ντιρέκτ















Καθισμένος στο σκαμνί του, με τα χέρια απλωμένα στα σχοινιά, ο Λέσλυ Άφτερ νιώθει μονάχα το βουητό. Δεν το ακούει, το νιώθει. Το νιώθει να πιέζει το δέρμα του, να τεντώνει τις νεκρές νευρικές του απολήξεις και να τον τραβάει όλο και πιο έντονα πίσω στο ρινγκ. Μπροστά του, ο κόουτς ουρλιάζει ακατάληπτες λέξεις, αλλά εκείνος ίσα ίσα που βλέπει τα χείλια του γερο-Χάνκυ να ανοιγοκλείνουν και τα χέρια του να τινάζονται πέρα δόθε. Γέρνει λίγο το κεφάλι του προς τα εμπρός, και νιώθει νερό ανάκατο με αίμα να στάζει από το στραβό του πηγούνι. Στην άλλη γωνία βλέπει τον αντίπαλο του να τον κοιτάζει επίμονα. Το βουητό γίνεται πιο δυνατό.

Στην καθημερινή ζωή του ο Λέσλυ Άφτερ είχε μια παράξενη συνήθεια. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, έμενε για λίγο καθισμένος στο κρεβάτι του, άνοιγε το συρτάρι του διπλανού κομοδίνου και έπιανε ένα παλιό αχρησιμοποίητο περίστροφο. Κάθε βράδυ με τις ίδιες ακριβώς κινήσεις, έβαζε τη μοναδική σφαίρα στο μύλο, τον γύριζε για κάμποση ώρα και μετά αφού τον έκλεινε στην τύχη, τραβούσε την ασφάλεια και με μια αποφασιστική κίνηση έβαζε το όπλο μες στο στόμα του. Το δάκτυλο του ήταν πάντα κολλημένο στη σκανδάλη. Το κρατούσε εκεί για τριάντα τουλάχιστον δευτερόλεπτα και όταν ήταν πια σίγουρος πως ήθελε να ζήσει και την αυριανή μέρα το έβγαζε από το στόμα του, το ασφάλιζε, και το επέστρεφε στο συρτάρι. Ύστερα κοιμόταν.

Όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε τραβήξει ποτέ τη σκανδάλη. Μια φορά μονάχα είχε φτάσει κοντά, όταν είχε μείνει με το όπλο χωμένο στο στόμα του για δύο ώρες. Το σεντόνι του είχε γίνει μούσκεμα από τα σάλια του που έτρεχαν αυτές τις δύο ατελείωτες ώρες και τελικά κοιμήθηκε στον καναπέ. Το πανίσχυρο ένστικτο της επιβίωσης του πρόσφερε πάντα έναν τουλάχιστο λόγο για να μη ρισκάρει τη ζωή του. Όταν ήταν μικρός πριν κοιμηθεί έκανε την προσευχή του. Κατά κάποιο τρόπο το ίδιο ακριβώς έκανε και τώρα.

Πίσω στο σκαμνί του, νιώθει τον αιθέρα να σκίζει τα ρουθούνια του. Δεν καταφέρνει όμως να τρυπήσει τις σκέψεις του και ακόμη περισσότερο δεν καταφέρνει να διώξει εκείνο το συναίσθημα που τον έχει γραπώσει από την πλάτη και τον βαραίνει. Δεν του έχει συμβεί ξανά, κάτι άλλο συμβαίνει εδώ απόψε. Το συναίσθημα είναι πολύ έντονο μες στην απλότητα του, αλλά κείνος δεν μπορεί να το αναγνωρίσει. Δεν το έχει ξανασυναντήσει στο λεξικό της ψυχής του. Σηκώνεται και αυτό συνεχίζει να τον τραβάει πίσω στα σχοινιά.

Σηκώνεται και περπατάει προς τον αντίπαλο του. Εκείνος κάνει ακριβώς το ίδιο.

Ο Λέσκυ Άφτερ δεν ήταν κανένας σπουδαίος πυγμάχος, αλλά ούτε ήταν και κανένας μέτριος. Απόψε όλοι περίμεναν πως θα κερδίσει εύκολα τον μάλλον άσημο αντίπαλο του και το ίδιο πίστεψε και αυτός από την πρώτη του γροθιά. Όμως τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί καθόλου έτσι. Μπορεί ο άσημος αντίπαλος του, να ήταν πιο αδύναμος, ή τεχνικά κατώτερος, αλλά είχε καταφέρει να στέκεται ακόμη στα πόδια του. Ήταν στην ίδια - ίσως και σε χειρότερη - άθλια κατάσταση με τον Λέσλυ Άφτερ, επιδεικνύοντας ένα πείσμα και μια αντοχή πρωτόγνωρη στο θεόρατο μαύρο άντρα.

Η πυγμαχία είναι πάνω από όλα θέληση, του έλεγε πάντα ο κόουτς. Πρέπει να λυγίσεις την θέληση του αντιπάλου σου, όπως το τσιμέντο το καρφί. Και η θέληση του δεν λυγίζει με τα χτυπήματα που δίνεις, αλλά με τα χτυπήματα που δέχεσαι.

Εκείνη τη στιγμή ένα φλας αστράφτει. Ένα φλας, που φωτίζει τον αντίπαλο του και του ξετυλίγει μια αποκαλυπτική σειρά απο σκέψεις, τόσο αναμφισβήτα διαυγείς, τόσο πειστικά σαφείς, που τον κάνουν να χαμηλώσει έντρομος το βλέμμα στα βρωμισμένα γάντια του. Λες και όλος αυτός ο σωματικός πόνος και η μυική κούραση, κρατάνε το κορμί του δεμένο πίσω και αφήνουν τη σκέψη του να ανυψωθεί και να δει τον εαυτό του να μάχεται τον αντίπαλο του και τον αντίπαλο του να μάχεται τον εαυτό του. Και βλέπει ξεκάθαρα πως το ρινγκ είναι μια φυλακή, μα πως ακόμη μεγαλύτερη φυλακή είναι ο κόσμος ολόγυρα του, το βουητό, συμπαγές και άκαμπτο σαν τους βράχους του κυμματοθραύστη. Βλέπει τον εαυτό του να μάχεται μες στη φυλακή και τότε καταλαβαίνει πως το βάρος που τον τραβάει πίσω στα σχοινιά, σε αυτά τα διακριτικά όρια της φυλακής του, είναι το βαθύτερο εκείνο συναίσθημα της συμπόνιας. Της συμπόνιας για τον αντίπαλό του, που πλέον - με το βλέμμα πάντοτε σκυμμένο στα γάντια του - ξέρει πως δεν μπορεί πια να νικήσει. Γιατί για τους φυλακισμένους νίκη δεν υπάρχει.

Το φλας αστράφτει αλλά ο Λέσλυ Άφτερ δεν μπορεί να ξεχωρίσει πια το πρόσωπο του αντιπάλου του. Εκείνος με ένα δυνατό ευθύβολο χτύπημα τον ξαπλώνει στο ρινγκ.

Μετά το τέλος του αγώνα γύρισε σπίτι. Το βουητό δεν ήταν τώρα πια τίποτα περισσότερο από μια ξεθωριασμένη ηχώ. Δεν ήταν πολύ αργά. Δεν άνοιξε την τηλεόραση. Πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του. Έβγαλε το περίστροφο από το συρτάρι, έβαλε τη σφαίρα στη θαλάμη και γύρισε το μύλο. Τον σταμάτησε σε μία τυχαία θέση. Ύστερα, αφού τον ξανάκλεισε, απασφάλισε το όπλο και το έβαλε στο στόμα του. Μετά από ακριβώς τριάντα δευτερόλεπτα τράβηξε την σκανδάλη.

Εκείνο το βράθυ κοιμήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του ήρεμος. Την επόμενη μέρα ξύπνησε ελεύθερος.

φωτογράφος κηδειών











Βρέχει βατράχια έξω. Τα παντζούρια είναι κλειστά και η σόμπα γεμίζει με μονοξείδιο του άνθρακα το δωμάτιο. Ακούω τα βατράχια, που κοπανάνε με μανία στο ξύλο – ματώνουν άραγε; – και κοιτάζω το τηλέφωνο. Εκείνο μου απαντάει. Το σηκώνω. Τη φωνή αυτή την έχω ακούσει πολλές φορές και για άλλη μια μου λέει μια ιστορία. Είναι μια φωνή βραχνή και πηχτή σαν μπαγιάτικο μέλι.

Αυτή τη στιγμή, σε μια κοιλάδα, κάπου έξω από την πόλη, ο κύριος Μέλβιν είναι καθισμένος σε ένα ολοστρόγγυλο άσπρο βράχο και τραβάει φωτογραφίες. Φυσάει ένα ζεστό, υγρό αεράκι και τα σύνεφα μοιάζουν με ξεθωριασμένα ζαχαρωτά. Ο κύριος Μέλβιν δεν τραβάει όμως τα σύννεφα, παρά μόνο τη νεκρή φύση. Είχε εργαστεί για κάποια χρόνια σαν φωτογράφος κηδειών.

«Που είπες ότι δουλεύεις;».

Η γυναίκα, με το τακτοποιημένο γιακαδάκι και τα καθώς πρέπει γυαλάκια, έχει γουρλώσει τα μάτια. Μάλλον δεν πιστεύει αυτό που μόλις έχει ακούσει. Και ο γοητευτικός άντρας που βρίσκεται μπροστά της μεταμορφώνεται σε ένα γκαργκόιλ, σε ένα μακάβριο θέαμα, σε ένα νεκροθάφτη των εικόνων. Για άλλη μια φορά ο κύριος Μέλβιν απομακρύνεται από τον κόσμο των ζωντανών και γίνεται αναπόσπαστο μέλος της επόμενης φωτογραφίας που θα τραβήξει.

Και εκεί συναντά δύο άντρες που ματώνουν πάνω στο μάρμαρο, ημίγυμνοι, με τα μακριά μαλλιά να στάζουν ιδρώτα και τα μάτια τους μισόκλειστα.

Τον κοιτάζουν για λίγο μέσα από το λυκόφως που δένει τη ζωή με το θάνατο και του θυμίζουν με μια φωνή:

«Το παρόν δεν υπάρχει».

«Μονάχα το παρελθόν», λέει ο νέος.

«Και το μέλλον», λέει ο γέρος.

Ο κύριος Μέλβιν αναποδογυρίζει το νόμισμα και κάτω από το μάρμαρο βρίσκει μια γυναίκα που τον υποδέχεται υγρή και ζεστή σαν ανοιξιάτικο αεράκι. Δαγκώνει το κάτω χείλος, τα μαλλιά της τινάζονται.

«Παρελθόν και μέλλον δεν υπάρχει. Μόνο το παρόν».

Πίσω στη μικρή καφετέρια, ένας άντρας τον κοιτάζει ακριβώς με το ίδιο έκπληκτο; – καχύποπτο; – απωθητικό; – βλέμμα. Τα πρόσωπα που έχει απέναντι του εναλλάσονται, όπως το φως με το σκοτάδι, όμως το βλέμμα παραμένει το ίδιο. Μόνο όταν τα ίδια πρόσωπα έρχονται ξανά σε αυτόν για να του ζητήσουν τις υπηρησίες του, μόνο τότε, το βλέμμα έχει αλλάξει. Γιατί οι άνθρωποι επιλέγουν να θυμούνται τον πόνο άραγε;

Ο κύριος Μέλβιν δεν έμεινε σε αυτή τη δουλειά για πάρα πολύ. Του το είχε πει εξάλλου ο δάσκαλος του.

«Εκείνοι τον πόνο τον δένουν στην εικόνα. Εσύ τον φορτώνεσαι στο σβέρκο σου».

Για αυτό οι νεκροθάφτες προτιμάνε να κοιτάζουν το νεκρό, παρά τους ζωντανούς ολόγυρα του. Για αυτό και εκείνος τώρα, ενώ κάθεται στη μέση μιας ολοζώντανης κοιλάδας τραβάει μονάχα τη νεκρή φύση. Σαν αυτό το μικρό βατράχι που κατά λάθος πάτησε πριν λίγο.

Σαν όλα αυτά τα νεκρά βατράχια που βρήκα μετά την μπόρα στο μπαλκόνι μου.

Αγώνας Τρόμου

Υπάρχει ένα παραθυράκι στην Αρχή Διατήρησης της Αδράνειας. Ίσα ίσα για να αερίζεται η σκέψη και να παίρνουν τα μυαλά σου αέρα.

Αρχίζεις τις αεροβασίες, κρύβεσαι πίσω από αερολογίες και καταντάς να ψάχνεις απεγνωσμένα τρόπο να το κλείσεις, γιατί η παγωνιά του κενού κατασκηνώνει στο καθιστικό σου και τακτοποιεί τους εφιάλτες σου, σαν αλλη Miss Doubtfire.

Κι ενώ εσύ αμφιβάλλεις για φλόγες και καιγεσαι για βολές προς κάθε κατεύθυνση, ο αυτοέλεγχός σου κατεβαίνει στα μπαρ για μια μπύρα με των φρονίμων τα παιδιά. Το σκηνικό αλλάζει και βρίσκεσαι σε ενα κελί που το κρύο είναι πιο κρύο και το σκοτάδι πιο σκοτεινό.

Και αν οι τοίχοι γύρω με τα ανυπότακτα φιορδ και τις καχύποπτες πυγολαμπίδες σου μοίαζουν ψεύτικοι, δε μπορείς να ξεχάσεις τόσους συντρόφους σου που πέθαναν απο υπερβολική δόση αλήθειας, στα ξεχασμένα σοκάκια των τριάντα.

Παρ' ολα αυτα εσυ χαμογελάς, γιατί το καιρικό παράθυρο για να ανέβεις στην κορυφή της ανίας κλείνει σιγά σιγά και εσύ δεν εχεις φτάσει ακόμα στον πάτο. Ανάβεις ένα τσιγάρο για τον τρόμο και ξεκινάς τρέχοντας να βρεις τη διαθεση που σε έχει προσλάβει για χαμάλη της. Χαλάλι της.

Τα βηματά σου συγχρονίζονται με τον ήχο που κάνουν και η ηχώ σε μεταφέρει σε όλους τους διαδρόμους ταυτόχρονα. Μπερδεύεσαι, σκοντάφτεις και κλωνοποιείσαι σε κάθε νευρική σου απόληξη. Ξαπλωμένοι στους γκρεμούς του εγκεφάλου σας, ένα πράγμα σας έρχεται στο μυαλό:

Στην παραδοχή ενός ασύγχρονου αγώνα τρόμου κρύβεται η χαμένη κάλτσα της ασφάλειας σας.