η γυναίκα που ήταν δέντρο














Τη γνώρισα πριν από μερικούς μήνες σε ένα συνηθισμένο καφέ της πόλης. Φορούσε κάτι σκούρο, ήταν σιωπηλή και κοιτούσε επίμονα το μπολ με τα κυβάκια της ζάχαρης. Δεν έδειχνε θλιμμένη, ούτε αφηρημένη, ήταν σα να ήταν κατά κάποιο τρόπο αποκομμένη από όσα συνέβαιναν γύρω της. Σαν να ήταν βυθισμένη σε ένα εκκωφαντικό εσωτερικό μονόλογο, που αφενός την εμπόδιζε να ακούσει οτιδήποτε άλλο συνέβαινε γύρω της, αφετέρου την προστάτευε με ένα μαγικό τρόπο από την ευτέλεια του κόσμου.

Ήταν η πιο γοητευτική γυναίκα που έχω γνωρίσει.

Μερικές μέρες αργότερα, αφού είχαμε κάνει έρωτα και καπνίζαμε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι της, αναφέρθηκα σε αυτή τη σιωπή της. Εκείνη μου διηγήθηκε την εξής ιστορία:

«Όταν ήμουν μικρή νόμιζα ότι ήμουν δέντρο. Το ξέρω πως είναι αστείο, αλλά η γιαγιά μου μου είχε πει πως όταν γεράσει πάρα πολύ ο άνθρωπος και δεν μπορεί πια να περπατήσει, τον πηγαίνουν μες στο δάσος κι εκεί του βγάζουν τα παπούτσια, του θάβουνε τα πόδια μέσα στο χώμα, κι ύστερα τον αφήνουν μοναχό ανάμεσα στα δέντρα. Εκείνος τότε κλείνει τα μάτια και δεν τα ανοίγει ποτέ ξανά, και ύστερα, αφού περάσουν πολλά πολλά χρόνια, ο γερασμένος άνθρωπος γίνεται δέντρο.

Έτσι έμαθα να αγαπάω τα δέντρα, όσο αγαπάω τους ανθρώπους. Και το πρώτο πράγμα που σου μαθαίνουν τα δέντρα είναι η σιωπή. Και το πρώτο πράγμα που σου μαθαίνει η σιωπή είναι ο εαυτός σου. Όμως όσο πιο πολύ σιωπάς τόσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από τους άλλους ανθρώπους, γιατί τότε παύεις να ανήκεις στην πόλη τους. Ανήκεις πια στο δάσος και έχεις ανάγκη από άλλα δέντρα για να πλέξεις τα κλαδιά σου και όχι από πολυκατοικίες που σου πνίγουν τον ορίζοντα.

Καμιά φορά νιώθω ακόμα σα να είμαι δέντρο. Νιώθω τις ρίζες μου να βαθαίνουν κάτω από την άσφαλτο και τα φύλλα μου να ταξιδεύουν στα μπαλκόνια ή τις πιλοτές και τότε σωπαίνω, όπως τη μέρα που με είδες, και αναρωτιέμαι ως πότε οι άνθρωποι της πόλης θα μιλάνε τόσο φασαριόζικα μεταξύ τους χωρίς να λένε τίποτα, ως πότε θα ακούνε τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα χωρίς να ακούνε τίποτα, ως πότε θα αγκαλιάζονται μες στο σκοτάδι χωρίς να νιώθουν τίποτα».

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, ντύθηκα κι έφυγα.

Κατάλαβα πως δεν υπάρχει πιο μοναχικό πλάσμα από ένα δέντρο δίχως το δάσος του.

Κι εγώ ούτε να γίνω θέλω του τελευταίου δέντρου ξυλοκόπος.

Ούτε του νέου δάσους του ρομαντικός κι ελπιδοφόρος αναδασωτής.

παρατηρητής καιρού













“(…) Το έργο του παρατηρητή των καιρικών φαινομένων είναι μάλλον άγνωστο στο ευρύτερο κοινό, μάλλον εξαιτίας τόσο του μικρού αριθμού των παρατηρητών στη χώρα μας όσο και του ήπιου είδους εργασίας που το χαρακτηρίζει. Γενικά, μπορούμε να πούμε πως οι παρατηρητές καιρού είναι άνθρωποι χαμηλών τόνων, που περνούν σημαντικό χρόνο της ζωής του παρατηρώντας και καταγράφοντας, ακόμη και τις αμυδρότερες μεταβολές του καιρού, όπως αυτές περιγράφονται από τα μετεωρολογικά όργανα, σε πολλές φορές δυσπρόσιτα ή απομονωμένα μέρη της περιφέρειας (…)”.


Σύγχρονη Μετεωρολογική Βίβλος
Εκδόσεις Ινστιτούτου Μετεωρολογικών Ερευνών «Θαλής»

Κατά τη διάρκεια έρευνάς μου για τη διδακτορική μου διατριβή, στο αρχείο της γενικής διεύθυνσης κλιματολογίας της εθνικής μετεωρολογικής υπηρεσίας, παρατήρησα το παρακάτω σχόλιο, αναγραμμένο σαν υποσημείωση στην άκρη του δελτίου καταγραφής ημερήσιας βροχόπτωσης του μηνός Ιουνίου, για το έτος 1975 και το μετεωρολογικό σταθμό Μακρυνίτσας, που βρίσκεται σε υψόμετρο 654 μέτρων και διαθέτει ένα βροχόμετρο τύπου Alter-Tretyakov:

“Την 7-6-1975 εσημειώθη καταιγίδα σπανίας περιπτώσεως με ολικόν ύψος βροχής 17,2 χιλιοστά.”

Αν και συνηθίζεται οι παρατηρητές καιρού να σημειώνουν παρόμοιες παρατηρήσεις, το εν λόγω σχόλιο μου έκανε εντύπωσή, καθώς ο Αλέξανδρος Μεταξάς, μοναδικός υπεύθυνος του σταθμού Μακρυνίτσας από τον Ιανουάριο του 1921 δεν είχε κάνει ποτέ άλλοτε, το παραμικρό σχόλιο, που να περιγράφει την σφοδρότητα ή την σπανιότητα των καιρικών φαινομένων. Αρκούταν στο να αναφέρει τυπικά τις αριθμητικές τιμές του αυτογραφικού οργάνου με τα τακτοποιημένα, ελαφρώς κεκλιμένα γράμματα του και τίποτε παραπάνω.

Η παραπάνω υποσημείωση εντυπώθηκε τελικά στη μνήμη μου και για έναν άλλο λόγο. Τον επόμενο μήνα, όπως και τους επόμενους μέχρι πρόπερσι, τα μηνιαία δελτία βροχόπτωσης υπέγραφε η Αθανασία Μεταξά, προφανώς η σύζυγος ή η κόρη του παρατηρητή. Καθώς συνηθίζεται μετά το θάνατο του παρατηρητή να αναλαμβάνουν το έργο του συγγενικά του πρόσωπα, συμπέρανα πως στο τέλος εκείνου του Ιουνίου του 1975, ο Αλέξανδρος Μεταξάς είχε πεθάνει.

Το προηγούμενο σαββατοκύριακο βρέθηκα στο Πήλιο. Καθώς σταματήσαμε στη Μακρυνίτσα για φαγητό, η ανάμνηση του παραπάνω γεγονότος με ώθησε στο να αναζητήσω την Αθανασία Μεταξά, όμως οι κάτοικοι με πληροφόρησαν πως είχε φύγει από το χωριό πριν δύο χρόνια. Ήταν πράγματι η κόρη του Αλέξανδρου Μεταξά, ο οποίος είχε πεθάνει από καρκίνο το καλοκαίρι του 1975. Οι εικασίες μου ήταν σωστές.

Τις επόμενες μέρες, δεν ξανασκέφτηκα τίποτα σχετικό με αυτή την ιστορία, όμως απόψε, καθώς η καταιγίδα μαίνεται στην πόλη και η διακοπή ρεύματος την φέρνει πιο κοντά στη Μακρυνίτσα, γυροφέρνω με το νου μου ξανά και ξανά την εικόνα του γερασμένου παρατηρητή, που κοιτάζει την βροχή και συλλογιέται το θάνατο. Τον φαντάζομαι να φυλλομετρά αργά τα δελτία που έχει γράψει μέχρι εκείνη τη μέρα, και μέσα από τα καταγεγραμμένα επεισόδια βροχόπτωσης, μέσα από τις θύελλες και τις χιονοπτώσεις να προσπαθεί να χτίσει στη μνήμη του, ολόκληρη, τη μέχρι σήμερα ζωή του. Τον βλέπω σκεφτικό και ετοιμοθάνατο και δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι:

Ήταν άραγε, αυτή η μοναδική του υποσημείωση μια άτυπη υπογραφή παράδοσης του έργου του, μια ήσυχη υπενθύμιση πως κάποτε και αυτός υπήρξε, ή μήπως ήταν η ύστατη ανάγκη του να γίνει μάρτυρας ενός γεγονότος αξιοσημείωτου, ενός γεγονότος σπάνιου που σαν παρατηρητής για μια ζωή περίμενε και που καθώς πια αυτή, η ήπια ζωή του, έφτανε στο τέλος της, δυστυχώς ποτέ δεν ήρθε;


η ψείρα














O Ισιδόρο Κρουζ απ' το Λας Έρας της επαρχίας Τσουμπούτ, ήπιε μια γερή δόση κρασί κι άρχισε:

«Αυτό που θα σας διηγηθώ, συνέβη πριν κάμποσο καιρό, τη χρονιά του βαρύτερου χειμώνα - θα πρέπει να τη θυμάστε. Τότε ήμουν φτωχούλης και ξερακιανός. Τόσο ξερακιανός που δεν έδινα σκιά. Τόσο ξερακιανός που δεν μπορούσα να φορέσω το πόντσο μου, γιατί, μόλις περνούσα το κεφάλι μου απ'την τρύπα, το πόντσο κατρακυλούσε στα πόδια μου. Μια μέρα είπα μέσα μου:

"Ισιδόρο, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, πρέπει να πας στη Χιλή". Επειδή όμως τ'αλογο μου ήταν κι αυτό ξερακιανό σαν κι εμένα, πριν το καβαλήσω το ρώτησα:

"Τι λες φιλαράκο; Θα μπορέσεις να με σηκώσεις;" Κι εκείνο μου αποκρίθηκε:

"Ναι, αλλά δίχως σέλα. Βολέψου εδώ, ανάμεσα στα παΐδια μου". Έκανα ότι μου 'πε, και πιάσαμε να ανηφορίζουμε την κορδιγιέρα. Βρισκόμασταν πολύ κοντά στα σύνορα με τη Χιλή, όταν άκουσα μιαν αδύνατη φωνούλα να μου λέει:

"Δεν αντέχω άλλο, θα κατέβω εδώ". Έκπληκτος, κοίταξα ολόγυρά μου μπας και βρω ποιος ήταν αυτός που μιλούσε, αλλά δεν είδα κανέναν. Τότε μίλησα στην ερημιά:

"Δε σε βλέπω. Παρουσιάσου". Η φωνή ξανακούστηκε:

"Κάτω απ'την αριστερή σου μασχάλη. Είμαι κάτω απ'την αριστερή σου μασχάλη". Έχωσα το χέρι μου μέσα στο πουκάμισο μου κι έπιασα κάτι μες στις δίπλες της μασχάλης. Βγάζοντας το χέρι μου, είδα κολλημένη στο δάχτυλο μου μια ψείρα - μια ψείρα τόσο αδύνατη όσο και τ'άλογό μου, όσο κι εγώ.

"Κακόμοιρη ψειρούλα" σκέφτηκα και τη ρώτησα από πότε ζούσε πάνω μου.

"Πολλά χρόνια, πολλά. Ήρθε η στιγμή να χωριστούμε. Αν και δε ζυγίζω ούτε ένα γραμμάριο, σας είμαι άχρηστο βάρος - κι εσένα και τ'αλόγου σου. Άσε με χάμω σύντροφε". Κατάλαβα πως η ψείρα είχε δίκιο και την έκρυψα κάτω από μία πέτρα, για να μην τη φάει κανένα πετούμενο.

"Αν πιάσω την καλή εκεί που θα πάω, θα 'ρθω να σε βρω στην επιστροφή μου, και θα σ' αφήσω να τσιμπήσεις όσο θες" της είπα αποχαιρετώντας την.

Στη Χιλή, έπιασα την καλή, πήρα βάρος, πάχυνε και τ'αλογο μου, κι όταν, ένα χρόνο αργότερα, πήραμε το δρόμο του γυρισμού με το πουγκί γεμάτο, με καινούργια σέλα και σπιρούνια, αναζήτησα την ψείρα στο σημείο που την είχα αφήσει. Τη βρήκα. Ήταν ακόμη πιο αδύνατη απ' όταν την άφησα - φέγγριζε και σχεδόν δεν κουνιόταν.

"Εδώ μου 'σαι, ψειρούλα μου, ε; Έλα λοιπόν και τσίμπα. Τσίμπα όσο θέλεις" της είπα, βάζοντας την πλάι κάτω από την αριστερή μου μασχάλη. Η ψείρα τσίμπησε (στην αρχή σιγά σιγά, αργότερα με δύναμη), διψασμένη για αίμα. Τότε έπιασε να γελάει, κι έβαλα κι εγώ τα γέλια, και τα κόλλησα και στ' άλογό μου. Διασχίσαμε τα βουνά γελώντας, μεθυσμένοι από ευτυχία, κι από τότε αυτό το πέρασμα του βουνού ονομάζεται Πέρασμα της Χαράς.

Όλα αυτά συνέβησαν, όπως σας είπα, πριν κάμποσο καιρό, τη χρονιά τού βαρύτερου χειμώνα...»

Ο Ισιδόρο Κρους τελειώνει το ψέμα του με προσποιητή σοβαρότητα. Οι γκαούτσο ζυγίζουν την ιστορία του, την αξιολογούν, αποφασίζουν πως είναι ένα υπέροχο ψέμα, χειροκροτούν, πίνουν, ορκίζονται να μην το ξεχάσουν ποτέ κι έρχεται η σειρά του Κάρλος Άινς, του ξανθού γκούτσο απ' το Κογιάικε.

Όταν νυχτώνει, οι γκαούτσο συνεχίζουν τα ψέματα τους δίπλα στη φωτιά. Κάποιοι πεόν ψήνουν τ' αρνιά. Οι κυρίες του υποστατικού αναγγέλλουν πως μπορούμε να περάσουμε στο τραπέζι. Αποφασίζουμε με τον Μπάλδο Αράγιο να πάμε μια βόλτα ίσαμε τις βατομουριές. Εκεί, καθώς κατουράω, σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω τον ουρανό γεμάτο αστέρια - χιλιάδες αστέρια.

«Καλό το ψέμα με την ψείρα» σχολιάζει ο Μπάλδο.

«Κι αυτός ο ουρανός, Μπάλδο; Κι αυτά τα αστέρια; Είναι κι αυτά ένα ψέμα της Παταγονίας;»

«Τι σημασία έχει; Σ' αυτόν τον τόπο, λέμε ψέματα για να 'μαστε ευτυχισμένοι. Κανείς μας όμως δεν μπερδεύει το ψέμα με την απάτη».

Λ. Σεπούλβεδα
Patagonia Express


ο γιατρός














Τα χρόνια εκείνα, τη μέρα οι πολυκατοικίες έκρυβαν για τα καλά το φως του ήλιου, ενώ τη νύχτα οι ηλεκτρικές λάμπες ίσα που έφεγγαν στους δρόμους και τα στενά. Έτσι, μπορούμε να πούμε, πως τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι ζούσαν όλη τη ζωή τους στο μισοσκόταδο, ή στο μισόφως αν προτιμάτε, και αυτό γεννούσε τις πιο περίεργες ιστορίες. Ιστορίες που σπάνια μάθαινες το τέλος τους. Η ιστορία του δρ. Μπανκς, του καρδιογιατρού, όπως τον αποκαλούσαν είναι μία από αυτές.

Ο Εστεμπάν την ήξερε πολύ καλά. Είχε ακούσει για τις γυναίκες με το ανοιγμένο στέρνο και τα λευκά ρουφηγμένα πρόσωπα, για τις γυναίκες που ο γιατρός είχε αρπάξει την καρδιά τους, μες στο μισοσκόταδο. Είχε ακούσει για τον γιατρό που γύρευε την καρδιά για να ταιριάξει στο σώμα της γυναίκας που είχε χάσει πριν χρόνια και με τρόπο άγνωστο στους ανθρώπους της πόλης είχε καταφέρει να κρατήσει ζωντανό μέχρι σήμερα. Είχε ακούσει, ναι, όλοι το είχαν ακούσει, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως θα ερχόταν η στιγμή που ο γιατρός θα γλιστρούσε στη δικιά του κρεβατοκάμαρα, στη νυχτικιά της δικιάς του αγαπημένης και θα εξαφανιζόταν με την καρδιά της στα χέρια του πριν προλάβει εκείνος να κάμει οτιδήποτε.

Λένε πως έρχεται μια στιγμή ακριβώς πριν πεθάνει ο άνθρωπος που κρατά όσο το ανοιγόκλεισμα των ματιών του. Όμως για τους ερωτευμένους ο χρόνος είναι αλλιώτικος. Ο Εστεμπάν κοιτούσε στα μάτια την Σάρα τρέχοντας για το νοσοκομείο και ο χρόνος έλιωνε ολόγυρα τους σαν ζεστό βούτυρο. Κι εκείνη δεν τα έκλεινε, μονάχα τον κοιτούσε, μέχρι που έφτασαν εκεί, μέχρι που έφτασαν στο παλιό νοσοκομείο κι ένας νοσοκόμος με βρώμικη ποδιά την έβαλε στο μηχάνημα.

«Μπορεί να ζήσει για μια μέρα στο μηχάνημα. Μία μέρα όχι παραπάνω», του είπε και σκάλισε τη μύτη του.

Ο Εστεμπάν δεν είπε τίποτα. Μονάχα τη φίλησε στα χείλια, ανάμεσα σε πλαστικούς σωλήνες και καλώδια, και έφυγε για να φέρει πίσω την καρδιά της.

«Που θα βρω τον Καρδιογιατρό;», ρώτησε τη Γιόγκι τη γριά που πουλούσε σκουπίδια στο τέλος του δρόμου κι εκείνη του έδειξε προς τα πάνω. Ο Εστεμπάν ανέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας μέχρι που έφτασε στην ταράτσα και τράβηξε την παλιά ζαρωμένη πόρτα με όλη του τη δύναμη. Το φως του ήλιου τον τύφλωσε.

Περπάτησε αργά, με το ένα χέρι μπροστά στο μέτωπο, προς τη φιγούρα που στεκόταν δίπλα στο περβάζι. Ο άντρας ήταν ψηλός και λιγνός κι όμως η καπαρντίνα του σερνόταν στο τσιμέντο. Τα δάχτυλα του ήταν λεπτά και γαμψά, όπως και η μύτη του. Πάνω της ισορροπούσε ένας συρμάτινος σκελετός γυαλιών με τους φακούς γεμάτους γρατζουνιές. Θύμιζε αρπαχτικό και η φωνή του ίδια με κρώξιμο.

«Θα σε βοηθήσω να βρεις αυτόν που ψάχνεις αν με βοηθήσεις να βρω αυτό που ψάχνω».

Κι ο Εστεμπάν τον βοήθησε. Όταν ξανανέβηκε στην ταράτσα, ο ήλιος δεν τον τύφλωσε, είχε μόλις βασιλέψει. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε το χέρι ενός παιδιού, το αρπαχτικό χαμογέλασε. Τα δόντια του ήταν κίτρινα, η γλώσσα του στεγνή. Πήρε το μικρό παιδί κοντά του.

«Στο παλιό τρελάδικο είναι, πάρε μαζί σου κάτι για τα σκυλιά».

«Αυτό κάνει;», ο Εστεμπάν του έδειξε το παλιό μαυρισμένο του ρεβόλβερ. Τον πυροβόλησε τρεις φορές στο στήθος. Το παιδί ούρλιαξε από τον πόνο. Μια από τις σφαίρες στο δρόμο της είχε διαλύσει τα δάχτυλα του. Ο άντρας όμως δεν έβγαλε τον παραμικρό ήχο. Ήταν άφαντος.

Ο Εστεμπάν έριξε μια ματιά στην άκρη του περβαζιού κι ύστερα ξεκίνησε για το εγκαταλειμμένο τρελάδικο. Πίσω του τον ακολούθησε ένα ισχνό ποτάμι από αίμα, που όταν πέρασε τη γκρεμισμένη μάντρα του τρελοκομείου έγινε λίμνη, ή λίμνες αν θέλετε. Τα σκυλιά του γιατρού σπαρτάρισαν για λίγο κι ύστερα ξεψύχησαν αλυχτώντας. Το παιδί έμεινε από πάνω τους να τα χαϊδεύει.

Ο Εστεμπάν προχώρησε στο κεντρικό κτίριο κι όταν μπήκε μέσα απόμεινε να κοιτάζει παραξενεμένος. Ο γιατρός ήταν εκεί, να τον περιμένει σα να μη συμβαίνει τίποτα. Όμως συνέβαινε. Ο αέρας ήταν βαρύς, η μυρωδιά περίεργη. Το φως λίγο, λίγο λιγότερο, έσβησε. Ο Εστεμπάν τα σκέφτηκε όλα αυτά, κατάλαβε αμέσως τι συμβαίνει, κατάλαβε πως το αρπαχτικό είχε προειδοποιήσει το γιατρό. Όμως δεν μπορούσε να αντιδράσει. Σωριάστηκε στο πάτωμα. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ένα χρυσάνθεμο που κάποτε της είχε χαρίσει.

Το πρώτο πράγμα που είδε μόλις άνοιξε τα μάτια του ήταν το πρόσωπο του γιατρού. Τα μάγουλα του ήταν σκαμμένα, τα γένια του αξύριστα και τα μάτια του γαλάζια. Κάποτε θα ήταν ένας ωραίος άντρας, τώρα έμοιαζε με ίσκιο. Όμως τα μάτια του αχτινοβολούσαν. Ήταν τα μάτια ενός άντρα ερωτευμένου. Μάτια γεμάτα προσμονή και έπαρση, μάτια που είχε κάποτε αντικρύσει στον καθρέφτη του σπιτιού του.

«Μέσα μου πάντοτε το ήξερα. Η καρδιά που τελικά θα ταίριαζε στην καλή μου, θα ήταν μια καρδιά ερωτευμένη, μια καρδιά που κάποιος θα διεκδικούσε πίσω. Όταν άκουσα πως πρόφτασες να την πας στο μηχάνημα, ήμουν σίγουρος πως σύντομα θα σε συναντούσα. Όμως τώρα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Η καρδιά της είναι πια δεμένη με άλλο σώμα».

«Δεν ήρθα για να πάρω πίσω την καρδιά της. Η Σάρα μου έχει πεθάνει εδώ και ώρες. Πέθανε μόνη, καρφωμένη σε ένα κονσερβοκούτι, που κάποιος ξέχασε να επισκευάσει», το στόμα του ήταν μουδιασμένο, τα λόγια σέρνονταν στα χείλια του μαζί με σάλια και χοντρές στάλες ιδρώτα.

Ο γιατρός σήκωσε ένα βλέφαρο.

«Ήρθες για να με εκδικηθείς λοιπόν; Χα! Θα έπρεπε να γνωρίζεις καλύτερα πως η εκδίκηση στρέφεται τελικά σε αυτούς που την επιζητούν. Σε λίγο θα με δεις αγκαλιά με τη γυναίκα μου. Τι τραγικό! Θα είναι η τελευταία εικόνα που θα έχεις από εμένα. Αναρωτιέμαι αν για την υπόλοιπη ζωή σου θα...»

«Πιστεύεις πως τη μνήμη τη βαστά το σώμα ή η καρδιά, γιατρέ;»

«Αχ φτωχέ μου Εστεμπάν! Ως πότε πια θα αναζητάς την ελπίδα; Μα είναι δυνατόν να ελπίζεις πως η καρδιά της αγαπημένης σου θα...»

Αυτή τη φορά δεν ήταν ο Εστεμπάν που τον διέκοψε, αλλά ένας ξαφνικός πυροβολισμός. Ο γιατρός σωριάστηκε στο πάτωμα. Πίσω του το παιδί με το ματωμένο χέρι, πέταξε το ρεβόλβερ στο πάτωμα κι έτρεξε στην αγκαλιά του Εστεμπάν. Εκείνος σηκώθηκε με δυσκολία, το πήρε για άλλη μια φορά από το χέρι και πλησίασε τρεκλίζοντας τη γυναίκα που έμοιαζε να κοιμάται στην άλλη μεριά της κάμαρας.

Λες και ένιωσε την παρουσία του δίπλα της, άνοιξε τα μάτια. Η φωνή της έφτασε αδύναμη στα αυτιά του.

«Ποιος είσαι εσύ;»

«Ποια είμαι εγώ;»

Χάιδεψε τα καστανά της τα μαλλιά, το απαλό, ζεστό της δέρμα και τις άκρες των δαχτύλων της.

«Σσσσς, ξεκουράσου. Ο δρόμος είναι μακρύς κι η μέρα ξημερώνει» της είπε και τη φίλησε.

Κανείς δεν έμαθε τι έγινε κατόπιν. Μόνο καμιά φορά, τις νύχτες που πέφτει το ρεύμα κι η πόλη βυθίζεται στο κατασκόταδο, ακούς το αρπαχτικό να σέρνει τα πόδια του και να κλαψουρίζει για μία συμφωνία που κάποιος δεν του τήρησε. Αν ποτέ το ακούσεις κι εσύ έξω από την πόρτα σου μέσα στη νύχτα μη φοβηθείς καθόλου. Γιατί αυτό σημαίνει πως κρατάς ακόμη ξύπνιο το μικρό παιδί μέσα σου κι ας του λείπουν και μερικά δάχτυλα.

Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα.

3 1στ0ρ13ς















Λένε πως τα σαλιγκάρια κουβαλάνε το σπίτι τους στη ράχη τους.


Τον είδα να φυσάει τη μύτη του στο μετρό και το μαντήλι του να γεμίζει αίμα.


Χόρευαν μες στη βροχή, πιασμένες σε κύκλο, χόρευαν και τα άσπρα τους φορέματα νικούσαν το σκοτάδι.

Συνήθως όταν έγραφε όλα τα έφερνε μια εικόνα. Πρώτα την έκανε χάζι, φορούσε τα γυαλιά του χειρούργου και την παρατηρούσε προσπαθώντας να βρει τα μυστικά που κρύβει πίσω από την πλάτη της. Ή ακόμη καλύτερα, μέσα στην πλάτη της. Ύστερα όταν την καταλάβαινε, όταν νόμιζε ότι την είχε καταλάβει, την έβαζε στο κέντρο του μυαλού του και έχτιζε ολόγυρα της ένα πηγάδι. Το έχτιζε, το έχτιζε, μέχρι να σταματήσει πια να την βλέπει. Μέχρι το σκοτάδι να την πάρει από μπροστά του. Και τότε ήρεμος πια την αποχαιρετουσε και έπινε ένα ποτήρι φτηνό κονιάκ.

Απόψε από τις τρεις, δεν ήξερε ποια να διαλέξει.

Παρατηρούσε από την άκρη του δρόμου τις σταγόνες της βροχής να πέφτουν χοντρές και αργοπορημένες, η μία μετά την άλλη στο οδόστρωμα και να ανατινάζονται ανάμεσα στα σαλιγκάρια. Θυμήθηκε το σπίτι του. Το κουβαλούσε πάντα μέσα του, το σπίτι του και πάντοτε τον βάραινε η ανάμνηση όλων εκείνων των οικείων πραγμάτων, που ο χρόνος του είχε στερήσει.

Έβηξε.

Ο πόνος απλώθηκε στο στέρνο σαν σφυριά. Το αίμα τινάχτηκε από το στόμα του, σε μικρές ομοιόμορφες σταγόνες που χόρεψαν για μια στιγμή με εκείνες τις βροχής. Έβγαλε το μαντήλι του να σκουπιστεί, αλλά του γλίστρησε, το πήραν τα λασπόνερα. Κοίταξε μέσα τους, κι εκτός από σαλιγκάρια και διαλυμένο αίμα είδε το πρόσωπο του.

Περπάτησε κάμποση ώρα μες στη βροχή.

Στην παιδική χαρά, παίζαν και γελούσαν τρία μικρά κορίτσια. Παίζαν και γελούσαν και έβρεχε, βροντούσε και άστραφτε. Και ο κόσμος χάλαγε ολόγυρα τους, αλλά εκείνα παίζαν και γελούσαν και άστραφταν. Και όλα μέσα του ηρέμησαν. Η ομορφιά απλώθηκε στο κορμί του ζεστή και οικεία.

Κάθισε δίπλα στη γρια με την ομπρέλα που τα πρόσεχε.

"Κάποτε", του είπε δίχως να πάρει τα μάτια της από πάνω τους, "ήταν ένας βασιλιάς που αγαπούσε πάρα πολύ τη βασίλισσα του. Έκανε τα πάντα για εκείνη και από το φόβο του να μη τη χάσει έχτισε πανύψηλα τείχη γύρω από το κάστρο του. Όμως, σκέφτηκε, τα τείχη γκρεμίζονται, για αυτό έφτιαξε ένα κάστρο ακόμη μεγαλύτερο, με χίλιες κάμαρες και χίλιες κλειδωνιές. Όμως, σκέφτηκε, οι κλειδωνιές ανοίγονται, για αυτό βρήκε ένα μέρος μυστικό κι άνοιξε ένα βαθύ πηγάδι. Κι εκεί την έκλεισε. Τόσο βαθειά που ούτε να τη δει μπορούσε, ούτε να την ακούσει. Τότε μονάχα ηρέμησε, τότε μονάχα μπόρεσε να ξεκουραστεί και η αγάπη του για αυτή να τον ικανοποιήσει".

"Και η βασίλισσα τι απέγινε;"

"Χάθηκε για πάντα σε εκείνο το πηγάδι, μα πριν ακόμα να την πάρει η νύχτα, πρόλαβε και του έκανε τρεις κόρες. Κι εκείνες ζουν ακόμη μες στο πηγάδι. Εκεί κάτω μόνο τα σαλιγκάρια τους κρατάνε συντροφιά και όταν βρέχει, καμιά φορά, τα λασπόνερα τους φέρνουν το βρώμικο μαντήλι που 'χασε κάποιος διαβάτης. Εκείνες τότε το μαζεύουν και το φυλάνε με αγάπη, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως εκει πάνω υπάρχει κάποιος, που αυτό που άθελα του μέσα στην μπόρα έχει χάσει, μέσα σε άλλη μπόρα μια μέρα θα έρθει να γυρέψει".

Γύρισε να ξαναρωτήσει κάτι τη γριά, αλλά εκείνη είχε χαθεί.

Στο παγκάκι δίπλα του, βρήκε μονάχα το μαντήλι του, ξεπλυμένο από όλη τη μανία της βροχής.