ρεαλισμός















«Ας είμαστε ρεαλιστές».

Σου λέει ο άντρας πίσω από το γραφείο, το αφεντικό σου. Τον κοιτάς και προσπαθείς να καταλάβεις για ποιον ακριβώς ρεαλισμό σου μιλάει. Όμως δεν μπορείς να καταλάβεις, είναι σαν να μιλάτε διαφορετικές γλώσσες και ίσως αυτό να είναι αλήθεια. Οι κόσμοι σας απέχουν πολύ ο ένας από τον άλλον. Ο δικός του τελειώνει στα σύνορα του γραφείου του, ο δικός σου αγκαλιάζει όλη την πόλη. Την αγκαλιάζει και την ξεπερνάει, βουλιάζει σε μια θάλασσα χωρίς ορίζοντα, χαμογελάει στο καλοκαίρι, φτάνει στην άκρη της γης και εκεί βουτάει σε ένα σβησμένο ηφαίστειο. Κι εκείνος που αν και δεν το ξέρει αυτό, καθώς πέρα από την άκρη του γραφείου του υπάρχει μόνο ένας τοίχος, το διαισθάνεται, το βλέπει κάθε μέρα στα μάτια σου και προσπαθεί να σε τραβήξει μέσα στο δικό του. Προσπαθεί να συνθλίψει τον κόσμο τον κόσμο σου και το σφυρί στο χέρι του το λέει ρεαλισμό.

«Ας είμαστε ρεαλιστές».

Θριαμβολογεί η γυναίκα με τις πλαστικές σακούλες στην στάση. Θα μπορούσε να είναι μάνα σου κι εκείνη επαινούσε πάντα τις αρετές του ορθολογισμού. Πόσο σημαντικό είναι να πατάς γερα στα πόδια σου και να είσαι πρακτικός. Τη θυμάσαι να γυρίζει από το σούπερ μάρκετ, μαζί με τον πατέρα σου και να τακτοποιούν τα ψώνια στα ντουλάπια. Κι ύστερα τη θυμάσαι να κλαίει αθόρυβα τη νύχτα, όχι γιατί η ίδια έχτισε τη φυλακή ολόγυρα της, αλλά γιατί τώρα όταν κλείνει τα μάτια της δεν μπορεί πια να ονειρευτεί. Ο ρεαλισμός, ξέρεις, όταν σβήσουν τα φώτα δε μένει στις σακούλες του σούπερ μάρκετ. Βλέπεις πάλι τη γυναίκα με τα ψώνια, βλέπεις χιλιάδες γυναίκες δίπλα της να κουνάνε επιδοκιμαστικά το κεφάλι, βλέπεις και τους άντρες τους σα μαριονέτες να κοιτάζουν αμέτοχοι τις τηλεοράσεις τους. Όλοι τους συνένοχοι στις ρεαλιστικές ζώες τους.
«Ας είμαστε ρεαλιστές».
Πρώτη φορά το είχες ακούσει στο σχολείο. Μάλιστα, το είχε πει ένας δάσκαλος που συμπαθούσες και που μάλλον σε συμπαθούσε κι αυτός. Ήθελε να ηρεμήσει λίγο τη νεανική σου τρέλα, να σε βοηθήσει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες σου. Με το ρεαλισμό μπορούσες να καταφέρεις πολλά. Δεν ήταν το χρήμα ή η κοινωνική αποδοχή, ήταν πως μόνο έτσι θα μπορούσες να αγαπήσεις την εικόνα του εαυτού σου. Ο δάσκαλος σου προσέφερε το δρόμο για την εσωτερική σου ηρεμία και εσύ τον είχες κλωτσήσει σαν ένα κουβά γεμάτο σκατά, γιατί τότε μπορούσες ακόμη να είσαι ένας βίαιος ονειροπόλος. Πόσο αστείος σου φαίνεται τώρα, όταν τον είδες στο καφενείο να παίζει τη σύνταξη του στα χαρτιά, ελπίζοντας για το άγγιγμα της τύχης. Ήταν, σκέφτηκες, σα να προσπαθούσε να ξεφύγει τώρα, λίγο πριν το τέλος από όλα αυτά που είχε διδάξει.

«Ας είμαστε ρεαλιστές».

Σου είχε πει, πριν φύγει για τελευταία φορά. Κάποτε παραβγαίνατε στο τρέξιμο, ακριβώς στο κέντρο της λεωφόρου. Τα αμάξια ουρλιάζανε ξυστά δίπλα σας και εσείς ουρλιάζατε από χαρά. Της είχες γράψει εννιά ποιήματα στην πόρτα του σπιτιού της και εκείνη σου διάβαζε παραμύθια μονάχα όταν κοιμόσουνα. Κι όταν ξύπνησες βρήκες την πόρτα γυαλισμένη και για κάποιο λόγο, που ακόμη αρνείσαι πεισματικά να καταλάβεις, ήταν πιο σημαντικό να πλένεις σωστά τα πιάτα, από ότι να τα σπας καθώς της κάνεις έρωτα. Ήταν εξάλλου και επιζήμιο για τον οικονομικό σας προγραμματισμό. Και τότε άνοιξε το στόμα της και άκουσες τη φωνή του αφεντικού σου, τη φωνή της μάνας σου και τη φωνή του δασκάλου, ανακατεμένες σαν τρία φίδια που βγήκαν απο το στόμα της όχι για να σε σκοτώσουν, αλλά για να σε φέρουν πιο κοντά της. Γιατί, οι άνθρωποι που αγαπιούνται πρέπει να υποτασσόνται ο ένας στις ρεαλιστικές ανάγκες του άλλου. Εσύ μονάχα γέλασες. Γέλασες για να μην κλάψεις και εκείνη τώρα χαιδεύει την κοιλιά της, που φουσκώνει με το παιδί κάποιου άλλου και ετοιμάζεται όταν σε λίγο γεννηθεί να του διαβάσει παραμύθια που όλοι έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.

«Ας είμαστε ρεαλιστές».

«Η μοναδική χρησιμότητα του ρεαλισμού σας είναι να σας κάνει νιώθετε καλύτερα», τους απάντησες. «Όμως, κάπου μέσα σας, το ξέρω και το ξέρετε πολύ καλά, υπάρχει κάτι, ένα μικρό φτερωτό έντομο ας πουμε, που σιγοπερπατάει και πεταρίζει. Κάποιοι το νιώθετε χαμηλά στη σπονδυλική σας στήλη και άλλοι να σας τσιμπολογάει στα έντερα, ή στην άκρη του μυαλού σας. Όλοι όμως το νιώθετε τη νύχτα, λίγο πριν σας πάρει ο ύπνος, μαζί με το φόβο και την αμφιβολία πως κάτι στις τακτοποιημένες σας ζωές είναι λάθος.

Εγώ αυτό το ζουζούνι το καβαλάω, σαν να ναι πήγασος ή φοβερός ιππόγρυπας και πέρα από τα σύννεφα κάνω βόλτες. Δεν είμαι μόνος. Εκεί βρίσκω κι άλλους ονειροβάτες και όλοι μαζί, χορεύουμε κάτω από το φεγγάρι και φτύνουμε τις βρώμικες ταράτσες των σπιτιών σας. Κι εσείς αυτό το λέτε βροχή ή πιο σωστά ψιλόβροχο. Κι εμείς απο αυτό, περιμένουμε τον σπόρο να φυτρώσει».


ανακύκλωση











Στην Κάτω Πόλη κάθε Σάββατο οι σκουπιδιάρηδες φέρνουν τα σκουπίδια. Οι κάτοικοι της τους κοιτάζουν με προσμονή να γεμίζουν τους σκουπιδοτενεκέδες έξω από τα σπίτια τους και μόλις τελειώσουν και ακούσουν τα μεγαλά φορτηγά τους να φεύγουν, βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλον και ψαχουλεύουν στο σκοτάδι τους σκουριασμένους κάδους.

‘Ετσι έκανε και ο Μόρις Φριτ, που κάποτε έβγαζε το ψωμί του σαν φωτογράφος και που τώρα ζούσε με έναν αλκολικό και μια σακάτισσα σε ένα μικρό δυάρι. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχε τραβήξει την τελευταία του φωτογραφία, τόσο πολλά που τώρα πια εκείνη η ζωή του έμοιαζε σαν να ήταν η ζωή κάποιου άλλου.

Αυτό το Σάββατο είχε υγρασία και τα κόκκαλα του πονούσαν. Έχωσε το ένα χέρι του βιαστικά και ανακάτεψε τα περιεχόμενα του σκουπιδοτενεκέ. Στο άλλο κρατούσε μια ραγισμένη γκαζόλαμπα. Λίγο αργότερα είχε μαζέψει μισό καρβέλι ψωμί, δύο ληγμένα μπουκάλια γάλα και μισό πακέτο ασπιρίνες. Το τελευταίο πράγμα που έβγαλε ήταν ένα σπασμένο κάδρο.

Έφεξε με την γκαζόλαμπα στη φωτογραφία και είδε σε αυτή τον εαυτό του αγκαλιά με τη γυναίκα του και το νεογέννητο γιο του. Τότε ακόμα εκείνη περπατούσε και ο γιος του δεν είχε βάλει το πρώτο του ποτό στο στόμα. Δε θυμόταν ποιος τους είχε τραβήξει αυτή τη φωτογραφία, ούτε μπορούσε να φανταστεί σε ποιον θα μπορούσε να ανήκει αυτό το κάδρο. Θυμήθηκε όμως τη στιγμή της γέννησης στο μαιευτήριο και αυτό του έδωσε γαλήνη.

Αργότερα, το ίδιο βράδυ, ονειρεύτηκε πως ο γέρος του είχε πεθάνει.

Ιός
















Το πόδι του ακούμπησε στο πάτωμα και για μια στιγμή δίστασε, καθώς ένιωσε ένα ελαφρύ τρέμουλο μέχρι τη γάμπα. Κατέβασε και το άλλο πόδι του από το κρεβάτι και πάτησε πιο καλά, σα να δοκίμαζε τις δυνάμεις του, ή σα να προσπαθούσε να θυμηθεί πως είναι να περπατάς. Το δωμάτιο δεν είχε πολύ φως και απ’εξω ακουγόταν μόνο ο θόρυβος της πόλης.

Ακούμπησε το θερμόμετρο δίπλα στη λεκάνη με το ξύδι και σηκώθηκε προσεχτικά, ακουμπώντας με το καλό του χέρι τον τοίχο. Περπάτησε μέχρι το μπάνιο με αργά, συρτά βήματα, μέχρι που πάτησε ένα μικρό θρύψαλλο απο γυαλί. Βλαστήμησε, αλλά δεν κόπηκε. Το βλέμμα του ακολούθησε το γυαλάκι από το πάτωμα μέχρι τη σπασμένη οθόνη του υπολογιστή του.

Πριν μερικές μέρες τον είχε κολλήσει έναν ιό. Μέσα στα νεύρα του, είχε καρφώσει ένα τασάκι στο κέντρο της οθόνης, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον ιό να μετοικήσει από το νεκρό μηχάνημα στο δικό του νευρικό σύστημα. Μετά από λίγες ώρες είχε χάσει σημαντικό μέρος της μνήμης του και κάθε φορά που προσπαθούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, το δωμάτιο αποκτούσε μια γαλάζια απόχρωση.

Τα φάρμακα που του έγραψε ο γιατρός δεν έκαναν και πολλά πράγματα, προφανώς καταπολεμούσαν τα συμπτώματα και όχι την ασθένεια. Χθες το βράδυ τον πήρε τηλέφωνο ένας φίλος που το είχε περάσει μικρός και του εξήγησε πως έπρεπε να διαγράψει όλη του τη μνήμη για να θεραπευτεί. Εκείνος δεν είπε τίποτα, αλλά ευχήθηκε να μπορούσε να καρφώσει ένα τασάκι και στο κέντρο του δικού του κεφαλιού του.

Αφού, όμως δεν μπορούσε να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, απλά σηκώθηκε και για άλλη μια φορά έσυρε τα πόδια του μέχρι το μπάνιο. Έξω είχε λιακάδα, αλλά δεν το έμαθε ποτέ.