Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας

Φεύγοντας από τη δουλειά σήμερα, βρέθηκα μπρος σε ένα ασυνήθιστο θέαμα.

Στην αυλή, μισό παπούτσι δίπλα στο παπούτσι μου, συναντήθηκαν ένας τζίτζικας και ένας μέρμηγκας.

Βρέθηκαν απέναντι για μια στιγμή μονάχα.

«Εγώ ζω περισσότερο», είπε ο μέρμηγκας ιδρωμένος.

«Έχω σπιτικό, έχω γυναίκα, έχω παιδιά», συνέχισε. Βιαζόταν.

«Και μην ξεχνάς, έχω και σταθερή δουλειά», είπε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας.

Ο τζίτζικας δεν είπε κουβέντα, άρχισε πάλι το τραγούδι του.

Έτσι κι αλλιώς έχει μόνο το καλοκαίρι του. Τίποτα άλλο.

Δεν ξέρω αν οι μέρμηγκες τρέχουν για δάνεια, δόσεις, φροντιστήρια των παιδιών, καινούργιο αυτικίνητο, σουπερ μάρκετ, κομμωτήριο.

Οι τζίτζικες πάντως δε νομίζω.

Κι από ότι έχω ακούσει σίγουρα δεν υπάρχει τζιτζικοφάγος.

Απο σήμερα ξεκινάει το καλοκαίρι μου.

Καλό σου καλοκαίρι.

Απόδειξη με εις άτοπον απαγωγή

Εκείνο το πρωί αποφάσισε να αποδείξει στον εαυτό του πως όλοι όσοι τον αγαπούν, τον αγαπούν για αυτό που είναι.

Άφησε τη δουλειά του.

Πούλησε το πατρικό του.

Και έπαιξε όλα του τα χρήματα στο πιο κουτσό άλογο του ιπποδρόμου.

Όταν η γυναίκα του γύρισε από διακοπές, τον χώρισε.

Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον πείσουν να δει κάποιο ψυχολόγο.

Οι γονείς του δεν του ξαναμίλησαν.

Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τόσο ελεύθερος και τόσο μόνος.

Θα ξανάρχιζε από την αρχή.

Κι ας είχε αποτύχει στην απόδειξη.

Αποφάσισε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του γυρίζοντας τον κόσμο με τα λεφτα που κέρδισε στον ιππόδρομο.

Ναι, είχε απαγάγει τον εαυτό του εις άτοπον.

Η πραγματικότητα πίσω από τη φούστα

- Σου αρέσει η καινούρια μου φούστα?
- Μια χαρά είναι.
- Σίγουρα, σ’ αρέσει?
- Ναι βρε.

Επιστρέφει στην εφημερίδα του.

- Κοίτα την λίγο πιο καλά. Μου κάνει καλή εφαρμογή?
- Ε, εντάξει καλή είναι.
- Τι εννοείς εντάξει?
- Έχεις και πιο όμορφες φούστες, αλλά δεν είναι κι άσχημη.
- Α, τώρα δεν είναι και άσχημη. Κατάλαβα.

Αφήνει την εφημερίδα του.

- Τι κατάλαβες πάλι?
- Γιατί δε μου λες από την αρχή πως δε σου αρέσει?
- Μα τώρα γιατί το λες αυτό?
- Γιατί πάντα το ίδιο κάνεις. Δε μου λες από την αρχή ότι δε σ’ αρέσει για να μη με στεναχωρήσεις.
- Δηλαδή θες να σε στεναχωρήσω?
- Είδες που δε σ’ αρέσει.
- Γενικά μιλάω παιδί μου.
- Εσύ μόνο γενικά μιλάς.

Προσπαθεί να ξαναπιάσει την εφημερίδα του.

- Ξέρεις κάτι?
- Τι?
- Δεν με προσέχεις καθόλου.
- Αφού σου είπα μια χαρά είναι.
- Αυτή η φούστα δεν είναι καινούρια.
- Τι εννοείς ‘δεν είναι καινούρια’?
- Εννοώ δεν είναι καινούρια! Την έχω από πέρυσι το Σεπτέμβρη.
- Κι έλεγα τι μου θυμίζει...
- Ναι, πριν ένα χρόνο σου άρεσε και τώρα τι σου θυμίζει.

Η εφημερίδα ξανά στο τραπέζι.

- Καλά, τότε γιατί με ρωτάς?
- Ήθελα να δω πόση σημασία μου δίνεις. Κι από ότι βλέπω...
- Πρέπει δηλαδή να ξέρω την γκαρνταρόμπα σου απ’ έξω?
- Εγώ δηλαδή πως ξέρω τη δικιά σου?
- Εγώ έχω δέκα ρούχα όλα κι όλα, όχι όπως εσύ.
- Αν μου έδινες σημασία θα τα ήξερες.

Η εφημερίδα χασμουριέται.

- Ξέρεις τι κάνεις τώρα, συνδέεις δυο άσχετα πράγματα και βγάζεις ένα λάθος συμπέρασμα.
- Δεν είναι δυο άσχετα πράματα. Είναι η πραγματικότητα.
- Μωρό μου η πραγματικότητα είναι υποκειμενική.
- Μωρό μου είσαι μαλάκας.

Ραντεβού στα τυφλά

Χθες το βράδυ βγήκε για πρώτη φορά ραντεβού στα τυφλά.

Πήγε πρώτος στο συμφωνημένο εστιατόριο και περίμενε. Δεν ήξερε απολύτως τίποτα για εκείνη.

Το ραντεβού τους προέκυψε εντελώς τυχαία. Ακόμη πιο τυχαία και από όσα μας συμβαίνουν καθημερινά

Περίμενε.

Και κάποια στιγμή μύρισε ένα έντονο άρωμα και άκουσε μια φωνή από πίσω του.

«Γιάννη?»

Δεν πρόλαβα να γυρίσει. Το εστιατόριο βυθίστηκε στο σκοτάδι.

«Ραντεβού στα τυφλά?»

Γελάσαν κι οι δύο.

Κάθισε απέναντι του, κάπου στο σκοτάδι. Κάπου ανάμεσα στις σκέψεις του.

Μιλήσαν για ώρα.

Μίλαγαν για ώρα και το φως δεν έλεγε να έρθει. Μα όσο πιο πολύ αργούσε, τόσο πιο οικεία ένιωθαν.

Μοιράζονταν τις σκέψεις τους με ένα τρόπο πρωτόγνωρο.

Άρχισαν να γνωρίζονται, δίχως το φόβο της αποκάλυψης. Δίχως το βλέμμα του άλλου να φρενάρει τους εαυτούς τους.

Ίσως και να πίστεψαν πως το φως δε θα έρθει ποτέ.

Καμιά φορά το σκοτάδι φωτίζει δυο ανθρώπους περισσότερο από ότι το άπλετο φως.

Και όσο περνούσε η ώρα, το φως άρχισε να γίνεται απειλή. Μια σκοτεινή απειλή.

Κάθε λεπτό που περνούσε μπορεί να έφερνε το τέλος.

Κάθε πρόταση μπορεί και να ήταν η τελευταία σκοτεινή πρόταση.

«Φεύγουμε?», της είπε.

«Πάμε», του απάντησε.

Πρώτα έφυγε εκείνη. Ύστερα αυτός.

Όλη η πόλη έμοιαζε να χει σβήσει. Παραξενεύτηκε.

Μόνο η παλιά επιγραφή του εστιατορίου αναβόσβηνε όλο χαρά. Ή όλο χάρη.

Το ένα μετά το άλλο τα τέσσερα γράμματα της. Τέσσερα διαφορετικά χρώματα.

«Blog».

Θα σου πω μια ιστορία

Δεν είμαι ψεύτης. Απλά μου αρέσει να φτιάχνω ιστορίες.

Θα σου πω όμως μια ιστορία αληθινή, που δεν την έφτιαξα εγώ.
Τη βρήκα να με περιμένει ξαπλωμένη στην πετσέτα της.

Στην παραλία.

Η παραλία μας φέρνει όλους πιο κοντά. Εννοώ μια παραλία πήχτρα στον κόσμο.
Εμένα με έφερε δίπλα σε μια ώριμη κυρία και τη φίλη της.

Ίσως όχι και τόσο ώριμη.

Ούτε τόσο κυρία.

Αλλά πάλι, ποιος είμαι εγώ για να κρίνω τους σκοπούς και τα κίνητρα μιας μητέρας.

Αφηγήθηκε στη φίλη της μια ιστορία. Και την αφηγήθηκε με περηφάνια και σιγουριά, με τη σιγουριά της μάνας που κάνει το σωστό για το παιδί της.

Ο γιος της τώρα είναι 22 χρονών, αλλά εμείς θα ταξιδέψουμε 6 χρόνια πριν.

Τότε ήταν 16 και είχε γενέθλια.

Τα γιόρτασε σε ένα μπαράκι με τους φίλους του, ήταν μεγάλος πια. Αυτό όμως που του συνέβη εκείνη τη νύχτα, ξεπερνούσε κάθε εφηβικό του όνειρο.

Γνώρισε μια κοπέλα. Τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη του, αρκετά εντυπωσιακή, από εκείνες που τριγυρίζουν στις φαντασιώσεις ενός δεκαεξάχρονου.

Εκείνη τη νύχτα των γενεθλίων του λοιπόν, διάβηκε το κατώφλι του σπιτιού της.
Η επόμενη μέρα τον βρήκε στον κόσμο των μεγάλων.

Δεν ξέρω αν την ξαναείδε ή αν έστω την αναζήτησε.

Ξέρω μονάχα πως η μητέρα του, περιχαρής, δήλωνε έξι χρόνια μετά πως εκείνη πλήρωσε την πόρνη για να τον βάλει στο κρεβάτι της. Για να τον ξεγελάσει.

Έπρεπε να φανεί φυσικό. Πειστικό.

Πραγματικό.

Ξέρω μονάχα πως ίσως και να μην έχει σημασία που η πραγματικότητα του δεν είναι πραγματική. Τις βεβαιότητες μας εμείς οι ίδιοι τις φτιάχνουμε.

Τα γεγονότα είναι ένα άλλοθι.

Και η άγνοια δικαίωμα μας.

Οι ιστορίες μας είναι αληθινές, είτε τις φτιάχνουμε, είτε τις ζούμε, είτε απλά μας προσπερνάνε.

Για αυτό σου λέω, δεν είμαι ψεύτης, η πραγματικότητα είναι υποκειμενική.

Οι τρεις σωματοφύλακες

Από τους τρεις τους

Ο πρώτος ήταν γνωστός για την τόλμη του και το αδάμαστο του πνεύμα.

Ο δεύτερος για το κοφτερό του μυαλό. Την οξυδέρκεια του.

Και ο τρίτος για τη μεγαλοψυχία του.

Κι όμως αν δεν υπήρχε ο Ντ’Αρτανιάν δεν θα υπήρχε και βιβλίο.

Θέλω να πω

Μη μου ζητάς να γίνω ενάρετος και να πάψω να είμαι ανθρώπινος.

Τα αγαπώ τα πάθη μου.

Κι από ότι βλέπω, με αγαπούν κι εκείνα.

Ζάπινγκ

Μετά τον απογευματινό του ύπνο, ο μεγάλος φιλόσοφος σηκώθηκε με μια κάπως απαισίοδοξη διάθεση.

Άνοιξε την τηλεόραση του και άρχισε το ζαπινγκ.

Πρώτα έβαλε το Νίτσε Channel, το αγαπημένο του:

«Η Γη έχει δέρμα και το δέρμα αυτό αρρώστιες. Μια από αυτές τις αρρώστιες, για παράδειγμα, ονομάζεται άνθρωπος».

Χασμουρήθηκε, δεν είχε καμιά όρεξη να δει ιατρική εκπομπή. Πάτησε το επόμενο κουμπί. Καντ Νιους.

«Από τα στραβόξυλα της ανθρωπότητας, πως να φτιαχτεί κάτι ίσιο?»

Ρωτούσε γεμάτος απάθεια ο τηλεπαρουσιαστής. Τον αντιπαθούσε, άλλαξε μηχανικά κανάλι. Κρατικό Φλωμπέρ 1.

«Ποτέ πριν τα πνευματικά ζητήματα δεν μετρούσαν τόσο λίγο. Ποτέ πριν το μίσος για κάθετι μεγαλειώδες δεν ήταν τόσο έκδηλο – η περιφρόνηση της ωραιότητας, η απέχθεια προς τη λογοτεχνία. Ανέκαθεν προσπαθούσα να ζω μέσα σε ένα φιλντισένιο πύργο, όμως μια παλίρροια από σκατά σκάει πάνω στα τείχη του και απειλεί να τον γκρεμίσει».

Κι ύστερα το κρατικό Σοπενάουερ 2.

«Η Γη βρίθει ανθρώπων που δεν αξίζει να τους μιλάς.
Στον κόσμο υπάρχει μόνο η εκλογή μεταξύ μοναξιάς και χυδαιότητας».

Τίποτα σπουδαίο τα κρατικά. Επιστροφή στα ιδιωτικά. Όσκαρ Γουάιλντ TV.
«Νομίζω πως όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, υπερεκτίμησε τις ικανότητες Του».
Ποτέ δεν ήταν λάτρης των θρησκευτικών εκπομπών. Αθλητικά? Ρουσελ Sport.

«Η μεγαλύτερη αιτία κακού στον κόσμο σήμερα, είναι πως οι ηλίθιοι άνθρωποι είναι γεμάτοι βεβαιότητες και οι σκεπτόμενοι γεμάτοι αμφιβολίες».

Συνέντευξη από προπονητή. Έβαλε βιαστικά το Οπενχάιμερ Focus, αλλά ως συνήθως είχε ντοκυμαντέρ.

«Ο αισιόδοξος άνθρωπος πιστεύει πως αυτός είναι ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους. Ο απαισιόδοξος απλά το γνωρίζει».

Τέλειωναν οι επιλογές. Ας δούμε και λίγο κουλτούρα. Μπέρναρντ Σω Culture TV.

«Είναι εξαιρετικά αμφίβολο το κατα πόσο ο άνθρωπος είναι αρκετά σκεπτόμενο ον για να οργανώσει με ένα λογικό και αποδοτικό τρόπο τις κοινωνίες του. Όλα τα μέχρι σήμερα στοιχεία είναι εναντίον του».

Όχι, ούτε αυτό. Τελευταία επιλογή SuperΣαρτρ.

«Η κόλαση μας είναι οι άλλοι».

Αυτό μάλιστα. Φιλμ νουαρ. Στρογγυλοκάθισε στον καναπέ του και άπλωσε τις ποδάρες του.

Καλά τα λέει ο Μέρφυ, τελικά.

Για να βρεις το κανάλι της προτίμησης σου, θα πρέπει πρώτα να περάσεις όλα τα κανάλια που δε σε ενδιαφέρουν.

Κι όταν το βρεις, θα δεις μονάχα μια σκηνή και στη συνέχεια θα αρχίσουν διαφημίσεις.

Ο μεγάλος φιλόσοφος, βλαστήμησε.

Μόλις είχε πέσει το ρεύμα.

Διακοπές

Διακοπές στην Κίμωλο, στη Φολέγανδρο, στη Σίκινο.

Καταδύσεις στις Σποράδες, ράφτινγκ στο Νέστο, γουιντσερφ στην Κάρπαθο, αναρρίχηση στην Κάλυμνο.

Εθελοντική εργασία στην Τσεχία, ιντερέιλ στη Σκανδιναβία.

Ηλιοβασίλεμα στη Γαύδο, δυο κιθάρες και χαράζει στους Παξούς.

Ωτοστόπ μέχρι το Λάος, βαρκάδα στον Άι Στράτη.

Περιπλάνηση στα στενά της Πάτμου ή της Σύρου.

Μεθυσμένοι κοιτάμε τα άστρα.

Κολυμπάμε παρέα με το φεγγάρι. Γυμνοί.

Βουτιές στην άκρη του Αιγαίου.

Διασχίζουμε τη Σαχάρα ή μας διασχίζει μια Ανταρκτική.

Ζούμε σε ένα μη αυθόρμητο κόσμο που έχει εμμονή με τον αυθορμητισμό.

Σε ένα βαρετό κόσμο που έχει εμμονή με την αυθεντική εμπειρία.

Παραγγελιά

Την είδε για πρώτη φορά σε ένα μαγαζί γυναικείων εσώρουχων.

Εκείνος ψώνιζε για την πέμπτη του επέτειο. Εκείνη για τον εαυτό της.
Συναντήθηκαν στο ίδιο ζευγάρι ζαρτιέρες.

Και ήταν μόνο ένα.

Εκείνος έψαχνε για κάτι που θα φούντωνε ξανά το πάθος μιας κουρασμένης σχέσης.
Εκείνη είχε πάθος με τις ζαρτιέρες.

Τελικά της πήρε εκείνη.

Μετά από τρεις μέρες ξανασυναντήθηκαν.

Μεσολάβησε μία άψυχη επέτειος, ένας στεγνός χωρισμός και ένα τηλεφώνημα.

Μετά από τρεις μέρες εκείνος ξαναείδε τις ζαρτιέρες

Και τις ξαναείδε. Και ξανά. Και άλλες, διαφορετικές. Σχέδια και χρώματα, στο κρεβάτι, σε καρέκλες, σε πατώματα.

Τα πόδια της πάντοτε μπρος του και οι ζαρτιέρες πάντα διαφορετικές, να τον προκαλούν και να τον ερεθίζουν.

Βούτηξε βαθιά μέσα στο πάθος, το γεύτηκε όπως ήθελε να το κάνει πάντα. Άγγιξε το βυθό.

Βούτηξε βαθιά και αχόρταγα. Και πάντα επέστρεφε σε εκείνο το ζευγάρι ζαρτιέρες.
Ακόμη κι όταν το πάθος άρχισε να ξεθωριάζει.

Σε εκείνες γυρνούσε πάντα.

Ακόμη κι όταν χώρισαν.

Μεσολάβησε ένας καυγάς, ένας άγριος έρωτας και το βρόντηγμα της πόρτας.

Εκείνες τις ζαρτιέρες ομως, τις κράτησε.

Από τότε, πολλές γυναίκες πέρασαν από τη ζωή του.

Και εξακολουθούν να περνούν.

Εκείνες οι ζαρτιέρες βρίσκονται πάντοτε μπρός του και τα πόδια τους πάντα διαφορετικά, να τον προκαλούν και να τον ερεθίζουν.

Νηναιμία

Τελειώσαμε σαββατο απόγευμα. Έπεσα για ύπνο ξερός. Κοιμήθηκα 18 ώρες, δυο ώρες μόνο ήταν το ξύπνημα.

Είχα να κοιμηθώ τόσο από την πενταήμερη – ειρωνία.

Όταν τελικά σηκώθηκα, ένιωθα το κεφάλι μου άδειο.

Μπόλικο νερό στο πρόσωπο, μαντρουγκάντα στο στέρεο.

Βγήκα έξω για αναζήτηση τροφής, το ψύγειο μου ήταν ακόμη πιο αδειο από το κεφάλι μου.

Στο λιμάνι, δε φυσουσε καθόλου. Το καλοκαίρι είχε τρυπώσει ακόμη και στην πιο απόμερη γωνιά.

Πήρα τηλέφωνο δυο τρεις φίλους, δεν κατάφερα να βρω κανένα.

Πήρα τηλέφωνο την Ε., μου κρυβόταν.

Δίπλα μου κάθισε μια παρέα ψαράδων. Μιλούσαν έντονα, σχεδόν λογομαχούσαν, μα μόλις ξεκίνησε το ματς, ησύχαν, γύρισαν στην τηλεόραση και οι κουβέντες απόμειναν μετέωρες πάνω από τα κεφάλια τους, να περιμένουν το ημίχρονο.

Ήρθε το ούζο, ήρθαν και οι μεζέδες. Ήρθε το δεύτερο ούζο.

Δε φυσούσε καθόλου.

Το αίμα μου ηρέμησε στις φλέβες μου.

Ο μύθος του Σίσυλου

Το τελευταίο κομμάτι της δουλειάς το παραδώσαμε στις 2.28.

Δύο λεπτά πριν τη λήξη.

Αυτό είναι ψέμα. Δυστυχώς.

Το τελευταίο κομμάτι της δουλειάς με ένα μαγικό τρόπο έγινε προτελευταίο.

Κι όλη εκείνη η χαρά και η ικανοποίηση του τέλους γίνηκε μαύρος καπνός. Και χάθηκε μέσα στις φούχτες μας.

Και τώρα πάλι στη μέση, ή λίγο πιο μετά, της διαδρομής, να γυροφέρνω στο μυαλό μου ξανά και ξανά το μύθο εκείνο του Τάνταλου.

Ή μήπως του Σίσυφου?

Όλο τους μπερδεύω αυτούς τους δυο.

Εκείνος ο μύθος με το γίγαντα που προσπαθεί να σκαρφαλώσει σε ένα βουνό και κάθε φορά που φτάνει στην κορυφή, βλέπει άλλη μία πιο μακριά.

Και είναι υποχρεωμένος να κουβαλάει νηστικός ένα πελώριο κοφίνι, με λογιών λογιών φαγιά στην πλάτη.

Κι όποτε απλώνει το χέρι του να τσιμπήσει κάτι το κοφίνι αναποδογυρίζει και πέφτει πίσω στην αρχή του βουνού.

Και ξανά πίσω.

Και ξανά πάνω.

Αυτός.

6 ώρες μετά την προθεσμία.

Μετρώντας αντίστροφα

Έχει νυχτώσει. Είσαι κουρασμένος, αλλά πρέπει να συνεχίσεις να δουλεύεις.
Η προθεσμία παράδοσης όλο και πλησιάζει.

Και τρέχεις πανικόβλητος, ανάμεσα σε χαρτιά, γκρίνιες και λάθη.

Κάθε λεπτό είναι ένα λεπτό πολυτιμότερο από το προηγούμενο.

Και ξαφνικά, το ραδιόφωνο, φτύνει νυσταγμένο, νότες και παράσιτα.

Στην αρχή δε δίνεις σημασία, αλλά ξαφνικά, λες κι αρχίζουν να βροντάνε τα καμπανάκια του υποσυνείδητου, ο σκοπός γίνεται ξεκάθαρος.

Μια παρέα, κιθάρες. Οι φίλοι μου.

Σαν πρώιμο σταφύλι η Μαρία
πριν πατήσει ακόμα καν τα δεκατρία
τους άντρες έκανε τυφλά να την ποθούν
σαν τα μυγάκια που πετούν γύρω απ’ τη φλόγα
όταν αντίκριζαν τη ροδαλή της ρόγα
γύρω της τρέχαν για να τσουρουφλιστούν

Κατεβαίνει απ το χωριό της στην Αθήνα
Γερμανοί παντού και λύσσαξε στην πείνα
τι άλλο θα βρω για να σας πω ένα παραμύθι
λόγω πείνας της αμβλύνθηκαν τα ήθη
στην Αθήνα της Μαρίας η ομορφιά
ξεπουλήθηκε στη μαύρη αγορά
ένας δοσίλογος την έχει ερωτευτεί
κι αυτή του δίνεται χωρίς να το σκεφτεί

Μια μέρα ένας άντρας την πλευρίζει
κακομοίρα μου στ’ αυτί της ψιθυρίζει
μ’ αυτόν που είσαι το κεφάλι σου θα φας
γυρεύοντας κοπέλα μου το πας
Σηκώθηκε ένα βράδυ απ το κρεβάτι
προς νερού μου πάω λέει στο συνεργάτη
βιαζότανε αυτός να την πηδήσει
μα τον πείθει πως αμέσως θα γυρίσει

Από κάτω περιμέναν οπλισμένοι
δυο της ΟΠΛΑ και στο κόμμα οργανωμένοι
τους ανοίγει, ανεβαίνουνε επάνω
και σκοτώνουν στο κρεβάτι τον ρουφιάνο
Φχαριστήθηκε ο κοσμάκης κι η Μαρία
άστε που εβγήκε στην παρανομία
μα την ψάχνανε παντού οι Γερμανοί
φεύγει αυτή για το βουνό για να κρυφτεί

Με αντάρτες στο βουνό κάνει παρέα
γνωρίζει κάποιον ονόματι Αντρέα
τα γένια του μυρίζανε θυμάρι
μαυροσκούφης ήτανε του Άρη
Της υπόσχεται μόλις λευτερωθούνε
με το καλό θα ήθελε να παντρευτούνε
κι ενώ μπαίναν στην Αθήνα οι Εγγλέζοι
δώσ’ του εκείνος με παντρειά να την πιέζει

Κάποιος βρέθηκε να την διαφωτίσει
ο Φώτης και τα μάτια της ν’ ανοίξει
ο Αντρέας ήταν λέει Τροτσκιστής
γι αυτό δεν πρέπει να τον ξαναδείς
του χώσανε λοιπόν μια παγίδα
τον αντάρτη κι αν τον είδατε τον είδα
πάει τον έφαγε το μαύρο το σκοτάδι
κατά διαταγή του Ζαχαριάδη

Και μια νύχτα σκοτεινή πάνω στο Γράμμο
ο Φώτης την εζήτησε σε γάμο
ο Φώτης βρέθηκε μετά στη Βουλγαρία
κι αυτή να σέρνεται μες στα στρατοδικεία
ο επίτροπος ζητά την εσχάτη των ποινών
μα επεμβαίνει ευτυχώς κάποιος γιος εφοπλιστών
την είχε δει σε μια εφημερίδα
την ερωτεύτηκα μπαμπά του λέει μόλις την είδα

Κι όταν σκότωσαν τον Νίκο Μπελογιάννη
στην Μητρόπολη γινήκαν οι γάμοι
ο φάκελός της σαν σκιά εξαφανίστηκε
σε κολυμπήθρα εθνική ξαναβαφτίστηκε
κι από τότε κολυμπά στα πλούτη μέσα
η Μαρία είναι τώρα ναυαρχέσα

έχουν δίκιο της ζωής οι βετεράνοι
στόλους σέρνει άμα θέλει το φουστάνι

έχουν δίκιο όταν λένε οι παλιοί
στόλους σέρνει άμα θέλει... ταραράραμ


Ακόμα και 10 λεπτά αρκούν για να μην ξεχνάμε ποιοι είμαστε και τι χρωστάμε στο όνειρο μας.

Γιατί κάποιους άνθρωπους τους έχουμε πάντα μέσα μας.

16 ώρες μέχρι την προθεσμία παράδοσης.

Mosquito already

Δουλεύω και μου κρατάει συντροφιά ένα κουνουπάκι. Η αλήθεια είναι πως πάντα συμπαθούσα τα κουνούπια. Ίσως γιατί αντιπαθούσα τις πεταλούδες.

Από τότε που άρχισα να γράφω αυτό το ποστ προσπαθεί να προσγειωθεί στα δάκτυλα μου.

Αλλά εγω πληκτρολογώ.

Αν δεν υπήρχε το κουνούπι δεν θα έγραφα λέξη και θα μπορούσε να κατέβει και να ξεδιψάσει. Αλλά είπαμε, δεν θα είχα λόγο να γράψω γιατί δε θα υπήρχε το κουνούπι.

Επομένως, το κουνούπι είναι καταδικασμένο.

Καμιά φορά η επιθυμία αποφασίζει να σου ρουφήξει το αίμα, όμως εσύ προσπαθώντας να την περιγράψεις δε σταματάς λεπτό να κοπανάς το πληκτρολόγιο της εκλογίκευσης.

Και όταν πια χαθεί, μπλέκεις με τις κατσαρίδες τις καθημερινότητας, τα εργατικά μυρμήγκια του γραφείου και τις σιχαμερές σαρανταποδαρούσες που χώνουν τα ποδάρια τους παντού.

Ενός κακού μύρια έρπονται.

Ενός καλού,

λίγη φαγούρα.

Οι αγέρωχες αγέλαστες αγελάδες

Εδώ και πέντε μέρες περνάω – πάλι – όλη τη μέρα μου στη δουλειά. Ούτε ωράρια, ούτε αργίες, ούτε κουβέντα.

Όχι, δε μ’ αρέσει η δουλειά που κάνω, όπως στους περισσότερους φυσιολογικούς ανθρώπους. Απλά τις προάλλες είδα στον ύπνο μου εφτά παχιές αγελάδες να κυνηγάνε εφτά αδύναμες.

Υπήρχε και κάποια δόση λαγνείας είναι η αλήθεια.

Στο όνειρο, όχι στη δουλειά.

Λοιπόν,

συμβουλεύτηκα τον καζαμία μου και αποφάσισα πως πρέπει να δουλέψω σκληρά αυτές τις μέρες που η δουλειά περισσεύει.

Από την άλλη όμως,

σκέφτομαι και την προτροπή του Νίτσε,

«Να ζεις τη ζωή σου, λες και κάθε της στιγμή θα επαναλαμβάνεται αιώνια».

και αμφισβητώ λιγάκι τις τρελαμένες αγελάδες, που βοσκάνε μέσα στο κεφάλι μου. Είναι οι παχιές και μασουλάνε αφοσιωμένες και αγέλαστες.

Οι αγέρωχες αγέλαστες αγελάδες.

Αυτές είναι οι μοναδικές σκέψεις, που γλιτώσανε τα λαίμαργα σαγόνια τους.

Αυτές και μία ψιθυριστή υπόσχεση καλοκαιριού.

Σαν βέλασμα.

Γρίφος

Στη χώρα μου είμαι σε χώρα μακρινή
γελάω κλαίγοντας, χωρίς ελπίδα περιμένω
διασκεδάζω χωρίς ευχαρίστηση καμιά
είμαι δυνατός κι όμως δύναμη δεν έχω,
ούτ’ εξουσία
τίποτα δεν μου ανήκει:
η αβεβαιότητα είναι η μόνη μου περιουσία.
Κερδίζω σ’ όλα κι όμως χαμένος παραμένω.
Όταν ξημερώνει, στο θεό λέω Καληνύχτα
κι όταν ξαπλώνω φοβάμαι πως θα πέσω.


Επίκαιρες οι σκέψεις του?

Όταν το πρωτοδιάβασα ήμουν σίγουρος πως ναι.

Έχεις καμιά ιδέα πότε γράφτηκε?

Terra del Fuego

Αναρωτιέμαι τι συμβαίνει αυτήν ακριβώς τη στιγμή στη Γη του Πυρός.

Εκεί είναι χειμώνας.

Και νύχτα.

Και σίγουρα δε θα κυκλοφορεί ψυχή στους δρόμους. Ίσως μονάχα οι ψαράδες, αγουροξυπνημένοι και βιαστικοί.

Τυλιγμένοι στα πανωφόρια τους, ετοιμάζονται να βγουν έξω στον ωκεανό.

Ίσως και να ψιχαλίζει ή να φυσάει. Ή τα σύννεφα να έχουν κατέβει μέχρι τις στέγες των σπιτιών.

Μια απαλή ομίχλη να έχει τυλίξει τα ψαράδικα, λες και είναι το χνώτο των ψαράδων ή ο καπνός από τα τσιμπούκια τους.

Ίσως ένας γέρος ψαράς, ακουμπισμένος στο τιμόνι του, να θυμάται τα νιάτα του, όταν ήταν ναυτικός και τριγύρναγε στις θάλασσες του κόσμου.

Τα μέρη που είδε, τις γυναίκες που γεύτηκε, τους φίλους που έχουν πια χαθεί.

Ίσως και να αναρωτιέται τι να συμβαίνει αυτήν ακριβώς τη στιγμή στη Μεσόγειο.

Βιβλιοθήκη

Χθες πέρασα το απόγευμα μου στη δημοτική βιβλιοθήκη.

Ήμουν μόνος μου. Μόνος, ανάμεσα σε τόσες τακτοποιημένες σκέψεις και ιδέες.

Καμιά φορά απογοητεύομαι, όταν σκέφτομαι όλα αυτά τα βιβλία που δε θα διαβάσω ποτέ.

Άλλες φορές φαντάζομαι τα βιβλία να περιμένουν υπομονετικά στα ράφια, να περιμένουν πότε θα διαβαστούν. Όπως όταν ήμασταν μικροί που περιμέναμε τον αρχηγό της κάθε ομάδας να μας διαλέξει στην ομάδα του.

Χθες όμως, δεν ξέρω πως μου ήρθε, σκεφτόμουν κάτι εντελώς διαφορετικό.

Αν κάθε σελίδα μετρούσε χίλια χρόνια, τότε ολάκερη η βιβλιοθήκη θα ήταν η ιστορία του πλανήτη μας.

Θα ήταν 15000 τόμοι των 300 σελίδων.

Οι πρώτοι 1600, είναι μάλλον βαρετοί. Άψυχοι, ασχολούνται με τη γεωλογία και την ατμόσφαιρα. Και με μετεωρίτες, πολλούς μετεωρίτες.

Όχι ότι οι υπόλοιποι 13000, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η πλοκή είναι πολύ αργή. 13000 τόμοι για να φτάσουμε από το πρώτο κύτταρο στο πρώτο ψάρι. Μεσολαβούν τα βακτηρία, οι ιοί και οι μύκητες. Οι μέδουσες και τα μαλάκια, τα βρύα και οι λειχήνες.

Δε νομίζω πως θα βρισκόταν εκδότης για να τα εκδώσει.

Για τους δεινόσαυρους διαβάζουμε 600 τόμους, ενώ για τα θηλαστικά 165 τόμους.

Η ιστορία του Homo Erectus, του παππού μας, είναι μόλις 8 τόμοι. Από τους οποίους οι 100 τελευταίες σελίδες μιλάνε για το Νεάνταρνταλ, τον μπαμπά μας.

Στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης, το τελευταίο βιβλίο, γράφει απ’ έξω Homo Sapiens.

Είναι γραμμένες μόνο οι πρώτες 80 σελίδες. Οι υπόλοιπες είναι κενές ακόμα.

Οι 5 τελευταίες αναφέρονται στον πολιτισμό. Κάπου στα μισά διαβάζουμε για την αρχαία ελλάδα, για να φτάσουμε στην τελευταία σελίδα, που ξεκινάει με το μεσαίωνα.

Η βιομηχανική επανάσταση είναι μόλις 5 σειρές.

80 λέξεις.

80 λέξεις που γέμισαν τους υπόλοιπους 15000 τόμους, μουτζούρες και σκισίματα.

Διαβάζω την τελευταία πρόταση.

Πως γίνεται άραγε να χωρέσουν σε μία πρόταση, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ένα ταξίδι στο φεγγάρι, τόσες ανακαλύψεις και τόση πείνα?

Κοιτάω πάλι όλους αυτούς τους τόμους, ολόγυρα μου με δέος και απορία.

Και κάθομαι, λιγάκι στριμωγμένος, στην άκρη του τελευταίου γράμματος.

Βιογραφία

O Χανς φον Μπάχεν γεννήθηκε σε μια σκληρή εποχή.

Σε μια εποχή που μύριζε θειάφι και χολέρα και οι δρόμοι βούρκωναν, όχι απο συγκίνηση, αλλά από λάσπη.

Τον πατέρα του δεν το γνώρισε ποτέ, αργότερα έμαθε πως τον κρέμασαν. Ακόμα πιο αργότερα, έμαθε πως τον κρέμασαν επειδή είχε κρεμάσει τον δικό του πατέρα.

Έτσι ο Χανς μεγάλωσε με τη μητέρα του μέχρι που τη βρήκε κι αυτή κρεμασμένη στο δωμάτιο της.

Να αιωρείται σα μεθυσμένος πολυέλαιος.

Ο μικρός Χανς, ορφανός πια, έγινε ράφτης. Αδέρφια δεν είχε, αλλά είχε φίλους. Ο Γιόχαν Σπάντ ήταν ο αγαπημένος του.

Ήταν κι αυτός μαθητευόμενος ράφτης και συχνά έκαναν μαζί όνειρα πως μαζί θα αφήσουν τα σκοτεινά υπόγεια για μια καλύτερη μοίρα.

Αλλά ήταν μια σκληρή εποχή.

Ύστερα από μερικά χρόνια, το ίδιο ακριβώς βράδυ που ο Χάνς, με τη βοήθεια μιας νεαρής, καλοθρεμμένης πόρνης, έχανε την παρθενιά του, ο γίλος του Γιόχαν, ικέτευε, κλαίγοντας τη ζωή του καθώς δυο χειροδύναμοι άνδρες τον οδηγούσαν στην κρεμάλα.

Τελικά δεν τα κατάφερε να τους μεταπείσει.

Την επόμενη μέρα και για μια ολόκληρη βδομάδα ο Χανς φον Μπάχεν ήταν μεθυσμένος. Κάποια στιγμή μάλιστα, προσπάθησε να κρεμαστεί, αλλά οι πιο ψύχραιμοι τον εμπόδισαν.

Οι περισσότεροι απλά γελούσαν.

Ύστερα, από κάμποσο καιρό, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη που μεγάλωσε. Πήγε, λοιπόν στην πρωτεύουσα και μια σειρά από καλές συγκυρίες τον βοήθησαν να γίνει ένας πλούσιος και διάσημος ράφτης.

Η κρεμάλα όμως δεν έπαψε να τον κυνηγά.

Η γυναίκα του, όπως και η μάνα του πριν είκοσι χρόνια, αυτοκτόνησε στο δωμάτιο της. Κρεμάστηκε μια μέρα, έτσι ξαφνικά δίχως λόγο.

Ο κύριος φον Μπάχεν δε μίλησε κανένα για τρία χρόνια. Κλείστηκε στο εργαστήριο του και κανείς δε γνώριζε τι έκανε εκεί μέσα. Κάποιοι είπαν πως τρελάθηκε. Άλλοι φοβήθηκαν για τα χειρότερα.

Τελικά, ύστερα από αυτά τα τρία χρόνια, συνέχισε τη ζωή του. Μάλιστα, επέστρεψε από το σκοτάδι του εργαστηρίου του με ένα περίεργο δημιούργημα.

Ελάχιστοι τα γνωρίζουν όλα αυτά για τη ζωή του μεγάλου ράφτη Χανς φον Μπάχεν.

Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι τον ξέρουν ως ο ‘Εφευρέτης της γραβάτας’.

Απλά χαμογελούσε

Περνούν οι άνθρωποι γύρω μας βιαστικοί. Πάντα βιαστικοί.

Και καμιά φορά βλέπεις ανάμεσα τους ένα χαμόγελο.

Χωρίς να μιλάνε σε κινητά τηλέφωνα, ή να κοιτάνε βιτρίνες.

Απλά ένα χαμόγελο, σαν μια ξαφνική καλοκαιρινή λιακάδα στο καταχείμωνο.

Ή μια δροσερή βροχούλα στην αγκαλιά του Ιούλη. Μια βροχούλα στους διψασμένους δρόμους που διασχίζουμε.

Ένα χαμόγελο.

Να σου υπενθυμίζει πως είσαι άνθρωπος. Πως όλη αυτή η χυδαιότητα και η απόγνωση γύρω σου μπορεί να νικηθεί.

Πως οι αγώνες μας δεν είναι αυτοί αφήσαμε ξωπίσω, αλλά αυτοί που καρτερούμε να έρθουν.

Ένα χαμόγελο σαν και αυτό που μου χάρισε σήμερα ένα γεροντάκι, ετοιμόρροπο και ιδρωμένο, λίγο πριν ανέβει στο λεωφορείο.

Χαμογελούσε, κι ας γκρίνιαζε ο οδηγός που καθυστερούσε να ανέβει.

Χαμογελούσε, κι ας τον κοίταζαν όλοι με συμπόνια, σχεδόν με οίκτο, καθώς πάλευε με τα σκαλοπάτια του λεωφορείου.

Χαμογελούσε και ξεχείλιζε από ζωή.

Απλά χαμογελούσε.

Ντρέπομαι

Καμία διάθεση να γράψω.

Μόνο ντρέπομαι.

Όταν παιδιά σκοτώνουν παιδιά, μόνο για ένα πράγμα μπορείς να είσαι σίγουρος.

Ότι αποτύχαμε.

Στην μπάρα

Χθες το βράδυ βγήκα μετά από πολύ καιρό. Πήγα σε ένα μπαράκι που πάω τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι από εκείνα τα μέρη που δε δυσκολεύεσαι να γνωριστείς με τους υπόλοιπους θαμώνες και όσους δουλεύουν εκεί.

Τουλάχιστον μετά από κάποια ώρα. Ή μετά από κάποια ποτά.

Κοίταξα τον μπάρμαν. Εικοσιοκτώ, έκανε αυτή του δουλειά δέκα χρόνια, γοητευτικός. Λες και όλα αυτά τα χρόνια, η γοητεία του μπαρ, σιγά σιγά, αποτυπώθηκε στα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

Μου είχε πει πολλές φορές πόσο τον είχε κουράσει η νύχτα. Πως συχνά σκεφτόταν να τα παρατήσει.

Τον είχε κουράσει το αλκοόλ και ο ύπνος με το πρώτο φως του ήλιου,
Το πρόχειρο φαγητό, οι ίδιες συζητήσεις στην μπάρα.
Το άσκοπα ξοδεμένο σπέρμα.

Πως κοιτούσε τους θαμώνες και ζήλευε την απλή καθημερινότητα τους.
Τη σιγουριά και την εξασφάλιση. Το πρωινό ξύπνημα και τα πουκάμισα τους.
Ακόμα και τη ρουτίνα τους. Την ηρεμία της ρουτίνας τους.

Αλλά αυτή ήταν η δουλειά του. Και ήταν καλός σε αυτή.

Κοίταξα και γύρω μου. Τους θαμώνες.

Ήταν φανερό στα μάτια τους, πόσο πολύ ζήλευαν τον μπάρμαν. Ποιος ξέρει ίσως κάποιοι και να τον φθονούσαν ακόμα.

Μάλλον θα σκέφτονταν το αυριανό τους ξύπνημα. Ή τη μιζέρια στη δουλειά. Τα αφεντικά τους, τη γκρίνια.

Τη ρουτίνα.

Ο διπλανός μου τον κοίταζε επίμονα, έτσι όπως φλέρταρε με όλες τις γυναίκες που ήταν ακουμπισμένες στην μπάρα. Τον είδα να κοιτάζει ύστερα την κοπέλα του, μπορεί να ήταν και η γυναίκα του δεν ξέρω.

Απογοητευμένος; Ούτε αυτό το ξέρω. Σίγουρα όχι ερωτευμένος.

Δεν ήταν άσχημος. Ήταν απλά συνηθισμένος. Ήταν απλά άλλο ένα πουκάμισο.

Κι όμως αν ήταν αυτός πίσω από την μπάρα...

Γύρισα στο ποτό μου.

Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά σκέφτομαι πως η ευχή του ενός μπορεί να είναι η κατάρα ενός άλλου.

Και καμιά φορά φαντάζομαι πως παραπατώ σε μια στενή στενή μπάρα.

Μήλα μου βρώμικα

«Για σένα θα μπορούσα να φάω όλα τα μήλα του παραδείσου».

Σου χαμογελάει αθώα.

Την ξανακοιτάς, έτσι ξαπλωμένη όπως είναι στο κρεβάτι με τα πόδια μισάνοιχτα και σχεδόν δεν το πιστεύεις.

Κι όμως είναι αλήθεια. Ναι είναι αλήθεια.

Το αντικείμενο του πιο αγνού σου πόθου είναι εκεί. Σε θέλει. Σε περιμένει με τα πόδια μισάνοιχτα.

Πόσες φορές δε φαντάστηκες τούτη τη στιγμή. Πόσες ώρες δε ξοδεψες σκαρώνοντας ρομαντικά δίστιχα για να τις αφιερώσεις. Πόσες φορές δεν έλπισες στο μισοσκόταδο να ανταποκριθεί στον έρωτα σου.

Τη φλέρταρες και σου χαμογελούσε. Σου χαμογελούσε και παραδινόσουν δίχως δεύτερη σκέψη στην αθωότητα της. Στο αγγελικό της πρόσωπο.

Ύμνους ολάκερους θα μπορούσες να τις απαγγείλεις για αυτή της την αθώοτητα.

Θα είσαι τρυφερός μαζί της, απαλός.

Με τα πόδια μισάνοιχτα, σε περιμένει.

Κάθε χάδι σου θα είναι ένα ποίημα Ένα ποίημα αφιερωμένο στην αθωότητα της.

«Για σένα θα μπορούσα να φάω όλα τα μήλα του παραδείσου».

Της ξαναλές και αυτή τη φορά ανοίγει το μικρό της στόμα και σου απαντάει.

«Βάλτον μου και μίλα μου βρώμικα».