έρωτας στα χρόνια της χολέρας















Η χολέρα χτύπησε την πόλη και οι άνθρωποι κοιμόντουσαν ήσυχοι στα σπίτια τους. Κανείς δεν κατάλαβε πότε ακριβώς ήρθε, κανείς δεν την είδε, κανείς δεν την οσμίστηκε.

Μονάχα ένας γέρος, που είχε την παράγκα του λίγο πιο έξω από τα πρώτα σπίτια.

Την ώρα που, από συνήθεια, έψαχνε να δει στο γραμματοκιβώτιο του αν κάποιος τον θυμήθηκε, είδε τη μαύρη κυρά να πλησιάζει με το αργόσυρτο περπάτημα και τη θανατερή λαλιά.

«Πάλι έρχεσαι να χτυπήσεις την πόλη μας, κόρη του Άδη, δαιμόνισσα κυρά;»

Εκείνη του ‘γνεψε χωρίς να βγάλει μιλιά.

«Γιατί ξανά; Δε χόρτασες από ψυχές και άδικο θάνατο την τελευταία σου φορά;»

«Έτσι είναι γραφτό να γίνει».

«Και για να χουμε καλό ερώτημα, πόσους σκοπεύεις να πάρεις φέτος;»

«Δέκα χιλιάδες».

Ο γέροντας δεν είπε τίποτα άλλο, μόνο απέμεινε να κοιτάζει τις ίσιες πλάτες της, καθώς ο ήλιος πάσχιζε να ανέβει στον ορίζοντα.

Και ήρθε η χολέρα στην πόλη κι έφερε το μαύρο θάνατο σε άντρες, σε γυναίκες και παιδιά. Σε κανένα δε χαρίστηκε. Οι υπονόμοι ξέρναγαν χολή και οι πλατείες έσβησαν, γέλιο δεν άκουγες, μόνο θρήνους, βλαστήμιες και κατάρες που κρέμονταν από τα καλώδια του ρεύματος σα νεκρά πουλιά.

Κι όπως άξαφνα ήρθε, έτσι άξαφνα έφυγε.

Μα πάλι στο δρόμο της το γέροντα συνάντησε. Ήταν απομεσήμερο κι εκείνος ψαχούλευε το ραδιόφωνο ν’ακούσει τις ειδήσεις.

«Ψέματα μου είπες. Δεν πήρες δέκα χιλιάδες, πήρες πενήντα!», της είπε θυμωμένος.

«Δε σου είπα κανένα ψέμα», του αποκρίθηκε εκείνη ατάραχη, «εγώ δέκα χιλιάδες πήρα. Τις υπόλοιπες σαράντα, τις πήρε ο φόβος».

βράδυ σαββάτου









Ήταν βράδυ Σαββάτου και ο Ισίδωρος Σμολένσκι, αφού ντύθηκε χωρίς βιασύνη, πήρε τη φωτογραφική του μηχανή μαζί με τον τρίποδα της, ένα κερί και ένα κηροπήγιο και στη συνέχεια αναχώρησε από την ταπεινή του κατοικία.

Σταμάτησε στο φαστφουντάδικο της γειτονιάς του, όπου παράγγειλε δύο χάμπουργκερ και μία μερίδα πατάτες. Κάθισε σε ένα τραπέζι κοντά στην έξοδο, έβγαλε το κηροπήγιο από την τσέπη του μαζί με το κερί και στη συνέχεια το άναψε. Δείπνησε μονάχος, κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα του προσωπικού και των πελατών και όταν τελείωσε με το φαγητό του, έστριψε ένα τσιγάρο το οποίο και κάπνισε.

Παραδόξως, ουδείς διαμαρτυρήθηκε.

Αφού έφυγε από το φαστφουντάδικο, κατευθύνθηκε προς το κέντρο. Του πήρε αρκετή ώρα να παρκάρει και συνέχισε για κάμποση ώρα πεζός, ανάμεσα σε ομπρέλες, φιλιά και αρώματα. Μπήκε σε μια τυχαία πολυκατοικία, ακολουθώντας ένα ζευγάρι που, κρίνοντας από τα βλέμματα που αντάλλαξαν ξεκλειδώνοντας την εξώπορτα, είχαν κάποια σχέδια που σίγουρα περιλάμβαναν και τον ανελκυστήρα.

Ο Ισίδωρος Σμολένσκι ανέβηκε από τις σκάλες.

Έφτασε στην ταράτσα. Η νύχτα ήταν ανήσυχη όπως κάθε σαββατόβραδο, ο ουρανός κάπως θολός, τα αστέρια κάπως αβέβαια. Περπάτησε μέχρι την άκρη της, χάζεψε για λίγο τη φορτωμένη λεωφόρο και ύστερα με αργές, σχεδόν νωχελικές κινήσεις, έστησε τον τρίποδα και ρύθμισε τη φωτογραφική του μηχανή στην αυτόματη λήψη. Πήρε φόρα και πήδηξε στο κενό.

Η αποτυχία του υπήρξε διπλή.

Η πολυκατοικία υπήρξε χαμηλότερη των προσδοκιών του. Αντί για τον πολυπόθητο θάνατο κατέληξε με μία διαλυμένη σπονδυλική στήλη και μια ολική παράλυση για την υπόλοιπη ζωή του. Επίσης, είχε ξεχάσει να ενεργοποιήσει το φλας, με αποτέλεσμα η φωτογραφία που τελικά βρέθηκε στα χέρια του (σχήμα λόγου), να απέχει πολύ από την απαθανάτιση της πιο σημαντικής στιγμής της ζωής του, καθώς ήταν ολόμαυρη. Παρολ' αυτά ζήτησε να του την κρεμάσουν απέναντι από το κρεβάτι του.

Όταν τον ρωτούσαν γιατί το ζήτησε αυτό, αφού στη φωτογραφία δε φαινόταν τίποτα απολύτως, απαντούσε:

«Για να θυμάμαι πως η αποτυχία στη ζωή μπορεί να σου διδάξει κάτι. Η αποτυχία στο θάνατο το ίδιο. Η αποτυχία και στα δύο, όμως, δεν μπορεί να σου διδάξει τίποτα άλλο πέρα από αυτό που μόλις σου είπα».

Σ.τ.μ. Από πολλούς μελετητές της μεταφυσικής, η ιστορία του Ισίδωρου Σμολένσκι θεωρείται η βασικότερη απόδειξη πως τελικά δεν μπορείς με κανένα τρόπο να δεις σε φωτογραφία το θάνατό σου.