στον έρωτα και στον πόλεμο

Τον τέταρτο χρόνο του πολέμου, όταν πια η νίκη έμοιαζε κοντά, κατέλαβαν ένα μικρό χωριό δίπλα στη θάλασσα.

Ο Άνταμ Πρέσκοτ ήταν ένας στρατιώτης ήσυχος. Το μόνο που ήθελε από τον πόλεμο ήταν το τέλος του.

Περνούσε πάντα απαρατήρητος. Τόσο από τους συμπολεμιστές του, όσο κι από τον εχθρό.

Ίσως για αυτό να είχε επιβιώσει αυτά τα τέσσερα χρόνια στο μέτωπο.

Μιλούσε σπάνια.

Δε συμμετείχε στις λεηλασίες.

Δεν είχε φίλους.

Εκείνο το πρωινό που μπήκαν στο μικρό χωριό, ο αέρας είχε τη μυρωδιά της θάλασσας και ο Άνταμ Πρέσκοτ σκεφτόταν την πατρίδα.

Έτυχε και βρέθηκε μαζί με άλλους τέσσερεις έξω από ένα σπίτι που κάποιοι συμπολεμιστές τους λεηλατούσαν.

Ακούμπησαν στο φράχτη.

Από κάτω βράχια, στον ορίζοντα η θάλασσα πλάταινε, πίσω τους φωνές και σπασίματα.

Κάποιος την είδε.

Κρυβόταν στους θάμνους, ήταν με τη νυχτικιά. Έτρεμε.

Αμέσως την έπιασαν.

Τα ρούχα της είχαν σκιστεί, τα γόνατα της λασπωμένα, η ανάσα της κοφτή.

Ο Άνταμ Πρέσκοτ εκείνο το πρωί είδε τέσσερεις συμπολεμιστές του να σέρνουν την ομορφιά μες σε μία σάπια αποθήκη.

Και ο αέρας μύριζε θάλασσα.

Όπως ακριβώς πίσω στην πατρίδα.

Τότε ο Άνταμ Πρέσκοτ έκανε κάτι που κανείς δεν περίμενε.

Όρμησε σα μανιακός, σταμάτησε τους τέσσερεις άντρες, την άρπαξε από το χέρι και συνέχισε να την τραβάει μόνος του.

Το βλέμμα του δε σήκωνε αντιρρήσεις.

Οι υπόλοιποι συμφώνησαν. Τόσο καιρό εξάλλου δεν είχε χαρεί γυναίκα.

Είχε το βλέμμα του τρελού.
Κανείς δεν τον είχε δει ποτέ έτσι.

Που να ‘ξεραν πως από μέσα του έτρεμε.

Πως και ο ίδιος απορούσε για την αποφασιστικότητα του.

Και πως φοβόταν πως δε θα κατάφερνε στο τέλος να τους ξεγελάσει.

Μα δεν ήταν ο εαυτός του που προχωρούσε μπροστά, μα κάποια ίσως βαθύτερη του ανάγκη.

Για ομορφιά.

Ή για ελευθερία.

Και μες στο χέρι του, ένιωθε το μπράτσο της που έτρεμε.

Και δίπλα στο αυτί του, άκουγε σπασμένο το κλάμα της για έλεος.

Και όταν μπήκαν οι δυο τους μες στην αποθήκη, την άκουσε να ουρλιάζει από τρόμο και την άφησε.

Τα είχε καταφέρει, οι άλλοι είχαν φύγει, τώρα μπορούσε να της χαρίσει την ελευθερία της.

Μα πριν προλάβει να της εξηγήσει κάτι

πριν προλάβει καν το στόμα του να ανοίξει

εκείνη όρμησε μπροστά, μες στο παράθυρο κι από κει στο κενό, στα βράχια, στη θάλασσα

κι ο Άνταμ πίσω στη σάπια καλύβα μόνος, ανήμπορος να την ακολουθήσει.

Αφού έκλαψε ήσυχα όπως του ταίριαζε, βγήκε από την καλύβα.

Επέστρεψε.

Γύρισε πίσω ανάμεσα στα γέλια και στις επιδοκιμασίες των συντρόφων του.

Και συνέχισε τον πόλεμο.



Αυτή την ιστορία ο Άνταμ Πρέσκοτ, αν και την είχε διαγράψει εντελώς από τη μνήμη του, τη ξαναθυμήθηκε είκοσι χρόνια αργότερα, όταν τον χώρισε η γυναίκα που αγαπούσε και για κάποιο εντελώς τυχαίο λόγο βρέθηκε στο πατρικό του σπίτι, χάζευε τη θάλασσα, το φεγγάρι και τις λάμψεις από τους βομβαρδισμούς πέρα από τον ορίζοντα στην ανατολή – ή ίσως και στη δύση.