, το κρεβάτι τους ήταν άδειο. Το ξυπνητήρι χτύπησε ξανά και ξανά όμως δεν υπήρχε κανείς για να το κλείσει. Ο πατέρας τους βρέθηκε σφαγμένος στο κρεβάτι του και εκείνες είχαν εξαφανιστεί. Το μόνο στοιχείο που κατάφεραν να ανακαλύψουν οι αρχές, ήταν μια πολύχρωμη σακούλα παιχνιδιών. Μέσα της, βρήκαν μια χτένα χρησιμοποιημένη και ένα ζευγάρι σιδεράκια. Επίσης χρησιμοποιημένα.

Οι εφημερίδες έγραψαν για άγρια δολοφονία και απαγωγή, όμως η γριά που διηγήθηκε την ιστορία χθες το βράδυ, μου ορκίστηκε πως η λάμα που κρατούσε στο χέρι της, είχε πάνω της ακόμα το ξεραμένο αίμα του πατέρα της. Μου είπε ακόμη, πως το βλέμμα του δεν την καθόλου έκπληκτο όταν τον δολοφονούσε, και πως ακόμη πιο αδιάφορο ήταν το βλέμμα της μητέρας της μερικά χρόνια πιο πριν.

Όταν τη ρώτησα, αν μου τα λέει όλα αυτά γιατί επιζητά την εξιλέωση, χαμογέλασε.

Έβαλε το μαχαίρι στη φούχτα μου και με άφησε μόνο μου, έξω από την αίθουσα τοκετών, να περιμένω τη χαρμόσυνη είδηση της γέννησης της κόρης μου.