άπαξ έχασε

Ο κύριος Μερλό ήταν ένας άνθρωπος που καταπιάστηκε με πολλά πράγματα στη ζωή του.

Ήταν δραστήριος. Αγαπούσε τη ζωή. Και σε μεγάλο βαθμό την απολάμβανε.

Όταν πάτησε τα εξήντα όμως τα πράγματα άλλαξαν λίγο.

Ο κύριος Μερλό άρχισε να χάνει τα πράγματα του.

Όχι, δεν εξαφανίζονταν μυστηριωδώς, αν και στην αρχή πολύ θα ήθελε να το πιστέψει.

- γιατί βλέπετε πάντοτε του άρεσαν τα μεγάλα μυστήρια –

Όχι, ο λόγος ήταν πολύ πιο απλός.

Ξεχνούσε που τα έβαζε, που τα ακουμπούσε, που τα ταχτοποιούσε.

Ο κύριος Μερλό τότε κατάλαβε πως είχε γεράσει.

Στην αρχή στεναχωρήθηκε.

Στεναχωρήθηκε πολύ είναι η αλήθεια, γιατί το γέρασμα του μυαλού είναι πολύ πιο οδυνηρό από ότι αυτό του σώματος.

Όμως είπαμε, ο κύριος Μερλό ήταν ένας άνθρωπος δραστήριος. Και πρακτικός.

Το μυαλό του δεν είχε γεράσει ακόμη τόσο ώστε να μην μπορεί βρει τη λύση.

Και τη βρήκε.

Αγόρασε ένα μεγάλο κόκκινο τετράδιο και έγραφε σε αυτό τη θέση κάθε αντικειμένου που έπιανε στα χέρια του.

Έτσι έλυσε το πρόβλημα του.

Και το χαμόγελο ξαναγύρισε στα χείλη του.

Όμως όχι για πολύ.

Ο κύριος Μερλό σύντομα κατάλαβε πως τώρα μπορεί να μην έχανε τα πράγματα του

Αλλά έχανε κάτι πολύ σημαντικότερο.

Το χρόνο του.

Και ήξερε πως δεν ήταν πια τόσο πολύς.

Ο κύριος Μερλό αποφάσισε να πετάξει το κόκκινο τετράδιο.

Και να ξεχάσει πόσο πολύ τον απασχολούσε πως ξεχνούσε.

Όμως όταν έψαξε για να το βρει, δεν ήταν έκει που το είχε αφήσει.

Ο κύριος Μερλό σήκωσε τους ώμους απαλά και ξαναχαμογέλασε.

Απλά το έχασε.

ταξί δει

Το ταξίμετρο γράφει.

Ο ταξιτζής δίπλα σου καπνίζει και ακούει λαϊκά.

Και η λεωφόρος τρέχει μέσα στο κεφάλι σου.

Είσαι πιωμένος.

Ξέρεις ότι σε κάνει κύκλους.

Αλλά δε σε νοιάζει.

Γιατί τότε, μόνο τότε,

καταλαβαίνεις πως δεν πειράζει.

Έτσι κι αλλιώς το πορτοφόλι σου

είναι άδειο τελικά.

αντί καπνιστής

Ο Τέντερ Λου ήταν ο πιο γνωστός τενόρος του νοτιοανατολικού μιλγούοκι.

Όχι, ότι είχε και πολλους δηλαδή, αλλά παρόλαυτά το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό.

Ο ανταγωνισμός σκληρός.

Και συχνά αναγκαζόταν να πραγματοποιεί εξουθενωτικές πρόβες.

Η ζωή του όλη ήταν το τραγούδι.

Είχε στερηθεί πολλά για αυτό, αλλά δεν το μετάνιωνε.

Ή ετσι τουλάχιστον νόμιζε.

Τότε ήρθαν τα όνειρα. Συνεχόμενα όνειρα επαναλαμβανόμενα, όλο και πιο έντονα, όλο και πιο διαυγή.

Δε θα τα έλεγες ακριβώς εφιάλτες.

Έβλεπε ότι κάπνιζε μανιωδώς, ότι κάπνιζε πακέτα ολόκληρα το ένα μετά το άλλο.

Όχι, δε θα τα έλεγες ακριβώς εφιάλτες.

Στην αρχή δεν έδωσε σημασία.

Ούτε στη συνέχεια.

Όμως ένα βράδυ, ένα χειμωνιάτικο βράδυ που το χιόνι είχε πνίξει το νοτιοανατολικό μιλγουόκι, είδε πως κάπνισε τόσο που δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε με πονόλεμο.

Ίσως φταίει το χιόνι. Συλλογίστηκε.

Όμως και το επόμενο βράδυ έγιναν τα ίδια.

Και το επόμενο πρωί ο πονόλεμος είχε χειροτερέψει.

Και το επόμενο και το επόμενο, μέχρι που τα χιόνια έλιωσαν.

Ο Τέντερ Λου πανικοβλήθηκε.

Τα φάρμακα που του έδωσε ο γιατρός του δεν έκαναν τίποτα.

Πήγε στους καλύτερους ειδικούς, αλλά τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια.

Πήγε σε λαιμολόγους, τίποτα.

Αποφάσισε να κόψει το κάπνισμα στον ύπνο του.

Όμως η ψυχανάλυση δεν τον βοήθησε.

Ούτε ο διαλογισμός.

Ή τα υπνωτικά χάπια.

Ένιωσε πως η καταστροφή ήταν κοντά.

Ήταν ανήμπορος να σώσει τη φωνή του.

Ήταν απελπισμένος.

Και μέσα στην απελπισία του είδε ξεκάθαρα την τελευταία πράξη του δράματος του.

Λίγο πριν κοιμηθεί κάπνισε ένα ολόκληρο πάκετο τσιγάρα.

Για πρώτη φορά στη ζωή του, ήταν πραγματικός ο καπνός που έγδερνε τον πρησμένο του λαιμό, και έπνιγε τα κουρασμένα του πνευμόνια.

Έβηχε και έφτυνε αίμα.

Όμως δε σταμάτησε. Κάπνισε και δεύτερο.

Δυσκολευόταν να αναπνεύσει.

Κάπνισε και τρίτο.

Τότε νόμισε ότι θα πεθάνει. Ότι ήρθε η ώρα να πραγματοποιηθεί το όνειρο του.

Τελικά, απλά αποκοιμήθηκε.

Εκείνο το βράδυ, είδε ένα τελείως διαφορετικό όνειρο.

Είδε πως τραγουδούσε ξανά στη σκάλα του μιλάνου.

Ξύπνησε ενθουσιασμένος και άνοιξε το στόμα του για να τραγουδήσει το τραγούδι που έλεγε στον ύπνο του.

Όμως ο λαιμός του είχε κλείσει εντελώς.

Τότε κατάλαβε.

Ο Τέντερ Λου, δεν ξανατραγούδησε ποτέ στη σκάλα του μιλάνου.

Για την ακρίβεια δεν ξανατραγούδησε ποτέ δημόσια.

Έγινε μανιακός καπνιστής.

Και τραγουδούσε κάθε βράδυ στα όνειρα του.

πλάνο αέρος

Στο αεροδρόμιο, αφού χάζεψε λίγο τα duty free και βεβαιώθηκε ότι δεν είχε αρκετά χρήματα και διάθεση για να αγοράσει κάτι, κάθησε απέναντι από τον πίνακα αναχωρήσεων. Έτσι δε θα έχανε την πτήση του με τίποτα. Έφευγε από μία γυναίκα και πετούσε για μια άλλη.

Το μοναδικό σημείο συνάντησης τους ήταν εκεί, γραμμένο στο φωτεινό πίνακα των αναχωρήσεων.

Τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν την πτήση του, ο πίνακας αναβόσβησε τρεις φορές. Γαλάζιος. Προχώρησε στον έλεγχο και περίμενε για μερικά λεπτά στην ουρά. Τις αποσκευές του τις είχε ξεφορτωθεί αρκετή ώρα πιο πριν. Είχε πάρει μαζί μόνο τα απαραίτητα, τα υπόλοιπα άνηκαν στο παρελθόν.

Ανυπομονούσε να φύγει. Νοσταλγούσε ήδη το αεροδρόμιο που αποχωριζόταν. Πάντα αγαπούσε τα αεροδρόμια, ίσως γιατί του υπενθύμιζαν την πληθώρα των προορισμών που μπορούσε να επιλέξει. Ή μπορεί να το προκαλούσε αυτό ο φόβος του για τον επερχόμενο - σύντομο ή και οριστικό, ποιος ξέρει; - αποχωρισμό του από τη σιγουριά του εδάφους. Ναι, το αγαπάς λίγο παραπάνω το έδαφος όταν πρόκειται να το χάσεις.

Καθώς βάδιζε στη φισούνα, ένιωσε να τον κατακλύζει εκείνο το τρομακτικό συναίσθημα που σε κάνει να θέλεις την τελευταία στιγμή να εγκαταλείψεις το ταξίδι σου και να αφήσεις το αεροπλάνο, το αεροδρόμιο, να τα αφήσεις όλα και να επιστρέψεις σπίτι σου. Η τρομακτική βεβαιότητα πως βαδίζεις, παραδομενος στη μοίρα σου, προς το επόμενο τραγικό αεροπορικό δυστύχημα. Όμως, όπως συμβαίνει πάντα, εκείνος συνέχισε, όπως και ο διπλανός του - αντάλλαξαν μάλιστα εκείνο το καθησυχαστικό βλέμμα του κοινού τους τρόμου μπρος στο αβέβαιο - συνέχισε και επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο.

Το αεροπλάνο απογειώθηκε όπως όφειλε στον πιλότο και στους επιβάτες του και να που τον βλέπουμε τώρα, καθισμένο δίπλα στο παράθυρο του να χαζεύει τις Άλπεις κάπως αφηρημένα, να είναι χαμένος σε σκέψεις που δεν προδίδουν κάποιο χαρακτηριστικό ανησυχίας στο πρόσωπο του. Τον βλέπουμε που χαϊδεύει με τις άκρες των δαχτύλων του, τη ζώνη που τον κρατάει δεμένο στο στενό κάθισμα του και σχεδόν να χαμογελά. Ίσως να σκέφτεται τη γυναίκα που τον περιμένει. Ίσως να σκέφτεται τη γυναίκα που αφήνει. Οι σκέψεις αυτές μοιάζουν να τον ευχαριστούν.

Κατά βάθος όμως, εκείνο που τον ευχαριστεί περισσότερο και ταυτόχρονα τον βυθίζει σε πελάγη μελαγχολίας, είναι η πτήση.

Κι ο θεός ρίχνει τα ζάρια του και κάνει πως δε βλέπει.

σαστιστική

Σε βλέπω να υπολογίζεις σκυφτός τις πιθανότητες.

Και να ματώνεις τις άκρες των δαχτύλων σου με το ίδιο αίμα που τρέχει στο φλοιό του εγκεφάλου σου.

Βάζεις τον εαυτό σου στο κέντρο και ορίζεις γύρω του ένα νησί με ακτίνα R, τους κρατάς όλους απ' έξω και αυτό το ονομάζεις άρνηση.

Κι όμως όσο κι αν απλώσεις το μυαλό σου, δεν μπορείς να καλύψεις όλη του την επιφάνεια.

π R τετράγωνο

Όχι, αυτό είναι κάτι που δε θα καταφέρεις ποτέ.

Γιατί το π από καιρό έχει πεθάνει.

Για αυτό αντί να το απλώσεις, είναι πολύ προτιμότερο να το αλώσεις.

Και αντί να ψάχνεις για το π θανόν, να ταξιδεύεις για το απίθανο.

american dream

Στέκομαι για ώρα στην ουρά του metropolis.

Σε μία τηλεόραση δείχνει το νέο πρόεδρο των Η.Π.Α. να πανηγυρίζει.

Χαζεύω CD, εκείνους που χαζεύουν τα CD, τις ταμίες, την μπροστινή μου.

Και τότε εμφανίζεται.

Στην αρχή δεν τον παρατηρώ.

Όμως τον παρατηρεί αυτός που παρατηρώ.

Και ο δίπλα του.

Και η μπροστινή μου.

Έτσι το βλέμμα ακολουθεί την τροχιά των υπολοίπων βλεμμάτων κι όλα μαζί συναντιώνται πάνω του.

Εκείνος συνεχίζει, κάπως αδιάφορα είναι η αλήθεια, με τα CD στο χέρι..

Μοιάζει να μην έχει καταλάβει τίποτα από ότι συμβαίνει και από όσα πρόκειται να συμβούν τα επόμενα δευτερόλεπτα.

Και θα συμβούν, είναι σίγουρο. Όλοι γύρω του το ξέρουν. Μονάχα αυτός το αγνοεί.

Πλησιάζει έναν πελάτη – το διπλανό μου ίσως; – και εκείνος αποστρέφει το βλέμμα.

Κάνει πως κοιτάει αλλού.

Πλησιάζει κι άλλο.

Όμως δεν προλαβαίνει να του μιλήσει.

Δυο μπράβοι τον αρπάζουν και τον πετάνε με δύναμη έξω.

Δεν προλαβαίνει καν να διαμαρτυρηθεί.

Είναι στο δρόμο τώρα.

Είναι μαύρος.

Δεν είναι αφροαμερικάνος.

Και πουλάει CD.

9 ευρώ

Τόσο κοστίζει ο λόγος που δε σου γράφω τόσο συχνά.

αύριο ή μεθαύριο

Όταν του ανακοίνωσαν πως θα πεθάνει το πήρε μάλλον ψύχραιμα. Ίσως να σκέφτηκε πως και αυτοί που τόσο αδιάφορα του το έλεγαν θα είχαν την ίδια ακριβώς μοίρα. Κάποια στιγμή. Όμως λίγο αργότερα καθισμένος στο κρεβάτι του άρχισε να σφίγγει με δύναμη τα δάχτυλα των χεριών του. Ήταν χλωμός και το φως της λάμπας τον έκανε να δείχνει ακόμη χλωμότερος. Έγειρε πίσω και καθώς το μικρό του δωμάτιο ήταν τώρα πια άδειο, άρχισε να σφυρίζει ένα τραγούδι που άκουσε χθες ή προχθές στο ραδιόφωνο. Η ώρα περνούσε και τα χείλη του κουράστηκαν, ίσως και τα αυτιά του να ακούνε τον ίδιο μονότονο σκοπό. Με μια απότομη κίνηση σηκώθηκε και πλησίασε τη βιβλιοθήκη του.
Έπιασε ένα βιβλίο στην τύχη και το άνοιξε στη μέση. Προς μεγάλη του έκπληξη διάβασε για κάποιον που μόλις ανακάλυψε πως πρόκειται να πεθάνει. Το έκλεισε και άνοιξε κάποιο άλλο. Η έπληξη του μεγάλωσε κι άλλο καθώς διάβασε την ίδια ιστορία ελαφρώς παραλλαγμένη. Άνοιξε και τρίτο βιβλίο, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Συνέχισε να ανοίγει το ένα βιβλίο μετά το άλλο διαβάζοντας παραλλαγές της ίδιας αιώνιας ιστορίας, μέχρι που ξημέρωσε.
Τότε, ένιωσε πως και ο δικός του θάνατος ήταν κοντά. Στεναχωρέθηκε που πέρασε το τελευταίο του βράδυ έτσι, διαβάζοντας για θανάτους άλλων, αλλά ύστερα απο λίγο παρατήρησε πως αν συγκέντρωνε όλες αυτές τις μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες διαφορές στις ιστορίες που διάβασε, τότε σχηματιζόταν μια πολύ διαφορετική ιστορία. Ήταν η ιστορία ενός χαρταετού και μίας τυφλόμυγας, που συναντήθηκαν μέσα στη νύχτα για να χωρίσουν την αυγή, ενός καλόγερου που ξεστράτισε και έχασε το δρόμο του για να τον βρει ξανά σε ένα πειρατικό καράβι και ενός άντρα που κάποτε ήταν παιδί, γιος ωρολογοποιού, και κρύφτηκε χωρίς καμιά αιτία ή αφορμή μέσα σε ένα ρολόι για δέκα ολόκληρα χρόνια.
Κατάλαβε πως τα βιβλία αυτά μέσα στις άπειρες παραλλαγές ενός ασήμαντου θανάτου, μιλούσαν για τη ζωή του. Κατάλαβε επίσης, πως μπορεί να ζεις περιμένοντας να πεθάνεις, ή να περιμένεις να πεθάνεις ζώντας.
Τελικά δεν πέθανε εκείνο το πρωί. Ούτε το επόμενο.

Η τρελή και ο αλήτης (μια αληθινή ιστορία)

Γνωρίστηκαν κάτω από ένα υπόστεγο. Ήταν φθινόπωρο, αλλά δεν έβρεχε.

Εκείνη όμως ήθελε να προστατευτεί από τη βροχή.

Εκείνος να της πιάσει τον κώλο.

Του έριξε χαστούκι.

Τη φίλησε.

Τον ερωτεύτηκε.

Του άρεσε πολύ ο κώλος της.

Ύστερα του θύμωσε.

Του άρεσε πολύ ο κώλος της.

Γιατί από τη στιγμή που ήρθε δίπλα της σταμάτησε να βρέχει.

Του άρεσε πολύ ο κώλος της.

Κι εκείνος είχε μείνει ακόμα στο υπόστεγο.

Να κοιτάζει τον κώλο της.

Ενώ εκείνη ήθελε να περπατήσουν στη λιακάδα.

Όμως να που τώρα έβρεχε στα αλήθεια.

Κι όλοι οι άνθρωποι έτρεξαν να κρυφτούν κάτω από το υπόστεγο.

Έτσι, εκείνος είδε τον κώλο της να χάνεται μες στη βροχή.

Ενώ εκείνη νόμιζε πως τα δάκρυα της γέμισαν τα σύννεφα.

Το άσπρο και το μαύρο

Περπατάμε για χρόνια πάνω στην ίδια σκακιέρα.

Κάποιοι πάνε μόνο μπροστά.

Άλλοι πάνε και προς τα πίσω.

Κάποιοι κάνουν άλματα.

Άλλοι βαδίζουν μόνο τετράγωνο τετράγωνο.

Και ο τρελός πάντα διαγώνια.

Καμιά φορά συναντιόμαστε.

Περπατάμε μερικά τετράγωνα δίπλα δίπλα, λίγα ή πολλά δεν έχει σημασία, κι έπειτα οι δρόμοι μας χωρίζουν. Αυτό καμιά φορά έχει σημασία.

Μα όταν βρεθείς στην άκρη της σκακιέρας, τότε μόνο τότε καταλαβαίνεις.

Πως δεν έχει σημασία πόσα τετράγωνα περπάτησες, ούτε με ποιους.

Αλλά πως σε όλη σου τη ζωή, βρισκόσουν πότε σε ένα άσπρο και πότε σε ένα μαύρο τετράγωνο.

Κάθε απόφαση που πήρες, κάθε αλλαγή κατεύθυνσης (αν έκανες), κάθε σκέψη και συναίσθημα ξεκινούσε από ένα άσπρο ή μαύρο τετράγωνο.

Που στην πραγματικότητα είναι γκρι.

Δυστυχώς όμως τα μάτια σου τα βλέπουν όλα άσπρα ή μαύρα.

Πόσο μάλλον το μυαλό σου.


αφιερωμένο στο θείο μου Οιδίποδα από τον Κολωνό.

Κάθε αρχή και δύσκολη

Λένε συχνά πως κάθε αρχή και δύσκολη.

Λένε επίσης, πως κάθε τέλος και αρχή.

Άρα το τέλος οφείλει να είναι το ίδιο δύσκολο.

Αυτό μου θυμίζει την ιστορία του Τ.D. Orgol.

Ο διάσημος αυτός αλεξιπτωτιστής, δεν θα είχε γίνει ποτέ αλεξιπτωτιστής αν δεν κατάφερνε να δαμάσει την υψοφοβία του. Έτσι, όχι μόνο ασχολήθηκε με την ελεύθερη πτώση, αλλά έκανε και τα περισσότερα ρεκόρ σε αυτό το ακραίο άθλημα. Πιο συγκεκριμένα, είχε δηλώσει πως η πρώτη του πτώση ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχε κάνει μέχρι τότε στη ζωή του.

Το ίδιο δύσκολη αποδείχθηκε και η τελευταία του.

Όχι, γιατί δεν άνοιξε το αλεξίπτωτο του.

Αλλά γιατί ο ίδιος αποφάσισε να μην το χρησιμοποιήσει.

ξέρω τι έκανες φέτος το καλοκαίρι

Σε 24 περίπου ώρες μπαίνω στο πλοίο του γυρισμού.


Θέλω να μοιραστω την τελευταία εικόνα του καλοκαιριού μαζί σου.


Καλό φθινόπωρο.





Μην ειμ' αυτός ?

«Άσε μαλάκα, τον τελευταίο καιρό έχω μεγάλες καύλες».

Αυτό το μήνυμα πρέπει να πάει στον κολλητό σου και όχι στην κοπέλα που έχεις κανονίσει να βγεις απόψε για πρώτη φορά.

Η απάντηση

«Μάλλον θα έχεις για πολύ καιρό ακόμα».

από εκείνη, το επιβεβαιώνει.


Πάντοτε ήμουν καλός με τα μηνύματα. Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει γυναίκα που να μου έχει αντισταθεί όταν πιάνω το κινητό στα χέρια. Πλέον μετά από ένα δυο μηνύματα της, μπορώ να καταλάβω πως σκέφτεται και τι ακριβώς θέλει να διαβάσει, σε τι συχνότητα και τι ώρες, greeklish ή ορθογραφημένα ελληνικά, κλπ κλπ. Ναι είμαι καλός, πολύ καλός. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα έχω σταματήσει να φλερτάρω προσωπικά, απλά ανταλλάζω αριθμό τηλεφώνου. Αυτό αρκεί.

Καταλαβαίνετε επομένως την αμηχανία μου μετά από το παραπάνω λάθος. Μια αμηχανία που σύντομα, όμως, μετατράπηκε στη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα πρόκληση που είχα να αντιμετωπίσω. Έτσι είναι. Όταν το σκέφτηκα πιο ψύχραιμα, κατάλαβα πως δεν ήταν καθόλου τυχαίο το λάθος. Το ερωτικό παιχνίδι είχε γίνει για μένα τόσο εύκολο, που κινδύνευε να μετατραπεί σε μια ανιαρή επανάληψη. Να όμως, που ήρθε το υποσυνείδητο μου να με σώσει από την κοινοτυπία και να δώσει μια νέα γοητεία στην προσπάθεια μου.

Δε μου αρέσει να περιαυτολόγω. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να απαριθμήσω ένα ένα τα μηνύματα που ακολούθησαν, ούτε να αναλύσω τη στρατηγική μου – πόσο μάλλον τους διακριτικούς τακτικούς ελιγμούς που με χειρουργική ακρίβεια εκτέλεσα. Το μόνο που θα πω είναι πως τρεις ώρες αργότερα ο στόχος επιτεύχθει. Το ραντεβού μπορεί να μετατέθηκε μερικές μέρες αργότερα – μέρος της στρατηγικής μου βεβαίως και αυτό – αλλά δεν ακυρώθηκε. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό ίσως, αλλά νιώθω σχεδόν όπως την πρώτη φορά που φλέρταρα μέσω μηνυμάτων. Ναι, ανυπομονώ να τη συναντήσω.


«Θέλω να δω τα μούτρα του όταν πια καταλάβει πως δεν πρόκειται να εμφανιστώ».

Αυτό το μήνυμα πρέπει να πάει στην κολλητή της και σίγουρα όχι σε εμένα.

Η απάντηση

«Τότε πρέπει να συναντηθούμε σε 5 λεπτά»

από εμένα, σίγουρα δε με δικαιώνει.



Όμως, λες το υποσυνείδητο της τελικά να με ποθεί;

εκείνη

Κάποτε, όταν έπεφτε η νύχτα του έλεγε ιστορίες με φαντάσματα.

Κρυμμένος μες στο πάπλωμα, την άκουγε τυλιγμένος σαν κουτάβι.

Κι όταν τελείωνε εκείνος ζητούσε κι άλλη.

Όχι πως δε φοβότανε τις ιστορίες.

Απλά, δεν ήθελε να μείνει μόνος του στο σκοτάδι

Εκείνη δεν του έκανε το χατήρι.

Γιατί ήξερε πως τώρα ήρθε η σειρά του.

Να φτιάξει τις δικές του ιστορίες.

Να φτιάξει τους δικούς του εφιάλτες.

Μονάχος του να βρει το θάρρος να τους διώξει.

Και ύστερα να μεγαλώσει.

Και τώρα πια που το χει καταφέρει.

Και που εδώ και χρόνια από κοντά της έχει φύγει.

Δε σταματά να φτιάχνει ιστορίες στο σκοτάδι.

Μα τώρα πια αναρωτιέται, αν το ίδιο κάνει και εκείνη.

Ή μήπως αν από την άλλη

απάνω στην ταράτσα της, φαντάσματα κρεμάει με μανταλάκια.

Σύντομη Ιστορία Ενός Συνηθισμένου Ανθρώπου

Αυτή είναι η μάλλον τυχαία αρχή της.

Κι αυτό το μάλλον προβλέψιμο τέλος της.

Τα υπόλοιπα λίγο πολύ τα ξέρεις.

1 διαβάζοντας 1000

Η ζακέτα της είναι γκρι ή μπλε.

Τα μάτια της το ίδιο.

Πίσω από το τζάμι μοιάζει σαν κακοφωτισμένο έκθεμα μουσείου.

Σου λέει - δεν την ακούς, αλλά σίγουρα μπορεις να διαβάσεις τα χείλια της -

Αν 1 εικόνα είναι 1.000 λέξεις, τοτέ 1 πράξη φτάνει σίγουρα τις 1.000.000.

Σκέψου όμως και το αντίθετο.

Υπάρχουν σίγουρα 1.000 λέξεις - όχι παραπάνω - που κάθε 1 από αυτές σου θυμίζει 1.000 εικόνες.

Και κάθε 1 εικόνα μπορεί να είναι αφορμή για 1.000 διαφορετικές πράξεις.

Για αυτό μην προσπαθείς να καταλάβεις τι πράττουν οι ανθρώποι.

Πόσο μάλλον ο εαυτός σου.

Τα μάτια της είναι μπλε ή γκρι.

Η ζακέτα της το ίδιο.

Κι εσύ αναρωτιέσαι αν το τζάμι υπάρχει ή είναι καθρέφτης.

Αν απέναντι σου έχεις τελικά 1 εικόνα.

Ή 1000 λέξεις.

22 γράμματα

Οι φίλοι μου έλεγαν από παλιά όταν συζητούσαμε για γκόμενες πως πρέπει να σταματήσω να είμαι το καλό παιδί.

Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να τους δίνω δίκιο.

Τώρα που έγινα άντρας σωστός πια, πρέπει να ξετινάξω αυτό τον ιπποτικό καλοπαιδισμό από πάνω μου.

Και να απελευθερώσω τον καταπιεσμένο κωλόπαιδο που πάντα κρυβόταν μέσα μου.

Όμως για να γίνει ο καλοπαιδισμός κωλοπαιδισμός, δεν αρκεί να κάνεις το άλφα ωμέγα.

Πρέπει να πηδήξεις ολόκληρη την αλφαβήτα.

22 γράμματα.

Γάμα τα.

Μια ζωή μόνο μάχη

Αντίθετα με αυτό που πίστευαν οι περισσότεροι, ο Φωκ ήταν ένας επιτυχημένος πιστολάς. Είχε επικρατήσει σε 42 μονομαχίες μέχρι σήμερα, πράγμα που το κράταγε κρυφό, αν και δεν τον βοηθούσε ιδιαίτερα σε αυτό το χαμένο αριστερό του μάτι, το διαλυμένο του γόνατο και τα δύο του ακρωτηριασμένα δάχτυλα. Όλα πάνω του έδειχναν ξεκάθαρα πως θα έπρεπε να είχε σκοτωθεί τουλάχιστον στις μισές μονομαχίες που είχε συμμετάσχει, κάτι το οποίο και ο ίδιος το γνώριζε πολύ καλά. Όμως ζούσε. Ζούσε και για αυτό κοιτούσε κι απόψε νυσταγμένος το ταβάνι του δωματίου που είχε νοικιάσει.

Καμιά εικοσαριά μίλια μακριά από τον νυσταγμένο πιστολά Φωκ, ο Ρ.Π. Χάστινγκς σκοτωνόταν για έκτη φορά τον τελευταίο μήνα. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο πιο αποτυχημένος πιστολάς της δυτικής ακτής, την επόμενη μέρα του θανάτου του, ξυπνούσε ολοζώντανος και αρτιμελής, γεγονός που τον ανάγκαζε να περιφέρεται μεταμφιεσμένος από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό, προσπαθώντας να διαφυλάξει τα τελευταία απομεινάρια της αξιοπρέπειας του. Η αλήθεια είναι πως στα μισά μέρη που επισκεπτόταν, όλο και κάποιος βρισκόταν που τον είχε σκοτώσει.

Η συνάντηση των δύο αντρών ήταν αναπόφευκτη. Μόλις κοιτάχτηκαν στα μάτια, τα κατάλαβαν αμέσως όλα.

«Το πεπρωμένο μου είναι απόψε να σε σκοτώσω για να μπορέσω επιτέλους να ζήσω», του είπε ο Ρ.Π. Χάστινγκς με τη στεντόρια φωνή του.

«Το πεπρωμένο μου είναι απόψε να πεθάνω για να μπορέσω επιτέλους να ξεκουραστώ», απάντησε ο Φωκ κουρασμένα.

Τραβήξαν και οι δύο τη σκανδάλη, όμως ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο Ρ.Π. Χάστινγκς είχε ξεχάσει για άλλη μια φορά να γεμίσει το όπλο του. Ο Φωκ έφτυσε απογοητευμένος.

Έτσι, πολλά πολλά χρονια αργότερα, πέθαναν κι οι δύο από βαθιά γεράματα.

Ο ένας προσπαθώντας να ζήσει και ο άλλος προσπαθώντας να πεθάνει.

dj σε νησί

Το πρώτο τραγούδι παίζει.

Αστυπαλιά.

Άσπρα σπίτια, αστραφτερά, πολύ φως, περισσότερος αγέρας.

Του παίρνει απότομα το καπέλο κι εκείνος αφήνει το κάστρο (του) και το γυρεύει ανάμεσα σε στενά σοκάκια.

Είναι ωραία η σκιά όταν σε κυνηγάει από παντού ο ήλιος.

Είναι ωραίος ο ήλιος το πρωί μετά τη νύχτα, αλλά μη βιάζεσαι θα σου πω αργότερα για αυτό.

Συναντά τρεις φίλους, σταματά για λίγο, τους ρωτά αν πήρε το μάτι τους ένα βιαστικό καπέλο. Του δείχνουν τρεις διαφορρετικές κατευθύνσεις κι εκείνος συνεχίζει το τρεχαλητό του.

Όμως, ύστερα από λίγο είναι πια σίγουρος πως το έχει χάσει.

Κοιτάζει γύρω του την παράξενη τούτη Χώρα.

Η μπάρα είναι πορτοκαλί, το μαγαζί χαμηλοτάβανο, η τεκίλα τις περισσότερς φορές με πορτοκάλι.

Έτσι, γιατί χρειάζονται και οι βιταμίνες.

Εκτός από βιταμίνες, χρειάζεται νερό.

Το μεσημέρι όμως, όλα εδώ είναι κλειστά.

Υπάρχουν μόνο οι παραλίες και το μαύρο ρούμι. Ζεστό μαύρο ρούμι μέσα σε πλαστικά μπουκάλια του νερού που ξεβράζει η θάλασσα.

Υπάρχουν και οι φίλοι.

Το τραγούδι που παίζει τώρα, μοιάζει να βγαίνει από τα στόματα τους. Το τραγουδούν μαζί του και για μια στιγμή, για μια στιγμή μονάχα, η θάλασσα έτσι για λίγο τους αφουγκράζεται.

Ανεμελιά, αντροπαρέα, μπουγέλα και κραξίματα. Οι γλάροι τους κοροϊδεύουν, στραβοπετώντας.

Ίσως απλά να έχουν μεθύσει κι αυτοί με το ρούμι. Ή μπορεί το ρούμι να είναι μπόμπα.

Στην άκρη της παραλίας η σπηλιά είναι μικρή και ο θησαυρός του πειρατή από καιρό κλεμμένος.

Εκείνοι όμως δε δίνουν δεκάρα. Μες στη σπηλιά φτιάχνουν μαργαρίτες και στρίβουνε τσιγάρα. Κι ύστερα τις σερβίρουν στα σοκάκια.

Στο λιθόστρωτο, οι πλάκες αντηχούν ξανά στα βήματα που κάποτε προσπάθησαν να κάνουν.

Οι πλάκες τους μετράνε, τα βήματα που χάθηκαν δεν ξαναποχτιούνται..

Το νησί ξαφνικά γεμίζει κόσμο. Η ησυχία ακολουθεί τον ήλιο χαμηλά στον ορίζοντα και χάνεται, η μουσική δυναμώνει.

Νυχτώνει. Ο αέρας πέφτει.

Στριμώχνονται. Ανθρωποι, μουσική, εκείνο το χαμόγελο, που μπορεί και να μην ήταν ακριβώς χαμόγελο, τα βυζιά της εντυπωσιακής ξανθιάς, που σίγουρα ήταν ακριβώς αυτό που ήταν.

Στριμώχνονται ανάμεσα στην πορτοκαλί μπάρα με τα ξέχειλα τασάκια και τη θάλασσα.

Φωνάζουν και ιδρώνουν. Στάζει το λεμόνι στο τζιν τόνικ, η ανάσα της κολλάει στο λαιμό του, ακριβώς κάτω απο το αυτί και ο πάγος, τριμμένος, λιώνει στο ποτήρι του.

Το χαμόγελο, τελικά ήταν χαμόγελο.

Κι εκείνη στο κρεβάτι του. Γυμνή, μόνο με τις έγνοιες του καλοκαιριου, κολιέ από κοχύλια, χορεύει στο λαιμό της.

Χορεύουν και όλοι γύρω τους χορεύουν μαζί τους.

Μες σε μια στοά από καπνό, ξεφωνητά και μεθυμένους γλάρους.

Μέχρι που κάποια στιγμή οι μπύρες του Βορρά τελειώνουν και πάγος υπάρχει μοναχά στο Νότο.

Χαράζει.

Αγκαλιά σε μια ταράτσα δίχως κεραίες και διαφημιστικά μηνύματα.

Και ο ήλιος είναι κόκκινος, κάπως αργός στο ξεκίνημα του, διστακτικός που θα λύσει τα μάγια του νησιού και θα σε κάνει πάλι καθημερινή και ασήμαντη και άχαρη.

Σχεδόν αόρατη, κρυμμένη πίσω στην ομίχλη της πρωτεύουσας, να περιμένεις τον πρίγκηπα με το σπασμένο σου σφηνάκι.

Το μαγαζί έχει αδιάσει. Ο ήλιος πια είναι ψηλά και οι ακτίνες του σπίθες φθινοπωρινές.

Εκείνοι σιγοκουβεντιάζουν γύρω από την μπάρα. Φρουρά που ξέμεινε λίγο πιο πίσω, από συνήθεια ή από κάποιο πείσμα.

Ή ισως να είναι και ο ρόλος της αυτός. Των αδιόρατων χαμόγελων ρομαντική οπισθοφυλακή.

Εκείνος βάζει ένα αγαπημένο τους τραγούδι.

...τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι οι χειμώνες...

Καπνίζουν και σιγοτραγουδούν.

Ύστερα, φεύγουν κι αυτοί, κι εκείνος βάζει το τελευταίο σκαμπό πάνω στην μπάρα και τελευταίος κλείνει την πόρτα.

Το τελευταίο τραγούδι έχει πια τελειώσει.

Στην κόλαση με το μαύρο πρόβατο.

Χθες σε είδα σε μια παράσταση.

Τι περίεργο, δεν ήσουν στη σκηνή.

Καθόσουν στο τελευταίο κάθισμα και παρακολουθούσες.

Με παρακολουθούσες.

Όμως δεν ήμουν ούτε έγω στη σκήνη.

Σε παρακολουθούσα.

Κι έτσι αναρωτιέμαι.

Αφού κι εγώ καθόμουν στο τελευταίο κάθισμα.

Γιατί βρεθήκαμε σε αυτή τη βαρετή παράσταση;

Όμως έφυγες πριν σε ρωτήσω. Μόνη.

Χάθηκε η συμπαράσταση.

Το θέατρο άδειασε, οι ηθοποιοί ξεβάφτηκαν κι έγιναν άνθρωποι ξανά.

Σιωπηλοί φόρεσαν τις ζωές τους, σαν να ήταν πιτζάμες ή ακριβά φορέματα.

Και τώρα πια το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι

μια βιαστική και ίσως κάπως άκαιρη, μικρή αναπαράσταση.

παρομοίωσις

Όλα ξεκινούν με μία λάμψη.

Αναπτήρας ή σπίρτα, δεν έχει πολύ σημασία.

Η σπίθα, η φλόγα, ανάβεις.

Απολαμβάνεις την πρώτη ρουφηξιά.

Τη δεύτερη λιγότερο, την τρίτη.

Βλέπεις τον καπνό, πηχτό στην αρχή, να ξεθωριάζει αργότερα.

Δε θες όμως να σου μπει στα μάτια.

Και ξαφνικά το τσιγάρο σου έχει τελειώσει.

Και στο τασάκι σου θα βρεις άλλο ένα αποτσίγαρο.

Που ίσως δεν έσβησες καλά και σιγοκαίει ακόμη.

Αργά ή γρήγορα σβήνει και αυτό.

Κι εσύ ανάβεις το επόμενο.

(Τελικά προτιμώ τις πίπες)

Το μπαρ κάτω από την πόλη

Απόψε θέλω να πάμε μαζί στο μπαρ κάτω από την πόλη.

Θα περπατήσουμε ανάμεσα στους τσιμεντένιους κορμούς από τις ρίζες των πολυκατοικιών.

Στα σκοτεινά, μονάχα με τους φακούς που παίρναμε μικροί στην κατασκήνωση.

Θα κουραστείς το ξέρω, θα είναι δύσκολα το ξέρω, μπορεί και να χαθούμε.

Για λίγο.

Στο τέλος όμως θα φτάσουμε.

Θα μας υποδεχτεί στην είσοδο, όπως συνηθίζεται, η ιδιοκτήτρια.

Πάντα νέα και πάντα γερασμένη.

Και πάντα όμορφη.

Κι ύστερα θα μας υποδεχτεί η κάπνα. Η μουσική.

Οι χορεύτριες είναι πάντα μεθυσμένες και στο μπαρ κάτω από την πόλη πάντα νύχτα.

Ο πιανίστας θα είναι αφηρημένος, τα δάχτυλα του λεπτά, τα νύχια του βρώμικα.

Θα κάτσουμε στο μπαρ.

Ο μπαρμαν, τυφλός, χωρίς μαύρα γυαλιά, θα μας βάλει το ποτό μας.

Θα μας μιλήσει για λίγο, ύστερα θα πιάσει την τρομπέτα του και θα τη γυαλίσει μηχανικά.

Θα μιλήσει σε κάποιον άλλον.

Λένε πως ο χρόνος δεν περνάει στο μπαρ κάτω από την πόλη.

Ίσως για αυτό έχουν αφήσει ξεκούρδιστα όλα τα ρολόγια στους τοίχους.

Επίτηδες.

Κι όταν θα πιούμε τα ποτά μας και θα μιλήσουμε για όλα εκείνα που μέχρι σήμερα μας αξίωσε η ζωή να δούμε και να πράξουμε, θα κάνουμε σχέδια για το αύριο και ας γελάει ο θεός μαζί μας.

Γιατί πόσες φορές γέλασε με τον άνθρωπο και πόσες βγήκε γελασμένος;

Στο τέλος, φίλε μου, όταν θα φεύγουμε ζαλισμένοι όχι τόσο από τη βότκα και το ρούμι, αλλά από τον έρωτα για τους εαυτούς μας τους ίδιους, θα αγκαλιαστούμε σαν να 'ναι στερνή φορά που τα 'πιαμε και θα γυρίσουμε πίσω στην πόλη.

Η κάπνα θα γίνει καυσαέριο και η μουσική, των αυτοκινήτων οι άγριες κόρνες.

Όμως τα όνειρα μας θα μείνουν έτσι όπως τα πλάσαμε.

Κι ας προσπαθούν οι άλλοι να τα κάνουν διαφημιστικά σποτάκια.

Γιατί εκείνοι δε θέλουν να ακούσουν τη μουσική που έρχεται μέσα από τις σχάρες των υπονόμων.

Κι εξακολουθούν να σβήνουν τα τσιγάρα τους στην άσφαλτο των μεγάλων λεωφόρων, σκληρή και μαύρη, πάνω από τα μεθυσμένα κεφάλια μας.

Αυτή θα σε ξεκάνει

Λένε πως ο ερωτευμένος συχνά εθελοτυφλεί.

Εθελοτυφλεί σε βαθμό που η συμπεριφόρα του πολλά κοινά έχει με αυτή του αυτόχειρα.

Το στοιχείο της αυτοκαταστροφής και στις δύο περιπτώσεις είναι πρόδηλο.

Με μόνη διαφορά πως απόρριψη του έρωτα μας, οδηγεί σε θάνατο μεταφορικό τον οποίο και ενδόμυχα απολαμβάνουμε.

Εξ ου και ο διάλογος.

«Ερωτεύτηκα μια κάνη».

«Κάνη; Τί κάνη;»

«Καλά είναι».

Μπατμανιχαϊσμός

Κάποτε μέσα σε μια σπηλιά στο κέντρο της πόλης δυο γενναίοι τυμβωρύχοι βρήκαν ένα μεγάλο φούρνο.

Μες στο φούρνο βρήκαν μια σπηλιά και μες στη σπηλιά βρήκαν μια πόλη.

Την πόλη αυτή την ονόμασαν Κόλαση.

Ο ένας από τους δύο γύρισε πίσω να αναγγείλει την ανακάλυψη του στην υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Ο άλλος έμεινε εκεί.

Κάποτε πάνω σε ένα σύννεφο που είχε καθίσει πάνω από τις κεραίες της πόλης δυο συνηθισμένοι αλεξιπτωτιστές βρήκαν στερεωμένη μια κεραία.

Πάνω στην κεραία βρήκαν ένα σύννεφο και πάνω στο σύννεφο μια πόλη.

Την πόλη αυτή την ονόμασαν Παράδεισο.

Όπως και με τους τυμβωρύχους έτσι και με αυτούς, ο ένας έμεινε εκεί και ο άλλος κατηφόρισε να αναγγείλει τα σπουδαία νέα.

Λίγο μετά τις ειδήσεις των 8, που ποτέ δεν παίζονται στις 8, οι δύο άντρες συναντήθηκαν στο κέντρο της πόλης.

Η πλατεία ήταν έρημη, όλοι οι κάτοικοι της πόλης παρακολουθούσαν στις τηλεοράσεις τους τις ειδήσεις των 8.

Οι δύο άντρες προσπάθησαν να πουν την ιστορία τους ο ένας στον άλλον, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Ήθελαν και οι δύο να ακουστεί η ιστορία τους. Όχι να ακούσουν.

Στο τέλος λογομάχησαν.

Λογομάχησαν τόσο πολύ που σκότωσαν ο ένας τον άλλον.

Αργότερα μαθεύτηκε πως ο ένας λεγόταν Κάιν και ο άλλος Άβελ.

Έτσι οι άνθρωποι δεν έμαθαν ποτέ την αλήθεια ούτε για την Κόλαση ούτε για τον Παράδεισο.

Απλά, συνέχισαν να πιστεύουν πως είναι κάτι αφηρημένο και μεταφυσικό.

Αυτή την ιστορία μου την είπε κάποτε μία νυχτερίδα, που είχε τη φωλιά της σε μια σπηλιά στο κέντρο της πόλης και συχνά ταξίδευε ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό.

Αργότερα ανακάλυψα πως ήτανε ο Μπάτμαν.

One night stunned

Η πόρτα κλείνει πίσω σου.

Όλα είναι ανοικεία και ας ξέρετε κι οι δύο τι θα ακολουθήσει.

Η μνήμη θα γατζωθεί στις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες.

Η μυρωδιά της βιαστικής τσίχλας μετά τα δυο, ακόμη πιο βιαστικά, σουβλάκια. Και η μυρωδιά από τα σουβλάκια με μια υποψιά μέντας, όταν φίλαγες για δεύτερη φορά τις ρώγες της.

Ένα κουμπί που την παίδεψε και τελικά το ξήλωσες. Ή μπορεί να έγινε και ανάποδα, φορούσατε εξάλλου τα ίδια παντελόνια.

Ένα αστείο διακοσμητικό δίπλα στο κρεβάτι της, που πηγαινοέρχεται μαζί σας. Όχι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να βάλεις τα γέλια.

Το σημάδι από κραγιόν στο τσιγάρο της. Και ο θόρυβος της καύτρας ή μιας βιαστικής μηχανής λιγο πριν χαράξει.

Το βλέμμα του περιπτερά, το πρωί, καθώς εκείνος ανοίγει το περίπτερο του και εσύ κλείνεις την πόρτα της πολυκατοικίας πίσω σου. Καλημέρα, φεύγω.

Και ακόμη πιο έντονα, πάνω στην πόρτα που κλείνεις, ένα αυτοκόλλητο χαρτάκι από αυτά που μάζευες κι εσύ μικρός. Το όνομα του ποδοσφαιριστή βέβαια δεν σου λέει πια και πολλά.

Αλλά ακόμη και όλα αυτά δε μένουν για πολύ.

Σβήνουν μες στο φως της μέρας που ξεκινά και όλα ξεχνιούνται, όπως ακόμη και η απορία που σε βασανίζει μέχρι να πας σπίτι:

Τελικά κοιμήθηκες με εκείνη που φλέρταρες στο πρώτο ή με εκείνη που φλέρταρες στο δεύτερο ποτό;

Σαν παράσταση

Η Εστρέλλα Αμαντόρα είχε καταφέρει μέχρι τα είκοσι της να μην κάνει πολλά λάθη.

Ήταν περήφανη για αυτό.

Τότε αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και αυτό τα άλλαξε όλα.

Μετά την πρώτη της παράσταση, το ένα λάθος συναγωνιζόταν το άλλο.

Ήταν περήφανη και για αυτό.

Ίσως επειδή σκέφτηκε πως τα λάθη είναι που μας κάνουν σοφότερους.

Ή ίσως επειδή η ζωή για εκείνη είχε γίνει πια μια μεγάλη πρόβα.

Μέρα με τη μέρα διορθωνόταν όλο και πιο πολύ στο ρόλο που είχε πλάσει για τον εαυτό της.

Και τα λάθη τη βοηθούσαν σε αυτό

Όταν πια έφτασε στην ύστερη ώριμη ηλικία είχε κάνει περισσότερα λάθη από όλους όσους ήξερε.

Και μάλιστα καταφέρνοντας να μην επαναλάβει το ίδιο λάθος δυο φορές.

Είχε κατακτήσει την ωριμότητα.

Είχε βέβαια και μια ζωή καταστραμένη, αλλά μικρό το τίμημα.

Κι έτσι μπαίνοντας στα γηρατειά και ξεχειλίζοντας από σοφία, γαλήνη και ηρεμία, ένιωσε έτοιμη πια να ανέβει στο μεγάλο σανίδι της ζωής.

Πλησίαζε η ώρα για τη μεγάλη πρεμιέρα.

Όμως αντί να σηκώθει, η αυλαία έπεσε.

Και λίγο πριν πεθάνει, η Εστρέλλα Αμαντόρα βλαστήμησε τη σοφία και κάθε λάθος που έκανε.

Ίσως επειδή η σοφία είναι τελικά άχρηστη, γιατί έρχεται όταν πια δεν μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις.

Ή ίσως επειδή είδε ξεκάθαρα πως δεν άφηνε πίσω της μια μεγάλη πρόβα, αλλά μια ολότελα χαμένη παράσταση.


Μα η βροχή

Ανάλαφρα.

Περπατάς ανάλαφρα στην άκρη του πεζοδρομίου και κρατάς μια ομπρέλα.

Για ισορροπία.

Μια μικρή πορτοκαλί ομπρέλα, παιδική.

Και ύστερα βρέχει.

Κι εγώ περιμένω να δω.

Θα προτιμήσεις να βραχείς

ή να μην ισορροπήσεις.

Πωλητικόν

Καλός πολίτης.

Πάει μισός χρόνος από τότε που όλοι του το ευχήθηκαν.

Μισός χρόνος με διάφορες δουλειές του ποδαριού.

Και συνεντεύξεις για δουλειές του κεφαλιού.

Από σοβαρούς κύριους και κυρίες με ακριβά, σχεδόν αόρατα γυαλιά.

Με χαμόγελα αυτοπεποίθησης, τον κοίταζαν λες και ήταν εμπόρευμα προς πώληση.

Κι εκείνος που δεν τα πολυσυμπαθούσε όλα αυτά, δεν έκανε τίποτα για να τους πείσει να τον αγοράσουν.

Είναι σε αυτά που πιστεύει κάπως απόλυτος.

Κι έτσι καιρό τώρα συνεχίζει να είναι απούλητος.

Αυτό ακόμη δεν τον πολυπειράζει, αλλά τον τριγυρίζει μία απορία.

Γιατί πριν από έξι μήνες όλοι του εύχονταν καλός πολίτης.

Κι όχι καλός πωλητής.

Κύνειο άσμα

Ο σκύλος μου έχει αλλεργία στα κόκκαλα.

Και αγαπάει τις γάτες.

Καμιά φορά τον βλέπω να φτιάχνει μπουκέτα με ανοιξιάτικα λουλούδια.

Ή να ατενίζει μελαγχολικός το ηλιοβασίλεμα.

Οι υπόλοιποι σκύλοι στη γειτονιά τον αγνοούν.

Εκείνος όμως δε δείχνει να ενοχλείται που είναι μόνος του.

Διαβάζει με τις ώρες. Συχνά κρατάει σημειώσεις.

Και μια μέρα - δεν πρόκειται ποτέ να το ξεχάσω - με κοίταξε σοβαρός και μου είπε:

"Γαβ!"

Αναρωτήθηκα τι μπορεί να σημαίνει αυτό.

Έψαξα σε λεξικά.

Πήγα στους καλύτερους σκυλολόγους.

Όμως τίποτα.

Και χθες λίγο πριν να κοιμηθώ, λίγο πριν κλείσω το ραδιόφωνο και τα μάτια.

Τον άκουσα να σιγομουρμουρίζει ένα παλιό σκυλάδικο.

Κι αμέσως τα κατάλαβα όλα.

Όμως ευθύς με πήρε ο ύπνος.

Από το πρωί σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ, όμως πάλι τίποτα.

Το μόνο που νιώθω είναι μια ελαφριά αηδία για τα κόκκαλα.

Και μια βαθιά αγάπη για τις γάτες.

Αφύσικο

Και ο συλλογισμός σου πάει κάπως έτσι:

Αν προϋπόθεση για ένα καλύτερο κόσμο είναι η καλύτερη παιδεία τότε τι πάει στραβά μέχρι τώρα σ’ αυτή;

(γιατί ο καλύτερος (από ηθικής - κοινωνικής πλευράς) κόσμος απέχει μόνο μερικά δάχτυλα πιο κοντά απ’ ότι απείχε πριν δυο χιλιάδες χρόνια: άνθρωποι σκοτώνουν – εκμεταλλεύονται ανθρώπους, κυβερνούν απατεώνες, λαοπλάνοι και δικτάτορες και το οικολογικό δε χρειάζεται καν να συμμετέχει στη καταμέτρηση – σνομπάρει τα άλλα ως μοντέρνο και εκσυγχρονισμένο πρόβλημα)


Με μια καλύτερη παιδεία, λες, θα μπορούσε να καλλιεργηθεί η κρίση των παιδιών και να αποκτήσει η ανθρωπότητα μέλη που δε χειραγωγούνται και δε θα πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και κοροιδίας. Ωραία, το υπάρχον σύστημα αφαιρεί το ενδιαφέρον από τα παιδιά με την αποστήθιση και τον μονόπλευρο τρόπο διδασκαλίας κλπ κλπ και υπάρχουν προτάσεις για εναλλακτικούς τρόπους. Μήπως όμως σε μία ηλικία που κύριο μέλημα των ανθρώπων είναι το παιχνίδι και η διασκέδαση οτιδήποτε καταναγκαστικό αυτόματα μειώνει το ενδιαφέρον και προκαλεί αντίδραση από το παιδί;


Ψάχνεις κάποιο τρόπο να εξαφανίσεις το εμπόδιο που η σκέψη σου εμφάνισε στο σόου της συλλογιστικής σου. (ο Κόπερφιλντ σε παρακολουθεί, σιγομουρμουρίζοντας τα βήματα και, μιμούμενος τις κινήσεις σου, γράφει κάτι στο σημειωματάριο του). Σου ‘ρχεται μια ιδέα αλλά το μετανιώνεις, όπως όταν φωνάζεις κάποιο γνωστό στο δρόμο και ανακαλύπτεις ότι δεν είναι αυτός:

Το να μεταφερθούν οι γενικές γνώσεις όπως γραμματική, μαθηματικά, ιστορία, φυσική σε ηλικίες μεγαλύτερες προφανώς θα ήταν δύσκολο γιατί στις μικρές ηλικίες ο άνθρωπος έχει την μεγαλύτερη ικανότητα για μάθηση.

Και εδώ έρχεται ο προβληματισμός σου πρωινιάτικα σαν ντελίβερι εγκεφαλικής πίτσας και σου ζητάει να πληρώσεις:


Πώς τα κατάφερε έτσι η φύση και την περίοδο της ζωής του ανθρώπου που τον νοιάζει μόνο το παιχνίδι του έδωσε τη μέγιστη ικανότητα για μάθηση;

Ιστο ρίες

Θέλω να γράψω μια ιστορία για ένα παιδί που τρέχει γυμνό σε μια παραλία του αυγούστου, για την ελπίδα της πρώτης αγάπης, για τον αγώνα του γερο-σαλίγκαρου λίγο πριν το τέλος της ανηφόρας, για την αθωότητα, για το ηλιοβασίλεμα που κυνηγάει το παράθυρο του τελευταίου τρένου, για το ξέφρενο γέλιο των φίλων σου, για τον χαρούμενο σκοπό των καρβουνιάρηδων, για έναν έρωτα που γεννήθηκε στη βροχή του πιο μεγάλου ηφαιστείου, για τη δύναμη του ακροβάτη, για το θάρρος, για εκείνους που μέθυσαν άνοιξη, για εκείνον που γκρεμοτσακίζεται και χαμογελά και σε κοιτάει στα μάτια για να σου δώσει κουράγιο, για την αγάπη, για ένα ιστιοφόρο που τα βαλε με τον άνεμο κι ας παλεύει ακόμα να του πάει κόντρα, για τη φιλία, για τα φιλιά στο σκοτάδι και τα δαγκώματα, για όσα ελπίσαμε και ελπίζουμε και αξίζει να πεθάνουμε ελπίζοντας για αυτά, για τους εραστές τις πιο μεγάλης νύχτας του χειμώνα, για ένα λουλούδι που τρύπησε την άσφαλτο της εθνικής, για ένα πρωινό χάδι, για έναν χιονάνθρωπο που δραπέτευσε από τη στενή αυλή μας, μόνο και μόνο για να λιώσει στην άπλα της πλατείας, για το πάθος του πόθου για πάθος, για ένα δευτερόλεπτο που κοιταχτήκατε χθες σε ένα μπαρ, για έναν τυφλό που παίζει σε κάθε διάβαση τη ζωή του κορώνα γράμματα γιατι δε θέλει να μείνει σπίτι, για ένα σπίτι που έχισε μία μόνο αγκαλιά, για μία σκέψη που σε κάνει να χαμογελάς το πρωί όταν ανοίγεις τα μάτια, για όλα αυτά για τα οποία αξίζει κανείς να ζει, για σένα που κατάφερες να διαβάσεις αυτή την ιστορία μέχρι το τέλος.

Μόνο που μπλεγμένος στον ιστό τους δεν ξέρω από που να ξεκινήσω.

Το καλό, το κακό και ο πάτος

Το καλό όταν πιάσεις πάτο είναι πως δεν υπάρχει παρακάτω.

Το κακό όταν πιάσεις πάτο είναι πως υπάρχει μόνο παραπάνω.

Και το άσχημο όταν πιάσεις πάτο είναι πως υπάρχει μόνο ο πάτος.

Θεατρινό

Είναι ένας ζεστός χειμώνας που αργεί να τελειώσει.

Οι χιονάνθρωποι μεταναστεύουν σιγά σιγά προς πιο ψυχρά κλίματα.

Το νερό το ίδιο, σε μικρότερη κλίμακα.

Σε λίγες μέρες αλλάζει η ώρα.

Μακραίνει το λουλουδάτο φουστάνι της εξήντα πόντους.

Κάποιοι όμως θα δουλεύουν ακόμα μέχρι να νυχτώσει.

Και τα παιδιά θα μετράνε αντίστροφα μέχρι το Πάσχα.

Κι ύστερα μέχρι το καλοκαίρι.

Ο έρωτας παραφυλάει και οι ανυποψιαστοι υποτάσσονται.

Η φύση παραφυλάει και ο άνθρωπος σφυρίζει αδιάφορα.

Ένα αγόρι που φιλάει ένα κορίτσι. Τα δόντια τους ακουμπάνε κι εκείνη ανατριχιάζει λίγο.

Και δυο γάτες που πηδιούνται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εκείνες ανατριχιάζουν πιο πολύ.

Ο ήλιος είναι μεγάλος και λαμπερός, σαν νεογέννητου μωρού το πρώτο του χαμόγελο.

Ο ουρανός που τον κρυφοζηλεύει, απλώνει ακόμη περισσότερο.

Τα σύννεφα τεντώνονται νυσταγμένα.

Και κάποια στιγμή ξεχνάς τα ταπεινά σου προβλήματα και παρατηρείς την ταπεινή σου ύπαρξη μέσα σε τούτη την εαρινή παρασταση.

Ανοίγει η αυλαία και εσύ είσαι σε όποιο σημείο της σκηνής επιθυμήσεις.

Μα αντί για χειροκρότημα το μόνο που ακούς είναι το αχόρταγο γουργουρητό μιας παθιασμένης γάτας.

Επιστήμονος

Οι σοφοί σε ταλαιπώρησαν λίγο, μα η ανάγκη τους για αλήθεια τους βύθισε στη προσμονή. Χρόνια τώρα περιμένουν από τα άστρα την απάντηση για το μέλλον. Κι όμως το κουρασμένο από το ταξίδι φως τους φέρνει μόνο νέα από το παρελθόν. Το φως είναι ο αργοπορημένος ταχυδρόμος του σύμπαντος. Και συνάμα ο πιο γρήγορος. Ζει σ αυτή του την οξύμωρη μοίρα και αγωνιά να γεμίσει τα πάντα στο πέρασμά του. Έχει στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Είναι ένας αδιάκριτος πεισματάρης επισκέπτης που δε τον διώχνεις με υπονοούμενα.

Σου εκμυστηρεύεται τα κόμπλεξ του. Κόμπλεξ. Δεν είναι τυχαίο το όνομα. Σαν τους μιγαδικούς αριθμούς έχουν το πραγματικό τους μέρος, την φαινομενική αιτία της ύπαρξή τους και το φανταστικό μέρος, την έκταση που θα δώσει ο υπερτιμημένος εγκέφαλος του ανθρώπου. Και φυσικά δε μπορείς να ασκήσεις πάνω τους τις πράξεις των πραγματικών αριθμών, των άλλων εκφάνσεων της ψυχής σου. Δε μπαίνουν σε μια ευθεία αλλά απλώνονται σ’ όλο το καρτεσιανό επίπεδο της σκέψης σου όμοια με το πάθος του φωτός.

Και μέσα σ’ αυτό το παραλήρημα εσύ ακόμα δε μπορείς να ξεπεράσεις το γεγονός ότι το σύμπαν κάποια στιγμή (ακόμα κι αν εκείνη τη στιγμή εσύ θα είσαι μόρια αστρικής σκόνης) θα χαθεί. Δεν έχεις έδαφος να σταθείς στην ανάπτυξη της ανάλυσής σου για τα πάντα. Και όπως φαίνεται ο T.S Elliot κερδίζει με το:

«Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος, όχι με ένα πάταγο, αλλά με ένα λυγμό»

(ευχαριστούμε τα τηλεσκόπια Hubble, Keck, Sloan Digital Sky Survey για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων)

Οι σοφοί σε ταλαιπωρούν ακόμα. Τουλάχιστον, δεν είσαι επιστήμονος.

Νύχτα πλατεία

Είμαι στην Πάτρα, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, ανάμεσα σε δυο μικρούς λόφους απο σκουπίδια και πίνουμε μπύρες.

Ένα μικρό παιδί πετάει χαρταετό και ένα πιο μεγάλο φωτογραφίζει το φεγγάρι.

Έχει φως. Περισσότερο από όσο χρειάζεται.

Οι άνθρωποι πάντοτε φοβούνταν το σκοτάδι.

Τώρα, στο σκοτάδι φοβόμαστε τον άνθρωπο.

Και υπερβάλλουμε με φως.

Και χάνουμε τα άστρα.

Όμως είμαι αισιόδοξος, γιατί στην πλατεία έχει ακόμη κόσμο.

Όπως και στα μικρά σκοτεινά δρομάκια.

Κανείς δε βιάζεται να κοιμηθεί απόψε.

Κάποιοι μετράνε τα αμέτρητα σκουπίδια.

Και τα παιδιά πίσω απ΄το φως τα ξεχασμένα άστρα.

Το σκιάχτρο

Υπάρχει στην άκρη της πόλης μας, ή της νύχτας για τους περαστικούς, ένα σπίτι που θυμίζει σκιάχτρο, που δηλαδή βρίσκεται εκεί για να μας φυλάει από όσους προσπαθούν να κλέψουν κάτι από τα χωράφια που τόσα χρόνια καλλιεργούμε, άλλοι στις ταράτσες, άλλοι στα μπαλκόνια κι άλλοι στα κυριακάτικα τραπέζια μας.

Αυτό το σπίτι έχει μόνο ένα δωμάτιο και το δωμάτιο ένα μόνο κρεβάτι και τίποτα άλλο. Πάνω του είναι ξαπλωμένο ένα μωρό, που δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι αγόρι ή κορίτσι, αλλά είσαι σίγουρος πως είναι το παιδί του ανθρώπου και νιώθεις την ελπίδα όταν το κοιτάς, ή ακόμη κι όταν το ακούς να κλαίει.

Κάθε ξένος που επισκέπτεται την πόλη περνάει έξω ακριβώς από αυτό το σπίτι και τότε, μόνο τότε, το μωρό μιλάει και του λέει με καθάρια, αλλόκοτη φωνή να ανοίξει την πόρτα και να μπει μέσα. Μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει παρακούσει, όλοι οι ξένοι αμέσως μπαίνουν μέσα. Τότε εμείς τους ακούμε να φωνάζουν τρομαγμένοι, ή να κλαίνε, ή να βγάζουν άλλους ήχους που θυμίζουν περισσότερο ζώα παρά άνθρωπο.

Κάποιοι βγαίνουν αμέσως έξω και δεν τολμούν να πατήσουν ποτέ ξανά στην πόλη μας. Κάποιοι άλλοι τρελαίνονται, κάποιοι βγαίνουν βουβοί και γερασμένοι, οι περισσότεροι φεύγουν χωρίς πολλές κουβέντες. Υπάρχουν όμως και μερικοί που συνεχίζουν το δρόμο τους και έρχονται τελικά στην πόλη.

Κανένας όμως ποτέ δε μίλησε για το σπίτι αυτό, για το μωρό και για όσα γίνονται εκει μέσα. Μόνο μια φορά ενάς γυρολόγος από το βορρά, μεθυσμένος και με άγρια όψη στα μάτια, ζήτησε ένα κερί κι ένα μαχαίρι, κι αφού σφράγισε τα μάτια του με βουλοκέρι, έκοψε τον αριστερό του δείκτη και φώναξε κοιτάζοντας και δείχνοντας με αίμα το φεγγάρι.

"Γιε μου και κληρονόμε μου, μονάχα στάχτη αφήνω".

Κι ύστερα απο αυτό, όσοι τον άκουσαν κυριεύτηκαν από μία ανεξήγητη μανία και άναψαν μια φωτιά μεγάλη και έκαψαν το σπίτι αυτό, μα μέσα στις φλόγες δεν άκουσαν κλάμα μωρού. Δεν άκουσαν τίποτα απολύτως, λες και οι φλόγες έχασαν τη λαλιά τους, μέχρι που τους συγκλόνισε ένας εκκωφαντικός θόρυβος από κραυγές οδύνης πίσω τους και γύρισαν και είδαν την πόλη μας να καίγεται.

Δεν έμεινε απολύτως τίποτα, μονάχα μια πεδιάδα γκρίζα στρωμένη από στάχτη και κόκκαλα και ένας άνεμος που θύμιζε το κλάμα ενός μωρού παιδιού. Ή καμιά φορά όταν χάραζε το γέλιο του. Και κάθε άνοιξη, την πρώτη βδομάδα του απρίλη, φυτρώνει ένα παράξενο λουλούδι, ασχημοθώρητο, που οι παππούδες μας το λέγαν σκιάχτρο και οι γιαγιάδες μας το πότιζαν με γάλα.

Πηθική

Ένας πίθηκος ρώτησε κάποτε τον Άγιο Γνώστη τι είναι ηθική.

"Δεν μπορώ να σου πω, γιατί είσαι ζώο".

Εκείνος του απάντησε.

Ύστερα πέρασαν τα χρόνια και ο πίθηκος έγινε άνθρωπος.

Ρώτησε ξανά τον Άγιο Γνώστη τι είναι ηθική.

"Δε θα καταλάβεις, γιατί είσαι άνθρωπος".

Εκείνος του απάντησε.

Ύστερα πέρασαν κι άλλα χρόνια και έγινε κι εκείνος Άγιος.

Λίγο πριν πεθάνει ξαναβρήκε τον Άγιο Γνώστη και τον ρώτησε ως ίσο προς ίσο.

"Τι νόημα έχει τώρα πια, αφού απόψε θα πεθάνεις;"

Ο Άγιος έφυγε χασκογελώντας.

λίγο πριν την τελευταία τζούρα

Ανάσκελα.

Καπνίζεις με κλειστά τα μάτια και προπαθείς να φτιάξεις με το μυαλό σου μια εικόνα.

Είναι μια εικόνα σχετικά απλή.

Προσπαθείς να δεις τον εαυτό σου ανάσκελα να καπνίζει με κλειστά τα μάτια.

Όμως δεν μπορείς.

Αντί για αυτό βλέπεις έναν άσπρο τοίχο.

Ύστερα καταλαβαίνεις πως είναι το ταβάνι.

Ύστερα καταλαβαίνεις πως τα μάτια σου είναι ανοιχτά.

Και στο τέλος καταλαβαίνεις πως κάποιος προσπαθεί να σε δει με το μυαλό του, να είσαι ανάσκελα και να κοιτάζεις το ταβάνι.

Στην Πισίνα

Ετοιμάσου! Σαν κολυμβητής στον βατήρα του τώρα, περιμένεις τη πιστολιά του αφέτη – αναπάντεχου για να βουτήξεις στη πισίνα του μέλλοντος, βαθιά και σκούρα (σαν τα πράγματα).

Έτσι καμπουριασμένος καθώς είσαι δε την έχεις πάρει και με καλό μάτι. Το κακό το μάτι όμως έχεις μάθει να το αποφεύγεις και καθώς προσπαθείς να τα συγχρονίσεις θαμπώνει η όραση σου. Ξέρεις ότι τα γυαλάκια της ρουτίνας θα στα προσέχουν σαν τα μάτια τους ενώ το σκουφάκι της λήθης θα κρατήσει στεγνό - καθαρό το μέτωπο σου μέχρι να βγεις.


Πάρ’ το απόφαση. Μέχρι να καταφέρεις να εστιάσεις η πισίνα θα αδειάσει για συντήρηση. Και επειδή ούτε με τη συντήρηση τα πας καλά, θες να προοδεύσεις.(όχι τη κλασσική πρόοδο – κάτι σε πιο jazz) Και ετοιμάζεσαι.


Η αναμονή σε σκοτώνει. Σαν να ρίχνει βουβές πιστολιές στο κεφάλι σου. Το ξέρεις όμως ότι κάποια στιγμή θα ρίξει, δε μπορεί. Και έχεις πιαστεί κιόλας έτσι σκυμμένος.Αν δεν ήταν κι ο Μέρφι θα σηκωνόσουν να ξεπιαστείς λίγο. Κάτι τέτοιο θα ήταν αυτοκτονία. Σαν να ανάβεις τσιγάρο περιμένοντας το λεωφορείο. Μαλάκα Μέρφι!


Μετά ξεχνιέσαι λίγο κοιτώντας τα δάχτυλα του ποδιού σου. Μα πως είναι έτσι στραβά! Την όραση σου εμποδίζει και το αίμα που στριμώχνεται στο κεφάλι σου για να έχει καλύτερη θέα. Όλα μαζί, τα ερυθρά αιμοσφαίρια στήνουν πανηγύρι:

- Ρε πως είναι έτσι τα δάχτυλα των ποδιών του ρεεεεε!

- Ακούτε χωριανοιιιί!

- Ψαρεύεις κιόλας με το μεσαίο;

- Πάρ’ το αλλιώς φίλεεεε!

- Σαν να μην έχουν αποφασίσει αν θα ακολουθήσουν το πόδι ή θα την κάνουν στη πρώτη γωνία…


Εσένα σου έχει ανέβει το αίμα στο κεφάλι (και μεταφορικά) μ’ όλα αυτά. Ρίξε επιτέλους, ζαλίζομαι! Τα ερυθρά αιμοσφαίρια χορεύουν πλέον pogo στο κεφάλι σου και ετοιμάζουν να φτιάξουν και ιστοσελίδα για τα δάχτυλά σου. Ζαλισμένος γέρνεις μπροστά και από το φόβο μην πέσεις πρόωρα και ξεφτιλιστείς, κάνεις απότομα πίσω, καταλήγοντας στο σκαλάκι της αναμονής.


Το μπαμ φυσικά ακούγεται την ίδια στιγμή. Δε θα έπεφτες ούτως ή άλλως. Αντίθετα ξαπλώνεις, γυρνάς το κεφάλι κατά τις εξέδρες και βλέπεις εκεί τους συνταξιδιώτες σου. Πειρατές, κακοποιοί και τρελοί χειροκροτούν και γελούν δείχνοντάς σε. Γελάς και εσύ και απολαμβάνεις τον παιδικό σου εφιάλτη σαν να τανε η πιο καλοστημένη φάρσα.


Καπετάνιε, πριν βουτήξεις, ζήσε στο μυαλό σου τα γλέντια μ' αυτούς που σε προπόνησαν γι' αυτή τη στιγμή.

δρομέας

Τρέχει με φόρα.

Αναρωτιέσαι τι τον κυνηγάει.

Ο δρόμος είναι στεγνός και σε κάθε του πάτημα τινάζεται σκόνη.

Είναι πρωί, ερημιά και φυσάει.

Κάνει κρύο, τα δέντρα είναι καμμένα και το βένζινάδικο που προσπερνάει άδειο.

Δεν ακούς πουλιά, μόνο την ανάσα του.

Το σκοτάδι κρύβεται για λίγο ακόμη στον ορίζοντα.

Ο ήλιος διστάζει.

Εκείνος όμως συνεχίζει.

Αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που κυνηγάει.

Ο δρόμος είναι ανήφορος και σε κάθε του πάτημα κομμάτια από τη σόλα του διαλύονται και φεύγουν.

Δεν έχει ιδρώσει, δεν έχει λαχανιάσει, δε δείχνει κουρασμένος.

Έχει στο μέτωπο του σκόνη. Μπορεί να είναι και η στάχτη των δέντρων.

Οι παλμοί της καρδιάς του έχουν πάντα τον ίδιο μονότονο ρυθμό.

Τα βήματα του το ίδιο.

Συνεχίζει.

Μέχρι που ο δρόμος γίνεται ίσιος ξανά.

Και τότε.

Τρέχει για λίγα μέτρα ακόμη.

Και στο πρώτο της μέρας φως, πηδάει στο γκρεμό.

Τον λούζουν οι χρυσές ακτίνες της αυγής στο άπιαστο μακρουβούτι του για τον ωκεανό.

Κάποιοι φωνάζουν πως το ταξείδι του τελείωσε.

Κάποιοι άλλοι πως τώρα μόλις αρχίζει.

Όμως εκείνος στην πραγματικότητα απλά υπάρχει.

Και μες στο νερό, σίγουρα, δεν τους ακούει.

Αναποδοφάσιστος

Πίσω από το δέντρο κρατάς την ανάσα σου. Ήταν λάθος η ιδέα. Πως δε το είδες νωρίτερα; Κοιτάς τα εναλλακτικά σου σχέδια και κάνεις ένα κύκλο μαζί τους για να συζητήσετε την πορεία από δω και μπρος. Σκύβετε. Ψιθυρίζετε. Με την κουβέντα, σιγά σιγά κάποια αρχίζουν και απομακρύνονται, κάποια τα διώχνεις με κλωτσιές εσύ.
Στο τέλος μένετε εσείς κι εσείς (πληθυντικοί ευγενείας). Σε κοιτάζει στα μάτια το τελευταίο και σου λέει :


- Αν δε το κάνεις εσύ θα το κάνω εγώ.

- Μη με πιέζεις, τα πράγματα δεν είναι απλά.

- Τα πράγματα είναι από σχεδιασμού τους έτσι.

- Δε θα το ρίξουμε στη φιλοσοφία τώρα.

- Που θες να το ρίξουμε;

- Έχει περάσει καιρός.

- Ο καιρός δε περνάει μακριά σου, τον καβαλάς και περνάς μαζί του.

- Μου φαίνεται θα βρέξει.

- Πλύνε το φόβο σου στις σταγόνες του.

- Δε θα το ρίξουμε στη ποίηση τώρα.

- Που θες να το ρίξουμε;

- Μα δε φοράω τα καλά μου, τα ρούχα μου κουρελιάστηκαν.

- Άλλος ένας λόγος για να δεχτείς αυτή τη ζεστασιά.

- Δε ξέρω αν είναι η σωστή στιγμή.

- Η Αφροδίτη μπήκε στον Λέοντα, τώρα πρέπει.

- Δε θα το ρίξουμε στην αστρολογία τώρα.

- Που θες να το ρίξουμε;


Ο άνεμος δυναμώνει και τα φύλλα του δέντρου θροΐζουν και ας μην είσαι σίγουρος τι σημαίνει αυτό (μεγάλωσες στη θάλασσα γαμώτο μα πήρες τα βουνά). Στις μύτες των ποδιών σου, σηκώνεσαι σαν να περιμένεις από τον άνεμο να σε σπρώξει μπροστά. Πάντα βασιζόσουν πάνω του. Δειλέ. Εκείνος ξεφυσάει με αδιαφορία και όλα μοιάζουν μάταια.

Και κάπου εκεί ένα λεμόνι πέφτει από τη θέση του και κυλάει προς τις φτέρνες σου. Σε ακουμπά απαλά. Μετέωρος όμως καθώς στέκεσαι είναι αρκετό για να σε κάνει να βγεις από την κρυψώνα σου.

- Θέλω να το ρίξουμε έξω.

Και περνάς την πόρτα του Πύργου.




Για το λεμόνι

έσχατες σχέψεις σχετικά με τις σχέσεις

Κοιμήθηκα παρασκευή ξύπνησα δευτέρα. Σήμερα είναι πάλι παρασκευή.

Βγήκα στο δρόμο, αγουροξυπνημένος, έψαχνα για εφημερίδα και για λίγο ουρανό.

Η κυρία με το κόκκινο φιατάκι μάλλον δεν πρόσεξε το φανάρι. Ούτε εμένα.

Έκανα μια βουτιά στο πλάι, ο προφυλακτήρας της άγγιξε το παντελόνι μου.

Αλλά αντί να προσγειωθώ στην άσφαλτο, κάτι περίεργο συνέβη.

Έπεσα μέσα στον ανοιχτό υπόνομο.

Και βρέθηκα σε ένα ζεστό ποτάμι από σκατά και μέλι.

Το περίεργο δεν είναι πού βρέθηκε το μέλι εκει μέσα.

Αλλά εσύ.

χουζούρι

Απέναντι από το κρεβάτι του βρίσκεται ένα μεγάλο καλοκουρδισμένο ρολόι.

Είναι κόκκινο και έχει δείκτες από γυαλιστερό ατσάλι.

Και βέβαια είναι το πρώτο πράγμα που βλέπει όταν ξυπνάει.

Για ένα και μόνο λόγο.

Θέλει να δει σε πόση ώρα θα σηκωθεί από το κρεβάτι.

Με το ένα μάτι μισάνοικτο δίνει ραντεβού για το ξεκίνημα της μέρας του μετά από πέντε δέκα λεπτά.

Φροντίζει πάντα να είναι στρογγυλεμένη η ώρα.

Ακριβώς, και τέταρτο, και μισή, παρά τέταρτο.

Μα όταν έρχεται η ώρα να σηκωθεί, δεν το κάνει.

Μόνο παίρνει σιωπηλή παράταση.

Με το άλλο μάτι μισάνοικτο κανονίζει στο μυαλό του το επόμενο ραντεβού.

Και ξανά και ξανά, μέχρι που ξυπνάει εντελώς.

Τελικά όταν σηκώνεται δεν το έχει από πριν κανονισμένο.

Ούτε είναι στρογγυλεμένη η ώρα.

Με αργόσυρτα βήματα πάει για το μπάνιο.

Και κάπου μέσα του γκρινιάζει πως έχασε πάλι όλη τη μέρα του στο κρεβάτι.

Πως το φως του ήλιου σύντομα θα χαθεί πάλι.

Κι εγώ, που τον κοιτάζω μέσα απ’ το ρολόι, σκεφτομαι τη σχέση του ανθρώπου με το χρόνο.

Αυτή η συνεχόμενη μετάθεση των ραντεβού.

Η εναλλαγή του ύπνου και του ξύπνιου.

Το μισοκοίταγμα στους δύο δεμένους δείκτες.

Κι η γκρίνια για το χάσιμο της μέρας.

Ένα αδιάκοπο και παρατεταμένο, μοναχικό χουζούρι, με το ρολόι κλειδωμένο στη ρίζα του μυαλού σου.

Θαδήσεις?

Χθες το βράδυ ήθελα να δω ειδήσεις.

Κατέβασα το σταθερό, έκλεισα το κινητό και άνοιξα την τηλεόραση.

Όμως τότε συνέβη κάτι αναπάντεχο.

Ο τηλεπαρουσιαστής των βραδινών ειδήσεων φορούσε άσπρη ποδιά και διαφήμιζε απορρυπαντικό.

Είχε ύφος πυρηνικού επιστήμονα.

Και τα έλεγε πολύ ωραία.

Αλλά εγώ ήθελα να δω ειδήσεις.

Στο διπλανό κανάλι είχαν ξεχάσει να παίξουν το βραδινό δελτίο.

Και στο άλλο ο άνκορμαν είχε αργήσει να πάει.

Είχαν βάλει στη θέση του έναν καμεραμαν που έλεγε πετυχημένα ανέκδοτα.

Αλλά εγώ ήθελα να δω ειδήσεις.

Τα κρατικά απεργούσαν.

Τα παρακρατικά έδειχναν σκληρό πορνό με πρωταγωνιστές γνωστούς πολιτικούς.

Τα διακρατικά, πορνοστάρ σε σοβαρές πολιτικές αναλύσεις.

Καλά όλα αυτά, αλλά εγώ ήθελα να δω ειδήσεις.

Ξαναγύρισα στο πρώτο κανάλι.

Ο τηλεπαρουσιαστής με την άσπρη ποδιά, παρουσίαζε τώρα συνταγές μαγειρικής.

Μαγείρευε καλά είναι η αλήθεια.

Περίμενα λίγο ακόμη.

Μέχρι που με πήρε ο ύπνος στον καναπέ.

Και ονειρεύτηκα πως ήμουν εγώ παρουσιαστής σε δελτίο ειδήσεων.

Πως μπορούσα να παρουσιάσω εγώ τις ειδήσεις που ήθελα.

Για μια στιγμή ένιωσα υπέροχα, ένιωσα τη δύναμη, τη γλύκα της εξουσίας.

Μα αμέσως μετά έντρομος κατάλαβα πως δεν είχα τίποτα να πω.

Γιατί στην άλλη πλευρά του γυαλιού, ο καναπές ήταν πια άδειος.

Κυνιγητό

Απόψε θα παίξουμε κυνηγητό.

Εγώ θα σε κυνηγάω κι εσύ θα μου κρύβεσαι.

Σε σκόρπιες κουβέντες και ανύποπτα βλέμματα.

Σε τυχαίες συναντήσεις και στον καπνό των σβημένων τσιγάρων.

Θα σε κυνηγάω και δε θα το ξέρεις.

Ίσως ούτε κι έγω.

Σημασία όμως πάντα έχει μονάχα το παιχνίδι.

Και η ένταση, σε όσα ανείπωτα παραμονεύουν την κάθε μας σκέψη.

Γιατί, για όσους δεν αγαπούν το χθες και το αύριο είναι μακρινό κι άπιαστο, ο ωκεανός έχει το χρώμα του ουρανού και η σανίδα της σωτηρίας τους το χρώμα του σημερινού μας ήλιου.

Θα σε κυνηγάω μέχρι να κουραστείς.

Τότε μονάχα θα σταματήσω.

Κι όταν καταχτήσω αυτό που ποτέ δεν είχα,

τότε από ανία, εγωισμό και αυταρέσκεια θα σε περιφρονήσω και θα σε αφήσω για πάντα

ήσυχη.

Αστικό το πύο

Ανάμεσα στους πιο κακοφωτισμένους δρόμους της πόλης μου υπάρχουν κατι στενά σοκάκια, σκοτεινά και βρώμικα και πάντοτε βρεγμένα.

Κάποτε, λένε, κάποιοι ίσως ζούσαν εκει μέσα.

Τώρα πια – αν τα βρεις – ακούς μόνο ψιθύρους, μοιαζουν με το θόρυβο που κάνει το τσιγάρο σου όταν ανάβει ή μια ηλεκτρική λάμπα που ετοιμάζεται να ξεψυχήσει.

Σαν αυτή που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι μου.

Ακούω το βιολί από το διπλανό διαμέρισμα. Ένας τοίχος μας χωρίζει μονάχα.

Οι τοίχοι ποτέ δεν τα κατάφερναν με τις νότες.

Ούτε ο διπλανός.

Ψιχαλίζει απόψε, κάποιος ετοιμάζει μια βαλίτσα, κάποιος άλλος μια ληστεία.

Ο ένας ανυπομονεί να φύγει, ο άλλος να ληστέψει το σπίτι του.

Το ταβάνι στάζει, η ταπετσαρία είναι σχισμένη σε εκατό σημεία.

Το βιβλίο που διαβάζω δεν έχει την τελευταία σελίδα.

Ούτε και την πρώτη. Ίσως τελικά να ήταν η ίδια.

Το ποτήρι μου είναι πάλι στεγνό.

Το στόμα μου το ίδιο και το φως της λάμπας κίτρινο.

Εκείνη κοιτάζει το ταβάνι, ήσυχη.

Εκείνος νομίζει ότι της κάνει έρωτα.

Το κρεβάτι συγκρατιέται να μην τρίξει και ξυπνήσει το πεθαμένο πάθος.

Θέλω να το σπάσω το γαμημένο το κρεβάτι σου.

Θέλω να βγω έξω και να τα σπάσω όλα.

Κάποιες βιτρίνες μας κοιτάζουν σοβαρές. Κάποιες άλλες κάνουν εκπτώσεις.

Μικρός ήθελα να γίνω σκουπιδιάρης. Να πηγαίνω βόλτα μες στη νύχτα κρεμασμένος πίσω από τη σκουπιδιάρα.

Και να νιώθω τις ψιχάλες στο πρόσωπο μου.

Οι τηλεοράσεις δείχνουν τα ίδια παγωμένα χαμόγελα .

Οι κανάπεδες τις φλερτάρουν με ούισκια και μπύρες.

Το σπίτι είναι κρύο, όλη η πολυκατοικία είναι κρύα και στην κορυφή της οι κεραίες προσπαθούν να φτάσουν τα σύννεφα.

Μια οικογένεια ετοιμάζεται να γευματίσει. Το πεζοδρόμιο έχει φτάσει μέχρι την τραπεζαρία τους.

Και τα λεωφορεία πιτσιλάνε το καλαθάκι με το ψωμί.

Τα παιδιά κυνηγάνε τον κουτσό στην πλατεία.

Του πετάνε μολότωφ και κέρματα.

Οι παπάδες γελάνε, οι περιπτεράδες μαζεύουν τα κέρματα. Μπορεί και ανάποδα.

Στο ίδιο πάντα μπαρ, μεθυσμένος, αγκαλιά με τον υπόνομο, ξερνάει και το αλκοολ φτάνει βαθιά μέσα στη μήτρα της πόλης. Εκείνη όμως δεν πρόκειται να μεθύσει ποτέ. Έτσι δεν είναι;

Η φωνή του γδέρνει το λαιμό του.

Η ηχώ των υπονόμων γδέρνει το μυαλό του.

Και κάπου παραδίπλα, μέσα στα σκοτεινά σοκάκια, νομίζεις πως ακούς ψιθύρους.

Όμως δεν υπάρχει τίποτα για να ακούσεις.

Οι πόλεις μας έγιναν σιωπηλά φρούρια.

Και μεις σιωπηλοί φρουροί τους.

Ψιχαλίζει απόψε, η πόλη βιάζεται να κοιμηθεί.

Σκούπα και φαράσι

Σκούπιζε δύο ώρες σήμερα.

Πρώτα τα απομεινάρια των χθεσινοβραδινών του σκέψεων.

Ύστερα όλες τις σημερινές.

Τα συναισθήματα.

Τις αναμνήσεις.

Μικρά σκουπιδάκια στο μάτι της συνείδησης. Σαν τύψεις ή ενοχές.

Κομμάτια σπασμένου γυαλιού. Ίσως καθρέφτη.

Μερικές κάπως σκληρές αλήθειες.

Μερικά κάπως πιο βολικά ψέμματα.

Και κάποιες ανομολόγητες φιλοσοφικές μπαρούφες.

Σκούπιζε δυο ώρες σήμερα.

Όταν τελείωσε ήταν πια νύχτα.

Μα όταν πήγε να αδιάσει το φαράσι στα σκουπίδια

κατάλαβε

πως για άλλη μια φορά το φαράσι του ήταν τρύπιο.

Αν – Έργο σε τέσσερις πράξεις

Αν εργαζόμουν θα ήθελα να μη με εκμεταλλεύονται τα αφεντικά.

Αχ, να μη με βλέπουν σαν πολλαπλασιασμό του κεφαλαίου τους.

Αν εργαζόμουν θα ήθελα να μου αρέσει αυτό που κάνω.

Μα καλά, είναι δυνατόν να αφαιρώ από τη ζωή μου την ομορφιά της δημιουργίας;

Αν εργαζόμουν θα ήθελα να μη με ανταγωνίζονται οι συναδελφοι μου.

Να μη θεωρούν πως εξαιτίας μου διαιρούνται τα χρήματα που θα μπορούσαν να κερδίσουν.

Όχι, όχι, όχι! Δε θα το ήθελα καθόλου αυτό.

Αν εργαζόμουν θα ήθελα να προσφέρω στους συνανθρώπους μου.

Αλήθεια πόσο θα μου άρεσε, να προσθετω και γω το λιθαράκι μου στον αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία.

Όμως για την ώρα - τι κρίμα! - δεν κανω τίποτα από όλα αυτά, που θα ήθελα να κάνω αν εργαζόμουν.

Μονάχα φλυαρώ.

Και ανεργάζομαι.

Άλλος ένας

Για την ατυχία μου φταίνε οι άλλοι.

Και για την ευτυχία μου καμιά φορά.

Για τις δυσκολίες μου.

Για τις αναποδιές.

Και για τις σκοτεινές σκέψεις που κάνω όταν τους βλέπω.

Για το σημερινό κωλόκαιρο.

Και για το αυριανό στημένο πέναλτυ.

Για τη διαφθορά, για την καταστροφή του πλανήτη, για τον πόλεμο.

Πάντα υπάρχουν οι άλλοι.

Και πάντα είναι παντού.

Ακόμη και το πρωί, όταν κοιτιέμαι στο καθρέφτη για να ξυριστώ.

σκάλωσα

Σήμερα το πρωί βρέθηκα μπρος σε μία σκάλα που μπορούσα να δω μόνο το πρώτο σκαλοπάτι της.

Όλα τα υπόλοιπα ήταν κρυμμένα πίσω του.

Μπορεί να είχε μόνο ένα.

Μπορεί και εκατό χιλιάδες.

Δεν ξέρω.

Το συλλογίστηκα.

Το συλλογίστηκα περισσότερο.

Μπορεί να μου έπαιρνε πέντε δευτερόλεπτα για να την ανέβω.

Μπορεί και να γέρναγα ανεβαίνοντας.

Περίμενα να πάρω μια απόφαση.

Περίμενε και η σκάλα να δει αν θα την ανέβω.

Πέρασε κάμποση ώρα.

Πέρασε και ένας γεράκος με ένα σοφό σκουφί και μου είπε.

«Μπορεί και να γεράσεις περιμένοντας».

«Μπορεί κι εσύ να έπαθες το ίδιο», του απάντησα.

Το τραγούδι του φαροφύλακα

Το σπίτι του ήταν μικρό και χαμηλοτάβανο.

Το είχε χτίσει στην άκρη ενός βότσαλου, εκεί που σκάει το κύμα.

Η μέρα του ακόμη μικρότερη.

Οι ώρες έμοιαζαν λεπτά και τα λεπτά με δευτερόλεπτα.

Και οι τσέπες του ήταν πάντα άδειες.

Άδειες και τρύπιες ενίοτε.

Όμως, ερχόταν μια στιγμή, στο τέλος της ημέρας, που κοιτούσε πέρα μακριά στον ορίζοντα και σιγοτραγουδούσε.

Θυμότανε τρεις φίλους του, μια γυναίκα που είχε αγαπήσει και ένα πλοίο της γραμμής που είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να πάρει μία μέρα.

Τραγουδούσε δηλαδή, για όλα αυτά που του έχουν απομείνει, για εκείνα που για πάντα έχασε και για όσα περιμένει να έρθουν.

Και το τραγούδι του καμιά φορα γαλήνευε τη θάλασσα.

Κι άλλοτε έκανε το φως του φάρου να σκοτεινιάζει.

Και μια φορά, παρόν, παρελθόν και μέλλον μπλέχτηκαν και έγιναν κουβάρι.

Είδε τους φίλους του και τη γυναίκα του στην κουπαστή του πλοίου,

να ναυαγούν, να χάνονται στην άγρια θάλασσα μπροστά του,

γιατί χαμένος όπως ήταν μέσα στο σιγανό τραγούδι του,

το φάρο να ανάψει είχε ξεχάσει.

Αναδάσωση

Την τελευταία φορά που περπάτησε στο δάσος, τα δέντρα ήταν τυλιγμένα με γυμνά καλώδια και οι πρίζες τους κρέμονταν από τα κλαδιά σαν γινωμένα φρούτα.

Οι σπίθες από τις άκρες τους έμοιαζαν με πυγολαμπίδες και μες στο σκοτάδι του έδειχναν το δρόμο.

Σκόνταψε σε μια μισοθαμμένη κεραία και έπεσε στο χώμα.

Ένα μικρό ξωτικό κάθισε στη μύτη του και του γέλασε.

Είχε σιδερένια χέρια και ένα χαμόγελο από ξυράφια.

«Είμαι η ψυχή του δάσους», του είπε.

«Εγώ πάλι, έχω χαθεί», της είπε εκείνος.

«Και το δάσος μου το ίδιο», του απάντησε το ξωτικό και εξαφανίστηκε ανάμεσα στις σπίθες.

Σηκώθηκε, συνέχισε να περπατάει, κουράστηκε.

Κάθισε σε πάνω σε ένα γκρεμισμένο φουγάρο.

Το ξωτικό βρέθηκε πάλι μπροστά του.

Ήταν χωμένο μέσα σε μια καμμένη τηλεόραση.

«Είναι το δάσος σου που μ’ εμποδίζει να βρω το δρόμο μου».

«Εγώ νομίζω πως είσαι εσύ που το εμποδίζεις να βρει το δικό του», του είπε εκείνο και χάθηκε ξανά.

Το ξημέρωμα τον βρήκε μπρος στη μεγαλή μαύρη λίμνη στο κέντρο του δάσους.

Ξάπλωσε στην όχθη της και κοίταξε τον ουρανό.

Για μια στιγμή νόμισε πως έπεφτε ένα αστέρι.

Τελικά ήταν ένα αεροπλάνο.

Άκουσε το ξωτικό να του ψιθυρίζει στο αυτί του.

«Θυμάσαι την πρώτη φορά που ήρθες εδώ;».

«Θυμάμαι πως ήθελα να το διασχίσω. Να δω τι βρίσκεται από την άλλη μεριά».

«Γιατί;»

«Γιατί το δάσος μου κρύβει τον ορίζοντα».

«Ίσως να σε κρύβει από τον ορίζοντα».

«Ίσως. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει πολύ νόημα τώρα πια».

«Γιατί;»

«Γιατί κατάλαβα πως όσο πιο βαθιά μπαίνω μέσα στο δάσος τόσο πιο δύσκολα βγαίνω από αυτό. Δεν προκειται ποτέ να το διασχίσω».

«Τότε δε με χρειάζεσαι άλλο πια», είπε το ξωτικό και χάθηκε για τελευταία φορά.

Εκείνος αποκοιμήθηκε κι ονειρεύτηκε πως το δάσος ήταν πράσινο και πως έμπαινε σε αυτό ξανά για πρώτη φορά.

Το πρωινό τον βρήκε νεκρό και παγωμένο στο κρεβάτι του.

Όμως χαμογελούσε.