Στη γύρα

Πάντα ζήλευες αυτούς που είχαν μια κλίση στη ζωή. Μπροστά τους ένοιωθες σαν τραμπάλα που τραμπαλιζόταν συνεχώς. Δοκιμάζοντας τις διάφορες γωνίες προσεκτικά, έχανες την μια μετά την άλλη χωρίς να ισορροπείς. Τους σκεφτόσουν σαν ακροβάτες που έτρεχαν πάνω στο σκοινί που εσύ δε μπορούσες καν να σταθείς όρθιος.

Και να τώρα στο ταβερνείο του παπαγάλου παρατηρούσες τον μεθυσμένο εαυτό σου να κερνάει τις σκέψεις του σε ένα γερο-μπεκρή. Φιλοσοφο. Επιστήμονα. Γερο-μπεκρη.
- Αυτοι που τους οποιους ζηλεύεις περπατάνε τη ζωή σε μια ευθεία. Εσύ χρησιμοποιείς τεθλασμένες γραμμές και καμπύλες, δημιουργώντας γωνίες εντος εκτος κι επι τα αυτα, εν παραλλήλω και...
Τον αγριοκίταξες.
...εεεε, κάνεις ζιγκ ζαγκ.
- Ε...και;
- Και τι σου φαίνεται εσένα πιο ενδιαφέρον; Μια εξίσωση με έναν άγνωστο ή ένα δυναμικό σύστημα με άπειρες λύσεις ή ανυπαρξία ενός αναλυτικού τύπου επίλυσης του;
Τον αγριοκοίταξες και γύρισες στον μπαρμαν
- Αλλο ένα μπουκάλι ουισκι.

Ήθελες να του απαντήσεις ότι κατάλαβες το συλλογισμό του, ότι συχνά ένοιωθες το ίδιο αλλά όποιος υποστήριζε οτι δεν είχε ζηλέψει ούτε μια φορά αυτούς που είχαν βρει (ή νόμισαν οτι ειχαν βρει) τον προορισμό τους και τον ακολουθούσαν σαν υπνοβάτες στη μέση ενός πεδίου μάχης (όσο γελοίο κι αν έμοιαζε εν πρώτοις) ήταν ο μεγαλύτερος υποκριτής του σύμπαντος. (οποιουδήποτε: παράλληλου, καθετου, γεωμετρικού, αλγεβρικου υπαρκτού και φανταστικού). Τελικά στο στόμα σου εφτασε το σοφό απόσταγμα των ζυμώσεων των αμπελοσκεψεων σου:

- Εμενα μου μοιάζει να κάνω κύκλους
- Χα! Οι κυκλοι όμως έχουν διάμετρο, ακτίνα, περιφέρεια και εμβα...
Το μπουκάλι ουίσκι ήρθε στην ώρα του στο ραντεβού με το κεφάλι του.
Αγγλικό πρεπει να ταν.
- Εξυπνάκια..

λελέ

Το τελευταίο γράμμα από τον πόλεμο δεν το διάβασε.

Ίσως γιατί δεν ήθελε να ξέρει την έκβασή του.

Σημασία έχει ότι ο πόλεμος τελείωσε.

Έπιασε έναν παλιό, σχεδόν τελειωμένο, αναπτήρα και άναψε την άκρη του.

Και όταν λαμπάδιασε ολόκληρο, δεν τράβηξε το χέρι του.

Μα κάηκε μαζί του.

Την επόμενη μέρα ξύπνησε μεθυσμένος και καλοδιάθετος.

Ήταν ελεύθερος.

Γράμματα από τον πόλεμο - Στην ουρά

Ήταν μια πολύχρωμη, φιδογυριστή ουρά και εκείνος ήταν στην άκρη της.

Ήταν περήφανος που τα είχε καταφέρει.

Γιατί ήταν μια μεγάλη ουρά.

Μια πραγματικά μεγάλη ουρά.

Μια σημαντική ουρά.

Κι εκείνος ήταν στην άκρη της και περίμενε υπομονετικά για τη σειρά του.

Αυτή η αναμονή του έμεινε αξέχαστη.

Εφτά χρόνια, τρεις μήνες και είκοσι δύο απαράλλαχτες ημέρες.

Βεβαία δεν ήταν για πολύ καιρό στην άκρη της ουράς.

Σιγά σιγά έγινε μέρος της.

Μα αυτό δεν είχε και τόσο σημασία, αφού συνέχιζε να κοιτάζει την ίδια ακριβώς πλάτη.

Κάποιοι εγκατέλειψαν. Άλλοι κουράστηκαν, άλλοι ήταν ανυπόμονοι.

Εξάλλου, είναι γνωστό πως η ανία της ρουτίνα δεν ταιριάζει στον οποιοδήποτε.

Μα αυτός, πιστός στον σκοπό του, δεν άφησε μήτε την κούραση μήτε την αμφιβολία να τον σταματήσουν.

Και ένα πρωινό, ένα σταχτί πρωινό του Νοέμβρη, όλοι του οι κόποι και οι θυσίες του ανταμείφθηκαν.

Ήρθε η στιγμή να φτάσει στην αρχή της.

Ή ίσως στο τέλος της.

Και τώρα, σχεδόν ξαφνιασμένος, δίχως την πλάτη του άγνωστου μπροστινού του για συντροφιά, έκανε το τελευταίο του βήμα.

Ίδιο ακριβώς με όλα τα υπόλοιπα.

Όμως τώρα που έφτασε στο τέλος της, είχε ξεχάσει γιατί στάθηκε στην αρχή της.

Ή ίσως να είχε συμβεί και το ανάποδο.

Πάντως εκείνος εκ τοτε δεν σταμάτησε να κυνηγάει την ουρά του.

Γράμματα από τον πόλεμο - Δικασμένη προσωπικότητα

Είμαι σοσιαλιστής. Θέλω να περιορίσω τις κοινωνικές ανισότητες. Θέλω ένα μεγάλο κράτος πρόνοιας.

Είμαι συντηρητικός. Πιστεύω στη διατήρηση της παράδοσης, σαν στοιχείο πολιτιστικής ταυτότητας.

Είμαι αντιεξουσιαστής. Θεωρώ δεδομένο πως η εξουσία αλλοτριώνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τις κοινωνικές σχέσεις γενικότερα.

Είμαι φιλελεύθερος. Θέλω να υπάρχει αξιοκρατία και κοινωνικός συναγωνισμός. Μισώ την κρατική γραφειοκρατία και το βόλεμα του δημοσίου.

Νιώθω όλο αυτό το χάος να αντιπαλεύει μέσα μου.

Πολλές φορές ένα κομμάτι του εαυτού μου να δικάζει κάποιο άλλο.

Και τελικά τα βάζω με τον εαυτό μου.

«Ξέρεις κάτι, νομίζω πως την τελευταία φορά που τα έβαλα με τον εαυτό μου βγήκα κερδισμένος».

«Ναι ε; Και ο χαμένος ποιος ήταν δηλαδή;»

Γράμματα από τον πόλεμο - Σαν όνειρο

Κάθε πρωί, όταν ξυπνούσε δίπλα της, την αγκάλιαζε και η ψυχή του τραγουδούσε.
Γιατί κάθε μέρα που ξεκινάει είναι και μια μικρή αντάμωση.
Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί δίπλα της, έκλαιγε σιωπηλά με στεγνά δάκρυα.
Γιατί κάθε ύπνος είναι και ένας μικρός θάνατος.
Ας είναι ευλογημένοι όσοι μπορούν και ξεχωρίζουν τη διαδοχή τους.
Μαζί.

Sergio Javier Goycochea, 1789


Πολλές φορές συνέβαινε το εξής.

Ονειρευόταν πως κι εκείνος μέσα στο όνειρο του να κοιμάται την ονειρεύεται.

Πως την αγκάλιαζε με όλη του την αγάπη και την προστάτευε από τους πρώτους παιδικούς της εφιάλτες.

Τότε ξυπνούσε και ήταν ολομόναχη στο κρεβάτι της.

Το ψυγείο έτριζε για λίγο ή κάποιο μηχανάκι της υπενθύμιζε πόσο άδεια ήταν η πόλη.

Μα ήξερε πως εκείνος μεσα στο όνειρο του την είχε όσο πιο βαθιά κρυμμένη.

Ψιθύριζε τότε μοναχή της στο σκοτάδι λόγια αγάπης και λίγο πριν χαράξει ξαναγλιστρούσε στους ίσκιους των ονείρων του.

Ύστερα ξυπνούσε εκείνος.

Την φιλούσε στην πλάτη και τις έλεγε τρυφερά στο αυτί τα λόγια που εκείνη του είχε μόλις ψιθυρίσει.

Μέχρι που ξημέρωνε.

Κι εκείνοι ξυπνούσαν αγκαλιασμένοι.