Μυστικά και ψέματα

Έχω ένα μυστικό τόσο μυστικό που δεν μπορώ να το πω ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.

Γιατί ξέρω πως αν του το πω σίγουρα θα το μαρτυρήσει.

Έτσι κάνω συνεχώς πως δεν το ξέρω.

Όμως έρχονται κάτι βράδια σαν κι αυτό που σχεδόν δεν μπορώ να κρατηθώ.

Θέλω οπωσδήποτε να μου το πω.

Κάθομαι τότε μπροστά στον υπολογιστή και γράφω μια ψεύτικη ιστορία για ένα μυστικό τόσο μυστικό που δεν μπορώ να το πω ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.

Και ξεγελιέμαι.

Απέξω

Σήμερα πήγα στο σουπερ μάρκετ.

Αγόρασα ένα σωρό χρήσιμα πράγματα.

Στην επιστροφή άρχισε να βρέχει.

Δεν είχα πάρει ομπρέλα.

Κι οι σακούλες με τα ψώνια μου γεμίσαν νερό.

Και έγιναν τόσο βαριές που δεν μπορούσαν πια να κάνω βήμα.

Ήμουν έξω ακριβώς από την πόρτα του σπιτιού μου και δεν μπορούσα να τη φτάσω.

Κοίταξα την πόρτα.

Κοίταξα το σπίτι.

Κι ύστερα άδειασα στο πεζοδρόμιο τις σακούλες από τα πράγματα του σούπερ μάρκετ.

Κι άφησα μέσα μόνο το νερό.

Δεν με είδε κανείς.

Μονάχα ο ουρανός.

Και μου χαμογέλασε.

στο δρόμο για το σπίτι

Μυρίζει μπαρούτι.

Οι πολυκατοικίες σκύβουν, ψάχνουν ανάμεσα στα ποδάρια τους να δουν τι συμβαίνει.

Κάπου κάπου φυσάει.

Τόσα χρόνια η ίδια αναποφασιστικότητα σε τυρανάει.

Ο ήλιος κρύβεται.

Ένα κοριτσάκι, στην άκρη του δρόμου κρατάει ένα κόκκινο μπαλόνι.

Σου χαμογελάει και εσύ κάνεις πως κοιτάς αλλού.

Όταν ξαναγυρνάς έχει χαθεί.

Αλλά στο χέρι σου βρίσκεις ένα κόκκινο μπαλόνι.

Και παντού γύρω σου μυρίζει μπαρούτι.

Αισθηματικόν

Ο Τουαλό σαν Εστεράν ήταν γιατρός.

Αναισθητολόγος.

Βοηθούσε δηλαδή τους ανθρώπους να ξεπερνούν όσα προβλήματα είχαν με τη συνείδηση τους.

Ξέρεις, όλα αυτά τα μικρά ενοχλητικά τσίμπηματα που νιώθεις μέσα από το μαξιλάρι σου. Αυτά.

Ήταν καλός στη δουλειά του και οι πελάτες δεν του έλειπαν ποτέ.

Ήταν ο χαρακτήρας του τέτοιος. Το καταλάβαινες αμέσως αν παρατηρούσες το γαλάζιο καλοσιδερωμένο του πουκάμισο.

Η τσάκιση ήταν πάντα στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Μια μέρα γνώρισε την Γκαμπριέλα Ερεστεράντο Αρμάντεθ.

Ήταν αναισθητικός. Όμορφη αναισθητικός.

Εκπαιδευτικός, που δίδασκε τα σημερινά παιδιά έτσι ώστε στο μέλλον να χρειάζονται όλο και λιγότεροι αναισθητολόγοι.

Ο Τουαλό σαν Εστεράν, αν και ερωτεύτηκε σφόδρα τη μικρή Γκαμπριέλα, κατάλαβε αμέσως πως πρόκειται για έναν επικίνδυνο και ύπουλο εχθρό της επαγγελματικής, αλλά και προσωπικής του ακεραιότητας.

Ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει.

Τη δολοφόνησε σε ένα μικρό, σχεδόν αχαρτογράφητο, νησί της Μεσογείου.

Μα μόλις το έκανε, μόλις σήκωσε το φτυάρι από το ματωμένο κεφάλι της έκανε κάτι πραγματικά απρόβλεπτο.

Αυτοκτόνησε.

Όχι γιατί τον έπνιξε η απώλεια του χαμένου του έρωτα.

Αλλά γιατί την ένιωσε.

Μια μικρή αταξία

Ο ένας σύχναζε σε κυριλέ μπαράκια και τρέντυ εστιατόρια.

Ο άλλος έσπαγε βιτρίνες και πετούσε πέτρες στους μπάτσους.

Ο ένας φορούσε επώνυμα ρούχα και πολυδιαφημισμένα αρώματα.

Ο άλλος μοναστηράκι φάσιον και απλησιαστη απλυσιά.

Ο ένας κυκλοφορούσε με φτιαγμένο γκολφ.

Ο άλλος με τρακαρισμένο ΧΤ.

Και όμως ο ένας έψαχνε χρόνια για δουλειά.

Και ο άλλος δε θα χρειαζόταν να δουλέψει ποτέ του.

Οι αντιθέσεις τους πολλές.

Οι διαφορές τους ακόμη περισσότερες.

Και η σύγκρουση τους σίγουρα ταξική:

Ο ένας ήταν χλιδάνεργος και ο άλλος αναρχοπλούσιος.

Καθρέφτη ζει

Ξύπνησε, φόρεσε το παντελόνι του, πλύθηκε.

Χτενίστηκε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη βιαστικά, εκείνος του ανταπέδωσε το βλέμμα.

Στο δρόμο για τη δουλειά βρήκε κίνηση, την ίδια κίνηση με τη χθεσινή μέρα.

Την ίδια με την αυριανή.

Έπιασε το κινητό του.

Μίλησε με τη γυναίκα του, κανόνισε με τους φίλους του να πάνε για μπάλα αύριο και με την γκόμενα εκδρομή το Σαββατοκύριακο.

Έβαλε βενζίνη, τσακώθηκε με τον περιπτερά και το αφεντικό του.

Δούλεψε.

Δούλεψε κι άλλο.

Έφυγε τελευταίος από τη δουλειά.

Σταμάτησε στο σούπερ-μάρκετ να πάρει γάλα για τον μικρό και σκυλοτροφή για τον σκύλο.

Προσποιήθηκε πως του άρεσε το φαγητό, προσποιήθηκε πως είδε ειδήσεις και πως κατάλαβε γιατι βρίζονταν στα τηλεοπτικά μπαλκόνια.

Είδε μισή σειρά, αποκοιμήθηκε στον καναπέ.

Ξύπνησε μόνος του, το σπίτι ήταν άδειο, τα καλοριφέρ είχαν κλείσει.

Σηκώθηκε για το κρεβάτι του, κατούρησε και έπλυνε τα δόντια του.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.

Και τότε έμεινε εντελώς ακίνητος.

Το πρόσωπο του είχε γεμίσει ρυτίδες, τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, κάπου κάπου φαινόταν το γυμνό του κρανίο ανάμεσα τους.

Δε βρήκε δόντια καρφωμένα στα ούλα του.

Τα χέρια του έτρεμαν.

Και τα μάτια του ήταν θαμπά.

Το μόνο που του είχε πια απομείνει ήταν η απορία.

Αν έζησε μέσα σε μια ημέρα τριάντα χρόνια.

Ή

Αν έζησε μέσα σε τριάντα χρόνια την ίδια ακριβώς ημέρα.