πόλεμος και ειρήνη

Τρεις φίλοι συναντιούνται σε μια μπάρα. Έξω φυσάει, ο αέρας καρφώνει σκισμένα εισιτήρια στη βιτρίνα του μπαρ, αυτοί τα κοιτάζουν, πίνουν και καπνίζουν. Κανείς τους δε μιλάει πολύ.

Ο πρώτος μετράει τα λεπτά και ρίχνει που και που ματιές στο κινητό του. Δεν έχει πάρει ακόμη απάντηση για εκείνο το πρώτο ραντεβού και ας έχουν περάσει έξι ώρες. Αναρωτιέται αν ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν κατάφερε να γράψει το σωστό τηλέφωνο ή αν απλά έδειχνε τόσο μεθυσμένος που δεν του έδωσε εκείνη το πραγματικό της.

Ο δεύτερος είναι λίγο πιο σκυφτός από τους υπόλοιπους. Εδώ και δύο χρόνια προσπαθεί να καταλάβει γιατί διαλύθηκε ο γάμος του. Σαν ένα βάζο που έσπασε και εκείνος προσπαθεί ακόμη να βρει όλα τα κομμάτια, όχι για να τα κολλήσει, αλλά για να θυμηθεί το σχέδιο που ήταν ζωγραφισμένο πάνω τους. Κάθε μέρα που περνούσε η εικόνα αυτή γίνεται όλο και πιο ξένη.

Ο τρίτος μιλάει έντονα. Εδώ και χρόνια έχει κηρύξει τον πόλεμό του στις γυναίκες και πλέον έχει αρχίσει να νιώθει νικητής, τις ταλαιπωρεί σίγουρα περισσότερο από ότι τον ταλαιπωρούν εκείνες. Και καθώς οι άλλοι δύο κουνάνε το κεφάλι ρυθμικά, εσύ δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν συμφωνούν μαζί του ή απλά ακολουθούν τη μουσική. Όμως αυτό δε φαίνεται να τον απασχολεί, γιατί ξέρει πως αυτά που τους φέρνουν δίπλα κάτι τέτοια βράδια είναι μέσα στη μουσική.

Κι έτσι περνάνε οι ώρες και εκείνοι γελάνε άσκοπα και κοιτιούνται στα μάτια και θυμούνται ιστορίες που βρέθηκαν χαμένοι. Και το αλκοόλ τους ζαλίζει, το μήνυμα στο κινητό δεν έρχεται ποτέ, ο γάμος παραμένει το ίδιο εκείνο βάζο με τα κομμάτια του χαμένα κι οι μάχες του πολέμου αν και κερδισμένες, άγευστες. Τους φταίνε οι γυναίκες, τις βρίζουν και τις ποθούν ταυτόχρονα, μα πάνω από όλα ξέρουν ότι πορεύονται μαζί ενάντια τους, ότι είναι σίγουροι για όλα αυτά που λένε.

Τρομακτικά σίγουροι.

Αργότερα, τρώνε χαμογελαστοί δίπλα στην καντίνα και το κρύο δεν τους πολυπειράζει πια. Ο πρώτος αστειεύεται, ο δεύτερος σιγοτραγουδάει και ο τρίτος προετοιμάζεται για την επόμενη του μάχη. Κι εκείνη τη στιγμή βλέπει δυο συνομήλικες τους να τρώνε μες στο αυτοκίνητο και να του κάνουν νόημα με μια ένταση αδικαιολόγητη. Της πλησιάζει μηχανικά και πριν προλάβει να αναρωτηθεί, το παράθυρο έχει κατέβει και το άδειο πλαστικό τους πιάτο εμφανίζεται μπροστά του.

«Μήπως θα μπορούσες να το πετάξεις στον κάδο δίπλα, για να μη βγαίνουμε από το αμάξι;».

Κι εκείνος υπακούει λες και έχει ξεχάσει όσα λέγανε τόσες ώρες με τους άλλους δύο, λες και είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, και μπροστά στα γουρλωμένα μάτια των φίλων του παίρνει το άδειο πιάτο και το πετάει. Καθώς κλείνει το παράθυρο πνίγει το ευχαριστώ τους κι ύστερα έρχεται ο θόρυβος της μηχανής να τις εξαφανίσει.

Τότε ο τρίτος γυρίζει προς τους υπόλοιπους, που είναι πασαλειμένοι με μουστάρδες και εντελώς ακίνητοι. Ακόμη και ο αέρας σταματάει να φυσά. Περνάνε ακριβώς τρία δευτερόλεπτα και κάπου, όχι και τόσο μακριά, ακούγεται ο ήχος από ένα τρακάρισμα.

Περνάει άλλο ένα δευτερόλεπτο κι οι τρεις τους ξεραίνονται στα γέλια.