η αεροσυνοδός

Σπάω το κεφάλι μου μια βδομάδα τώρα να σου γράψω τρεις αράδες για την αεροσυνοδό. Μην περιμένεις ούτε μία. Δεν είναι λίγα αυτά που ξέρω για τη ζωή της, όχι, μπορώ με άνεση να σου διηγηθώ τρεις ιστορίες που θα σου κάνουν εντύπωση, ή να σου αποκαλύψω ένα ψέμα που το ξέρουν μόνο τρεις άνθρωποι σε αυτή την ήπειρο. Όμως, δεν έχω την παραμικρή ιδέα, για το τι σήμαινουν αυτές οι τρεις ιστορίες για εκείνη, πόσο μάλλον γιατί είπε το ψέμα. Τι μπορώ να σου γράψω εγώ λοιπόν;

Τη μέρα που γνωριστήκαμε φορούσε ένα κίτρινο φουλάρι. Μόνο αυτό θυμάμαι, γιατί απεχθάνομαι το κίτρινο σε όλες του τις αποχρώσεις. Τη δεύτερη φορά δε θυμάμαι τίποτα, ούτε την τρίτη. Από κει και πέρα είναι όλα κάπως συγκεχυμένα. Αναμνήσεις, συζητήσεις, σεξ, περισσότερες αναμνήσεις, μια καλή φιλία [μπορεί να υπάρξει φιλία μεταξύ αντρός και γυναικός; - κλισέ], περισσότερες συζήτησεις, εκείνη πάντα ανάμεσα στα σύννεφα εγώ καρφωμένος και με τα δύο μου πόδια κάτω στη γη.

Απορώ με όλους τους άντρες συγγραφείς που γράφουν βιβλία ολόκληρα με ηρωίδες τόσο αναλυτικά και με βεβαιότητα πλασμένες, που σχεδόν σε πείθουν για την πραγματικότητα αυτών των χαρακτήρων και απορώ. Πως είναι δυνατόν να πείθουν τις αναγνώστριες τους; Οι πιο προικισμένοι – ίσως επειδή αντιλαμβάνονται την αδυναμία τους – αναφέρονται μόνο στις πράξεις τους, ποτέ στις σκέψεις, πόσο μάλλον στα συναισθήματα τους. Τι μπορώ να σου γράψω εγώ λοιπόν;

Η κούπα του καφέ είναι ακουμπισμένη μπροστά της. Την βλέπω που περιεργάζεται μια μεγάλη ολοστρόγγυλη σταγόνα που έχει στάξει στο τζαμένιο τραπεζάκι. Τα μάτια της δείχνουν κουρασμένα, ίσως μόνο εξαιτίας της σκέψης πως σε λίγο θα φύγει για δουλειά. Ίσως στη σκέψη πως τα χρόνια περασαν πιο γρήγορα από ότι τα λογάριασε. Γέρνει λίγα εκατοστά το κεφάλι προς τα μπρος, πάντα το ίδιο αφηρημένη, σχεδόν ευάλωτη, πριν φορέσει τη στολή της, πριν την απογείωση.

Κάποτε ακόμη και τα άστρα προσγειώνονται. Τότε, εκείνες τις δίχως ελπίδα ημέρες, να μην κοιτάς τη γη. Να μην κοιτάς ούτε τον ουρανό. Να κοιτάς ευθεία μέσα στο σκοτάδι.

Μην ποδοπατάς τα άστρα που έπεσαν και άφηνε τα υπόλοιπα να χαιδεύουν τα λαμπερά μαλλιά σου.

Τι άλλο μπορώ να σου γράψω εγώ λοιπόν;

απο κάλυψη καλά πας

Εκείνος δε θα το λεγε σε κανένα, αλλά το Σάββατο το βράδυ θα πάρει τα cd του και τα γραφτά του και θα τα πάει εδώ. Εγώ πάλι πάντα ήθελα να ξεβρακώσω τον σούπερμαν. Τι μπορεί να μου κάνει εξάλλου;

En el avion

Οι δυο ισπανοί στα διπλανά καθισμάτα δεν είχαν βάλει γλώσσα μέσα τους από τη στιγμή της απογείωσης. Εκείνος, που κοιμόταν τρίωρα τις τελευταίες πέντε μέρες, τους κοίταξε με μια δόση σαφούς εχθρότητας. Δεν έδειξαν να του δίνουν και πολύ σημασία.

Γύρισε πάλι στο παράθυρο. Τίποτα, μόνο σύννεφα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου και για μια στιγμή η φευγαλέα αντανάκλαση της αεροσυνοδού στο τζάμι. Την κοίταξε, τον κοίταξε κι αυτή συνηθισμένη στα απαιτητικά βλέμματα των επιβατών, ή ακόμη πιο συνηθισμένη στα ερωτικά βλέμματα των αντρών επιβατών. Ήταν όμορφη.

Αν ο πρώτος νόμος της νύχτας λέει «ποτέ μην την πέσεις στη σερβιτόρα», ο αντίστοιχος πρώτος νόμος της πτήσης θα πρέπει να λέει «ποτέ μην την πέσει στο όμορφο κοριτσάκι με τη μπλε στολή». Εκτός κι αν είσαι ο πιλότος. Ή ο μπάρμαν. Εκείνος πάντως δεν ήταν τίποτα από τα δύο κι έτσι απόμεινε να την κοιτάζει σα βλαμένος με το στόμα ελαφρώς ανοιχτό και το μυαλό του αλεσμένο από την αυπνία και τους φλύαρους ισπανούς.

Θυμήθηκε το μάθημα ισπανικών που τον περίμενε μόλις θα γυρνούσε πίσω και έβρισε. Το είχε υποσχεθεί πως θα ξεκινήσουν ισπανικά στο καλύτερο του φίλο και όπως πάντα θα κρατούσε το λόγο του. Πάντα κρατούσε το λόγο του. Η μικρή λεπτομέρεια βέβαια, ήταν πως του το είχε υποσχεθεί μεθυσμένος. Όμως ακόμη κι έτσι θα πήγαινε στα μαθήματα.

Η αεροσυνοδός τον κοίταξε με ένα τρόπο που δεν ήταν εντός των διακριτών ορίων του επαγγελματισμού, αλλά αυτός ήταν τόσο αφοσοιωμένος στο εσωτερικό του βρίσιμο εναντίον ισπανών και ισπανικών, που δεν την παρατήρησε. Είχε βαρεθεί να μαθαίνει ξένες γλώσσες. Κάποτε του άρεσε, ναι, αλλά τώρα πια έβρισκε τη διαδικασία της εκμάθησης τόσο επαναλαμβανόμενη που προτιμούσε να βλέπει σειρές - σε επανάληψη.

Ήρθε το φαγητό και οι ισπανοί ηρέμησαν κάπως. Η αεροσυνοδός προσπάθησε για άλλη μια φορά να αποσπάσει κάτι από την προσοχή του, αλλά εκείνος τώρα είχε κλείσει τα μάτια και προσπαθούσε να θυμηθεί πως ονομάζεται η αεροσυνοδός στις πέντε γλώσσες που είχε μάθει μέχρι σήμερα. Τα ισπανικά θα ήταν η έκτη. Stewardess, hôtesse de l'air, hostess, стюардесса, flyvertinne.

Άνοιξε τα μάτια αυτάρεσκα. Οι ισπανοί ξανάρχισαν τον αδυσώπητο βομβαρδισμό τους, ο πιλότος πληροφόρησε τους επιβάτες πως σύντομα θα ξεκινούσαν την κάθοδο και η αεροσυνοδός δε φαινόταν πουθενά εκεί γύρω. Εκείνος τεντώθηκε με την παρήγορη σκέψη πως σύντομα θα έφτανε τις έξι ξένες γλώσσες. Η προσγείωση ήταν ομαλή.

Αργότερα, όταν την είδε τυχαία να βγαίνει από το αεροδρόμιο και να ψάχνει ταξί αποφάσισε να της μιλήσει. Stewardess, hôtesse de l'air, hostess, стюардесса, flyvertinne. Οι λέξεις γύριζαν στο κεφάλι του σαν φωτισμένα αεροπλανάκια του λούνα πάρκ. Ναι, σύντομα θα ήξερε την λέξη αυτή σε άλλη μία ξένη γλώσσα.

Όταν όμως την πλησίασε και άνοιξε το στόμα του για να της μιλήσει, συνειδητοποιήσε πως δεν μπορούσε να θυμηθεί τη μητρική του.

αεροδρόμιο









Τα αεροδρόμια του άρεσαν. Πήγαινε τουλάχιστον δυο ώρες πριν την πτήση του και χάζευε τον κόσμο. Ειδικά τις γυναίκες. Τις έβλεπε να περπατούν με όλη τη χάρη του κόσμου ανάμεσα στις αποσκευές και τα καταστήματα, να ψάχνουν αγχωμένες το εισιτήριο ή την ταυτότητα τους και να σέρνουν τις βαλίτσες τους με τα πολύχρωμα ροδάκια. Πάντα ανήσυχες.

Του άρεσε αυτή η ανησυχία, πότε πιο αραιή και πότε πιο πηχτή, πάντα όμως παρούσα εκεί ανάμεσα τόσο στις γυναίκες όσο και στους άντρες. Τους έκανε όλους λιγότερο φλύαρους και πιο αφηρημένους. Ίσως για αυτό να του άρεσαν τα αεροδρόμια, γιατί πάντα θεωρούσε τους ανθρώπους φλύαρους, πιο φλύαρους από ότι θα έπρεπε να ορίζει ο σχεδιασμός του είδους από μια υποτιθέμενη ανώτερη δύναμη.

Έτσι και σήμερα, ικανοποιημένος με αυτό το σύντομο μεταφυσικό του συμπέρασμα, κάθισε να πιει τον καθιερωμένο καφέ πριν από την πτήση του και να παρατηρήσει τους ανθρώπους. Τους λιγομίλητους, ανήσυχους ανθρώπους. Τα πρόσωπα τους περνούσαν από μπροστά του κι εκείνος μέσα τους έβλεπε τις αμέτρητες παραλλαγές της ίδιας ιστορίας που ξεκινούσε με μια τυχαία γέννηση και τελείωνε με έναν το ίδιο τυχαίο θάνατο.

Ένα κοριτσάκι τον έδειξε μέσα από το καρότσι του και του χαμογέλασε. Η μητέρα της ούτε που τον πρόσεξε.

«Αυτό μάλιστα, μπορεί να σου φτιάξει τη μέρα ακόμη και αν σου γάμησαν την κωλοτρυπίδα πριν καλά καλά ξημερώσει», είπε ο γέρος δίπλα του που είχε προσέξει κι αυτός το γέλιο του παιδιού. Έδειχνε καλοδιάθετος και καλοσυνάτος.

«Από ότι θυμάμαι δε μου ‘χει τύχει ποτέ να ξυπνήσω πριν ξημερώσει», του απάντησε και τον κοίταξε πιο προσεχτικά. Ήταν πάνω από εξήντα, ίσως και εξηνταπέντε, με μια στρογγυλή κοιλίτσα, μια στρογγυλή καράφλα ανάμεσα σε μικρούς περιποιημένους άσπρους θάμνους και δυο στρογγυλά μάγουλα, λίγο πιο κόκκινα από ότι συνηθίζεται. Η ίδια κοκκινίλα λέρωνε και το ασπράδι των ματιών του.

«Δε φαντάζομαι να κοιμάσαι βαριά;», συνέχισε στον ίδιο τόνο που θύμιζε μια χαρωπή, γελαστή καμπανούλα.

«Δε φαντάζομαι να είσαι μαστουρωμένος;», τον ρώτησε κι εκείνος ρητορικά. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως ο γλυκύτατος αθυρόστομος γεράκος ήταν υπό την επίρροια κάποιας ψυχοτρόπης ουσίας.

«Ισμαάν», είπε ο γέρος και του άπλωσε το χέρι.

«Χάρηκα», άπλωσε κι εκείνος το δικό του και το έσφιξε. Ήταν ζεστό και απαλό.

«Ξέρεις γιατί μου αρέσουν τα αεροδρόμια, φίλε μου;», τον ρώτησε μετά από μερικά λεπτά και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Γιατί βρίσκουν τον τρόπο τους να σου υπενθυμίζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την ομορφιά της ζώης.» Του έκανε νεύμα να κοιτάξει στην άλλη πλευρά του διαδρόμου. Μια δροσερή κοπέλα έσπρωχνε ένα άλλο καροτσάκι.

Από μέσα του μια ογδοντάχρονη τους κοίταξε και τους χαμογέλασε ευγενικά.

Επέστρεψαν και οι δύο στις σιωπές τους. Ύστερα από μισή ώρα ακούστηκε από τα μεγάφωνα η αναγγελία της πτήσης του. Γύρισε να χαιρετήσει τον Ισμαάν, αλλά τον είχε πάρει ο ύπνος. Κι από ότι φαινόταν εκείνος κοιμόταν βαριά.

πίτσα, ρακή και bossa nova














Το μπαρ δεν ήταν ακριβώς μπαρ, όμως στην πιο φωτεινή γωνιά του μια μικρή ορχήστρα τριών μουσικών έπαιζε απαλή τζαζ και bossa nova. Κιθάρα, μπάσο και σαξόφωνο. Πλησίασε στην μπάρα με την αβεβαιότητα εκείνου που βρισκόταν σε ένα μέρος για πρώτη φορά. Κατα βάθος του άρεσε αυτό το συναίσθημα, ήταν το ίδιο με αυτό που ένιωθες την πρώτη μέρα σε καινούργια δουλειά. Κοίταξε τριγύρω του τους νέους του συναδέλφους.

Στο τραπέζι ακριβώς δίπλα ένα ζευγάρι έτρωγε πίτσα. Δεν ήταν καμιά σπουδαία γαστρονομική δημιουργία, μάλλον το αντίθετο θα συμπέραινε κανείς αν είχε περισσότερο φως, αλλά το ζευγάρι έδειχνε ικανοποιημένο με το αποτέλεσμα. Δεξιά του ένας γέρος γύρω στα εξηνταπέντε έπινε ρακή. Αν έκρινες από τη θολούρα στο βλέμμα του πρέπει να είχε κατεβάσει αρκετά ποτηράκια, όμως και για αυτή την παρατήρηση το φως δεν επαρκούσε. Ήταν όλο μαζεμένο στη γωνιά που έπαιζε η μπάντα.

Εκείνος παρήγγηλε κονιάκ. Θυμήθηκε το μπουκάλι που είχε φυλαγμένο μες στην ντουλάπα του. Τώρα πια κόντευε να τελειώσει, είχαν δεν είχαν απομείνει δυο δάχτυλα κονιάκ και αυτά δεν θα έμεναν για πολυ καιρό ακόμα. Το είχε κρατήσει κάποτε σαν ενθύμιο μιας όμορφης εποχής, που έτρωγε κι εκείνος πίτσα χωρίς να τον πολυνοιάζει η ποιότητα της. Καθώς τα χρόνια περνούσαν το μπουκάλι, από σουβενίρ είχε μεταμορφωθεί σε μια κλεψύδρα που έδειχνε το χρόνο της απελευθέρωσής του από αυτή την όμορφη εποχή. Έπινε μια φορά το χρόνο και αυτό όχι πάντα.

«Όταν ήμουν μικρός και διάβαζα ένα βιβλίο που μου αρέσει, πάντα στο τέλος διάβαζα όλο και πιο λίγο, όλο και πιο λίγο, ξέρεις, για να μην τελειώσει.»

Κοίταξε το γέρο που του μίλησε από δίπλα του και αυτή τη φορά τον αναγνώρισε. Τον είχε γνωρίσει σήμερα στο αεροδρόμιο. Τον έλεγαν Ισμαάν και ταξίδευαν μαζί για αυτή την προγονική του πόλη. Το πρωί του είχε πει μια ιστορία και απόψε του είπε άλλη μία.

«Όμως πάντα τελειώνει, εκτός κι αν δε θες να μάθεις το τέλος. Για αυτό σταμάτησα να το κάνω με τα βιβλία. Όμως η συνήθεια σου μένει, ξέρεις, κι έτσι το κάνω πια με το ποτό μου. Αυτό μπορείς να το αφήσεις πριν τελειώσει καμιά φορά. Εξαρτάται τι θες από το βράδυ σου», είπε και του έσπρωξε το μισογεμάτο καραφάκι με τη ρακή του. Ύστερα τον καληνύχτισε, πλήρωσε και έφυγε.

Το ζευγάρι με την πίτσα τσακωνόταν. Άραγε το χούι του Ισμαάν να ίσχυε και για τις πίτσες; Τα μάτια της γυναίκας ήταν υγρά, ακίνητα στο λαιμο του άντρα. Εκείνος τώρα κοιτούσε προς το μέρος της μουσικής, χωρίς όμως να βλέπει κάτι. Ούτε να ακούει. Εκείνη σηκώθηκε και έφυγε. Εκείνος δεν τη σταμάτησε. Μετά από λίγο έφυγε και αυτός.

Πίσω στην μπάρα ένας άλλος άντρας είχε παρακολουθήσει με προσοχή τον καυγά τους. Συλλογιόταν ακόμα τα λόγια του Ισμαάν και το μπουκάλι που είχε φυλαγμένο στην ντουλάπα του. Έριξε μια τελευταία ματιά στην παρατημένη πίτσα κι ύστερα ρούφηξε μια γουλιά από τη ρακή του γέρου. Η μπάντα στη γωνία συνέχισε να παίζει bossa nova.

μεσημέρι ανάμεσα στους τοίχους










Η βροχή ξαναγύρισε, έτσι ξαφνικά όπως είχε φύγει. Τον βρήκε δίπλα σε ένα περίπτερο, μεσημέρι, να διαβάζει τους τίτλους από τις εφημερίδες, αλλά εκείνος δεν την άφησε να τον διακόψει. Διάβασε και τον τελευταίo και ύστερα περπάτησε μέχρι τον ηλεκτρικό, νιώθωντας τα μαλλιά του να μουσκεύουν και τα ρούχα του να γίνονται όλο και πιο βαριά.

Η πόλη γέμισε ομπρέλες, αδιάβροχα και βιασύνη, λες και πριν δε βιαζόταν αρκετά. Στο βαγόνι του η γυναίκα δίπλα του τον κοίταξε από κάτω προς τα πάνω. Ήταν καμια δεκαριά χρόνια μεγαλύτερη του και το ίδιο μούσκεμα με αυτόν. Χαμογελάσαν ο ένας στον άλλο με τη συνενοχή δύο εφήβων που έκαναν κοπάνα στο διαγώνισμα των μαθηματικών.

«Κι εσύ απροετοίμαστος ε;»

«Άλλα περίμενα και άλλα μου ήρθανε.»

«Και είναι κακό αυτό;»

«Εξαρτάται πόσο σου αρέσει η βροχή.»

«Μμμ.. η βροχή μου αρέσει. Δε μ’αρέσει να είμαι βρεγμένη.»

«Έχεις υπόψη σου καμιά τρύπα να στεγνώσουμε μέχρι να περάσει η μπόρα;»

Κατέβηκαν στην προτελευταία στάση. Οι δρόμοι ήταν άδειοι και οι πολυκατοικίες σκοτεινές πάνω από τα κεφάλια τους. Μπήκαν σε μια που δεν είχε τίποτα το διαφορετικό από όλες τις υπόλοιπες. Το ασανερ ήταν χαλασμένο και τα φώτα της σκάλας δε λειτουργούσαν. Ανέβηκαν με τα πόδια μέχρι τον τελευταίο όροφο, εκείνη μπροστά και αυτός την ακολουθούσε. Πίσω τους ένα μικρό ποτάμι από σταγόνες.

Το σπίτι της ήταν ακατάστατο και τα μάλλια της μπλεγμένα. Της σήκωσε τη μπλούζα αργά κι εκείνη σήκωσε τα χέρια της πειθήνια. Τα στήθη της μακρόστενα, οι θηλές είχαν αρχίσει να σκύβουν. Τον δάγκωσε στο λαιμό, τη δάγκωσε στα χείλια. Οι λαιμοί τους βρεγμένοι, η βροχή χτυπούσε την ταράτσα. Και οι τοίχοι του δωματίου ήρθαν πιο κοντά τους κι ας τους πίεζαν με τις υγρές παλάμες τους.

Όταν κάνεις έρωτα με μια μεγαλύτερη γυναίκα είναι σαν να επιστρέφεις στην αγκαλιά της μάνας σου. Κι ύστερα όταν μείνεις μόνος στο κρεβάτι, όπως ήταν εκείνος τώρα, νιώθεις όλη τη μοναξιά του νεογέννητου μετά την απροσδιόριστη απόδραση από την ανυπαρξία. Άγγιξε τον τοίχο και φαντάστηκε πως βρίσκεται πίσω στη θαλπωρή της μήτρας. Η ζεστασιά της έκανε την ψυχή του να ηρεμήσει.

Όταν εκείνη βγήκε από το μπάνιο η βροχή είχε πια σταματήσει, ένας φωτεινός ήλιος κρυφοκοίταζε ανάμεσα από τα σύννεφα κι εκείνος είχε φύγει.

βραδινό κουστούμι










Ο καναπές είχε χρώμα πράσινο σκούρο, αλλά το λιγοστό φως τον έκανε να μοιάζει με καφέ ή κάτι τέτοιο. Στο δωμάτιο δεν ήταν κανείς άλλος εκτός από εκείνον. Εκείνον και το κουστούμι. Το επεξεργάστηκε για κάμποση ώρα κι ύστερα κάθισε δίπλα του. Δε βιαζόταν εξάλλου.

Ήταν ένα κουστούμι μαύρο παλαιομοδίτικο. Όχι ότι ήξερε ποια ήταν η μόδα στα κουστούμια, αλλά το κουστούμι αυτό είχε κάτι που του θύμιζε τον γάμο των γονιών του. Ίσως να φταίει ο καναπές, σκέφτηκε. Αυτός ήταν σίγουρα παμπάλαιος και το κουστούμι στρωμένο πάνω του έμοιαζε με κάποιον παλιό του πρόγονο που είχε χαθει στα ξαφνικά από μέσα του.

Ακούμπησε την πλάτη του πίσω κι ένιωσε ένα ένα τα ελατήρια να του πιέζουν την σπονδυλική του στήλη. Από τη μισάνοιχτη πόρτα του μπάνιου άκουσε τη βρύση που έσταζε. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο και αυτό τον έκανε να χτυπήσει ρυθμικά δυο φορές τα δόντια του για να μη νιώθει μόνος. Κοίταξε πάλι το κουστούμι.

Τον τελευταίο χρόνο είχε πάει με δεκατρείς γυναίκες. Τα προηγούμενα δεκατρία μόνο με μία. Δεν είχε παράπονο, όλες συμφωνούσαν πως το κουστούμι του πήγαινε μια χαρά και μάλιστα οι περισσότερες τον έγδυναν με ιδιαίτερη φροντίδα. Χαμογέλασε, μάλλον αυτάρεσκα, κι ετοιμάστηκε να το φορέσει για άλλη μια βραδιά. Τότε παρατήρησε ένα μικρό λεκέ στο δεξί μανίκι. Έμεινε ακίνητος, η βρύση του μπάνιου συνέχισε να στάζει.

Κανείς δεν ξέρει για πόση ώρα στάθηκε σε εκείνο το σημείο να κοιτάζει αμίλητος το κουστούμι. Ο χρόνος πολλές φορές ξεδιπλώνεται χωρίς να το καταλάβεις κι ακόμη ευκολότερα στα σπίτια χωρίς καθρέφτες. Μάζεψε το κουστούμι και μπήκε στο μπάνιο χωρίς να ανάψει το φως. Εκεί το άπλωσε μέσα στη μπανιέρα, φροντίζοντας να ακουμπήσει το λεκέ ακριβώς στο σημείο που έπεφτε η σταγόνα.

Ύστερα ξάπλωσε στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια. Ένιωσε για άλλη μια φορά ένα ένα τα ελατήρια να του πιέζουν την σπονδυλική του στήλη. Τώρα πια δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα.

πρωινός καφές και δυο πεθαμένα σπουργίτια










Το κακό με το παρατεταμένο μεθύσι είναι πως δε θυμάσαι ποτέ τη στιγμή που συνέρχεσαι. Δεν υπάρχει μια φωτεινή επιστροφή στην πραγματικότητα, ούτε ένα σημείο αναφοράς που μπορείς να διακρίνεις την ανάδυση σου από τα σκοτάδια του οινοπνεύματος πίσω στην καθημερινότητα. Η μετάβαση είναι ένα θολό μονοπάτι γεμάτο αλκοολικές αναθυμιάσεις και παραπλανητικούς ήχους. Ένα κομπρεσέρ ανοίγει τρύπες έξω στο δρόμο, που όμως μπορεί να είναι και ένα τρυπάνι που ταλαιπωρεί τους ή τοίχους της πολυκατοικίας σου, η γειτόνισσα που μαζεύει τα ρούχα ή ίσως τα παιδιά της, ένα ραδιόφωνο κάπου εκεί έξω ή τηλεόραση που έχεις ξεχάσει ανοιχτή ποιος ξέρει πόσο καιρό τώρα στο σαλόνι σου. Ξαφνικά χωρις να το καταλάβεις βρίσκεσαι με τον πρώτο καφέ στο χέρι και τον καθρέφτη απέναντι σου.

Εκείνος βέβαια δεν είχε πια καθρέφτες στο σπίτι του. Τους είχε σπάσει έναν έναν για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά, πράγμα που το μετάνιωνε όποτε προσπαθούσε να ξυριστεί. Σήμερα όμως δεν είχε τέτοια προβλήματα. Ακουμπούσε στο κάγκελο του μπαλκονιού του και χάζευε την κίνηση στο δρόμο από κάτω. Ο καφές του ήταν ακόμη ζεστός, όπως και οι φωνές των παιδιών που γυρνούσαν από το σχολείο. Ήταν μια μικρή άνοιξη μες στη μέση του χειμώνα, που το μόνο που υπήρχε για να του υπενθυμίσει αυτό ήταν τα γυμνά δέντρα και τα δυο νεκρά σπουργίτια που είχε βρει όταν βγήκε έξω.

Τις προηγούμενες νύχτες είχε κάνει τόσο κρύο που τα σπουργίτια έπεφταν από τα δέντρα το ένα μετά το άλλο. Εκείνος βέβαια δεν το είχε προσέξει στην κατάσταση του, ή και να το είχε προσέξει δεν το θυμόταν τώρα – αυτό μάλλον είναι το καλό με το παρατεταμένο μεθύσι. Κοίταξε για κάμποσο τα δυο νεκρά σπουργίτια και θυμήθηκε πως όταν ήταν μικρός είχε σκοτώσει ένα με το αεροβόλο του, και μάλιστα πως ήταν πολύ περήφανος για αυτό. Ήταν ο μοναδικός από τους φίλους του που είχε καταφέρει κάτι τέτοιο και για αυτό το λόγο είχε πιστέψει για πολλά χρόνια από τότε πως ήταν διαφορετικός.

Ένα παιδί άρχισε να τρέχει φωνάζοντας στο δρόμο. Οι φίλοι του γέλασαν δυνατά. Εκείνος το είδε από το μπαλκόνι του και σκέφτηκε πως δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος όταν είχε σκοτώσει εκείνο το σπουργίτι. Ύστερα κοίταξε ξανα τα δυο νεκρά πουλιά στο μπαλκόνι του, άπλωσε το χέρι του στην καραμπίνα του, σημάδεψε προσεκτικά και πυροβόλησε το παιδί που έτρεχε πίσω από το κεφάλι. Ο δρόμος βουβάθηκε και τα τελευταία ζωντανά σπουργίτια φτερούγισαν τρομαγμένα.

Τινάχτηκε ζαλισμένος από το κρεβάτι του. Τα πόδια του ήταν ξεσκέπαστα για ώρες και είχαν παγώσει. Σηκώθηκε, περπάτησε με κόπο στην κουζίνα, έφτιαξε καφέ. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ο καθρέφτης του μπάνιου του σπασμένος. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε το δρόμο μουδιασμένος. Το κακό με το παρατεταμένο μεθύσι είναι πως δε θυμάσαι ποτέ τη στιγμή που συνέρχεσαι.

δυο μήνες μεθυσμένος










«Καλέ μου κύριε είστε εντελώς μεθυσμένος».

Η γυναίκα φορούσε μαύρα και εκείνος δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα περισσότερο απο αυτό. Σήκωσε το αριστερό του χέρι, από πείσμα ίσως, για να την πείσει πως είναι ικανός για κάτι περισσότερο από αυτό που έδειχνε, ή απλά γιατί ήταν το μοναδικό πράγμα που του φάνηκε λογικό εκείνη τη στιγμή. Η μπάρα πίεζε το κεφάλι του και έκανε τον πονοκέφαλο του να υψώνεται σαν γιγάντιος βράχος στο κέντρο ακριβώς του εγκεφάλου του. Μουρμούρισε κάτι, αλλά δεν βρέθηκε κανείς να το ακούσει.

«Καλέ μου κύριε ξημέρωσε. Πρέπει να φύγετε».

Ένιωσε ένα τράβηγμα στο πουκάμισο του, διστακτικό στην αρχή, πιο επίμονο στη συνέχεια. Προσπάθησε να σηκωθεί, έφτυσε στο πάτωμα, παραπάτησε μέχρι το φως. Η κάσα της πόρτας ήταν γεμάτη σκλήθρες, τις ένιωσε μία μία στα δάχτυλα του. Δεν προχώρησε άλλο, παρά έμεινε εκεί, αγκαλιά με την κάσα, να πληγώνει τα δάχτυλά του. Μουρμούρισε κάτι ακόμη.

Το φως ήρθε να κοπανήσει με το πελώριο σφυρί του το βράχο που κουβαλούσε μέσα στο κεφάλι του και να του θυμίσει πως για τους υπόλοιπους ήταν ακόμη ζωντανός. Στη γωνία του δρόμου ένας γέρος κατουρούσε στα κλεφτά. Δυο πόρνες τον χάζευαν νυσταγμένες. Ένα παλιό ταξί τσαλαβούτησε στα νερά και έφερε στα αυτιά του το πρώτο αχό της μέρας.

Έφτασε με κόπο μέχρι το παγκάκι στη στάση των λεωφορείων. Ευτυχώς ήταν άδειο και έτσι δε δυσκολεύτηκε να απλώσει τις ποδάρες του. Βρήκε και μια εφημεριδά στο πεζοδρόμιο για να κρυφτεί από τον ήλιο που σε λίγο θα ορμούσε καταπάνω του. Τελικά όρμησε ένα τσούρμο περιστέρια στα ψίχουλα που ήταν σπαρμένα ολόγυρα του και εκείνος, κάπου ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο του, τα πέρασε για κοράκια που γύρευαν να κατασπαράξουν τα σωθικά του. Τινάχτηκε για μια στιγμή και ύστερα έσκυψε μπροστά και ξέρασε. Τα περιστέρια γουργούρησαν ευτυχισμένα.

Μια από τις πόρνες τον πλησίασε, αλλά εκείνος δεν της έδωσε σημασία. Πέρασε το χέρι της στα μαλλιά του και τον χαΐδεψε τρυφερά, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Άρχισε να μουρμουρίζει πάλι. Εκείνη κατάλαβε το τραγούδι που προσπαθούσε να τραγουδήσει. Πλησίασε αργά μέχρι το αυτί του, ένιωσε το χνώτο της να ανακατεύεται με το ξεφτισμένο άρωμα της και τον ιδρώτα του. Του ψιθύρισε.

«Ίσως κάποτε να ζήσαμε ερωτευμένοι σχιζοφρενείς. Αλίμονο σε όσους υπήρξαν μοναχά ερωτευμένοι. Αλίμονο και σε μας που απομείναμε σχιζοφρενείς.»