ντιρέκτ















Καθισμένος στο σκαμνί του, με τα χέρια απλωμένα στα σχοινιά, ο Λέσλυ Άφτερ νιώθει μονάχα το βουητό. Δεν το ακούει, το νιώθει. Το νιώθει να πιέζει το δέρμα του, να τεντώνει τις νεκρές νευρικές του απολήξεις και να τον τραβάει όλο και πιο έντονα πίσω στο ρινγκ. Μπροστά του, ο κόουτς ουρλιάζει ακατάληπτες λέξεις, αλλά εκείνος ίσα ίσα που βλέπει τα χείλια του γερο-Χάνκυ να ανοιγοκλείνουν και τα χέρια του να τινάζονται πέρα δόθε. Γέρνει λίγο το κεφάλι του προς τα εμπρός, και νιώθει νερό ανάκατο με αίμα να στάζει από το στραβό του πηγούνι. Στην άλλη γωνία βλέπει τον αντίπαλο του να τον κοιτάζει επίμονα. Το βουητό γίνεται πιο δυνατό.

Στην καθημερινή ζωή του ο Λέσλυ Άφτερ είχε μια παράξενη συνήθεια. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, έμενε για λίγο καθισμένος στο κρεβάτι του, άνοιγε το συρτάρι του διπλανού κομοδίνου και έπιανε ένα παλιό αχρησιμοποίητο περίστροφο. Κάθε βράδυ με τις ίδιες ακριβώς κινήσεις, έβαζε τη μοναδική σφαίρα στο μύλο, τον γύριζε για κάμποση ώρα και μετά αφού τον έκλεινε στην τύχη, τραβούσε την ασφάλεια και με μια αποφασιστική κίνηση έβαζε το όπλο μες στο στόμα του. Το δάκτυλο του ήταν πάντα κολλημένο στη σκανδάλη. Το κρατούσε εκεί για τριάντα τουλάχιστον δευτερόλεπτα και όταν ήταν πια σίγουρος πως ήθελε να ζήσει και την αυριανή μέρα το έβγαζε από το στόμα του, το ασφάλιζε, και το επέστρεφε στο συρτάρι. Ύστερα κοιμόταν.

Όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε τραβήξει ποτέ τη σκανδάλη. Μια φορά μονάχα είχε φτάσει κοντά, όταν είχε μείνει με το όπλο χωμένο στο στόμα του για δύο ώρες. Το σεντόνι του είχε γίνει μούσκεμα από τα σάλια του που έτρεχαν αυτές τις δύο ατελείωτες ώρες και τελικά κοιμήθηκε στον καναπέ. Το πανίσχυρο ένστικτο της επιβίωσης του πρόσφερε πάντα έναν τουλάχιστο λόγο για να μη ρισκάρει τη ζωή του. Όταν ήταν μικρός πριν κοιμηθεί έκανε την προσευχή του. Κατά κάποιο τρόπο το ίδιο ακριβώς έκανε και τώρα.

Πίσω στο σκαμνί του, νιώθει τον αιθέρα να σκίζει τα ρουθούνια του. Δεν καταφέρνει όμως να τρυπήσει τις σκέψεις του και ακόμη περισσότερο δεν καταφέρνει να διώξει εκείνο το συναίσθημα που τον έχει γραπώσει από την πλάτη και τον βαραίνει. Δεν του έχει συμβεί ξανά, κάτι άλλο συμβαίνει εδώ απόψε. Το συναίσθημα είναι πολύ έντονο μες στην απλότητα του, αλλά κείνος δεν μπορεί να το αναγνωρίσει. Δεν το έχει ξανασυναντήσει στο λεξικό της ψυχής του. Σηκώνεται και αυτό συνεχίζει να τον τραβάει πίσω στα σχοινιά.

Σηκώνεται και περπατάει προς τον αντίπαλο του. Εκείνος κάνει ακριβώς το ίδιο.

Ο Λέσκυ Άφτερ δεν ήταν κανένας σπουδαίος πυγμάχος, αλλά ούτε ήταν και κανένας μέτριος. Απόψε όλοι περίμεναν πως θα κερδίσει εύκολα τον μάλλον άσημο αντίπαλο του και το ίδιο πίστεψε και αυτός από την πρώτη του γροθιά. Όμως τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί καθόλου έτσι. Μπορεί ο άσημος αντίπαλος του, να ήταν πιο αδύναμος, ή τεχνικά κατώτερος, αλλά είχε καταφέρει να στέκεται ακόμη στα πόδια του. Ήταν στην ίδια - ίσως και σε χειρότερη - άθλια κατάσταση με τον Λέσλυ Άφτερ, επιδεικνύοντας ένα πείσμα και μια αντοχή πρωτόγνωρη στο θεόρατο μαύρο άντρα.

Η πυγμαχία είναι πάνω από όλα θέληση, του έλεγε πάντα ο κόουτς. Πρέπει να λυγίσεις την θέληση του αντιπάλου σου, όπως το τσιμέντο το καρφί. Και η θέληση του δεν λυγίζει με τα χτυπήματα που δίνεις, αλλά με τα χτυπήματα που δέχεσαι.

Εκείνη τη στιγμή ένα φλας αστράφτει. Ένα φλας, που φωτίζει τον αντίπαλο του και του ξετυλίγει μια αποκαλυπτική σειρά απο σκέψεις, τόσο αναμφισβήτα διαυγείς, τόσο πειστικά σαφείς, που τον κάνουν να χαμηλώσει έντρομος το βλέμμα στα βρωμισμένα γάντια του. Λες και όλος αυτός ο σωματικός πόνος και η μυική κούραση, κρατάνε το κορμί του δεμένο πίσω και αφήνουν τη σκέψη του να ανυψωθεί και να δει τον εαυτό του να μάχεται τον αντίπαλο του και τον αντίπαλο του να μάχεται τον εαυτό του. Και βλέπει ξεκάθαρα πως το ρινγκ είναι μια φυλακή, μα πως ακόμη μεγαλύτερη φυλακή είναι ο κόσμος ολόγυρα του, το βουητό, συμπαγές και άκαμπτο σαν τους βράχους του κυμματοθραύστη. Βλέπει τον εαυτό του να μάχεται μες στη φυλακή και τότε καταλαβαίνει πως το βάρος που τον τραβάει πίσω στα σχοινιά, σε αυτά τα διακριτικά όρια της φυλακής του, είναι το βαθύτερο εκείνο συναίσθημα της συμπόνιας. Της συμπόνιας για τον αντίπαλό του, που πλέον - με το βλέμμα πάντοτε σκυμμένο στα γάντια του - ξέρει πως δεν μπορεί πια να νικήσει. Γιατί για τους φυλακισμένους νίκη δεν υπάρχει.

Το φλας αστράφτει αλλά ο Λέσλυ Άφτερ δεν μπορεί να ξεχωρίσει πια το πρόσωπο του αντιπάλου του. Εκείνος με ένα δυνατό ευθύβολο χτύπημα τον ξαπλώνει στο ρινγκ.

Μετά το τέλος του αγώνα γύρισε σπίτι. Το βουητό δεν ήταν τώρα πια τίποτα περισσότερο από μια ξεθωριασμένη ηχώ. Δεν ήταν πολύ αργά. Δεν άνοιξε την τηλεόραση. Πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του. Έβγαλε το περίστροφο από το συρτάρι, έβαλε τη σφαίρα στη θαλάμη και γύρισε το μύλο. Τον σταμάτησε σε μία τυχαία θέση. Ύστερα, αφού τον ξανάκλεισε, απασφάλισε το όπλο και το έβαλε στο στόμα του. Μετά από ακριβώς τριάντα δευτερόλεπτα τράβηξε την σκανδάλη.

Εκείνο το βράθυ κοιμήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του ήρεμος. Την επόμενη μέρα ξύπνησε ελεύθερος.

φωτογράφος κηδειών











Βρέχει βατράχια έξω. Τα παντζούρια είναι κλειστά και η σόμπα γεμίζει με μονοξείδιο του άνθρακα το δωμάτιο. Ακούω τα βατράχια, που κοπανάνε με μανία στο ξύλο – ματώνουν άραγε; – και κοιτάζω το τηλέφωνο. Εκείνο μου απαντάει. Το σηκώνω. Τη φωνή αυτή την έχω ακούσει πολλές φορές και για άλλη μια μου λέει μια ιστορία. Είναι μια φωνή βραχνή και πηχτή σαν μπαγιάτικο μέλι.

Αυτή τη στιγμή, σε μια κοιλάδα, κάπου έξω από την πόλη, ο κύριος Μέλβιν είναι καθισμένος σε ένα ολοστρόγγυλο άσπρο βράχο και τραβάει φωτογραφίες. Φυσάει ένα ζεστό, υγρό αεράκι και τα σύνεφα μοιάζουν με ξεθωριασμένα ζαχαρωτά. Ο κύριος Μέλβιν δεν τραβάει όμως τα σύννεφα, παρά μόνο τη νεκρή φύση. Είχε εργαστεί για κάποια χρόνια σαν φωτογράφος κηδειών.

«Που είπες ότι δουλεύεις;».

Η γυναίκα, με το τακτοποιημένο γιακαδάκι και τα καθώς πρέπει γυαλάκια, έχει γουρλώσει τα μάτια. Μάλλον δεν πιστεύει αυτό που μόλις έχει ακούσει. Και ο γοητευτικός άντρας που βρίσκεται μπροστά της μεταμορφώνεται σε ένα γκαργκόιλ, σε ένα μακάβριο θέαμα, σε ένα νεκροθάφτη των εικόνων. Για άλλη μια φορά ο κύριος Μέλβιν απομακρύνεται από τον κόσμο των ζωντανών και γίνεται αναπόσπαστο μέλος της επόμενης φωτογραφίας που θα τραβήξει.

Και εκεί συναντά δύο άντρες που ματώνουν πάνω στο μάρμαρο, ημίγυμνοι, με τα μακριά μαλλιά να στάζουν ιδρώτα και τα μάτια τους μισόκλειστα.

Τον κοιτάζουν για λίγο μέσα από το λυκόφως που δένει τη ζωή με το θάνατο και του θυμίζουν με μια φωνή:

«Το παρόν δεν υπάρχει».

«Μονάχα το παρελθόν», λέει ο νέος.

«Και το μέλλον», λέει ο γέρος.

Ο κύριος Μέλβιν αναποδογυρίζει το νόμισμα και κάτω από το μάρμαρο βρίσκει μια γυναίκα που τον υποδέχεται υγρή και ζεστή σαν ανοιξιάτικο αεράκι. Δαγκώνει το κάτω χείλος, τα μαλλιά της τινάζονται.

«Παρελθόν και μέλλον δεν υπάρχει. Μόνο το παρόν».

Πίσω στη μικρή καφετέρια, ένας άντρας τον κοιτάζει ακριβώς με το ίδιο έκπληκτο; – καχύποπτο; – απωθητικό; – βλέμμα. Τα πρόσωπα που έχει απέναντι του εναλλάσονται, όπως το φως με το σκοτάδι, όμως το βλέμμα παραμένει το ίδιο. Μόνο όταν τα ίδια πρόσωπα έρχονται ξανά σε αυτόν για να του ζητήσουν τις υπηρησίες του, μόνο τότε, το βλέμμα έχει αλλάξει. Γιατί οι άνθρωποι επιλέγουν να θυμούνται τον πόνο άραγε;

Ο κύριος Μέλβιν δεν έμεινε σε αυτή τη δουλειά για πάρα πολύ. Του το είχε πει εξάλλου ο δάσκαλος του.

«Εκείνοι τον πόνο τον δένουν στην εικόνα. Εσύ τον φορτώνεσαι στο σβέρκο σου».

Για αυτό οι νεκροθάφτες προτιμάνε να κοιτάζουν το νεκρό, παρά τους ζωντανούς ολόγυρα του. Για αυτό και εκείνος τώρα, ενώ κάθεται στη μέση μιας ολοζώντανης κοιλάδας τραβάει μονάχα τη νεκρή φύση. Σαν αυτό το μικρό βατράχι που κατά λάθος πάτησε πριν λίγο.

Σαν όλα αυτά τα νεκρά βατράχια που βρήκα μετά την μπόρα στο μπαλκόνι μου.

Αγώνας Τρόμου

Υπάρχει ένα παραθυράκι στην Αρχή Διατήρησης της Αδράνειας. Ίσα ίσα για να αερίζεται η σκέψη και να παίρνουν τα μυαλά σου αέρα.

Αρχίζεις τις αεροβασίες, κρύβεσαι πίσω από αερολογίες και καταντάς να ψάχνεις απεγνωσμένα τρόπο να το κλείσεις, γιατί η παγωνιά του κενού κατασκηνώνει στο καθιστικό σου και τακτοποιεί τους εφιάλτες σου, σαν αλλη Miss Doubtfire.

Κι ενώ εσύ αμφιβάλλεις για φλόγες και καιγεσαι για βολές προς κάθε κατεύθυνση, ο αυτοέλεγχός σου κατεβαίνει στα μπαρ για μια μπύρα με των φρονίμων τα παιδιά. Το σκηνικό αλλάζει και βρίσκεσαι σε ενα κελί που το κρύο είναι πιο κρύο και το σκοτάδι πιο σκοτεινό.

Και αν οι τοίχοι γύρω με τα ανυπότακτα φιορδ και τις καχύποπτες πυγολαμπίδες σου μοίαζουν ψεύτικοι, δε μπορείς να ξεχάσεις τόσους συντρόφους σου που πέθαναν απο υπερβολική δόση αλήθειας, στα ξεχασμένα σοκάκια των τριάντα.

Παρ' ολα αυτα εσυ χαμογελάς, γιατί το καιρικό παράθυρο για να ανέβεις στην κορυφή της ανίας κλείνει σιγά σιγά και εσύ δεν εχεις φτάσει ακόμα στον πάτο. Ανάβεις ένα τσιγάρο για τον τρόμο και ξεκινάς τρέχοντας να βρεις τη διαθεση που σε έχει προσλάβει για χαμάλη της. Χαλάλι της.

Τα βηματά σου συγχρονίζονται με τον ήχο που κάνουν και η ηχώ σε μεταφέρει σε όλους τους διαδρόμους ταυτόχρονα. Μπερδεύεσαι, σκοντάφτεις και κλωνοποιείσαι σε κάθε νευρική σου απόληξη. Ξαπλωμένοι στους γκρεμούς του εγκεφάλου σας, ένα πράγμα σας έρχεται στο μυαλό:

Στην παραδοχή ενός ασύγχρονου αγώνα τρόμου κρύβεται η χαμένη κάλτσα της ασφάλειας σας.

ρεαλισμός















«Ας είμαστε ρεαλιστές».

Σου λέει ο άντρας πίσω από το γραφείο, το αφεντικό σου. Τον κοιτάς και προσπαθείς να καταλάβεις για ποιον ακριβώς ρεαλισμό σου μιλάει. Όμως δεν μπορείς να καταλάβεις, είναι σαν να μιλάτε διαφορετικές γλώσσες και ίσως αυτό να είναι αλήθεια. Οι κόσμοι σας απέχουν πολύ ο ένας από τον άλλον. Ο δικός του τελειώνει στα σύνορα του γραφείου του, ο δικός σου αγκαλιάζει όλη την πόλη. Την αγκαλιάζει και την ξεπερνάει, βουλιάζει σε μια θάλασσα χωρίς ορίζοντα, χαμογελάει στο καλοκαίρι, φτάνει στην άκρη της γης και εκεί βουτάει σε ένα σβησμένο ηφαίστειο. Κι εκείνος που αν και δεν το ξέρει αυτό, καθώς πέρα από την άκρη του γραφείου του υπάρχει μόνο ένας τοίχος, το διαισθάνεται, το βλέπει κάθε μέρα στα μάτια σου και προσπαθεί να σε τραβήξει μέσα στο δικό του. Προσπαθεί να συνθλίψει τον κόσμο τον κόσμο σου και το σφυρί στο χέρι του το λέει ρεαλισμό.

«Ας είμαστε ρεαλιστές».

Θριαμβολογεί η γυναίκα με τις πλαστικές σακούλες στην στάση. Θα μπορούσε να είναι μάνα σου κι εκείνη επαινούσε πάντα τις αρετές του ορθολογισμού. Πόσο σημαντικό είναι να πατάς γερα στα πόδια σου και να είσαι πρακτικός. Τη θυμάσαι να γυρίζει από το σούπερ μάρκετ, μαζί με τον πατέρα σου και να τακτοποιούν τα ψώνια στα ντουλάπια. Κι ύστερα τη θυμάσαι να κλαίει αθόρυβα τη νύχτα, όχι γιατί η ίδια έχτισε τη φυλακή ολόγυρα της, αλλά γιατί τώρα όταν κλείνει τα μάτια της δεν μπορεί πια να ονειρευτεί. Ο ρεαλισμός, ξέρεις, όταν σβήσουν τα φώτα δε μένει στις σακούλες του σούπερ μάρκετ. Βλέπεις πάλι τη γυναίκα με τα ψώνια, βλέπεις χιλιάδες γυναίκες δίπλα της να κουνάνε επιδοκιμαστικά το κεφάλι, βλέπεις και τους άντρες τους σα μαριονέτες να κοιτάζουν αμέτοχοι τις τηλεοράσεις τους. Όλοι τους συνένοχοι στις ρεαλιστικές ζώες τους.
«Ας είμαστε ρεαλιστές».
Πρώτη φορά το είχες ακούσει στο σχολείο. Μάλιστα, το είχε πει ένας δάσκαλος που συμπαθούσες και που μάλλον σε συμπαθούσε κι αυτός. Ήθελε να ηρεμήσει λίγο τη νεανική σου τρέλα, να σε βοηθήσει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες σου. Με το ρεαλισμό μπορούσες να καταφέρεις πολλά. Δεν ήταν το χρήμα ή η κοινωνική αποδοχή, ήταν πως μόνο έτσι θα μπορούσες να αγαπήσεις την εικόνα του εαυτού σου. Ο δάσκαλος σου προσέφερε το δρόμο για την εσωτερική σου ηρεμία και εσύ τον είχες κλωτσήσει σαν ένα κουβά γεμάτο σκατά, γιατί τότε μπορούσες ακόμη να είσαι ένας βίαιος ονειροπόλος. Πόσο αστείος σου φαίνεται τώρα, όταν τον είδες στο καφενείο να παίζει τη σύνταξη του στα χαρτιά, ελπίζοντας για το άγγιγμα της τύχης. Ήταν, σκέφτηκες, σα να προσπαθούσε να ξεφύγει τώρα, λίγο πριν το τέλος από όλα αυτά που είχε διδάξει.

«Ας είμαστε ρεαλιστές».

Σου είχε πει, πριν φύγει για τελευταία φορά. Κάποτε παραβγαίνατε στο τρέξιμο, ακριβώς στο κέντρο της λεωφόρου. Τα αμάξια ουρλιάζανε ξυστά δίπλα σας και εσείς ουρλιάζατε από χαρά. Της είχες γράψει εννιά ποιήματα στην πόρτα του σπιτιού της και εκείνη σου διάβαζε παραμύθια μονάχα όταν κοιμόσουνα. Κι όταν ξύπνησες βρήκες την πόρτα γυαλισμένη και για κάποιο λόγο, που ακόμη αρνείσαι πεισματικά να καταλάβεις, ήταν πιο σημαντικό να πλένεις σωστά τα πιάτα, από ότι να τα σπας καθώς της κάνεις έρωτα. Ήταν εξάλλου και επιζήμιο για τον οικονομικό σας προγραμματισμό. Και τότε άνοιξε το στόμα της και άκουσες τη φωνή του αφεντικού σου, τη φωνή της μάνας σου και τη φωνή του δασκάλου, ανακατεμένες σαν τρία φίδια που βγήκαν απο το στόμα της όχι για να σε σκοτώσουν, αλλά για να σε φέρουν πιο κοντά της. Γιατί, οι άνθρωποι που αγαπιούνται πρέπει να υποτασσόνται ο ένας στις ρεαλιστικές ανάγκες του άλλου. Εσύ μονάχα γέλασες. Γέλασες για να μην κλάψεις και εκείνη τώρα χαιδεύει την κοιλιά της, που φουσκώνει με το παιδί κάποιου άλλου και ετοιμάζεται όταν σε λίγο γεννηθεί να του διαβάσει παραμύθια που όλοι έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.

«Ας είμαστε ρεαλιστές».

«Η μοναδική χρησιμότητα του ρεαλισμού σας είναι να σας κάνει νιώθετε καλύτερα», τους απάντησες. «Όμως, κάπου μέσα σας, το ξέρω και το ξέρετε πολύ καλά, υπάρχει κάτι, ένα μικρό φτερωτό έντομο ας πουμε, που σιγοπερπατάει και πεταρίζει. Κάποιοι το νιώθετε χαμηλά στη σπονδυλική σας στήλη και άλλοι να σας τσιμπολογάει στα έντερα, ή στην άκρη του μυαλού σας. Όλοι όμως το νιώθετε τη νύχτα, λίγο πριν σας πάρει ο ύπνος, μαζί με το φόβο και την αμφιβολία πως κάτι στις τακτοποιημένες σας ζωές είναι λάθος.

Εγώ αυτό το ζουζούνι το καβαλάω, σαν να ναι πήγασος ή φοβερός ιππόγρυπας και πέρα από τα σύννεφα κάνω βόλτες. Δεν είμαι μόνος. Εκεί βρίσκω κι άλλους ονειροβάτες και όλοι μαζί, χορεύουμε κάτω από το φεγγάρι και φτύνουμε τις βρώμικες ταράτσες των σπιτιών σας. Κι εσείς αυτό το λέτε βροχή ή πιο σωστά ψιλόβροχο. Κι εμείς απο αυτό, περιμένουμε τον σπόρο να φυτρώσει».


ανακύκλωση











Στην Κάτω Πόλη κάθε Σάββατο οι σκουπιδιάρηδες φέρνουν τα σκουπίδια. Οι κάτοικοι της τους κοιτάζουν με προσμονή να γεμίζουν τους σκουπιδοτενεκέδες έξω από τα σπίτια τους και μόλις τελειώσουν και ακούσουν τα μεγαλά φορτηγά τους να φεύγουν, βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλον και ψαχουλεύουν στο σκοτάδι τους σκουριασμένους κάδους.

‘Ετσι έκανε και ο Μόρις Φριτ, που κάποτε έβγαζε το ψωμί του σαν φωτογράφος και που τώρα ζούσε με έναν αλκολικό και μια σακάτισσα σε ένα μικρό δυάρι. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχε τραβήξει την τελευταία του φωτογραφία, τόσο πολλά που τώρα πια εκείνη η ζωή του έμοιαζε σαν να ήταν η ζωή κάποιου άλλου.

Αυτό το Σάββατο είχε υγρασία και τα κόκκαλα του πονούσαν. Έχωσε το ένα χέρι του βιαστικά και ανακάτεψε τα περιεχόμενα του σκουπιδοτενεκέ. Στο άλλο κρατούσε μια ραγισμένη γκαζόλαμπα. Λίγο αργότερα είχε μαζέψει μισό καρβέλι ψωμί, δύο ληγμένα μπουκάλια γάλα και μισό πακέτο ασπιρίνες. Το τελευταίο πράγμα που έβγαλε ήταν ένα σπασμένο κάδρο.

Έφεξε με την γκαζόλαμπα στη φωτογραφία και είδε σε αυτή τον εαυτό του αγκαλιά με τη γυναίκα του και το νεογέννητο γιο του. Τότε ακόμα εκείνη περπατούσε και ο γιος του δεν είχε βάλει το πρώτο του ποτό στο στόμα. Δε θυμόταν ποιος τους είχε τραβήξει αυτή τη φωτογραφία, ούτε μπορούσε να φανταστεί σε ποιον θα μπορούσε να ανήκει αυτό το κάδρο. Θυμήθηκε όμως τη στιγμή της γέννησης στο μαιευτήριο και αυτό του έδωσε γαλήνη.

Αργότερα, το ίδιο βράδυ, ονειρεύτηκε πως ο γέρος του είχε πεθάνει.

Ιός
















Το πόδι του ακούμπησε στο πάτωμα και για μια στιγμή δίστασε, καθώς ένιωσε ένα ελαφρύ τρέμουλο μέχρι τη γάμπα. Κατέβασε και το άλλο πόδι του από το κρεβάτι και πάτησε πιο καλά, σα να δοκίμαζε τις δυνάμεις του, ή σα να προσπαθούσε να θυμηθεί πως είναι να περπατάς. Το δωμάτιο δεν είχε πολύ φως και απ’εξω ακουγόταν μόνο ο θόρυβος της πόλης.

Ακούμπησε το θερμόμετρο δίπλα στη λεκάνη με το ξύδι και σηκώθηκε προσεχτικά, ακουμπώντας με το καλό του χέρι τον τοίχο. Περπάτησε μέχρι το μπάνιο με αργά, συρτά βήματα, μέχρι που πάτησε ένα μικρό θρύψαλλο απο γυαλί. Βλαστήμησε, αλλά δεν κόπηκε. Το βλέμμα του ακολούθησε το γυαλάκι από το πάτωμα μέχρι τη σπασμένη οθόνη του υπολογιστή του.

Πριν μερικές μέρες τον είχε κολλήσει έναν ιό. Μέσα στα νεύρα του, είχε καρφώσει ένα τασάκι στο κέντρο της οθόνης, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον ιό να μετοικήσει από το νεκρό μηχάνημα στο δικό του νευρικό σύστημα. Μετά από λίγες ώρες είχε χάσει σημαντικό μέρος της μνήμης του και κάθε φορά που προσπαθούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, το δωμάτιο αποκτούσε μια γαλάζια απόχρωση.

Τα φάρμακα που του έγραψε ο γιατρός δεν έκαναν και πολλά πράγματα, προφανώς καταπολεμούσαν τα συμπτώματα και όχι την ασθένεια. Χθες το βράδυ τον πήρε τηλέφωνο ένας φίλος που το είχε περάσει μικρός και του εξήγησε πως έπρεπε να διαγράψει όλη του τη μνήμη για να θεραπευτεί. Εκείνος δεν είπε τίποτα, αλλά ευχήθηκε να μπορούσε να καρφώσει ένα τασάκι και στο κέντρο του δικού του κεφαλιού του.

Αφού, όμως δεν μπορούσε να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, απλά σηκώθηκε και για άλλη μια φορά έσυρε τα πόδια του μέχρι το μπάνιο. Έξω είχε λιακάδα, αλλά δεν το έμαθε ποτέ.

τέλος εποχής











Καθισμένος στο κέντρο του νεκροταφείου, ο άντρας κλαίει με λυγμούς. Είναι το νεκροταφείο των φτωχών και ο τάφος που ακουμπάει ο άντρας είναι κάποιου ανώνυμου. Δεν κλαίει όμως για αυτόν.

Όλο το βράδυ χιόνιζε και τώρα το χιόνι είναι βαθύ και φρέσκο, απάτητο στους ξεχασμένους τάφους, καφέ στα μονοπάτια. Όλα μοιάζουν ακίνητα, μα δεν είναι. Το βουητό των αυτοκινήτων παραβιάζει τις σιωπές των νεκρών και σου υπενθυμίζει πως η πόλη συνεχίζει να ζει πίσω από το μαντρότοιχο του νεκροταφείου. Όμως ο άντρας κάθεται στο κέντρο του νεκροταφείου και κλαίει με λυγμούς. Δεν ακούει ούτε την πόλη, ούτε την σιωπή. Μονάχα τη φωνή του που πνίγεται.

«Παλιά, όταν ήμουν πιο νέος, και ήμουν λυπημένος ερχόμουν εδώ. Σκεφτόμουν τότε, πως τίποτα δε συγκρίνεται με το θάνατο και κάπως ο πόνος μου μετριαζόταν».

Ο άντρας σηκώνει το κεφάλι του και βλέπει το γέρο με την ομπρέλα και τα γυαλιά ηλίου. Του λείπει ένας κυνόδοντας και ο δείκτης του δεξιού χεριού του.

«Αργότερα, όταν μεγάλωσα κάπως, ερχόμουν εδώ όταν δεν ένιωθα τίποτε απολύτως. Με κυρίευε η θλίψη για τη ματαιότητα της ζωής και το αναπόφευκτο της πτώσης. Πολλές φορές έφευγα συντετριμμένος, όμως ήταν πραγματική ανακούφιση να νιώθεις τόση θλίψη, όταν πιο πριν δεν ένιωθες τίποτα, μα τίποτα, απολύτως».

Ο άντρας σκουπίζει τα μάτια του και τον ρωτάει:

«Κι όταν ήρθες εδώ, γιατί έχασες κάποιον που αγαπούσες;»

«Είναι περίεργο ξέρεις… Όταν συνέβη αυτό, είχα έρθει τόσες πολλές φορές σε αυτό εδώ το μέρος, που η οικειότητα έκανε τον πόνο μου να μοιάζει χαμένος μέσα στις αντανακλάσεις από όλες αυτές τις επισκέψεις, όπως ακριβώς αναρωτιέσαι αν μέσα στις αντανακλάσεις του αντίλαλου υπάρχει κάτι από τη φωνή σου».

Στην άλλη πλευρά της πόλης ένα κορίτσι κρατάει ένα μπουκέτο με μαργαρίτες και χαζεύει τον ουρανό που δε φαίνεται. Τα σύννεφα κατεβαίνουν όλο και πιο χαμηλά και οι πολυκατοικίες μοιάζουν με σπιρτόξυλα, καρφωμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σε δυο τούφες από μπαμπάκι. Το κορίτσι με τις μαργαρίτες ρωτάει ένα περαστικό τι χωρίζει το χειμώνα από την άνοιξη και εκείνος το κοιτάζει με απορία και συνεχίζει το δρόμο του δίχως να πει κουβέντα.

«Το πιο περίεργο ξέρεις ποιο είναι;», λέει τότε ο άντρας. «Πως εγώ βρίσκομαι εδώ, γιατί θέλω να ακούω τις αντανακλάσεις τις φωνής μου. Με κάνουν να νιώθω λιγότερο μόνος».

«Το ξέρω, αλλά δε σκέφτηκες ποτέ σου πως μόνο οι νεκροί δε νοιώθουν μοναξιά μες στους νεκρούς ανάμεσα;»

Το κορίτσι με τις μαργαρίτες περνάει μια διάβαση πεζών και ονειρεύεται κάστανα. Όμως, εδώ και χρόνια έχουν απαγορευτεί τα κάστανα σε αυτή την πόλη και πριν λίγο καιρό και οι μαργαρίτες. Παραδόξως, κανείς δεν της έκανε παρατήρηση. Ίσως γιατί όλοι οι περαστικοί ήταν πολύ αφηρημένοι, ή ίσως γιατί κανείς δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για την τήρηση των νόμων. Όπως και να έχει το κορίτσι φτάνει στον προορισμό του και χτυπάει το κουδούνι που τρίζει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Το ασανσέρ, που τρίζει ακόμη περισσότερο, την ανεβάζει στον τελευταίο όροφο και εκεί, ανάμεσα στα σύννεφα, ανοίγει η πόρτα και το κορίτσι μπαίνει μέσα.

Κάποιος έχει ξεχάσει ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες. Τα σύννεφα έχουν γεμίσει το ρετιρέ και εκείνη δεν βλέπει τίποτα πια, μόνο ακούει κάτι, που θα μπορούσες να πεις ότι θυμίζει τους λυγμούς ενός άντρα, και έρχεται από το ταβάνι, ή ίσως και πιο πάνω από αυτό. Σηκώνει τις μαργαρίτες, στο σημείο που κάποτε είχε αφήσει ένα βάζο. Τεντώνεται, μα το βάζο δεν είναι εκεί. Τεντώνεται, και οι μαργαρίτες χάνονται από το χέρι της.

«Ίσως, να έχεις δίκιο», λέει ο άντρας στο γέρο, «όμως μαζί με το θάνατο πεθαίνει και η ελπίδα, όπως και με την παγωνιά πεθαίνουν τα λουλούδια».

«Ποιος ξέρει;», είναι τα τελευταία λόγια του γέροντα και σκύβει το κεφάλι.

Ο άντρας ακολουθεί το βλέμμα του στο έδαφος, στα πόδια του μπροστά. Στην αρχή παραξενεύεται λιγάκι, καθώς, μέσα από το χιόνι ξεπροβάλει δειλά δειλά μια μαργαρίτα. Κι ύστερα παραξενεύεται ακόμη περισσότερο, καθώς την πρώτη ακολουθεί ολάκερο μπουκέτο.

τρικυκλοποδιά














Ο Λόρυ ντι Μπω ήταν για πολλά χρόνια υπάλληλος σε μια μικρή ναυτιλιακή εταιρία. Ζούσε μια ζωή ήσυχη, μόνος του παρά τα σαράντα του χρόνια και αυτό του αρκούσε. Δε χαμογελούσε συχνά, ούτε όμως σκυθρώπιαζε κιόλας, δεν είχε φύγει από την πόλη ποτέ, ούτε σκόπευε να το κάνει στο μέλλον, φίλους δεν είχε πολλούς, δύο-τρεις παλιούς συμμαθητές που τους συναντούσε στο τέλος κάθε βδομάδας, στο ίδιο πάντα μαγεριό.

Μια φορά το μήνα, πήγαινε στις γυναίκες.

Εκεί, στο ξενοδοχείο του Κ., περνούσε ένα ολόκληρο βράδυ, μαζί με την Εβιγιόν ή την Θέλμα, και ύστερα το επόμενο πρωί, αφού την πλήρωνε, έπαιρνε το ταλαιπωρημένο τρίκυκλο του και γύριζε την πόλη πριν προλάβουν και ξυπνήσουν όλοι οι άνθρωποί της. Πριν τελειώσει τη βόλτα του σταματούσε σε ένα περίπτερο και αγόραζε μία σοκολάτα ή ένα παγωτό, αν ήταν καλοκαίρι. Ύστερα γυρνούσε σπίτι.

Μέχρι που μια μέρα…

Η Φρειδερίκη Μπακ έπλεκε ένα καινούργιο κόκκινο πουλόβερ. Ήταν το εικοστό τέταρτο στην πολυτάραχη ζωή της. Πάντα έπλεκε ένα πουλόβερ μετά από ένα χωρισμό και αν ήταν έντονος πάντα διάλεγε το κόκκινο χρώμα. Το σπίτι της ήταν γωνιακό και από την τζαμαρία έβλεπες όλη την πλατεία, αν και τέτοια ώρα δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. Η δεσποινίδα Μπλακ είχε να κοιμηθεί δύο μέρες και δε θα το έκανε μέχρι να τελειώσει το πουλόβερ. Σε λίγο θα ξημέρωνε και τα νεύρα της, μετά από τόσους καφέδες και στραβοβελονιές, δεν ήταν καθόλου καλά.

Τότε ήταν που το τρίκυκλο εισέβαλε στο καθιστικό της κάνοντας θρύψαλα τη μεγαλόπρεπη τζαμαρία.

Αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ, η δεσποινίδα Μπλακ όρμησε καταπάνω στον απρόσμενο εισβολέα, ουρλιάζοντας κάτι ασυνάρτητο που περιλάμβανε τις λέξεις «κουβάρι, πουλόβερ και γουρούνια». Στη συνέχεια άρχισε να καρφώνει με τις βελόνες της, τον άγνωστο άντρα σε όλα τα προφανή σημεία του σώματός του και όχι μόνο. Όταν εκείνος υπέμεινε αδιαμαρτύρητα την επίθεση της, εκείνη σταμάτησε και τον κοίταξε με απορία. Όταν της πρόσφερε το παγωτό που κρατούσε ακόμη στο χέρι του, γαρνιρισμένο με κομμάτια από την τζαμαρία της, εκείνη, αντί να του τρίψει στη μούρη, σκέφτηκε, ή πιο σωστά ένιωσε, με το δικό της ιδιαίτερο τρόπο, πως ίσως αυτή είναι η μόνη αλήθεια στον έρωτα και εντελώς αυθόρμητα τον φίλησε.

Έτσι γνωρίστηκαν ο Λόρυ ντι Μπω και η Φρειδερίκη Μπακ.

Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν γεννιόταν το πρώτο τους παιδί, εκείνη δεν του είχε μιλήσει ακόμη για τις εικοσιτέσσερις ατυχείς περιπτώσεις του παρελθόντος της. Θεώρησε πως αν του το έλεγε, θα χανόταν η μαγεία. Βέβαια κι εκείνος από την πλευρά του, δεν της είπε ποτέ, ότι την είχε ερωτευτεί από είκοσι χρονών.

για ένα τσιγάρο δρόμος














Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι ακουμπάει στην άκρη της γέφυρας και κοιτάζει τα νερά του ποταμού. Ανάβει τσιγάρο. Η νύχτα μόλις έχει πέσει στην πόλη, κόσμος πηγαινοέρχεται στο δρόμο δίπλα του, γυναίκες με ψώνια, παιδιά που σχόλασαν από τα φροντιστήρια, αργόσχολοι γέροι. Δείχνουν όλοι εξοικειωμένοι με την ύπαρξη της γέφυρας, εκείνος όχι. Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι μοιάζει να περιμένει κάτι. Ή κάποιον.

Ζούμε τις ζωές μας κάπως βιαστικά. Σκηνοθετούμε την κάθε μας μέρα και τελικά καταλήγουμε να τη βλέπουμε στο fast-forward, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή σκηνοθετούμε την επόμενη. Αν βέβαια μας ρωτήσουν, ισχυριζόμαστε πάντα πως έχουμε τον έλεγχο, πως γνωρίζουμε το σενάριο καλύτερα από τον καθένα και πως ανυπομονούμε να ζήσουμε το επόμενο επεισόδιο. Όμως αυτό δεν είναι αλήθεια. Σκηνοθετούμε το μέλλον και χάνουμε τις λεπτομέρειες του παρόντος και δυστυχώς δεν υπάρχει ριπλέι για να μας δώσει πίσω τη χαμένη εικόνα.

Αναρωτιέμαι αν ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι περιμένει και αυτός το επόμενο επεισόδιο.

Η γέφυρα δεν είναι καινούργια. Κανείς από τους ανθρώπους της πόλης δεν έχει γεννηθεί πριν τη χτίσουν, έτσι όλοι νομίζουν πως υπήρχε από πάντοτε. Όμως δεν είναι έτσι. Την έφτιαξαν κάποτε, κάποιοι άνθρωποι σαν και αυτούς για να ενώσουν την πόλη με την άλλη μισή. Την έφτιαξαν με πολύ κόπο, όμως δε σταμάτησαν να προσπαθούν μέχρι που τελείωσε, γιατί γνώριζαν πως κάθε ένωση, από την πιο απλή μέχρι την πιο μεγαλεπήβολη, χρειάζεται μόχθο για να γίνει.

Όμως ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι, δε μοιάζει να σκοπεύει να τη διασχίσει.

Αντίθετα καπνίζει αργά το τσιγάρο του και δε σηκώνει το βλέμμα από τον βρώμικο ποταμό. Στα νερά του καταλήγουν όλα τα σκουπίδια των δρόμων αυτής της πόλης. Αδιακρίτως πλευράς. Όμως ανάμεσα στα πλαστικά μπουκάλια και τις τσαλακωμένες εφημερίδες, καθρεφτίζεται και το φως του φεγγαριού. Και μπορεί το φεγγάρι έτσι να μην είναι τόσο όμορφο, αλλά σίγουρα είναι πιο αληθινό.

Όσο πιο πολύ τον παρατηρώ, τόσο πιο πολύ μου δίνει την εντύπωση πως βρισκόταν σε αυτό ακριβώς το σημείο από πάντοτε. Εγκλωβισμένος σε μια ατέρμονη αναμονή, ή προσμονή αν θέλετε, ενώπιον αυτής της γέφυρας.

Όμως κάνω λάθος. Ήρθε πριν από λίγο και ήρθε από πολύ μακριά για να σταθεί απέναντι μου, με την πλάτη γυρισμένη και τον καπνό από το τσιγάρο του να μου υπενθυμίζει πως ο χρόνος συνεχίζει να κυλάει, όπως και τα νερά του ποταμού, όπως και οι περαστικοί γύρω μου, όπως και το φεγγάρι στο σιωπηλό στερέωμα. Σκέφτομαι πως κάποια στιγμή το φεγγάρι δε θα φαίνεται μέσα στο ποτάμι. Τα σκουπίδια όμως μένουν. Ανανεώνονται.

Το τσιγάρο πλησιάζει στο τέλος του.

Στον καθένα μας αναλογούν λίγα γραμμάρια ευτυχίας. Από αυτά τα μισά είμαστε πολύ βιαστικοί για να τα παρατηρήσουμε κι έτσι τα αγνοούμε. Από τα υπόλοιπα μισά, τα μισά τα ξοδεύουμε αλόγιστα, γιατί ίσως δεν έχουμε μάθει να εκτιμούμε την αξία τους. Και έτσι στο τέλος μένουν ελάχιστα, όσο ας πούμε φαίνεται το φως του φεγγαριού μέσα στο ποτάμι. Ή όσο κρατάει ένα τσιγάρο.

Έχεις καπνίσει ποτέ το τσιγάρο σου μέχρι το φίλτρο;

Στην αρχή καίγεσαι λίγο στα πνευμόνια και μετά, όταν φτάσεις στο φίλτρο, σου αφήνει μια πικρή γεύση. Τότε, για μια στιγμή αναρωτιέσαι αν κατά βάθος δεν ήθελες να αποδεχθείς ότι έχει τελειώσει, όμως αμέσως καταλαβαίνεις πως ήταν μοναχά η επιμονή σου να το γευτείς μέχρι να είσαι σίγουρος πως δεν έχει άλλο. Η ανταμοιβή μπορεί να είναι αυτή η αποτρεπτική πικρίλα, όμως στο τέλος, όταν πια κι αυτή έχει τελείως ξεθυμάνει, μένει η σιγουριά πως η γόπα που πέταξες δεν έχει τίποτα άλλο πια να σου δώσει.

Ο άντρας με το ξεθωριασμένο σακάκι πετάει το αποτσίγαρο μέσα στο ποτάμι.

Η καύτρα χάνεται και τσαλακώνει το φεγγάρι. Εκείνος, με ήρεμες κινήσεις βγάζει από την τσέπη του, γραμμένες κόλλες από χαρτί και τις πετάει τη μία μετά την άλλη μες στα ολόμαυρα νερά. Και τότε κάτι παράξενο συμβαίνει. Οι κόλλες δε βουλιάζουν, αλλά γίνονται μικρά χάρτινα καραβάκια. Εκείνος, το ίδιο ατάραχος, αφού πετάξει και την τελευταία, φεύγει και χάνεται μέσα στο πλήθος. Χάνεται και από τα μάτια μου.

Δεν ξέρω αν διάβηκε τη γέφυρα ή αν γύρισε τελικά από εκεί που ήρθε, όμως όταν έφυγε, έσκυψα στο μέρος που στεκόταν, και είδα πως τα καραβάκια του πέρασαν κάτω από αυτήν.

παιδικός σταθμός













Κάποτε, όχι και πολύ παλιά, ζούσε στην πόλη ένας άντρας που είχε δυο κόρες. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και άλλους συγγενείς δεν είχε. Μονάχα δύο κόρες. Η μία ήταν ψηλή και ξανθιά και την έλεγε Εστράλια και η άλλη ήταν πιο καχεκτικιά και φορούσε σιδεράκια. Αυτήν τη φώναζε Θαλώ.

Εκείνα τα χρόνια, την πρώτη νύχτα του χρόνου, συνηθιζόταν στην πόλη να βγαίνουν όλα τα παιδιά στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών και να τραγουδάνε στο σκοτάδι τραγούδια, χαρούμενα για το χρόνο που έρχεται και λυπητερά για τη χρονιά που χάνεται πίσω. Παλιότερα, έβγαιναν και οι μεγάλοι, αλλά όσο περνούσε ο καιρός σταμάτησαν να βγαίνουν στα μπαλκόνια, μαζί με τους γιους και τις κόρες τους. Τώρα μονάχα κανέναν άστεγο άκουγες να τραγουδάει ανάμεσα στις φωνές των παιδιών. Ή καμιά φορά να βρίζει.

Έτσι, όπως και κάθε χρόνο, η Εστράλια και η Θαλώ, βγήκαν στο μικρό μπαλκόνι τους και, στριμωγμένες ανάμεσα στα σκουριασμένα κάγκελα, τραγούδησαν μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Καθώς περνούσε η ώρα το τραγούδι των παιδιών γινόταν όλο και πιο αδύναμο, μέχρι που έσβησε σιγά σιγά, καθώς ένα ένα τα παιδιά γυρνούσαν πίσω στους γονείς τους. Όταν πια δεν ακουγόταν τίποτα, εκείνες μπήκαν πάλι μέσα στο διαμέρισμα τους και έφαγαν μαζί με τον πατέρα τους σούπα από σιτάρι και κρέας. Αφού τελείωσαν με το φαγητό, εκείνος τις φίλησε – πρώτα την Εστράλια και ύστερα τη Θαλώ – και δίχως να πει άλλη κουβέντα, έπεσε για ύπνο.

Οι δυο αδερφές έκατσαν στο μικρό καναπέ και άνοιξαν την τηλεόραση. Κάθε χρόνο, εκείνη τη νύχτα, έπαιζε πάντα την ίδια ταινία. Κάθε χρόνο την έβλεπαν χωρίς ήχο για να μην ξυπνήσουν τον πατέρα τους που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο.

«Ξέρω τι έκανες στη μαμά», είπε η Θαλώ στην Εστράλια, χωρίς γυρίσει να την κοιτάξει.

Εκείνη δεν απάντησε. Το κρεβάτι του πατέρα τους σιγοέτριξε.

«Ξέρω τι έκανες στη μαμά», ξαναείπε η Θαλώ στην Εστράλια, όμως αυτή τη φορά εκείνη δεν ήταν πια δίπλα της. Είχε πάει μέχρι τη μεγάλη τζαμόπορτα.

«Κοίτα τι βρήκα στο μπαλκόνι!», στα χέρια της κρατούσε μια πολύχρωμη σακούλα παιχνιδιών.

Η Θαλώ πλησίασε δισταχτικά κοντά της.

«Τι να έχει μέσα;», ρώτησε και την άνοιξε.

Βρήκε μια λάμα, το κομμένο χέρι μιας κούκλας πλαστικής και ένα σπασμένο κραγιόν. Η Θαλώ κοίταξε τη λάμα, κοίταξε τα ακίνητα μάτια της αδελφής της και την έπιασε από το χέρι.

«Μη φοβάσαι, δε θα πω τίποτα στον μπαμπά. Θα είναι το μυστικό μας».

Τη νύχτα εκείνη, οι δυο αδερφές κοιμήθηκαν σφιχταγκαλιασμένες. Το πρωί, το κρεβάτι τους ήταν άδειο. Το ξυπνητήρι χτύπησε ξανά και ξανά όμως δεν υπήρχε κανείς για να το κλείσει. Ο πατέρας τους βρέθηκε σφαγμένος στο κρεβάτι του και εκείνες είχαν εξαφανιστεί. Το μόνο στοιχείο που κατάφεραν να ανακαλύψουν οι αρχές, ήταν μια πολύχρωμη σακούλα παιχνιδιών. Μέσα της, βρήκαν μια χτένα χρησιμοποιημένη και ένα ζευγάρι σιδεράκια. Επίσης χρησιμοποιημένα.

Οι εφημερίδες έγραψαν για άγρια δολοφονία και απαγωγή, όμως η γριά που διηγήθηκε την ιστορία χθες το βράδυ, μου ορκίστηκε πως η λάμα που κρατούσε στο χέρι της, είχε πάνω της ακόμα το ξεραμένο αίμα του πατέρα της. Μου είπε ακόμη, πως το βλέμμα του δεν την καθόλου έκπληκτο όταν τον δολοφονούσε, και πως ακόμη πιο αδιάφορο ήταν το βλέμμα της μητέρας της μερικά χρόνια πιο πριν.

Όταν τη ρώτησα, αν μου τα λέει όλα αυτά γιατί επιζητά την εξιλέωση, χαμογέλασε.

Έβαλε το μαχαίρι στη φούχτα μου και με άφησε μόνο μου, έξω από την αίθουσα τοκετών, να περιμένω τη χαρμόσυνη είδηση της γέννησης της κόρης μου.

borges.remixed.vol3















Ο Πέδρο Ενρίκες Ουρένια είναι καθισμένος στη βελούδινη πολυθρόνα του και συλλογιέται τα λόγια του Μπόρχες:

«Ποιος δεν ένιωσε κάποια στιγμή στη ζωή του ότι η μοίρα είναι πανίσχυρη και αλύγιστη, ότι είναι αθώα και, μαζί, απάνθρωπη;»

Ύστερα από λίγο, σηκώνεται νυσταγμένος, σβήνει την τηλεόραση και ξαπλώνει στο κρεβάτι του. Δίπλα του, η γυναίκα του ανασαίνει ελαφριά. Το κρεβάτι είναι μαλακό, ένα μικρό φωτιστικό στο κομοδίνο δίπλα του τον καληνυχτίζει και το φως χάνεται από τα μάτια του. Το φωτιστικό μένει αναμμένο.

Το όνειρο που θα δει σε λίγο, δεν έχει εικόνες. Ακούγεται μόνο μια μακρόσυρτη, κανονική φωνή, που μοιάζει με τη φωνή του, αλλά δεν είναι αυτή. Το όνειρο είναι σύντομο και ο Πέδρο γνωρίζει πως κοιμάται στην κάμαρα του, πως το φωτιστικό είναι ακόμη αναμμένο και πως πλάι του η γυναίκα του ανασαίνει ελαφριά.

Το όνειρο του λέει:

«Σε λίγες ώρες, θα τρέχεις βιαστικός στην αποβάθρα του υπόγειου σιδηρόδρομου, για να πας να παραδώσεις το μάθημα σου στο Πανεπιστήμιο. Ο σταθμός θα είναι το ίδιο βρώμικος με την προηγούμενη φορά που τον επισκέφτηκες και τα πρόσωπα γύρω σου το ίδιο ανοίκεια. Τελικά θα προλάβεις το τρένο, θα νιώσεις τη γνώριμη ανακούφιση και θα καθίσεις δίπλα στο παράθυρο. Θα οργανώσεις στο μυαλό σου τις συναντήσεις της ημέρας και θα κάνεις κάποια σχέδια για το απόγευμα. Λίγο αργότερα, κάποιος, που δεν ξέρω το όνομα του, θα σου απευθύνει κάποιες λέξεις. Δε θα του απαντήσεις, γιατί θα είσαι νεκρός. Ως συνήθως, θα έχεις αποχαιρετίσει τη γυναίκα σου και τις κόρες σου. Δε θα το θυμηθείς το όνειρο αυτό, γιατί η λήθη σου είναι αναγκαία ώστε να μπορέσουν να συμβούν όλα αυτά».

Ο Πέδρο Ενρίκες Ουρένια, αν και προσπάθησε να παρατείνει το όνειρο του όσο μπορούσε, τελικά υποτάχθηκε στη δύναμη της συνήθειας και ξύπνησε. Κοίταξε το ρολόι του, έβρισε νυσταγμένα και αφού αποχαιρέτισε τη γυναίκα του και τις κόρες του, έφυγε – τρέχοντας σχεδόν – για το σταθμό.

borges.remixed.vol2














Η Έμμα Σουνς είναι καθισμένη σε μια φθαρμένη ξύλινη καρέκλα, σφίγγει τα δάχτυλα των χεριών της και συλλογιέται τα λόγια του Μπόρχες:

«Η μόνη νοητή εκδίκηση, αλλά και η μόνη νοητή συγγνώμη, είναι η λησμονιά».

Πόσο διαφωνεί μαζί του. Στο τραπέζι δίπλα της, είναι το γράμμα που την έχει πληροφορήσει για την αυτοκτονία του πατέρα της. Το δωμάτιο είναι μικρό, τακτοποιημένο και ήσυχο, ημιυπόγειο στο κέντρο της πόλης. Στο ραδιόφωνο, ένας δημοσιογράφος σχολιάζει την επερχόμενη απεργία στη βιοτεχνία που δουλεύει. Εκεί που κάποτε δούλευε και ο πατέρας της. Πριν φύγει.

Είχε κλάψει γοερά μέχρι που ξημέρωσε, κι ύστερα τον πόνο αντικατέστησε η βαθιά ανάγκη της για εκδίκηση. Για δικαιοσύνη.

Θυμήθηκε ξανά τις μέρες της ντροπής. Τότε που ο πατέρας της κατηγορήθηκε άδικα για τη μεγάλη απάτη στη βιοτεχνία. Θυμήθηκε τα αποκόμματα του τύπου που έβρισκε κολλημένα στα παράθυρα από τους γείτονες και τα βλέμματα του κόσμου όταν έβγαιναν από το σπίτι. Ο πατέρας της δεν μπορούσε να τα αντέξει όλα αυτά. Λίγο πριν φύγει από την πόλη, με άλλο όνομα και άλλα μάτια, της ορκιστεί πως ο κλέφτης ήταν ο Ααρών Λέβενταλ, ο τότε οικονομικός διαχειριστής και τωρινός συνιδιοκτήτη της βιοτεχνίας. Τα θυμήθηκε όλα αυτά και άρχισε να καταστρώνει την εκδίκηση της.

Και μόλις πέφτει ο ήλιος η Έμμα Σουνς σηκώνεται και ξεκινά.

Το λιμάνι είναι γεμάτο από μπαρ σαν και αυτό που αναζητά. Παρατηρεί τις γυναίκες που μιλάνε στους ναυτικούς. Εκείνη είναι 19 χρονών και οι άντρες της προκαλούν ακόμη μια αδικαιολόγητη αμηχανία, σχεδόν τρόμο. Τις παρατηρεί και ύστερα πλησιάζει μια παρέα ξένων. Σκέφτεται πως ο ένας τους είναι πολύ νέος και πως υπάρχει ο κίνδυνος να της εμπνεύσει κάποια τρυφερότητα, για αυτό ρίχνεται σε έναν άλλο, πιο λαϊκό, πιο χυδαίο.

Κατά τη διάρκεια της πράξης για μια στιγμή σκέφτεται, πως το φριχτό πράγμα που της κάνουν τώρα, το έκανε και ο πατέρας της, ο νεκρός πατέρας της, στη μητέρα της. Όμως αμέσως μετά προσπαθεί να κρατηθεί από το ότι στη δική της περίπτωση, ο καθένας από τους δυο τους είναι ένα όργανο για τον άλλο. Για εκείνον είναι ένα όργανο ηδονής, ενώ για εκείνη ένα όργανο εκδίκησης.

Ύστερα όταν μένει πια μόνη δεν ανοίγει αμέσως τα μάτια. Συγκεντρώνεται στην αίσθηση που έχει αφήσει ο ξένος στο κορμί της, και καθώς το κάνει αυτό μουρμουρίζει τα λόγια που θα ακούσει ο Λέβενταλ πριν πεθάνει.

Ντύνεται και παίρνει το δρόμο για τη βιοτεχνία.

Κάνει κρύο. Ο χειμώνας κάνει την πόλη να φαίνεται ακόμη πιο έρημη τη νύχτα. Οι άνθρωποι της γυρνάνε την πλάτη τους στα κλειστά παράθυρα και η Έμμα Σουνς τους είναι ευγνώμον για αυτό. Φροντίζει να πάει στη δουλειά της από δρόμους ξεχασμένους, η διαδρομή μοιάζει με έναν οικείο λαβύρινθο. Της θυμίζει το σχέδιο που έχει καταστρώσει.

Ο Ααρών Λέβενταλ, μένει πάντα μέχρι αργά στο γραφείο του. Για τον πολύ κόσμο είναι ένας σοβαρός άνθρωπος, για το μικρό στενό του κύκλο, ένας φιλάργυρος, για την Έμμα είναι ο δολοφόνος του πατέρα της. Απόψε έχει μείνει ειδικά για εκείνη: περιμένει την εμπιστευτική αναφορά που του υποσχέθηκε για την απεργία.

Κι εκείνη βρίσκεται τώρα μπροστά του.

Μουδιασμένη, λέει κάποια ονόματα, υπονοεί κάποια άλλα, παίζει αριστοτεχνικά το ρόλο της καταδότριας και κάποια στιγμή τα χάνει. Σαν να την κυριεύει ο φόβος και ο κύριος Λέβενταλ, της λέει να ηρεμήσει και πάει να της φέρει λίγο νερό. Ακριβώς όπως το έχει σχεδιάσει. Όσο λείπει η Έμμα ανοίγει το συρτάρι του και παίρνει το περίστροφο που όλοι ξέρουν πως ο κύριος Λέβενταλ κρύβει μέσα, από τον παθολογικό φόβο του για τους κλέφτες. Ύστερα από λίγο γυρνάει με το ποτήρι νερό στο χέρι.

Τράβηξε δυο φορές τη σκανδάλη.

Ο πελώριος άντρας σωριάστηκε στο πάτωμα. Τα χείλια του έφτυσαν βρισιές και αίμα και εκείνη άρχισε να του απαγγέλει τη θανατική καταδίκη («Εκδικήθηκα τον πατέρα μου, και κανείς δε θα μπορέσει να με τιμωρήσει…»), αλλά σταμάτησε, γιατί ο κύριος Λέβενταλ είχε πεθάνει. Δεν έμαθε ποτέ της αν είχε προλάβει να καταλάβει.

Ξέστρωσε το ντιβάνι, ξεκούμπωσε το σακάκι του νεκρού, του έβγαλε τα ματωμένα γυαλιά και σήκωσε το τηλέφωνο. Ύστερα είπε αυτά που έμελλε να ξαναπεί πολλές φορές, μ’ αυτά ή με άλλα λόγια:

«Συνέβη κάτι απίστευτο… Ο κύριος Λέβενταλ με κάλεσε εδώ με το πρόσχημα της απεργίας… Με βίασε, τον σκότωσα…»

Η ιστορία ήταν πράγματι απίστευτη, αλλά κανένας δεν την αμφισβήτησε, ίσως γιατί, κατά βάθος, ήταν αληθινή. Αληθινός ήταν ο τόνος της φωνής της, αληθινή η σεμνότητα, αληθινό το μίσος. Αληθινή ήταν ακόμη και η προσβολή που είχε υποστεί.

Ψέματα ήταν μόνο οι περιστάσεις, η ώρα και κάνα-δυο κύρια ονόματα.



Υγ. Το μόνο που δεν κατάφερε να προβλέψει στο κατά τα άλλα τέλειο σχέδιο της η Έμμα Σουνς, είναι πως το απόγευμα εκείνο συνέλαβε το ένα και μοναδικό παιδί της. Παραδόξως, του έδωσε το όνομα του νεκρού πατέρα της, αν και ο μικρός δεν του έμοιαζε καθόλου.

borges.remixed.vol1















Ο Ταδέο Ισιδόρο Κρους είναι καθισμένος πίσω από μια κολώνα. Σφίγγει το όπλο του στο χέρι και συλλογιέται τα λόγια του Μπόρχες:

«…οι πράξεις μας είναι το σύμβολό μας. Οποιοσδήποτε βίος, όσο μακρύς και σύνθετος κι αν είναι, αποτελείται στην πραγματικότητα από μία και μόνη στιγμή: τη στιγμή που ο άνθρωπος μαθαίνει μια για πάντα ποιος είναι».

Θυμάται μια βραδιά πριν από χρόνια, όταν ήταν είκοσι χρονών, μπορεί και πιο μικρός, που βρέθηκε για άλλη μια φορά με την πλάτη του κολλημένη στο μπετόν. Τότε ήταν ιδρωμένος και μόνος, ήξερε πως ο θάνατος ήταν κοντά και για κάποιο λόγο αναρωτήθηκε ποιο να ήταν το πρόσωπο του πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε.

Τα θεμέλια της πολυκατοικίας βρώμαγαν κάτουρο, οι σωλήνες σκουριασμένοι, έσταζαν. Δεν άκουγες τίποτα, μόνο τις ζεστές σταγόνες που έπεφταν αόρατες στο πάτωμα και το σούρσιμο από τα πόδια των αστυνομικών. Ήταν περικυκλωμένος. Έβγαλε την ασφάλεια από το όπλο του, προτίμησε να χτυπηθεί παρά να παραδοθεί. Πληγώθηκε στον πήχη του, στον ώμο, στο αριστερό του χέρι. Πλήγωσε βαριά τους πιο αντρειωμένους από τους διώκτες του. Όταν είδε το αίμα να κυλάει μέσ’ απ’ τα δάχτυλα του, πολέμησε με πιο πολύ κουράγιο από ποτέ. Πλησιάζοντας ξημερώματα, καθώς είχε ζαλιστεί από την αιμορραγία, τον αφόπλισαν.

Εκείνα τα χρόνια η αστυνομία στην πόλη είχε σωφρονιστικό χαρακτήρα. Για παλικάρια σαν κι αυτόν, δεν ήταν δύσκολη η αμνηστία. Κι έτσι και έγινε, μετά από κάμποσα χρόνια υπηρεσίας στα πιο σκοτεινά μέρη της πόλης, τον έστειλαν πίσω στη γειτονιά του. Ύστερα από λίγο παντρεύτηκε μια γυναίκα, έκανε ένα γιο, τον έβγαλε το όνομα του πατέρα του που δε συνάντησε ποτέ. Εκείνο τον καιρό θα έπρεπε να νιώθει ευτυχισμένος, αν και κατά βάθος δεν ήταν (τον περίμενε, κρυμμένη στο μέλλον, μια νύχτα πάμφωτη, θεμελιακή: η νύχτα που είδε επιτέλους το πρόσωπο του, η νύχτα που άκουσε επιτέλους το όνομα του.)

Πριν μια βδομάδα, πήρε διαταγή να συλλάβει έναν κακοποιό που έπρεπε να λογοδοτήσει για δυο φόνους. Τον έλεγαν Μαρτίν Φιερό, ήταν λιποτάκτης και κρυβόταν εδώ και μέρες κάπου στη γειτονιά του. Ίσως στο παρατημένο βενζινάδικο ή στο καμένο εργοστάσιο, ή και κάπου αλλού – σίγουρα άλλαζε τις κρυψώνες του κάθε λίγο. Ο φονιάς αν και περικυκλωμένος από τους αστυνομικούς τους ξέφευγε μέσα στο βρώμικο λαβύρινθο της πόλης. Τελικά, όμως τον εντόπισαν.

Απόψε ο Κρους βρέθηκε στα θεμέλια μιας άλλης πολυκατοικίας από αυτή που έφερνε στη μνήμη του, αλλά το μπετό που ένιωθε στην πλάτη του ήταν ακριβώς το ίδιο. Αισθάνθηκε πως τη στιγμή εκείνη την είχε ξαναζήσει. Ο φονιάς βγήκε από την κρυψώνα του για να χτυπηθεί μαζί τους. Τον είδε καλά, ήταν τρομερός στην όψη, τα μακριά μαλλιά και η γκρίζα γενειάδα του ήταν σαν να του ‘χαν καταβροχθίσει το πρόσωπο.

Ενώ ο Κρους πολεμούσε στο σκοτάδι, άρχισε να καταλαβαίνει.

Κατάλαβε πως κανενός το πεπρωμένο δεν είναι καλύτερο από του άλλου, αλλά και πως κάθε άνθρωπος οφείλει να σεβαστεί αυτό που φέρει εντός του. Κατάλαβε πως η στολή και οι επωμίδες είχαν ήδη αρχίσει να τον ενοχλούν. Κατάλαβε πως η δική του μοίρα ήταν η μοίρα του λύκου και όχι του κυνηγόσκυλου. Κατάλαβε πως ο άλλος ήταν ο εαυτός του.

Ξημέρωσε και μια ηλιαχτίδα φωτός έσπασε τη μαυρίλα του υπογείου.

Ο Κρους πέταξε το πηλίκιο του καταγής, φώναξε ότι δε θα συνηγορήσει στο φονικό ενός λεβέντη, και ρίχτηκε στη μάχη ενάντια στους αστυνομικούς, στο πλευρό του λιποτάκτη Μαρτίν Φιερό.

στην κορυφή της πόλης















Οι άνθρωποι έχτισαν τον πιο ψηλό ουρανοξύστη στην πόλη κι έκαναν για αυτό μια μεγάλη γιορτή. Και γιόρταζαν, χωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς το γιατί, ίσως γιατί ένιωθαν το μεγαλείο του ανθρώπου, ίσως γιατί αναγνώρισαν τον κόπο και τη μεγαλοφυΐα, ίσως γιατί με αυτό το θεόρατο κτίσμα ήρθαν πιο κοντά στον ουρανό που πάντα κυνηγούσαν. Γιόρταζαν πάντως, γιόρταζαν με την καρδιά τους.

Και οι αρουραίοι κάτω από τους δρόμους και τις πλατείες, τους άκουγαν και χασκογελούσαν. Μέσα στους υπονόμους, μέσα στη λάσπη, τα σκουπίδια και το πλαστικό έβλεπαν το κατόρθωμα των ανθρώπων με μισό μάτι. Συμφώνησαν όλοι πως δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο και μάλιστα για να το αποδείξουν αυτό αποφάσισαν να σκαρφαλώσουν μέχρι την κορυφή του, μπροστά στους ανθρώπους.

Μόλις, έπεσε ο ήλιος λοιπόν και η μεγάλη γιορτή πλησίαζε στο τέλος της, κάθε λογής ποντικοί και αρουραίο ξεχύθηκαν στους δρόμους και όρμησαν στον πύργο.

Στην αρχή ήρθε μεγάλη αναστάτωση. Οι άνθρωποι της πόλης δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. Κάποιοι μίλησαν για κατάρα, άλλοι για εκδίκηση της φύσης, οι κυρίες ούρλιαζαν και τα παιδιά έκλαιγαν. Οι κάμερες γύρισαν την πλάτη τους στους τραγουδιστές και τους επίσημους και στράφηκαν στον ουρανοξύστη. Σύντομα, την αναστάτωση αντικατέστησε η περιέργεια.

Οι ποντικοί φούσκωναν από περηφάνια και ανέβαιναν. Η βραδιά ήταν δική τους.

Και ανέβαιναν και ανέβαιναν και ανέβαιναν, μέχρι που κάποια στιγμή κατάλαβαν πως δε θα ήταν τόσο εύκολο το εγχείρημα τους τελικά. Οι πιο γέροι και οι πιο μικροί κουράστηκαν πρώτοι. Άλλοι σταματούσαν και γύριζαν πίσω, άλλοι γλίστραγαν και χάνονταν στο κενό πίσω τους, άλλοι κοίταζαν το κενό και δείλιαζαν. Όσο περνούσε η ώρα, όλο και πιο λίγοι απόμεναν. Όμως δεν το ‘βαζαν κάτω.

Τότε οι άνθρωποι, που κατάλαβαν πια τι προσπαθούσαν να κάνουν οι ποντικοί άρχισαν με τη σειρά τους να χασκογελάνε. Άλλοι λέγανε εξυπνάδες μεταξύ τους και άλλοι κορόιδευαν στα φωναχτά. Οι ποντικοί, δεν ήθελε και πολύ για να απογοητευτούν ακόμη περισσότερο, κι έτσι ο ένας μετά τον άλλον εγκατέλειπαν το εξουθενωτικό σκαρφάλωμα. Ειδικά, όταν άκουσαν τους ανθρώπους να φεύγουν, σίγουροι για την αποτυχία τους, ακόμη και οι πιο πεισμωμένοι έκαναν πίσω.

«Πάμε να φύγουμε», είπε τότε ένας από τους τελευταίους. «Δεν έχει νόημα πια, οι άνθρωποι έχουν δίκιο δεν πρόκειται να τα καταφέρουμε».

Μόνο ένας ποντικός συνέχιζε. Δεν ήταν ο πιο καλοθρεμμένος, ούτε ο πιο δυνατός, κι όμως συνέχιζε. Τίποτα δεν αποσπούσε την προσοχή του, ούτε τα βογγητά των συντρόφων του, ούτε οι φωνές των ανθρώπων της πόλης, ούτε το τρομακτικό βούισμα του ανέμου. Συνέχιζε κι ύστερα από αρκετή ώρα, έφτασε κατάκοπος στην κορυφή. Τα είχε καταφέρει. Ναι, ήταν μονάχος του στην κορυφή της πόλης.

Ο ουρανός ήταν δικός του.

Όμως κανείς δεν είχε απομείνει για να θαυμάσει το κατόρθωμα του. Οι άνθρωποι από ώρα είχαν φύγει και μαζί τους και οι ποντικοί. Όταν κατέβηκε βρήκε μονάχα ένα γερο-αρουραίο που χωρίς να χάσει χρόνο τον ρώτησε:

«Μα πώς τα κατάφερες;»

Ο ποντικός τον κοίταξε για μια στιγμή, αλλά δεν του απάντησε.

«Αλήθεια, πες μου πως;»

Τίποτα.

«Πες μου τουλάχιστον, πώς δεν σε έπεισαν οι αποδοκιμασίες των ανθρώπων ή τα λόγια των συντρόφων σου; Αυτό ήταν που λύγισε και τους πιο ισχυρούς!»

«Είσαι τόσο θαρραλέος;»

«Είσαι τόσο πεισματάρης;»

«Ή μήπως είσαι απλά μισότρελος;»

Όμως ο ποντικός συνέχιζε να μην του απαντάει. Γιατί δεν ήταν ούτε θαρραλέος, ούτε πεισματάρης, ούτε θεοπάλαβος.

Γιατί απλά ήταν κουφός.

στον πύργο















Το βρήκες σημειωμένο σε ένα άδειο σπιρτόκουτο σήμερα το πρωί:

«Όταν ήταν παιδί είχε φτιάξει έναν πύργο από άδεια σπιρτόκουτα. Τώρα που μεγάλωσε ψάχνει ένα σπίρτο για να τον κάψει».

Κάποιος το είχε αφήσει όρθιο στο πεζούλι, βγαίνοντας από τον ηλεκτρικό. Το μάζεψες και το κράτησες, χωρίς να ξέρεις ακριβώς το λόγο. Τώρα, αν και έχουν περάσει αρκετές ώρες από αυτή τη μικρή αναπάντεχη ανακάλυψη, ο άντρας απέναντι σου την ξαναφέρνει πίσω στο νου σου.

Είναι στο ύψος σου, φοράει ένα μαύρο ημίψηλο και παίζει μηχανικά με ένα ίδιο σπιρτόκουτο. Κοιτάζει σταθερά πίσω σου. Ασυναίσθητα γυρίζεις να δεις τι βλέπει με τόση προσήλωση.

Το σιντριβάνι;

Δεν υπάρχει τίποτα ενδιαφέρον. Τον παρατηρείς πιο προσεχτικά και καταλαβαίνεις πως δεν κοιτάζει κάτι συγκεκριμένο. Καταλαβαίνεις πως τελικά είναι συγκεντρωμένος στο ταλαιπωρημένο σπιρτόκουτο που βρίσκεται στο αριστερό του χέρι.

Αναρωτιέσαι το γιατί.

Ξαφνικά, καταλαβαίνει πως τον κοιτάζεις και σε καρφώνει με τα μάτια του. Με απόλυτη σοβαρότητα σου δείχνει το σπιρτόκουτο, ανασηκώνοντας το απαλά και στη συνέχεια το ανοίγει σπρώχνοντας με τον αντίχειρα του το πίσω μέρος.

Στην αρχή νομίζεις πως είναι άδειο, όμως στην πραγματικότητα μέσα του βρίσκεται άλλο ένα σπιρτόκουτο. Το βγάζει με το δεξί του χέρι και ακουμπάει το άλλο κάτω στο πεζοδρόμιο δίπλα του. Ύστερα το ανασηκώνει κι αυτό απαλά, και με την ίδια ακριβώς κίνηση βγάζει άλλο ένα. Ακουμπάει πάλι το άδειο στο πεζοδρόμιο, δίπλα στο προηγούμενο.

Επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση ξανά και ξανά.

Μέχρι που με τα άδεια σπιρτόκουτα, φτιάχνει ένα μεγάλο πύργο. Σε πλησιάζει και από το τελευταίο σπιρτόκουτο που βρίσκεται στα χέρια του, αυτή τη φορά αντί για σπιρτόκουτο, βγάζει ένα συνηθισμένο σπίρτο. Σου το παραδίδει όμως σχεδόν με επισημότητα, λες και είναι το κλειδί του πύργου που τόσο ήρεμα έφτιαξε. Μόλις το ακουμπάει στο χέρι σου, τραβάει αργά το δικό του και αφού κάνει μια διακριτική υπόκλιση, εξαφανίζεται μέσα στο πλήθος.

Δεν είπε απολύτως τίποτα, αλλά ξέρεις τι ζητάει από σένα.

Τώρα έχεις το σπιρτόκουτο, έχεις και το σπίρτο.

Όμως δεν έχεις πια καμιά διάθεση να κάψεις τους παιδικούς σου πύργους.

Ανάβεις ένα τσιγάρο και απομακρύνεσαι απολαμβάνοντας τη γεύση του μέσα στα πνευμόνια σου. Ξεφυσάς προς τα πάνω και κοιτάς τα άστρα.

Τελικά, οι πιο όμορφοι πύργοι είναι αυτοί που χτίζουμε με καπνό πάνω από τα κεφάλια μας.

έστω μία ιστορία














Ο Τόμας Μπράουν στα τριάντα πέντε του χρόνια του ήταν πολύ απογοητευμένος από τη ζωή του. Είχε εγκαταλείψει τις σπουδές του πριν κάμποσα χρόνια και είχε καταλήξει να δουλεύει αχθοφόρος στο λιμάνι, μια δουλειά που σιχαινόταν και που τον κούραζε τόσο πολύ που δεν είχε όρεξη για τίποτα άλλο. Το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται μπροστά στην τηλεόραση του και να γκρινιάζει.

Ένα πρωινό που κατέβηκε στο λιμάνι για δουλειά, έγινε φασαρία. Πιάστηκαν δύο δικοί του με κάτι ναυτικούς στα χέρια, βγήκαν μαχαίρια, το κακό δεν άργησε να συμβεί. Μετά από λίγο ακούστηκαν οι σειρήνες της αστυνομίας και σκόρπισαν όλοι τους στα στενά. Ο Τόμας Μπράουν, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Το στενό που διάλεξε για να την κοπανήσει ήταν αδιέξοδο και άκουγε τους αστυνομικούς να βρίσκονται όλο και πιο κοντά. Για καλή του τύχη όμως παρατήρησε πως υπήρχε φως σε ένα παράθυρο από τα υπόγεια, που ήταν χωμένα ανάμεσα στους κάδους των σκουπιδιών. Χτύπησε δειλά την πόρτα.

Άνοιξε μια γριούλα, ζαρωμένη σαν μωρό, σχεδόν τυφλή.

«Έλα γιε μου, πέρασε μέσα».

Κάθισε σε μια ξεφλουδισμένη μπορντό πολυθρόνα. Μια σόμπα σιγόκαιγε και στο ραδιόφωνο έπαιζε παλιά τραγούδια. Η γριά τον κέρασε τσάι, του είπε τα νέα της, τον ρώτησε τα δικά του, εκείνος δεν είχε και πολλά να πει. Πέρασε η ώρα και ο Τόμας Μπράουν, αφού την ευχαρίστησε σηκώθηκε να φύγει.

«Τι ωραία που θα ήταν να μου έλεγες μια ιστορία πριν φύγεις», του είπε.

«Δυστυχώς, δεν ξέρω καμιά ιστορία», της αποκρίθηκε εκείνος.

«Μα πως γίνεται να μην ξέρεις ούτε μία;»

«Λυπάμαι», της είπε και το εννοούσε.

Βγήκε έξω στον κρύο αέρα, με μια βαθιά λύπη απλωμένη στο στήθος του. Είχε νυχτώσει. Περπάτησε για κάμποση ώρα στα στενά της πόλης, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να βρει το δρόμο του γυρισμού. Οι οδηγίες που ζητούσε από τους περαστικούς δεν τον βοηθούσαν καθόλου. Αντίθετα, έμοιαζαν να τον μπλέκουν ακόμη περισσότερο και κάποια στιγμή οι δρόμοι άδειασαν και άκουγε πια μονάχα τα βήματα του να αντηχούν ανάμεσα στα καταχωνιασμένα αυτοκίνητα.

Τότε είδε την πομπή. Άντρες και γυναίκες σιωπηλοί, με κεριά στα χέρια, ακολουθούσαν κάποιον που δεν μπορούσε να διακρίνει. Μια πρωτόγνωρη περιέργεια τον κυρίευσε και αποφάσισε να ακολουθήσει αυτό το ασυνήθιστο πλήθος. Πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε στην αρχή της πομπής και ανακάλυψε πως τελικά ακολουθούσαν μια γυναίκα. Ύστερα από λίγο μπήκαν όλοι τους σε ένα παλιό βυρσοδεψείο.

Η γυναίκα τον πλησίασε. Είχε περίπου τα ίδια χρόνια με αυτόν. Το πρόσωπο της του φάνηκε όμορφο και οικείο, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν την είχε γνωρίσει κάπου ή αν ήταν η οικειότητα εκείνη που εμπνέουν όλα τα όμορφα πρόσωπα.

«Η κηδεία θα γίνει σε λίγο και είμαστε όλοι πολύ θλιμμένοι, μήπως θα μπορούσες να μας παίξεις κάτι στο λαούτο; Θα μας έκανε να ξεχάσουμε για λίγο τον αποψινό μας πόνο».

Ο Τόμας Μπράουν παραξενεύτηκε.

«Λυπάμαι, αλλά δεν ξέρω να παίζω λαούτο. Πάντα αγαπούσα το γλυκό του ήχο του, αλλά ποτέ δεν έμαθα να παίζω γιατί…»

«Σε παρακαλώ παίξε μας κάτι. Το ξέρουμε όλοι πως είσαι ο καλύτερος λαουτιέρης στην πόλη», τον διέκοψε η γυναίκα.

Ο Τόμας Μπράουν παραξενεύτηκε ακόμη περισσότερο.

«Τι είναι αυτά που λες, εγώ δε…»

Δίχως να το καταλάβει το λαούτο βρέθηκε στα χέρια του και τα χέρια του ξεκίνησαν να παίζουν. Κι έπαιξε πολύ καλά εκείνη τη νύχτα ο Τόμας Μπράουν και οι πονεμένες ψυχές των πενθούντων γαλήνεψαν κάπως. Και η δική του γαλήνεψε ακόμη περισσότερο.

Η γυναίκα τον ευχαρίστησε και το ξανακοίταξε με το ίδιο αρχικό της βλέμμα.

«Λοιπόν Τόμας Μπράουν, πολύ θα θέλαμε να μας βοηθήσεις και σε κάτι ακόμα. Η κόρη του άντρα που θρηνούμε εδώ απόψε, είναι απαρηγόρητη. Θέλει να πέσει και η ίδια στο λάκκο που θα βάλουμε το πτώμα του».

Δε θυμόταν να είχε αναφέρει το όνομα του στη γυναίκα, αλλά παρόλα αυτά δεν τη ρώτησε αν το είχε ακούσει από κάποιον άλλον ή αν κάποτε οι δυο τους είχαν γνωριστεί.

«Συγχώρα με, αλλά αυτό δε θα μπορούσα ποτέ να το κάνω. Δεν έκανα ποτέ παιδιά, δεν ξέρω τι να της πω, δεν μπορώ να…»

Όμως η γυναίκα τον πήρε από το χέρι και τον έφερε δίπλα σε ένα μικρό κορίτσι που είχε σκύψει το κεφάλι και τα χρυσά μαλλιά του χάιδευαν το πάτωμα.

Και ο Τόμας Μπράουν κάθισε δίπλα του και το χάιδεψε στο κεφάλι και του είπε λόγια συμπόνιας, του μίλησε για τη ζωή και για το θάνατο, και για την αγάπη και την ελπίδα. Και το κορίτσι σήκωσε το κεφάλι και σκούπισε τα μάτια του και τον αγκάλιασε.

Η γυναίκα τον ευχαρίστησε για άλλη μια φορά και στο τέλος του είπε

«Αφού μας βοήθησε δυο φορές, μπορώ να σου ζητήσω και μια τρίτη χάρη».

Ο Τόμας Μπράουν ένευσε καταφατικά, ήρεμος πια, αλλά μόλις άκουσε αυτό που του ζήτησε η γυναίκα ένιωσε τον τρόμο να τον γραπώνει από τους ώμους.

«Όχι αυτό που μου ζητάς δεν πρόκειται να το κάνω. Είναι πέρα από τις δυνάμεις μου».

«Μα μόνο εσύ γνωρίζεις πώς να δουλεύεις το νυστέρι. Κι αν δεν κόψουμε τα πόδια του νεκρού, πως θα χωρέσει εκείνος μες στο φέρετρο;», τον ρώτησε ήρεμη η γυναίκα.

«Ποτέ δεν τέλειωσα τις σπουδές μου και όλα αυτά τώρα τα έχω ξεχάσει…»

Όμως πάλι χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Μπροστά του ήταν το πτώμα, σκεπασμένο με ένα λευκό σεντόνι και γύρω του, τον κοιτούσαν όλοι οι πενθούντες σιωπηλοί. Στο χέρι του κρατούσε το νυστέρι και χωρίς δεύτερη σκέψη έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Του έκοψε τα πόδια τέλεια και η γυναίκα τον ευχαρίστησε για τρίτη φορά.

Τότε μια αποτρόπαιη σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Με αργά, διστακτικά βήματα πλησίασε το πτώμα. Το χέρι του έπιασε το σεντόνι και με μια απαλή κίνησε το ανασήκωσε στο ύψος του προσώπου. Όλοι τον παρατηρούσαν ακίνητοι.

Ξεφύσηξε με ανακούφιση. Ο νεκρός άντρας του ήταν άγνωστος.

Αποχαιρέτησε τη γυναίκα και τράβηξε προς την έξοδο. Όμως λίγο πριν βγει από το παλιό βυρσοδεψείο, μαρμάρωσε. Στα σπασμένα κομμάτια ενός ραγισμένου καθρέφτη είδε το είδωλο του και δεν το αναγνώρισε αμέσως. Δεν το αναγνώρισε αμέσως, γιατί αντί για το γνώριμο πρόσωπο που ήξερε για δικό του, είδε το πρόσωπο του νεκρού άντρα.

Άρχισε να τρέχει. Η πόλη στριφογύριζε μέσα στο κεφάλι του, μαζί με όλα όσα είχε ζήσει εκείνο το βράδυ. Η γριά, η πομπή, το λαούτο, το μικρό κορίτσι, το νυστέρι, η γυναίκα και εκείνος ο άντρας που δεν γνώρισε ποτέ, ανακατεμένα μες στο μισοσκόταδο των πολυκατοικιών και των άδειων δρόμων. Όταν πια σταμάτησε ανακάλυψε πως βρισκόταν στο μικρό αδιέξοδο από όπου είχε ξεκινήσει. Γύρισε πίσω του.

Η γριά, που για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο και μόνο για μια φευγαλέα στιγμή του θύμισε την άγνωστη γυναίκα της κηδείας, βρισκόταν στο κεφαλόσκαλο όπως ακριβώς την είχε αφήσει.

«Λοιπόν γιε μου», του είπε, «είσαι σίγουρος πως δεν έχεις καμία ιστορία να μου πεις πριν φύγεις;»