μακαύριο


Χθες άκουσα μια ρώσικη παροιμία που έλεγε:

«Όποιος δεν πίνει και δεν καπνίζει, πεθαίνει υγιής».

Σήμερα έκοψα το ποτό.

Αύριο το τσιγάρο.

Και μέχρι το τέλος του χρόνου δίαιτα.

Για να μη με στενεύει το μαύρο μου κουστούμι,

έτσι όπως θα είμαι ξαπλωμένος μέσα στο νεκροκρέβατό μου.

χειραφέτηση


Βγήκε από το μπάνιο φορώντας ένα ανοιχτό μπεζ μπουρνούζι και γέμισε μια κούπα με καφέ. Το απόγευμα πλησίαζε στο τέλος του, αλλά τα φώτα του δρόμου δεν είχαν ανάψει ακόμη. Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο.

Τον τελευταίο μήνα δεν είχε μιλήσει με άνθρωπο. Πέρα από τις τυπικές κουβέντες που μοιραζόταν διεκπεραιωτικά στη δουλειά ή σε κάποιο κατάστημα π.χ. καλλυντικών, είχε αποφύγει κάθε μορφή επικοινωνίας με όλους εκείνους που υποτίθεται πως νοιαζόταν για εκείνη και αντιστρόφως. Για κάποιο λόγο τελευταία απολάμβανε περισσότερο μια κουβέντα για την τιμή της τομάτας ή για το λεωφορείο που αργούσε να εμφανιστεί. Ή ακόμη και για τον καιρό.

Το τηλέφωνο συνεχίζει να χτυπάει.

Δεν μπορώ να καταλάβω αν το αγνοεί ή το αποφεύγει. Κοιτάζει μόνο τον τοίχο απέναντι της, σα να μετράει για ακόμη μία φορά ένα ένα τα συμμετρικά, τετράγωνα καδράκια. Το ένα κάτω από το άλλο, φωτογραφίες των πρώην της με χρονολογική σειρά, σα να είναι πάντα το ίδιο πρόσωπο που παράδοξα γερνάει και καθώς πλησιάζει στο ταβάνι μεταμορφώνεται. Και δίπλα στις φωτογραφίες, ακολουθούν κι άλλα κάδρα, ένα ή περισσότερα σε κάθε σειρά, προσεχτικά στοιχισμένα αλλά άδεια. Είναι για τα παιδιά που είχε ονειρευτεί πως θα κάνει με τον κάθε έναν τους.

Το τηλέφωνο συνεχίζει να χτυπάει.

Πίνει μια γουλιά καφέ, γυρίζει προς το μέρος μου, μου ξεκουμπώνει το φερμουάρ, τον βάζει μέσα στο στόμα της, τελειώνω ήσυχα, πίνει άλλη μια γουλιά καφέ. Είναι ζεστός ακόμη. Πρέπει να φύγεις τώρα, μου λέει, εντάξει της απαντάω, σηκώνομαι, ξέρω πως δε θα με ακολουθήσει μέχρι την πόρτα και φεύγω χωρίς να της πω κάτι άλλο. Κλείνω την πόρτα και καθώς κατεβαίνω τα σκαλιά ακούω πίσω μου τον ήχο από το τηλέφωνό της όλο και πιο αμυδρό. Στην εξώπορτα κοιτάζω το δικό μου για μια τελευταία φορά.

Τότε, εκείνη ανοιγοκλείνει τα μάτια της απαλά και στρέφεται προς το τηλέφωνο. Αργά, σχεδόν διστακτικά, το πιάνει και το φέρνει στο αυτί της. Ο δείκτης της πιέζει το κουμπί, εκείνο αντιστέκεται. Βάζει περισσότερη δύναμη. Εκείνο δε λέει να υποχωρήσει. Προσπαθεί, αλλά μάταια.

Το τηλέφωνο συνεχίζει να χτυπάει.

Εμπρός; Εμπρός! φωνάζει.

Καληνύχτα, μόνο αυτό, της απαντάω.

Το τηλέφωνο όμως συνεχίζει να χτυπάει.

το πυρ το εσώτερον


Ακουμπισμένος στο στενό περβάζι, έβλεπε την πόλη του να καίγεται.

Ήταν αναμφίβολα μια μεγάλη πυρκαγιά, η μεγαλύτερη που είχε δει κανείς μέχρι σήμερα και όλοι πια συμφωνούσαν πως το πιο πιθανό ήταν να μην αφήσει τίποτα όρθιο στο πέρασμα της.

Κανείς δεν κατάλαβε από που ακριβώς ξεκίνησε: κάποιοι είπανε από την παλιά χωματερή και κάποιοι άλλοι από ένα τηλεοπτικό σταθμό που έπαιζε καθημερινά σκουπίδια.

Ύστερα, κάποιοι από αυτούς προσπάθησαν να τη σβήσουν και κάποιοι συνέχιζαν να συζητούν για το ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να την αντιμετωπίσουν. Οι περισσότεροι πάλευαν μόνοι τους με κάτι μικρούς πλαστικούς πυροσβεστήρες, ενώ που και που έβλεπες και κανένα ξεχαρβαλωμένο πυροσβεστικό να τρέχει φοβισμένο.

Και τώρα που πάνω από τα μισά σπίτια [έστω και λίγο] είχαν καεί οι περισσότεροι έτρεχαν για να γλιτώσουν και οι υπόλοιποι μάλωναν για το πως θα κατάφερναν να σώσουν έστω κάτι. Υπήρχαν και κάποιοι λίγοι που κατηγορούσαν τους υπόλοιπους, επειδή αντί να τους βοηθήσουν να προστατέψουν όλοι μαζί την πόλη, εκείνοι δεν τους έδωσαν σημασία και ασχολήθηκε ο καθένας με την προσωπική του ιδιοκτησία. 

Ο καπνός είχε πια πυκνώσει τόσο που η πόλη είχε χαθεί από μπροστά του. Τα μάτια του άρχισαν να τσούζουν, η κάψα έφτανε πια στο μέτωπο του. Εκείνος σκέφτηκε για μερικά λεπτά, προσεχτικά, τι έπρεπε να κάνει.

Έκλεισε το παντζούρι και έκατσε στον καναπέ του. Ευτυχώς, το air-condition δούλευε ακόμη ρολόι και η δορυφορική του τηλεόραση έδειχνε την πυρκαγιά από κοντά χωρίς όλον αυτόν τον καπνό που του έγδερνε τα μάτια.

Ικανοποιημένος, άνοιξε μια μπύρα και είδε πίσω από το γυαλί, την πολυκατοικία του να παραδίνεται στις φλόγες. 

αργά στο σπίτι


Γυρίζεις σπίτι μετά από καιρό.

Τα πράγματα είναι όπως τα είχες αφήσει. Ή σχεδόν όπως τα είχες αφήσει, η ανάμνηση τους είναι μάλλον θαμπή, κάπως παραμορφωμένη. Ένα μισοτελειωμένο σημείωμα πάνω στο γραφείο, η καρέκλα ελαφρώς γυρισμένη προς την είσοδο και τα ρούχα απλωμένα στους καναπέδες σαν πεθαμένα φαντάσματα. Ευτυχώς δεν είχες αφήσει κανένα πιάτο άπλυτο.

Το σημείωμα γράφει «Αφού διαβάζεις αυτό το σημείωμα σημαίνει πως επέστρεψες. Και αφού επέστρεψες αυτό σημαίνει πως…».

Λένε πως κάθε ταξίδι μπορείς να το ζυγιάσεις πραγματικά μονάχα σαν διαβείς ανάποδα ξανά το κατώφλι του σπιτιού σου. Τότε, καθώς κοιτάς τι άγγιξε και τι προσπέρασε ο χρόνος, καθώς παρατηρείς τα έπιπλα ακίνητα στις παλιές τους θέσεις ή κάποιες φωτογραφίες από ξεχασμένα [κάποτε ίσως αγαπημένα] κατοικίδια, τότε μπορείς να καταλάβεις αν τώρα, που το ταξίδι έφτασε στο τέλος του και εσύ πίσω στην αρχή, αν τώρα εσύ βρίσκεσαι και πάλι σπίτι σου.

Εσύ όμως δεν είσαι και τόσο σίγουρος. Δεν μπορείς να θυμηθείς ας πούμε πότε το είχες διαβάσει αυτό το βιβλίο που ξεχωρίζει στο μεσαίο ράφι της βιβλιοθήκης σου, ούτε πότε αγόρασες αυτόν τον πίνακα με τις όμορφες. Ή μήπως ήταν δώρο; Και οι κουρτίνες ήταν πάντα τόσο σκούρες; Ακόμη και το μισοτελειωμένο σημείωμα, που προσπαθεί απόψε να δείξει τόσο σημαντικό στα μάτια σου δεν το αναγνωρίζεις. Αν και τα γράμματα κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι και δικά σου.

Καμία διάθεση δεν έχεις να αδειάσεις τη βαλίτσα σου σε αυτό το μέρος. Αυτή, βρώμικη και αρκετά ξεθωριασμένη, μοιάζει να σε κοιτάζει κάπως επικριτικά, σα να προσπαθεί να σου υπενθυμίσει όλα αυτά που πέρασαν οριστικά και αμετάκλητα, όλα αυτά που περάσατε μαζί στα πιο απίθανα σημεία, με τους πιο απίθανους ανθρώπους. Και προσπαθεί να στα υπενθυμίσει σαν σύντροφος πιστός που τώρα εσύ προετοιμάζεσαι για να τον ξεκοιλιάσεις.

Γυρίζεις το σημείωμα από την άλλη πλευρά. Γράφει «…δεν αλλάζει ο άνθρωπος, μονάχα οι θέσεις των ακίνητων πραγμάτων».

Ή μπορεί να αλλάζουν οι αναμνήσεις τους.

Γυρίζεις σπίτι μετά από καιρό και είναι Κυριακή βράδυ. Η τηλεόραση έχει χαλάσει και πιάνει μόνο παράσιτα και το ραδιόφωνο δεν έχει μπαταρίες. Από έξω δεν ακούγεται τίποτα απολύτως και εσύ ξαπλωμένος πάνω στα πολύχρωμα φαντάσματα κοιτάς την βαλίτσα σου – είναι μπεζ και βρίσκεται ακόμη απέναντι σου.

Δεν είσαι καθόλου σίγουρος αν μένεις πια εδώ και μες στη βαλίτσα βρίσκεις μονάχα άδειες μπουκάλες από ουίσκι.

ανάπλους


Ο Αρτούρο Μομπασάν ακουμπούσε στην κουπαστή του ξακουστού τρικάταρτου Ελένα και κοιτούσε τα σταχτογάλανα νερά σκεφτικός. Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμη και το κατάστρωμα ήταν σχεδόν άδειο, τουλάχιστον μπροστά στην πλώρη που βρισκόταν εκείνος. Μονάχα ένας μελαχρινός ναύτης, με το κάτω χείλος του κομμένο και τα μάτια του μισόκλειστα σφουγγάριζε την κουβέρτα και σιγομουρμούριζε κάτι, που θα μπορούσες να το πεις χαρούμενο πειρατικό σκοπό. Ο νεαρός ανθυποπλοιάρχος όμως δεν του έδωσε σημασία, το μυαλό του είχε μείνει πίσω στο λιμάνι που άφησαν πριν από μερικές ώρες, στο Χάι-Λαπούρ.

Τριακόσια χρόνια αργότερα, στο ίδιο περίπου σημείο, αν μπορούμε να πούμε πως ο Ινδικός Ωκεανός είναι τόσο μεγάλος που δυο τρία δεύτερα της μοίρας δεν είναι δα και τόσο μεγάλη απόκλιση, ο Ρόμπερτ Χάστινγκς, πρώτος μηχανικός του φορτηγού Constantine, βυθιζόταν με ένα νωθρό χαμόγελο στον τρυφερό πυρετό του οπίου. Ένιωσε το βόμβο από τις γιγάντιες τουρμπίνες της μηχανής να λιώνει πίσω του και τους στενούς τοίχους που τον περιόριζαν βαθιά μέσα στα σπλάχνα του ατσαλένιου κήτους να απλώνονται μέχρι που έγιναν έναν με τον ορίζοντα. Κι ο ίδιος μέσα στην απεραντοσύνη του ωκεανού είχε γίνει ένας μικροσκοπικός γαλάζιος γλάρος.

Ο γλάρος πέρασε ξυστά από την πλώρη κι έφερε το νεαρό Αρτούρο πίσω στο κατάστρωμα. Όμως όχι για πολύ. Ο νους του δεν μπορούσε να αφήσει πίσω του τα δύο κίτρινα μάτια της μικρής μιγάδας, χρυσοκίτρινα σαν τη λεπτή λωρίδα που είχε τώρα αποσχιστεί ανάμεσα στον ουρανό και στη θάλασσα. Να τα ‘χε άραγε αγαπήσει αυτά τα μάτια που τον εκλιπαρούσαν να τα πάρει μαζί του, μακριά από το σκλαβοπάζαρο της Χάι-Λαπούρ, μακριά από τη βία και τη φτώχεια, μακριά από τον θάνατο… Μπορεί άραγε κάποιος να αγαπήσει μέσα σε έξι μέρες; Ο Αρτούρο Μομπασάν αναστέναξε, δίχως να μπορεί να βρει κάποια απάντηση που να τον καθησυχάσει, δίχως να μπορεί ξεχάσει το πρόσωπο που είχε  εγκαταλείψει για πάντα σε αυτή την ξεχασμένη γωνιά της γης, σίγουρος πως δεν επρόκειτο να  ανταμώσει ποτέ ξανά. Ο γαλάζιος γλάρος έκρωξε και απομακρύνθηκε πέρα μακριά.  

Κάθε φορά που έπιαναν λιμάνι, αμέτρητα μικρά βαρκάκια πλησίαζαν το βαρύθυμο φορτηγό και οι μικρόσωμοι δουλοπρεπείς έμποροι που τα διαφέντευαν πουλούσαν την πραμάτεια και τις κόρες τους. Έτσι και τώρα που έδεσαν στη Χάι-Λαπούρ, όταν ο Ρόμπερτ Χάστινγκς άνοιξε τα μάτια του βρήκε απέναντι του ένα αδύνατο σιωπηλό πρόσωπο, με λεπτά ολόισια φρύδια και δυο βαθυκίτρινα, μεγάλα μάτια. Ένας αναστεναγμός που ίσως και να μην ήτανε δικός του έφτασε στα χείλια του και αργότερα, αφού έκαναν έρωτα, ένιωσε τον ίδιο αναστεναγμό να πολλαπλασιάζεται σε αναρίθμητες αντηχήσεις, μία για κάθε ένα από αυτά τα τριακόσια χρόνια που είχαν περάσει από τότε που κάποιος μακρινός πρόγονος του είχε εγκαταλείψει την ακόμη πιο μακρινή πρόγονο αυτού του κοριτσιού.

Ζαλισμένος ακόμη από τη μέθη του οπίου και τις παλλόμενες μες στα αυτιά του αντηχήσεις, ο σαραντάρης αρχιμηχανικός του Constantine ένιωσε ένα ακαθόριστο καθήκον απέναντι στη μικρή μιγάδα, που αν και εντελώς ασαφές ήταν ταυτόχρονα και εντελώς ξεκάθαρο: όφειλε να πάρει τη μικρή μαζί του, μακριά από αυτόν τον εφιάλτη. Κι έτσι κι έκανε.

Όταν μετά από έξι μήνες ο Ρόμπερτ Χάστινγκς πέθαινε στο πατρικό του με οδυνηρούς πόνους από τις επιπλοκές κάποιου άγνωστου αφροδίσιου που τον κόλλησε η μικρή μιγάδα, δεν την κατηγόρησε καθόλου. Έφερε για τελευταία φορά μπρος στα μάτια του τη θάλασσα του Ινδικού Ωκεανού και σιγοτραγούδησε κάτι που θα μπορούσε να ακουστεί σαν χαρούμενος πειρατικός σκοπός.  Ύστερα έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε πως ήταν ένας ασήμαντος γαλάζιος γλάρος.

5 με 5


Είναι 5 το απόγευμα και έχεις υποσχεθεί στον εαυτό σου πως δε θα ξεκινάς το πιώμα τόσο νωρίς, όμως η απρόσμενη επιτυχία ενός φίλου σου δίνει ένα γερό άλλοθι που κατεβαίνει αβίαστα μέχρι το στομάχι σου μαζί με την πρώτη γουλιά. Ξέρεις που θα καταλήξει και αυτή η ιστορία.

Έχετε καθίσει σε ένα καφενείο – ναι, καφενείο – γιατί είναι η ώρα που προτιμάς να βρίσκεσαι ανάμεσα σε συνταξιούχους, είναι ακόμη νωρίς και απολαμβάνεις την στασιμότητα που γεμίζει το μυαλό σου η επανάληψη των ίδιων συζητήσεων ξανά και ξανά από τους αργόσχολους γέροντες – σου θυμίζει τη στασιμότητα που κυριαρχεί στη ζωή σου, ο χρόνος κάνει πως κινείται για λίγο προς τα εμπρός και μετά από λίγο με ένα απροειδοποίητο άλμα γυρνά στο ίδιο ακριβώς σημείο. Μόνο έτσι νιώθεις άνετα με αυτή την αμείλικτη βελόνα ενός αόρατου πικάπ που έχει κολλήσει στο ίδιο σημείο και σου γδέρνει το μυαλό και το συκώτι.

Απέναντι, στο μικρό γήπεδο ποδοσφαίρου, που περισσότερο μοιάζει με κλουβί που κάποιος στρίμωξε βιαστικά ανάμεσα στις πολυκατοικίες, βλέπεις 5 να αναμετρώνται με άλλους 5 και ενώ ο φίλος σου γελάει θριαμβευτικά και εσύ τον συνοδεύεις παραδομένος στην αδράνεια, σκέφτεσαι το δικό σου κλουβί, τους δικούς σου τέσσερεις που μαζί τους, ως πέμπτος, μοιράζεσαι το κλουβί σου [παραδομένος στην αδράνεια], σκέφτεσαι το τέλος της ημέρας που έφτασε πριν καλά καλά εκείνη να ξεκινήσει, ένα τέλος που το ξέρεις πολύ καλά – έχει φροντίσει για αυτό το déjà vu, για αυτή την καθημερινή δολοφονία του απρόοπτου, εκείνο το αόρατο πικάπ  – και  συνεχίζεις να γελάς και να πίνεις μέχρι που  απέναντι το ματς έχει τελειώσει, μέχρι που το καφενείο κλείνει και είσαι τώρα έτοιμος να ξεκινήσεις τη νύχτα σου.

Είναι 5 το πρωί και δε σε νοιάζει πλέον ούτε το πικαπ, ούτε οι υποσχέσεις που έχεις δώσει στον εαυτό σου. Δίνεις ακόμη χίλιες και κάνεις άλλα τόσα όνειρα που δε θα τα δεις όταν θα κοιμηθείς, γιατί είσαι πάλι μεθυσμένος. Μα προτού μπεις στο σπίτι, προτού ανέβεις όλα αυτά τα θεόρατα σκαλιά, σταματάς στο μικρό γήπεδο του ποδοσφαίρου. Παίρνεις φόρα και σουτάρεις με δύναμη από το πέναλτι. Όμως δε βρίσκεις μπάλα. Δε βρίσκεις τίποτα. Το πόδι σου κλωτσάει τον αέρα κι εσύ σωριάζεσαι φαρδύς πλατύς στο γήπεδο.