Γράμματα από τον πόλεμο - Μικρομέγαλος

Είδα κάποτε σε ένα γάμο, ένα αγόρι που το ντύσανε λες και ήταν μεγάλος.

Του φόρεσαν γραβάτα και ένα σκούρο μπλε σακάκι.

Και του χτένισαν τα μαλλιά χωρίστρα.

Στην αρχή, τον έβλεπες, ένιωθε κάπως άβολα μες σε αυτά τα παράξενα ρούχα.

Ή, μπορεί και να μου φάνηκε, ήταν τα ρούχα που ένιωθαν πιο άβολα κι από τον ίδιο.

Μα όσο περνούσε η ώρα, έπαψε να ξεχωρίζει.

Δεν ήταν πια ο μικρομέγαλος.

Ήταν άλλο ένα σκουρόχρωμο κουστούμι.

Και έπρεπε τότε να τον δεις από πολύ κοντά για να καταλάβεις.

Μες στα παιχνιδιάρικα του μάτια την παιδική αντίσταση.

Και το κοροϊδευτικό χαμόγελο της προδοσίας.

Ίσως νόμιζε πως θα τους ξεγελούσε.

Ίσως νόμιζε πως μοναχά για εκείνη τη μέρα τους έκανε το χατίρι.

Μόνο όταν μπήκε στην εκκλησία, όταν πάτησε το πόδι του στο μάρμαρο, κατάλαβε πως σήμερα παντρευόταν.

Γράμματα από τον πόλεμο - Λαβύρινθος

Ο Χ.Λ. Ρέγες, ήταν ο πιο διάσημος εξερευνητής λαβυρίνθων της εποχής του.

Πραγματικά, είχε ταξιδέψει από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη και δεν υπήρχε λαβύρινθος που να του έχει αντισταθεί.

Κάποια μέρα και ενώ είχε πια φτάσει στο απόγειο της καριέρας του, άκουσε για το μυστικό λαβύρινθο της Αμπενχακάν.

Ήταν λέει, ο πιο μεγάλος και περίπλοκος λαβύρινθος της γης, σχεδόν θαμμένος στη μέση της ερήμου Αμπενχακάν, θνητός δεν υπήρχε που να μπορέσει να τον λύσει.

Άλλοι του είπαν πως ήταν αόρατος στα μάτια των ανθρώπων και άλλοι πως ήταν καλά κρυμμένος πίσω από οφθαλμαπάτες.

Χαμογέλασε.

Κι έτσι μισό χρόνο αργότερα βρέθηκε να περιπλανιέται χαμένος, με λιγοστές προμήθειες, με τους οδηγούς του να τον έχουν από μέρες εγκαταλείψει και τις καμήλες του νεκρές, μόνος, ανάμεσα σε γη και ουρανό, στη μέση της ερήμου.

Το καραβάνι που τον βρήκε, δεν τα κατάφερε να τον μεταπείσει να σταματήσει αυτή τη μάταια αναζήτηση του.

Δε ζήτησε τίποτα.

Συνέχισε μόνος.

Για δυο ώρες ακόμη και ύστερα γονάτισε.

Έσκυψε το κεφάλι, γέμισε τη φούχτα του με άμμο και την άφησε να χύνεται στο ηλιοβασίλεμα.

Και τότε λίγο πριν πεθάνει αναρωτήθηκε αν τελικά ο λαβύρινθος της Αμπεχανκάν ήταν στα αλήθεια αόρατος,

αν ήταν στην πραγματικότητα η ίδια έρημος – αυτή, ο πιο μεγάλος λαβύρινθος από όλους, δίχως καν έναν τοίχο,

ή μήπως τίποτα περισσότερο από το ίδιο το μυαλό του, που χρόνο με το χρόνο, λεπτό με το λεπτό και δίχως να το καταλάβει, εκείνο μέσα του τον έχτισε.

Γράμματα από τον πόλεμο - Συγνεφιάζει

Σε είδα πάλι χθες, να κοιτάζεις εκείνον τον πίνακα γεμάτη περιεργεια, ίσως και ανυπομονησία.

Δεν υπάρχουν και πολλά για να δεις.

Είναι ένας πίνακας γεμάτος θάλασσα και τίποτα περισσότερο.

«Πότε θα πάμε διακοπές;»

Θυμάμαι, κάποτε, κοιμόμασταν δίπλα στη θάλασσα.

Για μήνες.

Κι ύστερα μας ξυπνούσαν τα πρωτοβρόχια.

«Πότε θα γυρίσουμε;»

Σε είδα πάλι χθες που κοίταζες εκείνον τον πίνακα.

Σαν να έψαχνες, μου φάνηκε, να βρεις τι κρύβεται από πίσω.

Μα δεν τολμούσες και να τον αγγίξεις.

«Άκου! Η θάλασσα χύνεται στην άκρη του κάδρου».

Πότε κολλούσες το κεφάλι σου στον τοίχο προσπαθώντας να δεις από πίσω.

Πότε αφουγκραζόσουν το νερό που κυλούσε από την άκρη του στάλα στάλα..

Σταματα να κοιτάς τον πίνακα.

Τίποτα δεν απόμεινε πια. Μονάχα ένα έρημο κάδρο.

Το καλοκαίρι έχει πια άδειασει και ο τοίχος είναι μούσκεμα.

Πυρωνεία

Την κοίταξες ξανά. Η νύχτα, τώρα που έπρεπε να κρύβει το δισταγμό σου ήταν φωτεινή. Τι ειρωνεία. Η νύχτα το έχει αυτό, φιλοξενεί το απροσδόκητο, του αλλάζει τα σεντόνια του κάθε πρωί και του σερβίρει την αγαπημένο του πιάτο για μεσημεριανό: την έκφρασή σου

Κάποιοι έχουν ισχυριστεί μάλιστα ότι κρατάει και ένα λεύκωμα με τις εκφράσεις των ανθρώπων κάτι τέτοιες ώρες.
Κάποιοι έχουν ισχυριστεί μάλιστα ότι μετά από διάρρηξη στο σπίτι της έχουν ξεφυλλίσει αυτό το λεύκωμα.
Κάποιοι έχουν ισχυριστεί μάλιστα ότι κρατάει και ένα λεύκωμα με τις εκφράσεις των ανθρώπων την ώρα που ξεφυλλίζουν το πρώτο λεύκωμα.

Και έτσι ξεκινάει ένα fractal σκοτεινιάς, λευκωμάτων και εκφράσεων το οποίο αν το μεγενθύνεις περισσότερο από την αντοχή σου βλέπεις το χρώμα της ειρωνείας.
Η αλήθεια είναι ότι κάποιοι θα ισχυρίζονταν οτιδήποτε για να εστιαστεί ο κόσμος στα χείλη τους ή για ακριβώς τον αντίθετο λόγο.

Το δροσερό αεράκι που φύσηξε παρασύροντας μακρυά σου τους συνειρμούς πριν γίνουν επικίνδυνοι σήμαινε το τέλος αυτού του καλοκαιριού όπως και το τέλος της σχέσης σας. Τι ειρωνεία.

Η ατμόσφαιρα είχε αποχρώσεις του κόκκινου να ξεπηδούν από το συνηθισμένο μαύρο της νύχτας και ενώ θα μπορούσες να την φανταστείς σαν ματωμένη από τις ραγισμένες καρδιές που δημιουργούσε άλλο ένα τέλος καλοκαιριού, η δικιά σου ήταν ακέραια και σκληρή αν και δε το επιθυμούσες. Τι ειρωνεία.

Και ενώ άνθρωποι χάνανε περιουσίες και καίγονταν ζωντανοί στα χωριά γύρω σας, εσύ προσπαθούσες μάταια για μια τελευταία φορά να βρεις στα μάτια της κάτι από τον εαυτό σου. Γιατί από τόσες φωτιές τριγύρω έτυχε να σβήσει η δική σας φλόγα;