Η τρελή και ο αλήτης (μια αληθινή ιστορία)

Γνωρίστηκαν κάτω από ένα υπόστεγο. Ήταν φθινόπωρο, αλλά δεν έβρεχε.

Εκείνη όμως ήθελε να προστατευτεί από τη βροχή.

Εκείνος να της πιάσει τον κώλο.

Του έριξε χαστούκι.

Τη φίλησε.

Τον ερωτεύτηκε.

Του άρεσε πολύ ο κώλος της.

Ύστερα του θύμωσε.

Του άρεσε πολύ ο κώλος της.

Γιατί από τη στιγμή που ήρθε δίπλα της σταμάτησε να βρέχει.

Του άρεσε πολύ ο κώλος της.

Κι εκείνος είχε μείνει ακόμα στο υπόστεγο.

Να κοιτάζει τον κώλο της.

Ενώ εκείνη ήθελε να περπατήσουν στη λιακάδα.

Όμως να που τώρα έβρεχε στα αλήθεια.

Κι όλοι οι άνθρωποι έτρεξαν να κρυφτούν κάτω από το υπόστεγο.

Έτσι, εκείνος είδε τον κώλο της να χάνεται μες στη βροχή.

Ενώ εκείνη νόμιζε πως τα δάκρυα της γέμισαν τα σύννεφα.

Το άσπρο και το μαύρο

Περπατάμε για χρόνια πάνω στην ίδια σκακιέρα.

Κάποιοι πάνε μόνο μπροστά.

Άλλοι πάνε και προς τα πίσω.

Κάποιοι κάνουν άλματα.

Άλλοι βαδίζουν μόνο τετράγωνο τετράγωνο.

Και ο τρελός πάντα διαγώνια.

Καμιά φορά συναντιόμαστε.

Περπατάμε μερικά τετράγωνα δίπλα δίπλα, λίγα ή πολλά δεν έχει σημασία, κι έπειτα οι δρόμοι μας χωρίζουν. Αυτό καμιά φορά έχει σημασία.

Μα όταν βρεθείς στην άκρη της σκακιέρας, τότε μόνο τότε καταλαβαίνεις.

Πως δεν έχει σημασία πόσα τετράγωνα περπάτησες, ούτε με ποιους.

Αλλά πως σε όλη σου τη ζωή, βρισκόσουν πότε σε ένα άσπρο και πότε σε ένα μαύρο τετράγωνο.

Κάθε απόφαση που πήρες, κάθε αλλαγή κατεύθυνσης (αν έκανες), κάθε σκέψη και συναίσθημα ξεκινούσε από ένα άσπρο ή μαύρο τετράγωνο.

Που στην πραγματικότητα είναι γκρι.

Δυστυχώς όμως τα μάτια σου τα βλέπουν όλα άσπρα ή μαύρα.

Πόσο μάλλον το μυαλό σου.


αφιερωμένο στο θείο μου Οιδίποδα από τον Κολωνό.

Κάθε αρχή και δύσκολη

Λένε συχνά πως κάθε αρχή και δύσκολη.

Λένε επίσης, πως κάθε τέλος και αρχή.

Άρα το τέλος οφείλει να είναι το ίδιο δύσκολο.

Αυτό μου θυμίζει την ιστορία του Τ.D. Orgol.

Ο διάσημος αυτός αλεξιπτωτιστής, δεν θα είχε γίνει ποτέ αλεξιπτωτιστής αν δεν κατάφερνε να δαμάσει την υψοφοβία του. Έτσι, όχι μόνο ασχολήθηκε με την ελεύθερη πτώση, αλλά έκανε και τα περισσότερα ρεκόρ σε αυτό το ακραίο άθλημα. Πιο συγκεκριμένα, είχε δηλώσει πως η πρώτη του πτώση ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχε κάνει μέχρι τότε στη ζωή του.

Το ίδιο δύσκολη αποδείχθηκε και η τελευταία του.

Όχι, γιατί δεν άνοιξε το αλεξίπτωτο του.

Αλλά γιατί ο ίδιος αποφάσισε να μην το χρησιμοποιήσει.

ξέρω τι έκανες φέτος το καλοκαίρι

Σε 24 περίπου ώρες μπαίνω στο πλοίο του γυρισμού.


Θέλω να μοιραστω την τελευταία εικόνα του καλοκαιριού μαζί σου.


Καλό φθινόπωρο.





Μην ειμ' αυτός ?

«Άσε μαλάκα, τον τελευταίο καιρό έχω μεγάλες καύλες».

Αυτό το μήνυμα πρέπει να πάει στον κολλητό σου και όχι στην κοπέλα που έχεις κανονίσει να βγεις απόψε για πρώτη φορά.

Η απάντηση

«Μάλλον θα έχεις για πολύ καιρό ακόμα».

από εκείνη, το επιβεβαιώνει.


Πάντοτε ήμουν καλός με τα μηνύματα. Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει γυναίκα που να μου έχει αντισταθεί όταν πιάνω το κινητό στα χέρια. Πλέον μετά από ένα δυο μηνύματα της, μπορώ να καταλάβω πως σκέφτεται και τι ακριβώς θέλει να διαβάσει, σε τι συχνότητα και τι ώρες, greeklish ή ορθογραφημένα ελληνικά, κλπ κλπ. Ναι είμαι καλός, πολύ καλός. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα έχω σταματήσει να φλερτάρω προσωπικά, απλά ανταλλάζω αριθμό τηλεφώνου. Αυτό αρκεί.

Καταλαβαίνετε επομένως την αμηχανία μου μετά από το παραπάνω λάθος. Μια αμηχανία που σύντομα, όμως, μετατράπηκε στη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα πρόκληση που είχα να αντιμετωπίσω. Έτσι είναι. Όταν το σκέφτηκα πιο ψύχραιμα, κατάλαβα πως δεν ήταν καθόλου τυχαίο το λάθος. Το ερωτικό παιχνίδι είχε γίνει για μένα τόσο εύκολο, που κινδύνευε να μετατραπεί σε μια ανιαρή επανάληψη. Να όμως, που ήρθε το υποσυνείδητο μου να με σώσει από την κοινοτυπία και να δώσει μια νέα γοητεία στην προσπάθεια μου.

Δε μου αρέσει να περιαυτολόγω. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να απαριθμήσω ένα ένα τα μηνύματα που ακολούθησαν, ούτε να αναλύσω τη στρατηγική μου – πόσο μάλλον τους διακριτικούς τακτικούς ελιγμούς που με χειρουργική ακρίβεια εκτέλεσα. Το μόνο που θα πω είναι πως τρεις ώρες αργότερα ο στόχος επιτεύχθει. Το ραντεβού μπορεί να μετατέθηκε μερικές μέρες αργότερα – μέρος της στρατηγικής μου βεβαίως και αυτό – αλλά δεν ακυρώθηκε. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό ίσως, αλλά νιώθω σχεδόν όπως την πρώτη φορά που φλέρταρα μέσω μηνυμάτων. Ναι, ανυπομονώ να τη συναντήσω.


«Θέλω να δω τα μούτρα του όταν πια καταλάβει πως δεν πρόκειται να εμφανιστώ».

Αυτό το μήνυμα πρέπει να πάει στην κολλητή της και σίγουρα όχι σε εμένα.

Η απάντηση

«Τότε πρέπει να συναντηθούμε σε 5 λεπτά»

από εμένα, σίγουρα δε με δικαιώνει.



Όμως, λες το υποσυνείδητο της τελικά να με ποθεί;

εκείνη

Κάποτε, όταν έπεφτε η νύχτα του έλεγε ιστορίες με φαντάσματα.

Κρυμμένος μες στο πάπλωμα, την άκουγε τυλιγμένος σαν κουτάβι.

Κι όταν τελείωνε εκείνος ζητούσε κι άλλη.

Όχι πως δε φοβότανε τις ιστορίες.

Απλά, δεν ήθελε να μείνει μόνος του στο σκοτάδι

Εκείνη δεν του έκανε το χατήρι.

Γιατί ήξερε πως τώρα ήρθε η σειρά του.

Να φτιάξει τις δικές του ιστορίες.

Να φτιάξει τους δικούς του εφιάλτες.

Μονάχος του να βρει το θάρρος να τους διώξει.

Και ύστερα να μεγαλώσει.

Και τώρα πια που το χει καταφέρει.

Και που εδώ και χρόνια από κοντά της έχει φύγει.

Δε σταματά να φτιάχνει ιστορίες στο σκοτάδι.

Μα τώρα πια αναρωτιέται, αν το ίδιο κάνει και εκείνη.

Ή μήπως αν από την άλλη

απάνω στην ταράτσα της, φαντάσματα κρεμάει με μανταλάκια.

Σύντομη Ιστορία Ενός Συνηθισμένου Ανθρώπου

Αυτή είναι η μάλλον τυχαία αρχή της.

Κι αυτό το μάλλον προβλέψιμο τέλος της.

Τα υπόλοιπα λίγο πολύ τα ξέρεις.

1 διαβάζοντας 1000

Η ζακέτα της είναι γκρι ή μπλε.

Τα μάτια της το ίδιο.

Πίσω από το τζάμι μοιάζει σαν κακοφωτισμένο έκθεμα μουσείου.

Σου λέει - δεν την ακούς, αλλά σίγουρα μπορεις να διαβάσεις τα χείλια της -

Αν 1 εικόνα είναι 1.000 λέξεις, τοτέ 1 πράξη φτάνει σίγουρα τις 1.000.000.

Σκέψου όμως και το αντίθετο.

Υπάρχουν σίγουρα 1.000 λέξεις - όχι παραπάνω - που κάθε 1 από αυτές σου θυμίζει 1.000 εικόνες.

Και κάθε 1 εικόνα μπορεί να είναι αφορμή για 1.000 διαφορετικές πράξεις.

Για αυτό μην προσπαθείς να καταλάβεις τι πράττουν οι ανθρώποι.

Πόσο μάλλον ο εαυτός σου.

Τα μάτια της είναι μπλε ή γκρι.

Η ζακέτα της το ίδιο.

Κι εσύ αναρωτιέσαι αν το τζάμι υπάρχει ή είναι καθρέφτης.

Αν απέναντι σου έχεις τελικά 1 εικόνα.

Ή 1000 λέξεις.

22 γράμματα

Οι φίλοι μου έλεγαν από παλιά όταν συζητούσαμε για γκόμενες πως πρέπει να σταματήσω να είμαι το καλό παιδί.

Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να τους δίνω δίκιο.

Τώρα που έγινα άντρας σωστός πια, πρέπει να ξετινάξω αυτό τον ιπποτικό καλοπαιδισμό από πάνω μου.

Και να απελευθερώσω τον καταπιεσμένο κωλόπαιδο που πάντα κρυβόταν μέσα μου.

Όμως για να γίνει ο καλοπαιδισμός κωλοπαιδισμός, δεν αρκεί να κάνεις το άλφα ωμέγα.

Πρέπει να πηδήξεις ολόκληρη την αλφαβήτα.

22 γράμματα.

Γάμα τα.

Μια ζωή μόνο μάχη

Αντίθετα με αυτό που πίστευαν οι περισσότεροι, ο Φωκ ήταν ένας επιτυχημένος πιστολάς. Είχε επικρατήσει σε 42 μονομαχίες μέχρι σήμερα, πράγμα που το κράταγε κρυφό, αν και δεν τον βοηθούσε ιδιαίτερα σε αυτό το χαμένο αριστερό του μάτι, το διαλυμένο του γόνατο και τα δύο του ακρωτηριασμένα δάχτυλα. Όλα πάνω του έδειχναν ξεκάθαρα πως θα έπρεπε να είχε σκοτωθεί τουλάχιστον στις μισές μονομαχίες που είχε συμμετάσχει, κάτι το οποίο και ο ίδιος το γνώριζε πολύ καλά. Όμως ζούσε. Ζούσε και για αυτό κοιτούσε κι απόψε νυσταγμένος το ταβάνι του δωματίου που είχε νοικιάσει.

Καμιά εικοσαριά μίλια μακριά από τον νυσταγμένο πιστολά Φωκ, ο Ρ.Π. Χάστινγκς σκοτωνόταν για έκτη φορά τον τελευταίο μήνα. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο πιο αποτυχημένος πιστολάς της δυτικής ακτής, την επόμενη μέρα του θανάτου του, ξυπνούσε ολοζώντανος και αρτιμελής, γεγονός που τον ανάγκαζε να περιφέρεται μεταμφιεσμένος από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό, προσπαθώντας να διαφυλάξει τα τελευταία απομεινάρια της αξιοπρέπειας του. Η αλήθεια είναι πως στα μισά μέρη που επισκεπτόταν, όλο και κάποιος βρισκόταν που τον είχε σκοτώσει.

Η συνάντηση των δύο αντρών ήταν αναπόφευκτη. Μόλις κοιτάχτηκαν στα μάτια, τα κατάλαβαν αμέσως όλα.

«Το πεπρωμένο μου είναι απόψε να σε σκοτώσω για να μπορέσω επιτέλους να ζήσω», του είπε ο Ρ.Π. Χάστινγκς με τη στεντόρια φωνή του.

«Το πεπρωμένο μου είναι απόψε να πεθάνω για να μπορέσω επιτέλους να ξεκουραστώ», απάντησε ο Φωκ κουρασμένα.

Τραβήξαν και οι δύο τη σκανδάλη, όμως ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο Ρ.Π. Χάστινγκς είχε ξεχάσει για άλλη μια φορά να γεμίσει το όπλο του. Ο Φωκ έφτυσε απογοητευμένος.

Έτσι, πολλά πολλά χρονια αργότερα, πέθαναν κι οι δύο από βαθιά γεράματα.

Ο ένας προσπαθώντας να ζήσει και ο άλλος προσπαθώντας να πεθάνει.

dj σε νησί

Το πρώτο τραγούδι παίζει.

Αστυπαλιά.

Άσπρα σπίτια, αστραφτερά, πολύ φως, περισσότερος αγέρας.

Του παίρνει απότομα το καπέλο κι εκείνος αφήνει το κάστρο (του) και το γυρεύει ανάμεσα σε στενά σοκάκια.

Είναι ωραία η σκιά όταν σε κυνηγάει από παντού ο ήλιος.

Είναι ωραίος ο ήλιος το πρωί μετά τη νύχτα, αλλά μη βιάζεσαι θα σου πω αργότερα για αυτό.

Συναντά τρεις φίλους, σταματά για λίγο, τους ρωτά αν πήρε το μάτι τους ένα βιαστικό καπέλο. Του δείχνουν τρεις διαφορρετικές κατευθύνσεις κι εκείνος συνεχίζει το τρεχαλητό του.

Όμως, ύστερα από λίγο είναι πια σίγουρος πως το έχει χάσει.

Κοιτάζει γύρω του την παράξενη τούτη Χώρα.

Η μπάρα είναι πορτοκαλί, το μαγαζί χαμηλοτάβανο, η τεκίλα τις περισσότερς φορές με πορτοκάλι.

Έτσι, γιατί χρειάζονται και οι βιταμίνες.

Εκτός από βιταμίνες, χρειάζεται νερό.

Το μεσημέρι όμως, όλα εδώ είναι κλειστά.

Υπάρχουν μόνο οι παραλίες και το μαύρο ρούμι. Ζεστό μαύρο ρούμι μέσα σε πλαστικά μπουκάλια του νερού που ξεβράζει η θάλασσα.

Υπάρχουν και οι φίλοι.

Το τραγούδι που παίζει τώρα, μοιάζει να βγαίνει από τα στόματα τους. Το τραγουδούν μαζί του και για μια στιγμή, για μια στιγμή μονάχα, η θάλασσα έτσι για λίγο τους αφουγκράζεται.

Ανεμελιά, αντροπαρέα, μπουγέλα και κραξίματα. Οι γλάροι τους κοροϊδεύουν, στραβοπετώντας.

Ίσως απλά να έχουν μεθύσει κι αυτοί με το ρούμι. Ή μπορεί το ρούμι να είναι μπόμπα.

Στην άκρη της παραλίας η σπηλιά είναι μικρή και ο θησαυρός του πειρατή από καιρό κλεμμένος.

Εκείνοι όμως δε δίνουν δεκάρα. Μες στη σπηλιά φτιάχνουν μαργαρίτες και στρίβουνε τσιγάρα. Κι ύστερα τις σερβίρουν στα σοκάκια.

Στο λιθόστρωτο, οι πλάκες αντηχούν ξανά στα βήματα που κάποτε προσπάθησαν να κάνουν.

Οι πλάκες τους μετράνε, τα βήματα που χάθηκαν δεν ξαναποχτιούνται..

Το νησί ξαφνικά γεμίζει κόσμο. Η ησυχία ακολουθεί τον ήλιο χαμηλά στον ορίζοντα και χάνεται, η μουσική δυναμώνει.

Νυχτώνει. Ο αέρας πέφτει.

Στριμώχνονται. Ανθρωποι, μουσική, εκείνο το χαμόγελο, που μπορεί και να μην ήταν ακριβώς χαμόγελο, τα βυζιά της εντυπωσιακής ξανθιάς, που σίγουρα ήταν ακριβώς αυτό που ήταν.

Στριμώχνονται ανάμεσα στην πορτοκαλί μπάρα με τα ξέχειλα τασάκια και τη θάλασσα.

Φωνάζουν και ιδρώνουν. Στάζει το λεμόνι στο τζιν τόνικ, η ανάσα της κολλάει στο λαιμό του, ακριβώς κάτω απο το αυτί και ο πάγος, τριμμένος, λιώνει στο ποτήρι του.

Το χαμόγελο, τελικά ήταν χαμόγελο.

Κι εκείνη στο κρεβάτι του. Γυμνή, μόνο με τις έγνοιες του καλοκαιριου, κολιέ από κοχύλια, χορεύει στο λαιμό της.

Χορεύουν και όλοι γύρω τους χορεύουν μαζί τους.

Μες σε μια στοά από καπνό, ξεφωνητά και μεθυμένους γλάρους.

Μέχρι που κάποια στιγμή οι μπύρες του Βορρά τελειώνουν και πάγος υπάρχει μοναχά στο Νότο.

Χαράζει.

Αγκαλιά σε μια ταράτσα δίχως κεραίες και διαφημιστικά μηνύματα.

Και ο ήλιος είναι κόκκινος, κάπως αργός στο ξεκίνημα του, διστακτικός που θα λύσει τα μάγια του νησιού και θα σε κάνει πάλι καθημερινή και ασήμαντη και άχαρη.

Σχεδόν αόρατη, κρυμμένη πίσω στην ομίχλη της πρωτεύουσας, να περιμένεις τον πρίγκηπα με το σπασμένο σου σφηνάκι.

Το μαγαζί έχει αδιάσει. Ο ήλιος πια είναι ψηλά και οι ακτίνες του σπίθες φθινοπωρινές.

Εκείνοι σιγοκουβεντιάζουν γύρω από την μπάρα. Φρουρά που ξέμεινε λίγο πιο πίσω, από συνήθεια ή από κάποιο πείσμα.

Ή ισως να είναι και ο ρόλος της αυτός. Των αδιόρατων χαμόγελων ρομαντική οπισθοφυλακή.

Εκείνος βάζει ένα αγαπημένο τους τραγούδι.

...τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι οι χειμώνες...

Καπνίζουν και σιγοτραγουδούν.

Ύστερα, φεύγουν κι αυτοί, κι εκείνος βάζει το τελευταίο σκαμπό πάνω στην μπάρα και τελευταίος κλείνει την πόρτα.

Το τελευταίο τραγούδι έχει πια τελειώσει.