borges.remixed.vol3















Ο Πέδρο Ενρίκες Ουρένια είναι καθισμένος στη βελούδινη πολυθρόνα του και συλλογιέται τα λόγια του Μπόρχες:

«Ποιος δεν ένιωσε κάποια στιγμή στη ζωή του ότι η μοίρα είναι πανίσχυρη και αλύγιστη, ότι είναι αθώα και, μαζί, απάνθρωπη;»

Ύστερα από λίγο, σηκώνεται νυσταγμένος, σβήνει την τηλεόραση και ξαπλώνει στο κρεβάτι του. Δίπλα του, η γυναίκα του ανασαίνει ελαφριά. Το κρεβάτι είναι μαλακό, ένα μικρό φωτιστικό στο κομοδίνο δίπλα του τον καληνυχτίζει και το φως χάνεται από τα μάτια του. Το φωτιστικό μένει αναμμένο.

Το όνειρο που θα δει σε λίγο, δεν έχει εικόνες. Ακούγεται μόνο μια μακρόσυρτη, κανονική φωνή, που μοιάζει με τη φωνή του, αλλά δεν είναι αυτή. Το όνειρο είναι σύντομο και ο Πέδρο γνωρίζει πως κοιμάται στην κάμαρα του, πως το φωτιστικό είναι ακόμη αναμμένο και πως πλάι του η γυναίκα του ανασαίνει ελαφριά.

Το όνειρο του λέει:

«Σε λίγες ώρες, θα τρέχεις βιαστικός στην αποβάθρα του υπόγειου σιδηρόδρομου, για να πας να παραδώσεις το μάθημα σου στο Πανεπιστήμιο. Ο σταθμός θα είναι το ίδιο βρώμικος με την προηγούμενη φορά που τον επισκέφτηκες και τα πρόσωπα γύρω σου το ίδιο ανοίκεια. Τελικά θα προλάβεις το τρένο, θα νιώσεις τη γνώριμη ανακούφιση και θα καθίσεις δίπλα στο παράθυρο. Θα οργανώσεις στο μυαλό σου τις συναντήσεις της ημέρας και θα κάνεις κάποια σχέδια για το απόγευμα. Λίγο αργότερα, κάποιος, που δεν ξέρω το όνομα του, θα σου απευθύνει κάποιες λέξεις. Δε θα του απαντήσεις, γιατί θα είσαι νεκρός. Ως συνήθως, θα έχεις αποχαιρετίσει τη γυναίκα σου και τις κόρες σου. Δε θα το θυμηθείς το όνειρο αυτό, γιατί η λήθη σου είναι αναγκαία ώστε να μπορέσουν να συμβούν όλα αυτά».

Ο Πέδρο Ενρίκες Ουρένια, αν και προσπάθησε να παρατείνει το όνειρο του όσο μπορούσε, τελικά υποτάχθηκε στη δύναμη της συνήθειας και ξύπνησε. Κοίταξε το ρολόι του, έβρισε νυσταγμένα και αφού αποχαιρέτισε τη γυναίκα του και τις κόρες του, έφυγε – τρέχοντας σχεδόν – για το σταθμό.

borges.remixed.vol2














Η Έμμα Σουνς είναι καθισμένη σε μια φθαρμένη ξύλινη καρέκλα, σφίγγει τα δάχτυλα των χεριών της και συλλογιέται τα λόγια του Μπόρχες:

«Η μόνη νοητή εκδίκηση, αλλά και η μόνη νοητή συγγνώμη, είναι η λησμονιά».

Πόσο διαφωνεί μαζί του. Στο τραπέζι δίπλα της, είναι το γράμμα που την έχει πληροφορήσει για την αυτοκτονία του πατέρα της. Το δωμάτιο είναι μικρό, τακτοποιημένο και ήσυχο, ημιυπόγειο στο κέντρο της πόλης. Στο ραδιόφωνο, ένας δημοσιογράφος σχολιάζει την επερχόμενη απεργία στη βιοτεχνία που δουλεύει. Εκεί που κάποτε δούλευε και ο πατέρας της. Πριν φύγει.

Είχε κλάψει γοερά μέχρι που ξημέρωσε, κι ύστερα τον πόνο αντικατέστησε η βαθιά ανάγκη της για εκδίκηση. Για δικαιοσύνη.

Θυμήθηκε ξανά τις μέρες της ντροπής. Τότε που ο πατέρας της κατηγορήθηκε άδικα για τη μεγάλη απάτη στη βιοτεχνία. Θυμήθηκε τα αποκόμματα του τύπου που έβρισκε κολλημένα στα παράθυρα από τους γείτονες και τα βλέμματα του κόσμου όταν έβγαιναν από το σπίτι. Ο πατέρας της δεν μπορούσε να τα αντέξει όλα αυτά. Λίγο πριν φύγει από την πόλη, με άλλο όνομα και άλλα μάτια, της ορκιστεί πως ο κλέφτης ήταν ο Ααρών Λέβενταλ, ο τότε οικονομικός διαχειριστής και τωρινός συνιδιοκτήτη της βιοτεχνίας. Τα θυμήθηκε όλα αυτά και άρχισε να καταστρώνει την εκδίκηση της.

Και μόλις πέφτει ο ήλιος η Έμμα Σουνς σηκώνεται και ξεκινά.

Το λιμάνι είναι γεμάτο από μπαρ σαν και αυτό που αναζητά. Παρατηρεί τις γυναίκες που μιλάνε στους ναυτικούς. Εκείνη είναι 19 χρονών και οι άντρες της προκαλούν ακόμη μια αδικαιολόγητη αμηχανία, σχεδόν τρόμο. Τις παρατηρεί και ύστερα πλησιάζει μια παρέα ξένων. Σκέφτεται πως ο ένας τους είναι πολύ νέος και πως υπάρχει ο κίνδυνος να της εμπνεύσει κάποια τρυφερότητα, για αυτό ρίχνεται σε έναν άλλο, πιο λαϊκό, πιο χυδαίο.

Κατά τη διάρκεια της πράξης για μια στιγμή σκέφτεται, πως το φριχτό πράγμα που της κάνουν τώρα, το έκανε και ο πατέρας της, ο νεκρός πατέρας της, στη μητέρα της. Όμως αμέσως μετά προσπαθεί να κρατηθεί από το ότι στη δική της περίπτωση, ο καθένας από τους δυο τους είναι ένα όργανο για τον άλλο. Για εκείνον είναι ένα όργανο ηδονής, ενώ για εκείνη ένα όργανο εκδίκησης.

Ύστερα όταν μένει πια μόνη δεν ανοίγει αμέσως τα μάτια. Συγκεντρώνεται στην αίσθηση που έχει αφήσει ο ξένος στο κορμί της, και καθώς το κάνει αυτό μουρμουρίζει τα λόγια που θα ακούσει ο Λέβενταλ πριν πεθάνει.

Ντύνεται και παίρνει το δρόμο για τη βιοτεχνία.

Κάνει κρύο. Ο χειμώνας κάνει την πόλη να φαίνεται ακόμη πιο έρημη τη νύχτα. Οι άνθρωποι της γυρνάνε την πλάτη τους στα κλειστά παράθυρα και η Έμμα Σουνς τους είναι ευγνώμον για αυτό. Φροντίζει να πάει στη δουλειά της από δρόμους ξεχασμένους, η διαδρομή μοιάζει με έναν οικείο λαβύρινθο. Της θυμίζει το σχέδιο που έχει καταστρώσει.

Ο Ααρών Λέβενταλ, μένει πάντα μέχρι αργά στο γραφείο του. Για τον πολύ κόσμο είναι ένας σοβαρός άνθρωπος, για το μικρό στενό του κύκλο, ένας φιλάργυρος, για την Έμμα είναι ο δολοφόνος του πατέρα της. Απόψε έχει μείνει ειδικά για εκείνη: περιμένει την εμπιστευτική αναφορά που του υποσχέθηκε για την απεργία.

Κι εκείνη βρίσκεται τώρα μπροστά του.

Μουδιασμένη, λέει κάποια ονόματα, υπονοεί κάποια άλλα, παίζει αριστοτεχνικά το ρόλο της καταδότριας και κάποια στιγμή τα χάνει. Σαν να την κυριεύει ο φόβος και ο κύριος Λέβενταλ, της λέει να ηρεμήσει και πάει να της φέρει λίγο νερό. Ακριβώς όπως το έχει σχεδιάσει. Όσο λείπει η Έμμα ανοίγει το συρτάρι του και παίρνει το περίστροφο που όλοι ξέρουν πως ο κύριος Λέβενταλ κρύβει μέσα, από τον παθολογικό φόβο του για τους κλέφτες. Ύστερα από λίγο γυρνάει με το ποτήρι νερό στο χέρι.

Τράβηξε δυο φορές τη σκανδάλη.

Ο πελώριος άντρας σωριάστηκε στο πάτωμα. Τα χείλια του έφτυσαν βρισιές και αίμα και εκείνη άρχισε να του απαγγέλει τη θανατική καταδίκη («Εκδικήθηκα τον πατέρα μου, και κανείς δε θα μπορέσει να με τιμωρήσει…»), αλλά σταμάτησε, γιατί ο κύριος Λέβενταλ είχε πεθάνει. Δεν έμαθε ποτέ της αν είχε προλάβει να καταλάβει.

Ξέστρωσε το ντιβάνι, ξεκούμπωσε το σακάκι του νεκρού, του έβγαλε τα ματωμένα γυαλιά και σήκωσε το τηλέφωνο. Ύστερα είπε αυτά που έμελλε να ξαναπεί πολλές φορές, μ’ αυτά ή με άλλα λόγια:

«Συνέβη κάτι απίστευτο… Ο κύριος Λέβενταλ με κάλεσε εδώ με το πρόσχημα της απεργίας… Με βίασε, τον σκότωσα…»

Η ιστορία ήταν πράγματι απίστευτη, αλλά κανένας δεν την αμφισβήτησε, ίσως γιατί, κατά βάθος, ήταν αληθινή. Αληθινός ήταν ο τόνος της φωνής της, αληθινή η σεμνότητα, αληθινό το μίσος. Αληθινή ήταν ακόμη και η προσβολή που είχε υποστεί.

Ψέματα ήταν μόνο οι περιστάσεις, η ώρα και κάνα-δυο κύρια ονόματα.



Υγ. Το μόνο που δεν κατάφερε να προβλέψει στο κατά τα άλλα τέλειο σχέδιο της η Έμμα Σουνς, είναι πως το απόγευμα εκείνο συνέλαβε το ένα και μοναδικό παιδί της. Παραδόξως, του έδωσε το όνομα του νεκρού πατέρα της, αν και ο μικρός δεν του έμοιαζε καθόλου.

borges.remixed.vol1















Ο Ταδέο Ισιδόρο Κρους είναι καθισμένος πίσω από μια κολώνα. Σφίγγει το όπλο του στο χέρι και συλλογιέται τα λόγια του Μπόρχες:

«…οι πράξεις μας είναι το σύμβολό μας. Οποιοσδήποτε βίος, όσο μακρύς και σύνθετος κι αν είναι, αποτελείται στην πραγματικότητα από μία και μόνη στιγμή: τη στιγμή που ο άνθρωπος μαθαίνει μια για πάντα ποιος είναι».

Θυμάται μια βραδιά πριν από χρόνια, όταν ήταν είκοσι χρονών, μπορεί και πιο μικρός, που βρέθηκε για άλλη μια φορά με την πλάτη του κολλημένη στο μπετόν. Τότε ήταν ιδρωμένος και μόνος, ήξερε πως ο θάνατος ήταν κοντά και για κάποιο λόγο αναρωτήθηκε ποιο να ήταν το πρόσωπο του πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε.

Τα θεμέλια της πολυκατοικίας βρώμαγαν κάτουρο, οι σωλήνες σκουριασμένοι, έσταζαν. Δεν άκουγες τίποτα, μόνο τις ζεστές σταγόνες που έπεφταν αόρατες στο πάτωμα και το σούρσιμο από τα πόδια των αστυνομικών. Ήταν περικυκλωμένος. Έβγαλε την ασφάλεια από το όπλο του, προτίμησε να χτυπηθεί παρά να παραδοθεί. Πληγώθηκε στον πήχη του, στον ώμο, στο αριστερό του χέρι. Πλήγωσε βαριά τους πιο αντρειωμένους από τους διώκτες του. Όταν είδε το αίμα να κυλάει μέσ’ απ’ τα δάχτυλα του, πολέμησε με πιο πολύ κουράγιο από ποτέ. Πλησιάζοντας ξημερώματα, καθώς είχε ζαλιστεί από την αιμορραγία, τον αφόπλισαν.

Εκείνα τα χρόνια η αστυνομία στην πόλη είχε σωφρονιστικό χαρακτήρα. Για παλικάρια σαν κι αυτόν, δεν ήταν δύσκολη η αμνηστία. Κι έτσι και έγινε, μετά από κάμποσα χρόνια υπηρεσίας στα πιο σκοτεινά μέρη της πόλης, τον έστειλαν πίσω στη γειτονιά του. Ύστερα από λίγο παντρεύτηκε μια γυναίκα, έκανε ένα γιο, τον έβγαλε το όνομα του πατέρα του που δε συνάντησε ποτέ. Εκείνο τον καιρό θα έπρεπε να νιώθει ευτυχισμένος, αν και κατά βάθος δεν ήταν (τον περίμενε, κρυμμένη στο μέλλον, μια νύχτα πάμφωτη, θεμελιακή: η νύχτα που είδε επιτέλους το πρόσωπο του, η νύχτα που άκουσε επιτέλους το όνομα του.)

Πριν μια βδομάδα, πήρε διαταγή να συλλάβει έναν κακοποιό που έπρεπε να λογοδοτήσει για δυο φόνους. Τον έλεγαν Μαρτίν Φιερό, ήταν λιποτάκτης και κρυβόταν εδώ και μέρες κάπου στη γειτονιά του. Ίσως στο παρατημένο βενζινάδικο ή στο καμένο εργοστάσιο, ή και κάπου αλλού – σίγουρα άλλαζε τις κρυψώνες του κάθε λίγο. Ο φονιάς αν και περικυκλωμένος από τους αστυνομικούς τους ξέφευγε μέσα στο βρώμικο λαβύρινθο της πόλης. Τελικά, όμως τον εντόπισαν.

Απόψε ο Κρους βρέθηκε στα θεμέλια μιας άλλης πολυκατοικίας από αυτή που έφερνε στη μνήμη του, αλλά το μπετό που ένιωθε στην πλάτη του ήταν ακριβώς το ίδιο. Αισθάνθηκε πως τη στιγμή εκείνη την είχε ξαναζήσει. Ο φονιάς βγήκε από την κρυψώνα του για να χτυπηθεί μαζί τους. Τον είδε καλά, ήταν τρομερός στην όψη, τα μακριά μαλλιά και η γκρίζα γενειάδα του ήταν σαν να του ‘χαν καταβροχθίσει το πρόσωπο.

Ενώ ο Κρους πολεμούσε στο σκοτάδι, άρχισε να καταλαβαίνει.

Κατάλαβε πως κανενός το πεπρωμένο δεν είναι καλύτερο από του άλλου, αλλά και πως κάθε άνθρωπος οφείλει να σεβαστεί αυτό που φέρει εντός του. Κατάλαβε πως η στολή και οι επωμίδες είχαν ήδη αρχίσει να τον ενοχλούν. Κατάλαβε πως η δική του μοίρα ήταν η μοίρα του λύκου και όχι του κυνηγόσκυλου. Κατάλαβε πως ο άλλος ήταν ο εαυτός του.

Ξημέρωσε και μια ηλιαχτίδα φωτός έσπασε τη μαυρίλα του υπογείου.

Ο Κρους πέταξε το πηλίκιο του καταγής, φώναξε ότι δε θα συνηγορήσει στο φονικό ενός λεβέντη, και ρίχτηκε στη μάχη ενάντια στους αστυνομικούς, στο πλευρό του λιποτάκτη Μαρτίν Φιερό.

στην κορυφή της πόλης















Οι άνθρωποι έχτισαν τον πιο ψηλό ουρανοξύστη στην πόλη κι έκαναν για αυτό μια μεγάλη γιορτή. Και γιόρταζαν, χωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς το γιατί, ίσως γιατί ένιωθαν το μεγαλείο του ανθρώπου, ίσως γιατί αναγνώρισαν τον κόπο και τη μεγαλοφυΐα, ίσως γιατί με αυτό το θεόρατο κτίσμα ήρθαν πιο κοντά στον ουρανό που πάντα κυνηγούσαν. Γιόρταζαν πάντως, γιόρταζαν με την καρδιά τους.

Και οι αρουραίοι κάτω από τους δρόμους και τις πλατείες, τους άκουγαν και χασκογελούσαν. Μέσα στους υπονόμους, μέσα στη λάσπη, τα σκουπίδια και το πλαστικό έβλεπαν το κατόρθωμα των ανθρώπων με μισό μάτι. Συμφώνησαν όλοι πως δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο και μάλιστα για να το αποδείξουν αυτό αποφάσισαν να σκαρφαλώσουν μέχρι την κορυφή του, μπροστά στους ανθρώπους.

Μόλις, έπεσε ο ήλιος λοιπόν και η μεγάλη γιορτή πλησίαζε στο τέλος της, κάθε λογής ποντικοί και αρουραίο ξεχύθηκαν στους δρόμους και όρμησαν στον πύργο.

Στην αρχή ήρθε μεγάλη αναστάτωση. Οι άνθρωποι της πόλης δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. Κάποιοι μίλησαν για κατάρα, άλλοι για εκδίκηση της φύσης, οι κυρίες ούρλιαζαν και τα παιδιά έκλαιγαν. Οι κάμερες γύρισαν την πλάτη τους στους τραγουδιστές και τους επίσημους και στράφηκαν στον ουρανοξύστη. Σύντομα, την αναστάτωση αντικατέστησε η περιέργεια.

Οι ποντικοί φούσκωναν από περηφάνια και ανέβαιναν. Η βραδιά ήταν δική τους.

Και ανέβαιναν και ανέβαιναν και ανέβαιναν, μέχρι που κάποια στιγμή κατάλαβαν πως δε θα ήταν τόσο εύκολο το εγχείρημα τους τελικά. Οι πιο γέροι και οι πιο μικροί κουράστηκαν πρώτοι. Άλλοι σταματούσαν και γύριζαν πίσω, άλλοι γλίστραγαν και χάνονταν στο κενό πίσω τους, άλλοι κοίταζαν το κενό και δείλιαζαν. Όσο περνούσε η ώρα, όλο και πιο λίγοι απόμεναν. Όμως δεν το ‘βαζαν κάτω.

Τότε οι άνθρωποι, που κατάλαβαν πια τι προσπαθούσαν να κάνουν οι ποντικοί άρχισαν με τη σειρά τους να χασκογελάνε. Άλλοι λέγανε εξυπνάδες μεταξύ τους και άλλοι κορόιδευαν στα φωναχτά. Οι ποντικοί, δεν ήθελε και πολύ για να απογοητευτούν ακόμη περισσότερο, κι έτσι ο ένας μετά τον άλλον εγκατέλειπαν το εξουθενωτικό σκαρφάλωμα. Ειδικά, όταν άκουσαν τους ανθρώπους να φεύγουν, σίγουροι για την αποτυχία τους, ακόμη και οι πιο πεισμωμένοι έκαναν πίσω.

«Πάμε να φύγουμε», είπε τότε ένας από τους τελευταίους. «Δεν έχει νόημα πια, οι άνθρωποι έχουν δίκιο δεν πρόκειται να τα καταφέρουμε».

Μόνο ένας ποντικός συνέχιζε. Δεν ήταν ο πιο καλοθρεμμένος, ούτε ο πιο δυνατός, κι όμως συνέχιζε. Τίποτα δεν αποσπούσε την προσοχή του, ούτε τα βογγητά των συντρόφων του, ούτε οι φωνές των ανθρώπων της πόλης, ούτε το τρομακτικό βούισμα του ανέμου. Συνέχιζε κι ύστερα από αρκετή ώρα, έφτασε κατάκοπος στην κορυφή. Τα είχε καταφέρει. Ναι, ήταν μονάχος του στην κορυφή της πόλης.

Ο ουρανός ήταν δικός του.

Όμως κανείς δεν είχε απομείνει για να θαυμάσει το κατόρθωμα του. Οι άνθρωποι από ώρα είχαν φύγει και μαζί τους και οι ποντικοί. Όταν κατέβηκε βρήκε μονάχα ένα γερο-αρουραίο που χωρίς να χάσει χρόνο τον ρώτησε:

«Μα πώς τα κατάφερες;»

Ο ποντικός τον κοίταξε για μια στιγμή, αλλά δεν του απάντησε.

«Αλήθεια, πες μου πως;»

Τίποτα.

«Πες μου τουλάχιστον, πώς δεν σε έπεισαν οι αποδοκιμασίες των ανθρώπων ή τα λόγια των συντρόφων σου; Αυτό ήταν που λύγισε και τους πιο ισχυρούς!»

«Είσαι τόσο θαρραλέος;»

«Είσαι τόσο πεισματάρης;»

«Ή μήπως είσαι απλά μισότρελος;»

Όμως ο ποντικός συνέχιζε να μην του απαντάει. Γιατί δεν ήταν ούτε θαρραλέος, ούτε πεισματάρης, ούτε θεοπάλαβος.

Γιατί απλά ήταν κουφός.

στον πύργο















Το βρήκες σημειωμένο σε ένα άδειο σπιρτόκουτο σήμερα το πρωί:

«Όταν ήταν παιδί είχε φτιάξει έναν πύργο από άδεια σπιρτόκουτα. Τώρα που μεγάλωσε ψάχνει ένα σπίρτο για να τον κάψει».

Κάποιος το είχε αφήσει όρθιο στο πεζούλι, βγαίνοντας από τον ηλεκτρικό. Το μάζεψες και το κράτησες, χωρίς να ξέρεις ακριβώς το λόγο. Τώρα, αν και έχουν περάσει αρκετές ώρες από αυτή τη μικρή αναπάντεχη ανακάλυψη, ο άντρας απέναντι σου την ξαναφέρνει πίσω στο νου σου.

Είναι στο ύψος σου, φοράει ένα μαύρο ημίψηλο και παίζει μηχανικά με ένα ίδιο σπιρτόκουτο. Κοιτάζει σταθερά πίσω σου. Ασυναίσθητα γυρίζεις να δεις τι βλέπει με τόση προσήλωση.

Το σιντριβάνι;

Δεν υπάρχει τίποτα ενδιαφέρον. Τον παρατηρείς πιο προσεχτικά και καταλαβαίνεις πως δεν κοιτάζει κάτι συγκεκριμένο. Καταλαβαίνεις πως τελικά είναι συγκεντρωμένος στο ταλαιπωρημένο σπιρτόκουτο που βρίσκεται στο αριστερό του χέρι.

Αναρωτιέσαι το γιατί.

Ξαφνικά, καταλαβαίνει πως τον κοιτάζεις και σε καρφώνει με τα μάτια του. Με απόλυτη σοβαρότητα σου δείχνει το σπιρτόκουτο, ανασηκώνοντας το απαλά και στη συνέχεια το ανοίγει σπρώχνοντας με τον αντίχειρα του το πίσω μέρος.

Στην αρχή νομίζεις πως είναι άδειο, όμως στην πραγματικότητα μέσα του βρίσκεται άλλο ένα σπιρτόκουτο. Το βγάζει με το δεξί του χέρι και ακουμπάει το άλλο κάτω στο πεζοδρόμιο δίπλα του. Ύστερα το ανασηκώνει κι αυτό απαλά, και με την ίδια ακριβώς κίνηση βγάζει άλλο ένα. Ακουμπάει πάλι το άδειο στο πεζοδρόμιο, δίπλα στο προηγούμενο.

Επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση ξανά και ξανά.

Μέχρι που με τα άδεια σπιρτόκουτα, φτιάχνει ένα μεγάλο πύργο. Σε πλησιάζει και από το τελευταίο σπιρτόκουτο που βρίσκεται στα χέρια του, αυτή τη φορά αντί για σπιρτόκουτο, βγάζει ένα συνηθισμένο σπίρτο. Σου το παραδίδει όμως σχεδόν με επισημότητα, λες και είναι το κλειδί του πύργου που τόσο ήρεμα έφτιαξε. Μόλις το ακουμπάει στο χέρι σου, τραβάει αργά το δικό του και αφού κάνει μια διακριτική υπόκλιση, εξαφανίζεται μέσα στο πλήθος.

Δεν είπε απολύτως τίποτα, αλλά ξέρεις τι ζητάει από σένα.

Τώρα έχεις το σπιρτόκουτο, έχεις και το σπίρτο.

Όμως δεν έχεις πια καμιά διάθεση να κάψεις τους παιδικούς σου πύργους.

Ανάβεις ένα τσιγάρο και απομακρύνεσαι απολαμβάνοντας τη γεύση του μέσα στα πνευμόνια σου. Ξεφυσάς προς τα πάνω και κοιτάς τα άστρα.

Τελικά, οι πιο όμορφοι πύργοι είναι αυτοί που χτίζουμε με καπνό πάνω από τα κεφάλια μας.

έστω μία ιστορία














Ο Τόμας Μπράουν στα τριάντα πέντε του χρόνια του ήταν πολύ απογοητευμένος από τη ζωή του. Είχε εγκαταλείψει τις σπουδές του πριν κάμποσα χρόνια και είχε καταλήξει να δουλεύει αχθοφόρος στο λιμάνι, μια δουλειά που σιχαινόταν και που τον κούραζε τόσο πολύ που δεν είχε όρεξη για τίποτα άλλο. Το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται μπροστά στην τηλεόραση του και να γκρινιάζει.

Ένα πρωινό που κατέβηκε στο λιμάνι για δουλειά, έγινε φασαρία. Πιάστηκαν δύο δικοί του με κάτι ναυτικούς στα χέρια, βγήκαν μαχαίρια, το κακό δεν άργησε να συμβεί. Μετά από λίγο ακούστηκαν οι σειρήνες της αστυνομίας και σκόρπισαν όλοι τους στα στενά. Ο Τόμας Μπράουν, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Το στενό που διάλεξε για να την κοπανήσει ήταν αδιέξοδο και άκουγε τους αστυνομικούς να βρίσκονται όλο και πιο κοντά. Για καλή του τύχη όμως παρατήρησε πως υπήρχε φως σε ένα παράθυρο από τα υπόγεια, που ήταν χωμένα ανάμεσα στους κάδους των σκουπιδιών. Χτύπησε δειλά την πόρτα.

Άνοιξε μια γριούλα, ζαρωμένη σαν μωρό, σχεδόν τυφλή.

«Έλα γιε μου, πέρασε μέσα».

Κάθισε σε μια ξεφλουδισμένη μπορντό πολυθρόνα. Μια σόμπα σιγόκαιγε και στο ραδιόφωνο έπαιζε παλιά τραγούδια. Η γριά τον κέρασε τσάι, του είπε τα νέα της, τον ρώτησε τα δικά του, εκείνος δεν είχε και πολλά να πει. Πέρασε η ώρα και ο Τόμας Μπράουν, αφού την ευχαρίστησε σηκώθηκε να φύγει.

«Τι ωραία που θα ήταν να μου έλεγες μια ιστορία πριν φύγεις», του είπε.

«Δυστυχώς, δεν ξέρω καμιά ιστορία», της αποκρίθηκε εκείνος.

«Μα πως γίνεται να μην ξέρεις ούτε μία;»

«Λυπάμαι», της είπε και το εννοούσε.

Βγήκε έξω στον κρύο αέρα, με μια βαθιά λύπη απλωμένη στο στήθος του. Είχε νυχτώσει. Περπάτησε για κάμποση ώρα στα στενά της πόλης, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να βρει το δρόμο του γυρισμού. Οι οδηγίες που ζητούσε από τους περαστικούς δεν τον βοηθούσαν καθόλου. Αντίθετα, έμοιαζαν να τον μπλέκουν ακόμη περισσότερο και κάποια στιγμή οι δρόμοι άδειασαν και άκουγε πια μονάχα τα βήματα του να αντηχούν ανάμεσα στα καταχωνιασμένα αυτοκίνητα.

Τότε είδε την πομπή. Άντρες και γυναίκες σιωπηλοί, με κεριά στα χέρια, ακολουθούσαν κάποιον που δεν μπορούσε να διακρίνει. Μια πρωτόγνωρη περιέργεια τον κυρίευσε και αποφάσισε να ακολουθήσει αυτό το ασυνήθιστο πλήθος. Πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε στην αρχή της πομπής και ανακάλυψε πως τελικά ακολουθούσαν μια γυναίκα. Ύστερα από λίγο μπήκαν όλοι τους σε ένα παλιό βυρσοδεψείο.

Η γυναίκα τον πλησίασε. Είχε περίπου τα ίδια χρόνια με αυτόν. Το πρόσωπο της του φάνηκε όμορφο και οικείο, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν την είχε γνωρίσει κάπου ή αν ήταν η οικειότητα εκείνη που εμπνέουν όλα τα όμορφα πρόσωπα.

«Η κηδεία θα γίνει σε λίγο και είμαστε όλοι πολύ θλιμμένοι, μήπως θα μπορούσες να μας παίξεις κάτι στο λαούτο; Θα μας έκανε να ξεχάσουμε για λίγο τον αποψινό μας πόνο».

Ο Τόμας Μπράουν παραξενεύτηκε.

«Λυπάμαι, αλλά δεν ξέρω να παίζω λαούτο. Πάντα αγαπούσα το γλυκό του ήχο του, αλλά ποτέ δεν έμαθα να παίζω γιατί…»

«Σε παρακαλώ παίξε μας κάτι. Το ξέρουμε όλοι πως είσαι ο καλύτερος λαουτιέρης στην πόλη», τον διέκοψε η γυναίκα.

Ο Τόμας Μπράουν παραξενεύτηκε ακόμη περισσότερο.

«Τι είναι αυτά που λες, εγώ δε…»

Δίχως να το καταλάβει το λαούτο βρέθηκε στα χέρια του και τα χέρια του ξεκίνησαν να παίζουν. Κι έπαιξε πολύ καλά εκείνη τη νύχτα ο Τόμας Μπράουν και οι πονεμένες ψυχές των πενθούντων γαλήνεψαν κάπως. Και η δική του γαλήνεψε ακόμη περισσότερο.

Η γυναίκα τον ευχαρίστησε και το ξανακοίταξε με το ίδιο αρχικό της βλέμμα.

«Λοιπόν Τόμας Μπράουν, πολύ θα θέλαμε να μας βοηθήσεις και σε κάτι ακόμα. Η κόρη του άντρα που θρηνούμε εδώ απόψε, είναι απαρηγόρητη. Θέλει να πέσει και η ίδια στο λάκκο που θα βάλουμε το πτώμα του».

Δε θυμόταν να είχε αναφέρει το όνομα του στη γυναίκα, αλλά παρόλα αυτά δεν τη ρώτησε αν το είχε ακούσει από κάποιον άλλον ή αν κάποτε οι δυο τους είχαν γνωριστεί.

«Συγχώρα με, αλλά αυτό δε θα μπορούσα ποτέ να το κάνω. Δεν έκανα ποτέ παιδιά, δεν ξέρω τι να της πω, δεν μπορώ να…»

Όμως η γυναίκα τον πήρε από το χέρι και τον έφερε δίπλα σε ένα μικρό κορίτσι που είχε σκύψει το κεφάλι και τα χρυσά μαλλιά του χάιδευαν το πάτωμα.

Και ο Τόμας Μπράουν κάθισε δίπλα του και το χάιδεψε στο κεφάλι και του είπε λόγια συμπόνιας, του μίλησε για τη ζωή και για το θάνατο, και για την αγάπη και την ελπίδα. Και το κορίτσι σήκωσε το κεφάλι και σκούπισε τα μάτια του και τον αγκάλιασε.

Η γυναίκα τον ευχαρίστησε για άλλη μια φορά και στο τέλος του είπε

«Αφού μας βοήθησε δυο φορές, μπορώ να σου ζητήσω και μια τρίτη χάρη».

Ο Τόμας Μπράουν ένευσε καταφατικά, ήρεμος πια, αλλά μόλις άκουσε αυτό που του ζήτησε η γυναίκα ένιωσε τον τρόμο να τον γραπώνει από τους ώμους.

«Όχι αυτό που μου ζητάς δεν πρόκειται να το κάνω. Είναι πέρα από τις δυνάμεις μου».

«Μα μόνο εσύ γνωρίζεις πώς να δουλεύεις το νυστέρι. Κι αν δεν κόψουμε τα πόδια του νεκρού, πως θα χωρέσει εκείνος μες στο φέρετρο;», τον ρώτησε ήρεμη η γυναίκα.

«Ποτέ δεν τέλειωσα τις σπουδές μου και όλα αυτά τώρα τα έχω ξεχάσει…»

Όμως πάλι χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Μπροστά του ήταν το πτώμα, σκεπασμένο με ένα λευκό σεντόνι και γύρω του, τον κοιτούσαν όλοι οι πενθούντες σιωπηλοί. Στο χέρι του κρατούσε το νυστέρι και χωρίς δεύτερη σκέψη έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Του έκοψε τα πόδια τέλεια και η γυναίκα τον ευχαρίστησε για τρίτη φορά.

Τότε μια αποτρόπαιη σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Με αργά, διστακτικά βήματα πλησίασε το πτώμα. Το χέρι του έπιασε το σεντόνι και με μια απαλή κίνησε το ανασήκωσε στο ύψος του προσώπου. Όλοι τον παρατηρούσαν ακίνητοι.

Ξεφύσηξε με ανακούφιση. Ο νεκρός άντρας του ήταν άγνωστος.

Αποχαιρέτησε τη γυναίκα και τράβηξε προς την έξοδο. Όμως λίγο πριν βγει από το παλιό βυρσοδεψείο, μαρμάρωσε. Στα σπασμένα κομμάτια ενός ραγισμένου καθρέφτη είδε το είδωλο του και δεν το αναγνώρισε αμέσως. Δεν το αναγνώρισε αμέσως, γιατί αντί για το γνώριμο πρόσωπο που ήξερε για δικό του, είδε το πρόσωπο του νεκρού άντρα.

Άρχισε να τρέχει. Η πόλη στριφογύριζε μέσα στο κεφάλι του, μαζί με όλα όσα είχε ζήσει εκείνο το βράδυ. Η γριά, η πομπή, το λαούτο, το μικρό κορίτσι, το νυστέρι, η γυναίκα και εκείνος ο άντρας που δεν γνώρισε ποτέ, ανακατεμένα μες στο μισοσκόταδο των πολυκατοικιών και των άδειων δρόμων. Όταν πια σταμάτησε ανακάλυψε πως βρισκόταν στο μικρό αδιέξοδο από όπου είχε ξεκινήσει. Γύρισε πίσω του.

Η γριά, που για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο και μόνο για μια φευγαλέα στιγμή του θύμισε την άγνωστη γυναίκα της κηδείας, βρισκόταν στο κεφαλόσκαλο όπως ακριβώς την είχε αφήσει.

«Λοιπόν γιε μου», του είπε, «είσαι σίγουρος πως δεν έχεις καμία ιστορία να μου πεις πριν φύγεις;»