Ξύπνησε, φόρεσε το παντελόνι του, πλύθηκε.
Χτενίστηκε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη βιαστικά, εκείνος του ανταπέδωσε το βλέμμα.
Στο δρόμο για τη δουλειά βρήκε κίνηση, την ίδια κίνηση με τη χθεσινή μέρα.
Την ίδια με την αυριανή.
Έπιασε το κινητό του.
Μίλησε με τη γυναίκα του, κανόνισε με τους φίλους του να πάνε για μπάλα αύριο και με την γκόμενα εκδρομή το Σαββατοκύριακο.
Έβαλε βενζίνη, τσακώθηκε με τον περιπτερά και το αφεντικό του.
Δούλεψε.
Δούλεψε κι άλλο.
Έφυγε τελευταίος από τη δουλειά.
Σταμάτησε στο σούπερ-μάρκετ να πάρει γάλα για τον μικρό και σκυλοτροφή για τον σκύλο.
Προσποιήθηκε πως του άρεσε το φαγητό, προσποιήθηκε πως είδε ειδήσεις και πως κατάλαβε γιατι βρίζονταν στα τηλεοπτικά μπαλκόνια.
Είδε μισή σειρά, αποκοιμήθηκε στον καναπέ.
Ξύπνησε μόνος του, το σπίτι ήταν άδειο, τα καλοριφέρ είχαν κλείσει.
Σηκώθηκε για το κρεβάτι του, κατούρησε και έπλυνε τα δόντια του.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Και τότε έμεινε εντελώς ακίνητος.
Το πρόσωπο του είχε γεμίσει ρυτίδες, τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, κάπου κάπου φαινόταν το γυμνό του κρανίο ανάμεσα τους.
Δε βρήκε δόντια καρφωμένα στα ούλα του.
Τα χέρια του έτρεμαν.
Και τα μάτια του ήταν θαμπά.
Το μόνο που του είχε πια απομείνει ήταν η απορία.
Αν έζησε μέσα σε μια ημέρα τριάντα χρόνια.
Ή
Αν έζησε μέσα σε τριάντα χρόνια την ίδια ακριβώς ημέρα.