Παραμονής παράνομοι


Πάντοτε, μέσα σε βρώμικα νερά θα καθρεφτίζεται η ομορφιά σου.

Αγωνιούμε, προσπαθούμε να αγωνιστούμε, ελπίζουμε.

Για κάθε τι αληθινό που αντιστέκεται στης όχθης την ασχήμια.

Για τον άνθρωπο που βρίσκεται δίπλα μας.

Όλοι μαζί, παράνομοι εραστές μιας αλλιώτικης ζωής.

Καλή χρονιά.

ανάμεσα

Περπατώντας στους δρόμους της μεγαλούπολης συνάντησα ένα αγόρι που έψαχνε μέσα στα σκουπίδια.

Τι ψάχνεις; Το ρώτησα.

Δε με θυμάσαι; Μου απάντησε και χάθηκε μέσα στο εορταστικό βουητό και τα απρόσεχτα βήματα των περαστικών.

Όταν γύρισα στο σπίτι έλειπαν όλοι.

Μπήκα στο παιδικό μου δωμάτιο και κάτω από τη σκόνη και τις αναμνήσεις με περίμενε το ίδιο ακριβώς αγόρι.

Ποιος είσαι; Το ρώτησα.

Δε με θυμάσαι; Μου απάντησε και τρύπωσε ανάμεσα στα ξεραμένα πινέλα και το πρώτο μου σκισμένο παραμύθι.

Έφτιαξα ένα σάντουιτς να φάω. Πολύ κέτσαπ, πολύ μουστάρδα και κρεμμύδι. Έκανα ένα μπάνιο.

Ένας ένας, οι δικοί μου επέστρεψαν, γέμισε το σπίτι, όπως τότε, παλιά, όταν ήμασταν μικροί. Γέμισε πρώτα κι ύστερα καθώς νύχτωσε, άδειασε ξανά. Ένας ένας έφυγαν τα αδέρφια μου.

Έμειναν μόνο ο πατέρας μου κι η μάνα μου, αποκοιμισμένοι αγκαλιά στον καναπέ κι η τηλεόραση να παίζει σιγανά.

Έφυγα κι εγώ.

Στην αυλή, πλάι στη γέρικη ροδιά, με περίμενε πάλι το αγόρι.

Τι θέλεις; Το ρώτησα.

Να με θυμάσαι. Μου απάντησε και κρύφτηκε πίσω από τα άστρα.

O θείος Χάρης και το Βαβέλατο

Όλα ξεκίνησαν πριν πολλά πολλά χρόνια. Τότε που ήμουν ακόμη μικρός και περνούσα τα Χριστούγεννα με τα ξαδέρφια μου, τη θεία μου και το θείο μου, το θείο Χάρη, που ήταν αδερφός της μαμάς μου. Ο θείος Χάρης είχε μεγάλη αγάπη για τα Χριστούγεννα και κάθε χρόνο στόλιζε στην αυλή του ένα πελώριο έλατο με όλων των λογιών τα χριστουγενιάτικα στολίδια και ήταν πολύ περήφανος για αυτό.

Όλη η γειτονιά μιλούσε για το πανύψηλο έλατο του θείου Χάρη.

Μέχρι που μια μέρα, όταν βγήκαν όλοι οι γείτονες το πρωί να πάνε στη δουλειά τους, αντίκρυσαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο που βρισκόταν στην αυλή του κυρ-Σταύρου, ακριβώς απέναντι δηλαδή από την αυλή του θείου Χάρη. Τους ήρθε πολύ ξαφνικό, μα κανείς δεν είπε κουβέντα. Το κοίταξαν για λίγη ώρα και ύστερα έφυγαν σκεφτικοί για τις δουλειές τους.

Το έλατο του κυρ-Σταύρου ήταν πιο ψηλό από το έλατο του θείου Χάρη.

Ο θείος Χάρης δεν το πίστευε. Μα να του κάνει τέτοιο πράμα ο γείτονας του! Δεν έχασε καιρό, έφυγε αμέσως για την χριστουγεννιάτικη αγορά και βρήκε ακόμη ψηλότερο δέντρο. Το ζήτημα τακτοποιήθηκε, το δεντρο του ήταν και πάλι το ψηλότερο στη γειτονιά. Ο θείος Χάρης κοιμήθηκε ήσυχος και ξύπνησε την άλλη μέρα ευδιάθετος παρά την χθεσινή κούραση από την αλλαγή και ξαναστόλισμα του δέντρου.

Αλλά μια ακόμη έκπληξη τον περίμενε.

Η γειτονιά είχε μεταμορφωθεί σε ένα χριστουγεννιάτικό δάσος! Όλοι οι κάτοικοι είχαν από ένα πελώριο δέντρο στην αυλή τους και κοκορεύονταν πως το δέντρο τους είναι το ψηλότερο από όλα. Ο θείος Χάρης έμεινε με το στόμα ανοιχτό, μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Είχε ξοδέψει όλα του τα χρήματα για να αγοράσει τα δυο δέντρα και έτσι ήταν αναγκασμένος να εγκαταλείψει κάθε σχέδιο για να διεκδικήσει πάλι την πρωτοκαθεδρία.

Τότε πέρασε από τη γειτονιά ο δήμαρχος.

Ο δήμαρχος, ήταν ένας άνθρωπος που έδινε πολή σημασία στην εικόνα του. Για αυτό εξάλλου και ήταν δήμαρχος. Μόλις είδε το χριστουγεννιάτικο δάσος απόρησε. Τι πάει να πει πάλι αυτό; Όλοι αυτοί εδώ βάλθηκαν να αμφισβητήσουν την εξουσία του και ύψωσαν χριστουγεννιατικα δέντρα ψηλότερο από το δέντρο του δήμου, που ήταν και μεταλλικό! Τι θα έλεγε ο κόσμος αν το έβλεπε αυτό; Ο δήμαρχος θα έπεφτε στα μάτια τους το δίχως άλλο.

Έδωσε αμέσως διαταγή να φτιάξουν καινούριο δέντρο στην κεντρικη πλατεία. Ψηλότερο.

Όλα έμοιασαν πως τακτοποιήθηκαν και πάλι. Ο θείος Χάρης βέβαια δεν πέρασε τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής του, αλλά έκανε σχέδια για την επόμενη χρονιά. Έκανε μάλιστα και ειδική παραγγελιά από τη μακρινή Σουηδία για την επόμενη χρονιά. Είναι γνωστό σε όλους πως τα Σουηδικά δέντρα είναι ψηλότερα από τα ελληνικά. Ο δημάρχος από την άλλη, πέρασε τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής του: το Χριστουγεννιάτικο δέντρο του ήταν το ψηλότερο ολόκληρης της Αθήνας.

Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα συνέβαινε την επόμενη χρονιά.

Ο δήμαρχος Αθηναίων δε θα επέτρεπε να συμβεί ξανά το ίδιο. Τα φετινά Χριστούγεννα το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο θα ήταν αυτό του δήμου της Αθήνας. Όμως δεν ήταν μόνο αυτός που ζήλεψε το επίτευγμα του άλλου δημάρχου. Όλοι οι δήμοι της Αθήνας βάλθηκαν να συναγωνίζονται ποιος θα φτιάξει το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι υπέυθυνοι κάθε δήμου εργάζονταν πυρετωδώς και τελικά όταν ήρθε η μέρα που τέλειωσαν οι προετοιμασίες, άπλωσαν τα μέτρα και τις μεζούρες και μέτρησαν. Ο δήμαρχος της Αθήνας ήταν ο νικητής. Έτσι έπρεπε να γίνει, η πρωτεύουσα οφείλει να είναι πρώτη.

Αυτό βέβαια δεν άρεσε καθόλου στους κατοίκους της συμπρωτεύουσας.

Μετά από αυτό, μπορείτε να φανταστείτε τι συνέβη την επόμενη χρονιά. Όλοι οι δήμοι της Ελλάδας, με πρώτο το δήμο της Θεσσαλονίκης, έβγαιναν και δήλωναν πως φέτος ο δικός τους δήμος θα έχει το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ελλάδας. Εκείνο το Δεκέμβρη οι καλύτεροι μηχανικοί της χώρας δούλεψαν πυρετωδώς στην υπηρεσία των δημάρχων, στην υπηρεσία της τοπικής αυτοδιοίκησης δηλαδή, για το καλό των κατοίκων κάθε δήμου. Η μάχη ήταν σκληρή, μα το αποτέλεσμα... Ο δήμος Θεσσαλονίκης είχε πάρει τη ρεβανς και μάλιστα είχε καταφέρει να φτιάξει το μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης.

Η είδηση έκανε το γύρω της γηραιάς ηπείρου.

Και η γηραιά ήπειρος ζήλεψε. Την επόμενη χρονιά σειρά είχε η Ρώμη και ύστερα το Παρίσι. Τα χρόνια περνούσαν και τα δέντρα έφταναν όλο και πιο ψηλά. Να η Μόσχα! Να το Λονδίνο! Η Μαδρίτη, το Ελσίνκι, οι Βρυξέλες! Και τότε το πήραν χαμπάρι οι Αμερικάνοι, καθυστερημένοι ως συνήθως. Για να λέμε την αλήθεια δε θα το έπαιρναν, αλλά έψαχνε η κόκα κόλα υλικό για την καινούργια διαφημιστική της εκστρατεία, μετά από αυτή με τον Άι Βασίλη.

Μα είναι δυνατόν να μην έχουμε εμείς το ψηλότερο Χριστουγεννιάτικο δέντρο του πλανήτη;

Αναρωτήθηκε ο πλανητάρχης. Έτσι ξεκίνησε το πιο φιλόδοξο σχέδιο όλων των εποχών: ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο από τη γη μέχρι τα άστρα. Ένα σύγχρονο θαύμα, δείγμα του σύγχρονου τεχνολογικού θριάμβου της ανθρωπότητας, αλλά και ένα ξεκάθαρο μήνυμα υπεροχής της αμερικανικής υπερδύναμης προς τις υπόλοιπες χώρες. Οι πολυεθνικές εταιρίες ενθουσιαστηκαν με αυτή την ιδέα και βιαστηκαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και να συμμετάσχουν στη χρηματοδότηση της αν χρειαζόταν. Κανείς δεν ήθελε να μείνει απ' έξω από ένα τόσο μεγάλο επίτευγμα, που θα έμενε για πάντα στην ανθρώπινη ιστορία. Κάποιοι μάλιστα πρότειναν να στολίσουν με τα αγαθά που κατασκεύαζαν και εμπορεύονταν το δέντρο αντί για Χριτουγεννιάτικα στολίδια.

Κι έτσι και έγινε.

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο έφτανε όλο και πιο ψηλά. Πιο ψηλά και απο εκεί που πετάνε τα πουλιά, πιο ψηλα και από τα σύννεφα, πιο ψηλά και από το ψηλότερο βουνό. Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο πλησίαζε όλο και πιο κοντά στα άστρα. Πλησίαζε Δεκέμβρης και οι αμέτρητοι εργάτες δούλευαν όλο και πιο σκληρά για να το τελειώσουν στην ώρα τους. Όλα πήγαιναν ρολόι και οι άνθρωποι των πολυεθνικών έτριβαν τα χέρια τους, όπως και ο πλανητάρχης.

Όλα αυτά τα χρόνια ο θείος Χάρης συνεχιζε το δικό του ετήσιο αγώνα με τους γείτονες.

Τα Χριστούγεννα που θα ολοκληρωνόταν η κατασκευή, έτυχε και βρεθήκαμε πάλι στο σπίτι του. Είχε περάσει πολύς καιρός από τη χρονιά εκείνη που για πρώτη φορά κάποιος είχε αμφισβητήσει την χριστουγεννιάτικη κυριαρχία του. Καθίσαμε όλοι μαζί μπροστά στην τηλεόραση, όπως απαιτεί το έθιμο για να παρακολουθήσουμε το άναμμα του δέντρου. Ένα δισεκατομμύριο λαμπιόνια το στόλιζαν, μαζί με εκατομμύρια συσκευασίες από κάθε λογής προϊοντα. Η βάση του ήταν μεγαλύτερη από την Ελλάδα, ίσως και από ολόκληρα τα Βαλκάνια.

"Σαχλαμάρες. Τι καταλαβαίνουν με αυτό;".

Είπε ο Θείος Χάρης και άλλαξε κανάλι. Μα και το επόμενο κανάλι έδειχνε το ίδιο και το επόμενο και το επόμενο και το επόμενο... Κι έτσι τελικά το είδαμε. Όχι το άναμμα, αλλά το σβήσιμο.

Ο πλανήτης έσβησε.

Και ύστερα ράγισε.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο άρχισε να πέφτει. Πρώτα αργά και ύστερα όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που συνάντησε το έδαφος με ένα κρότο που όμοιο του δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά ο άνθρωπος. Ο πλανήτης, σκοτεινος και μόνος, ράγισε κι άλλο. Σχίστηκε στα δύο και ύστερα στα τέσσερα και ύστερα στα οχτώ και ούτω καθεξής μέχρι που απέμεινε μοναχά ένα κομμάτι βράχο για κάθε άνθρωπο. Κι ύστερα οι άνθρωποι άρχισαν να απομακρύνονται όλο και πιο μακριά ο ένας από τον άλλο και να χάνονται αργά στην παγωνιά του σύμπαντος.

Ο τελευταίος άνθρωπος που είδα ήταν ο θείος Χάρης.

Τον είδα καβάλα πάνω στο δικό του Χριστουγεννιάτικο δέντρο, φέτος το είχε παραγγείλει από το μακρινό Καναδά. Με κοίταξε απορία και κάτι μου είπε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα, ο ήχος δε μεταδίδεται στο κενό. Αλλά και να μεταδιδόταν πάλι τίποτα δε θα άκουγα. Ο κρότος από το πέσιμο του γιγάντιου έλατου με είχε κουφάνει.

Όπως και κάθε άλλο άνθρωπο.

Βιβλιοπλοπωλείο

Με σκούφο από μαύρο μαλλί και γάντια μπαλωμένα στις άκρες των δακτύλων του
κοιτάζει τα σκαλιά που κατηφορίζουν βαθιά μέσα στα έγκατα της γης του.

Τη γη των μπερδεμένων λέξεων και των ελαφρώς κοινότοπων νοημάτων.
Την κοιτάζει με ευλάβεια, πόθο και μια ανάλαφρη εγκληματική διάθεση.

Όπως θα υποψιάζεστε νιώθει ήδη ελαφρώς ανάλαφρος.

Πατάει στο πρώτο σκαλοπάτι και τα ρουθούνια του γεμίζουν τη γνώριμη πια μυρωδιά της πυρίτιδας.

Πατάει στο δεύτερο και οι κάνες των ματιών του αναστενάζουν ανυπόμονα.

Σταματά και καθισμένος στην άκρη της τελευταίας σελίδας αναρωτιέται,
έχεις να του προτείνεις ένα βιβλίο για τις μέρες ξεκούρασης που έρχονται;

the bright side of life












Καθώς η τελευταία μου βδομάδα στη δουλειά τελειώνει με εξαντλητικούς ρυθμούς και ευτυχώς υπάρχει το ράδιοφωνο να μου υπνεθυμίζει ότι..

Some things in life are bad
They can really make you mad
Other things just make you swear and curse.
When you're chewing on life's gristle
Don't grumble, give a whistle
And this'll help things turn out for the best...

And...always look on the bright side of life...
Always look on the light side of life...

If life seems jolly rotten
There's something you've forgotten
And that's to laugh and smile and dance and sing.
When you're feeling in the dumps
Don't be silly chumps
Just purse your lips and whistle - that's the thing.

And...always look on the bright side of life...
Always look on the light side of life...

For life is quite absurd
And death's the final word
You must always face the curtain with a bow.
Forget about your sin - give the audience a grin
Enjoy it - it's your last chance anyhow.

So always look on the bright side of death
Just before you draw your terminal breath

Life's a piece of shit
When you look at it
Life's a laugh and death's a joke, it's true.
You'll see it's all a show
Keep 'em laughing as you go
Just remember that the last laugh is on you.

And always look on the bright side of life...
Always look on the right side of life...
(Come on guys, cheer up!)
Always look on the bright side of life...
Always look on the bright side of life...
(Worse things happen at sea, you know.)
Always look on the bright side of life...
(I mean - what have you got to lose?)
(You know, you come from nothing - you're going back to nothing.
What have you lost? Nothing!)
Always look on the right side of life...


Δυο μέρες μόνο για τη χριστουγεννιάτικη ανάσταση.

track 5

Σκοτείνιασε μεσημεριάτικα.

Λες και ξαφνικά θυμήθηκε ο χειμώνας πως τόσο καιρό είναι απών και αποφάσισε να ρίξει όλα του τα σύννεφα να πνίξουν τον ήλιο.

Ψιχαλίζει.

Εκείνη διασχίζει το δρόμο ανέμελη, ένα αυτοκίνητο τη σκίζει στα δύο.

Η φωτογραφία που κρατούσε στα χέρια της θα κρυφτεί πίσω από έναν τρομαγμένο κάδο.

Δεν ήταν δική της, αλλά ήταν από τις διακοπές της στη νήσο Φερουγιατ.

Είχε πάθος με τη φωτογραφία, μικρή ήθελε να γίνει φωτογράφος. Πάντα είχε στην άκρη του μυαλού της πως μια μέρα ίσως να γινόταν.

Τελικά έγινε τροχαίο ατύχημα.

Η νήσος Φερουγιατ, βρίσκεται στην άλλη άκρη του πλανήτη και την επισκέφτηκε φέτος το καλοκαίρι. Έκανε δύο χρόνια οικονομίες για να πάει και να φωτογραφίσει το εξωτικό νησί με τους μυστήριους κατοίκους του.

Έμεινε δέκα μέρες.

Την τελευταία, μια γριά γυναίκα την πλησίασε και την άγγιξε στο μάγουλο. Τα μάτια της ήταν θλιμμένα και τα λόγια της είχαν τη στεναχώρια του θανάτου. Εκείνη δεν μπόρεσε να καταλάβει τίποτα, ένιωσε μονάχα μια απροσδιόριστη απειλή.

Την έβγαλε φωτογραφία.

Και τώρα η φωτογραφία αυτή κρύβεται πίσω από έναν βρεγμένο κάδο.

Εκείνη είναι δίπλα του και η γρια βαριά άρρωστη, αφήνει την τελευταία της πνοή στην άλλη άκρη του πλανήτη.

«Μείνε», της είχε πει, «και θα ζήσεις και εσύ και εγώ».

Άραγε αν την καταλάβαινε θα έμενε; Θα είχαν γλιτώσει;

Καθώς κάθομαι και κοιτάζω το αίμα της που σμίγει με το νερό της βροχής δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι για όσα ανέβαλλα για την επόμενη εβδομάδα, όσα ανέβαλλα για τον επόμενο μήνα, όσα ανέβαλλα για τον επόμενο χρόνο.

Σκοτείνιασε μεσημεριάτικα.

Και ψιχαλίζει.

Στη νήσο Φερουγιάτ, με οδήγησε το τραγούδι σου. Σε ευχαριστώ.

αλήθειες

Αυτή η ιστορία μπορεί να είναι μικρή, αλλά τελείωνει με μια μεγάλη αλήθεια.

Σου αρέσουν οι μεγάλες αλήθειες, το ξέρω.

Σε ποιον δεν αρέσουν, θα μου πεις.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην κουβαλάει μια μεγάλη αλήθεια μέσα του.

Και που να μη θέλει να τη μοιραστεί.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει ανάγκη τη μεγάλη αλήθεια.

Και που αν δεν τη βρει θα την αναζητήσει ακόμη και στα σκουπίδια του πολιτισμού μας.

Για αυτό, χρόνια τώρα, φτιάχνουμε θεούς, νόμους και εξισώσεις.

Για αυτό φτιάχνουμε ιστορίες.

Ναι, ιστορίες, σαν και αυτήν εδώ που τώρα διαβάζεις.

Μια μικρή ιστορία που αρχίζει με ένα ακόμη μικρότερο ψέμα.

Αγγελία

«Πωλείται ουράνιο τόξο, με εφτά χρώματα. Εφτά πραγματικά χρώματα και άπειρες αποχρώσεις. Μία για κάθε συναίσθημα – μία για κάθε διαφορετικό χαμόγελο και μία για κάθε διαφορετικό δάκρυ. Τα χρώματα είναι σε άριστη κατάσταση, και ο ιδιοκτήτης τους τα έχει δει ελάχιστα. Δεκτός κάθε έλεγχος από ειδικούς, τόσο για την ποιότητα όσο και τη γνησιότητα του προϊόντος. Τιμή λογική».

- Ποια μπορεί να είναι δηλαδή, μια λογική τιμή για κάτι τέτοιο;

Τη ρώτησε, καθώς εκείνη ακουμπούσε το κεφάλι της στην κοιλιά του.

- Δεν ξέρω, αν δεν είναι πολύ ακριβό θα μου το πάρεις;

Τα λόγια της ξεχείλιζαν από τη γνωστή αχόρταγη προσμονή της.

- Θα δούμε, απάντησε εκείνος.

Διάβασαν την επόμενη αγγελία.

Και αυτή, όπως και η προηγούμενη, ήταν γραμμένη σε σύστημα Μπράιγ.

δια σταύρωσις

Λένε πως η ζωή είναι μονάχα ένας δρόμος.

Καθώς της ζήτησε απόψε να τον παντρευτεί,

εκείνη στέκεται μετέωρη σε μία διασταύρωση.

Αμήχανη, δεν ξέρει τι να προτιμήσει.

Τη διαίρεση.

Ή τη σταύρωση.


αφιερωμένο στον padrazo και τις όμορφες αλληγορίες του

Στο σούπερ μάρκετ των ευθυνών

Πήγαμε πάλι χθες το βράδυ με την καλή μου στο σούπερ μάρκετ των ευθυνών.

Μόνος μου δεν πάω σχεδόν ποτέ, μονάχα με την καλή μου ή με το αφεντικό μου ενίοτε.

Τι κόσμος! Μικροί και μεγάλοι γέμιζαν τα καροτσάκια τους, βιαστικοί με όσες περισσότερες ευθύνες μπορούσαν.

Παρατήρησα πως όσο περνάει ο καιρός βλέπεις όλο και μικρότερες ηλικίες στην υπεραγορά των ευθυνών. Παλιότερα δεν ήταν έτσι.

Ούτε είχε τόσο κόσμο.

Καθώς περπατούσαμε, πιασμένοι σε ένα γλυκύτατο αγκαζέ (το είδος εκείνο του αγκαζέ που χαρακτηρίζει τη διάθεση του ενός να τραβήξει τον άλλον κάπου που εκείνος δε θα πήγαινε ποτέ), με το μικρό, σχεδόν άδειο καρότσι μας, βρεθήκαμε απέναντι του.

Η καλή μου έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Στην αρχή κι εγώ εντυπωσιάστηκα.

Το καρότσι του είναι πέντε φορές σαν το δικό μας και οι ευθύνες σχεδόν ξεχειλίζουν. Ξεχειλίζουν τακτοποιημένες.

Τον κοιτάζω λοιπόν πίσω από το τακτοποιημένο καρότσι του, μπρος από το τακτοποιημένο μυαλό του και παραδέχομαι πως είναι ο πιο υπεύθυνος άνθρωπος που έχω γνωρίσει.

Κοιτάω και τα χάλια μου (ναι, είμαι ο πιο ανεύθυνος άνθρωπος που θα μπορούσα να γνωρίσω) και δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ.

Αναρωτιέμαι αν αγαπάει τις ευθύνες του.

Αν τις απολαμβάνει. Αν λαχταρά να μαζέψει κι άλλες. Να μαζέψει όσες περισσότερες μπορεί, να γεμίσει και δεύτερο καρότσι ή ακόμη και τρίτο.

Να γίνει ευθυνάρχης. Ή υπερευθυνάρχης.

Αναρωτιέμαι αν κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί τις απαριθμεί μία μία και τις ακουμπά δίπλα στο μαξιλάρι του.

Μα περισσότερο από όλα αναρωτιέμαι τι θα συνέβαινε αν έπρεπε μια μέρα να του αναθέσουν την ευθύνη να μην έχει καμιά απολύτως ευθύνη;

Ανυπόνομος

Ο κύριος Κ. ζούσε για χρόνια μέσα στον υπόνομο.

Αυτό ήταν κάτι το συνηθισμένο για τους ανθρώπους της γενιάς του, όπως και για τους ανθρώπους της προηγούμενης γενιάς και της προπροηγούμενης, και ούτω καθεξής.

Ζούσε σε ένα υγρό και βρώμικο καταφύγιο, κάτω από τα βιαστικά βήματα των περαστικών και τα θυμωμένα λάστιχα των αυτοκινήτων.

Αν και αντιμετώπιζε τα αναμενόμενα προβλήματα υγείας, εξαιτίας της υγρασίας και της πληθώρας των επίδοξων μικροβίων, ο κύριος Κ. δεν παραπονιόταν.

Η ζωή του στον υπόνομο του άρεσε.

Του άρεσε γιατί πάνω από όλα του έδινε ασφάλεια και σιγουριά.

Σε ποιον εξάλλου δε θα έδινε σιγουριά το να ζει υπό του νόμου;

Για αυτό και είχαν φτιάξει τους νόμους. Για αυτό είχαν φτιάξει τον υπόνομο.

Για αυτό και υπονόμευαν την ίδια τους τη ζωή.

Ένα πρωινό, ο κύριος Κ. αναρωτήθηκε αν άξιζε τον κόπο.

Ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό, που οι σωλήνες έσταζαν και το ταβάνι βούιζε.

Οι αρουραίοι επέστρεφαν χορτασμένοι στις τρύπες τους.

Κι όμως εκείνο το συνηθισμένο πρωινό ο κύριος Κ. δεν μπορούσε πια να εκτιμήσει την ορθότητα του νόμου και την τάξη του υπονόμου.

Η δυσωδία άρχισε να τον ενοχλεί, το πάτωμα πλησίασε το ταβάνι. Οι σκέψεις του δεν χωρούσαν πια ανάμεσα τους.

Ένιωσε για πρώτη φορά κλειστοφοβία.

Προσπάθησε να μιλήσει στους ανθρώπους γύρω του.

Προσπάθησε να μιλήσει στον εαυτό του.

Δεν κατάφερε πολλά πράγματα, παρά μόνο να μεγαλώσει κι άλλο η ανάγκη του εκείνη για καθαρό αέρα. Η ανυπομονησία του όλο και μεγάλωνε.

Απομονώθηκε.

Ύστερα απονομώθηκε.

Και τελικά, ανυπόμονος πάντα, ο κύριος Κ. έμεινε για πάντα ανυπόνομος.

Η γάτα













Θα την βρεις να τριγυρίζει στα όνειρα του.

Επιλέξεων

Τα χρόνια εκείνα όλοι υμνούσαν την επιλογή.

Έλεγαν ψέματα.

Ο κόσμος τους δεν είχε καμιά απολύτως αληθινή επιλογή.

Κάποιοι δεν το κατάλαβαν.

Κάποιοι άλλοι φώναξαν πως εξαπατήθηκαν.

Και κάποιοι μίλησαν για επιλογές κρυμμένες.

Επιλέγεις, λοιπόν, ανάμεσα στης γνώσης την απόγνωση και στην ελπίδα της εξέγερσης.

Επιλέγεις;

Γνώσης απόγνωσις

Προσπαθώ να αφουγκραστώ την εποχή μου φίλε μου, μα εκείνη σιωπά.

Γιατί σιωπά;

Κάποτε ο άνθρωπος ήταν φυλακισμένος και όμως μιλούσε. Τολμούσε.

Τώρα ελεύθερος πια, στέκει βουβός. Τρέχει βουβός.

Και είναι περήφανος για τη σιωπή του τούτη.

Προσπαθώ να αφουγκραστώ την εποχή μου΄, μα δεν ακούω τίποτα παραπάνω από την ήσυχη ηχώ της ανάσας μου.

Που πήγαν οι μεγάλοι δάσκαλοι;

Σκόρπισαν; Δεν υπήρξαν ποτέ;

Τι συμβαίνει;

Έγινε ο άνθρωπος έρμαιο της μοναξιάς του και του χρήματος;

Της μοναξιάς του χρήματος;

Αφού κι αυτό καιρό τώρα αρχίζει και το χάνει. Τα χάνει.

Και ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός.

Και το συναίσθημα δεν είναι ποτέ δυνατό.

Τα παιδιά μας γίνηκαν δολοφόνοι.

Προσπαθώ ν αφουγκραστώ την εποχή μου, μα εκείνη βάζει το δάχτυλο στο στόμα.

Σσσσσσς.

Να ζεις ήσυχα.

Μάθαμε πια να ζούμε ήσυχα κι ανώνυμα.

Να είναι η ζωή μας τακτοποιημένη, να μην ενοχλούμε.

Μα το χειρότερο από όλα δεν είναι πως γίναμε ανώνυμοι. Πως μας φόρτωσαν ανώνυμες ιδέες και ανάγκες, πως τα όνειρα μας δεν έχουν όνομα πια.

Το χειρότερο είναι πως μάθαμε να πεθαίνουμε ανώνυμα.

Μέσα σε κάτασπρα νοσοκομεία, δίχως να ξέρουμε καν ποιος είναι αυτός που πεθαίνει στο διπλανό κρεβάτι.

Δίχως να ξέρουμε ποιος είναι αυτός που αργοπεθαίνει στο διπλανό διαμέρισμα;

Αργοπεθαίνουμε.

Υπάρχει άραγε μεγαλύτερος ξεπεσμός από αυτόν;

Προσπαθώ να αφουγκραστώ την εποχή μου, μα εκείνη ουρλιάζει.

Ουρλιάζει τόσο δυνατά που το τύμπανο μου αιμορραγεί.

Το ξεριζώνει από το αυτί μου. Το συνθλίβει.

Καλύτερα έτσι.

Τώρα τουλάχιστον ξέρω πως για τη σιωπή της φταίω μονάχα εγώ.

Είχες δίκιο φίλε μου για τον άνθρωπο.

Είναι τελικά ένα λάθος της φύσης.

Κι εμείς τώρα το πληρώνουμε με τις πυρωμένες βελόνες της λογικής και των ενστίκτων, πάνω στη γερμένη πλάτη της συνείδησης.

Ελπίδας εξέγερσις

Σε λίγο ξημερώνει.

Η πιο σκοτεινή ώρα της νύχτας φίλε μου, λένε πως είναι αυτή.

Τώρα, λίγο πριν η πρώτη σταγόνα φωτός μουτζουρώσει το μαύρο καμβά του ουρανού.

Συλλογιέμαι τον άνθρωπο.

Το φοβισμένο εκείνο τριχωτό πλάσμα, που άφησε πίσω του τις σπηλιές στη μεγάλη περιπέτεια για τα άστρα.

Συλλογιέμαι το ταξίδι του νου.

Τις εξεγέρσεις του νου. Τις εξεγέρσεις της ψυχής. Την αναζήτηση.

Την ομορφιά, την αγάπη για την ομορφιά.

Την αγάπη.

Συλλογιέμαι τον άνθρωπο.

Έπλασε και σκότωσε θεούς.

Σκότωσε και έπλασε τον ίδιο του τον εαυτό.

Τα έβαλε με το αδύνατο, πολέμησε το δυνατό.

Νιώθω το πνεύμα του αρχαίο και ζεστό, να ρέει αδιάκοπα μέσα στις κοίτες που έχτισε ο χρόνος.

Κάθε γενιά αφήνει κάτι στην επόμενη.

Τη σκοτεινιά διαδέχεται το φως.

Το φως της εξέγερσης.

Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα της εξέγερσης. Η ίδια του η ύπαρξη είναι εξέγερση.

Αυτό μας διδάσκει το ποτάμι του χρόνου.

Αυτό μας διδάσκει το αίμα που χύθηκε και χύνεται. Το αίμα που φτιάχνει τον καλύτερο άνθρωπο.

Δεν είναι εύκολο, το ξέρω.

Μάθαμε όμως τόσα, ακόμη μαθαίνουμε και έχουμε τόσα να μάθουμε ακόμη.

Μην απελπίζεσαι. Μαζί προχωράμε

Εγώ. Εσύ. Αύριο αυτός, μεθαύριο αυτοί.

Ξημερώνει και σε αγαπάω φίλε μου.

Ξημερώνει και δημιουργώ.

Ελπίζω.

Στην ντουλάπα

Σήμερα το πρωί άνοιξα τη ντουλάπα μου και βρήκα μέσα έναν άγγελο να σαπίζει.

Είχε τετράγωνα δόντια και γένια και μύγες που ζουζούνιζαν ανάμεσα στο ξεθωριασμένο φωτοστέφανο του.

Το μισό του πρόσωπο είχε λιώσει. Το άλλο μισό χαμογελούσε.

Παραδόξως δε βρώμαγε, αλλά το θέαμα μου έφερε ναυτία.

Έκλεισα την ντουλάπα. Ζαλιζόμουν.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι μέχρι να συνέλθω.

Να συνέλθω για να πάω δουλειά, να αρχίσω τη μέρα μου.

Και ο άγγελος;

Θα τον αποτελειώσουν τα ποντίκια. Έτσι δε γίνεται συνήθως;

Κοίταξα ξανά την ντουλάπα, κλειστή. Έκλεισα κι εγώ τα μάτια.

Ονειρεύτηκα μια πλατεία γεμάτη κόσμο και μουσικές.

Ξύπνησα. Η ντουλάπα ήταν ανοιχτή και άδεια.

Προσπάθησα να σηκωθώ, ζαλιζόμουν ακόμα. Έκλεισα πάλι τα μάτια.

Ονειρεύτηκα μια πλατεία γεμάτη καμένα αγάλματα και σκοτωμένα παιδιά.

Ανάμεσα τους μια φωνή ψιθύρισε

«Κόλαση είναι ο παράδεισος που καίγεται».

Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήταν σκοτεινά.

Σκοτεινά και στενάχωρα.

Όπως μέσα σε μια κλειστή, ασφυκτικά μικρή, ντουλάπα.

Γένεσις

Δεν εχω ξαναβρεθεί σε μαιευτήριο.

Χθες για πρώτη φορά συναντησα δυο ανθρώπους 7 ωρών ο καθένας. Ναι το άθροισμα των ζωών τους δεν ήταν ούτε μια μέρα ακόμη.

Βρέθηκα αντιμέτωπος με την καθαρή ύπαρξη, ανόθευτη ακόμα από τις τεχνητές προσμίξεις που οι ιδιοι δημιουργήσουμε.

Μαζί μας μια νοσοκόμα, γκρινιάρα, φωνακλού, πιο αποστειρωμένη από τα μπιμπερό που ρουφούσαν λαίμαργα τα δίδυμα, μας έκανε παρατηρήσεις και μας αγριοκοιτούσε.

Ανίκανη να μοιραστεί τη χαρά των γονιών, τη χαρά της δημιουργίας.

Η εξουθενωτική επαναλειψιμότητα των συναισθημάτων την έχει ξεφλουδίσει.

Άνθρωπος, μυστήριο πλάσμα, αντίφαση της ίδιας του της ύπαρξης.

Δεν ανησυχώ, τελικά η ζωή θριαμβεύει.

Καλό χυμώνα

Με τον υδράργυρο ως συνήθως σε υψηλά για την εποχή επίπεδα.

















Και το έγκλιμα να συνεχίζεται.