καφεδάκι

Είναι από εκείνα τα πρωινά που ξυπνάς και νιώθεις πως δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από τον καφέ που έχεις μπροστά σου.

Η άκρη του κόσμου σου, μετέωρη στο χείλος της.

Κι ύστερα μια ηλιαχτίδα τρυπάει τα σύννεφα, γλιστρά ανάμεσα στις πολυκατοικίες και πέφτει ακριβώς εκεί, στην άκρη.

Κοιτάς προς τα εκεί, αλλά όσο ξαφνικά ήρθε, τόσο ξαφνικά χάνεται.

Ο ουρανός θαμμένος πέντε πατώματα πιο πάνω.

Η θάλασσα πίσω από εκείνο το εμπορικό κέντρο και τις τράπεζες.

Κάθε μέρα που περνάει η πόλη μας σπρώχνει όλο και πιο πίσω τον ορίζοντα.

Με μπαλώματα προσπαθεί να κρατήσει τον ήλιο απ’ έξω.

Η κούπα σου έχει πια σχεδόν αδειάσει.

Κοιτάς από τα παράθυρο δυο παιδιά που χαζολογάνε πηγαίνοντας για το σχολείο.

Και αναρωτιέσαι για πόσο ακόμη θα πίνεις τον καφέ σου χλιαρό και σκέτο. 

νηφάλιος

Το πρόβλημα δεν ήταν η αποτοξίνωση.

Όχι, το στερητικό σύνδρομο κάποια στιγμή περνάει.

Το πρόβλημα είναι η επανένταξη.

Κάθε φορά που βγαίνεις από το σπίτι σου να βλέπεις όλα αυτά που σε έκαναν να πίνεις.

Και όταν μένεις μέσα, το ανυπόφορο στρίμωγμα, τέσσερεις τοίχοι.

Πόσο απλά και όμορφα θα ήταν όλα με ένα μπουκάλι βότκα.

Πόσο απλά και όμορφα θα ήταν όλα μες σε ένα μπουκάλι βότκα.

Ασφαλής και μικροσκοπικά ασήμαντος.

Όσο πιο μικρός, τόσο πιο πολύ χώρο θα έχεις.

Και λίγο θα σε ένοιαζε για το χέρι εκείνο που θα στοίβαζε το μπουκάλι σου δίπλα σε άλλα.

Ίσα ίσα που τότε θα είχες και παρέα.

Χιλιάδες όμοια μπουκάλια, σε σκονισμένα ράφια, μεσημέρι.

Πόσο απλά και όμορφα θα ήταν όλα.

Και τακτοποιημένα.

μάζα επί ταχύτητα στο τετράγωνο

Τι σκέφτεσαι?

Κάθε φορά που ξεκινάω να γράφω ή που ξεκινάω ένα ταξίδι θυμάμαι μια ιστορία που μου είχες πει.

Ποια από όλες?

Εκείνη που μου είχες πει να μη σου θυμίσω.

Ά, εκείνη… Σε ευχαριστώ.

Εσύ ρώτησες.

‘…κάποτε περπατούσαμε δίπλα στις γραμμές του τρένου και έβρεχε. Εσύ φορούσες άσπρο πουκάμισο, για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, που τώρα πια δεν έχει σημασία, αλλά τότε σε γέμιζε αυτοπεποίθηση και σε έκανε να μοιάζεις με στέλεχος κάποιας μεγάλης εταιρίας. Θυμάμαι είχε πέσει μια σταγόνα ακριβώς στο σημείο που η τιράντα του σουτιέν σου άγγιζε στον ώμο σου. Εγώ πήγα να σε φιλήσω και τότε μια εφημερίδα ήρθε και κόλλησε στο γόνατο σου. Προσπάθησες να την κλωτσήσεις, γλίστρησες και έπεσες. Έγδαρες τον καρπό σου και έσπασες ένα νύχι. Ύστερα σε πήρα από το χέρι, ήπιαμε ζεστή σοκολάτα και κονιάκ. Μου είχες πει μια ιστορία που ήθελες να ξεχάσεις. Έξω συνέχιζε να φυσάει και να βρέχει και στο ραδιόφωνο έπαιζε ένα τραγούδι που ακούγαμε και οι δύο για πρώτη φορά.’

Η ιστορία, όπως τη διηγήθηκε εκείνη:

[Ήταν εντελώς ασυγκίνητη και τόσο σοβαρή που δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω ούτε μία λέξη από όσα μου αφηγήθηκε.]

Όταν ήμουν μικρή λυπόμουνα τα τρένα. Αν το καλοσκεφτείς, όσο λαμπερές κι αν είναι οι ράγες μοιάζουν με κάγκελα φυλακής... Και τα τρένα είναι για πάντα καταδικασμένα να πηγαινοέρχονται πάνω στην ίδια διαδρομή...
Έχεις σταθεί μπροστά σε τρένο?
Το ακούς να έρχεται από μακριά, δε σε έχει δει ακόμη. Ακούραστο, με 200 χιλιόμετρα την ώρα έρχεται καταπάνω σου μα δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.
Κάποια στιγμή θα σε δει, αλλά και πάλι εξακολουθεί να έρχεται. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα απολύτως.
Σφυρίζει ξανά και ξανά και κάθε δευτερόλεπτο που περνάει συνειδητοποιεί πως είναι ανήμπορο να αντιδράσει. Δεν μπορεί να σταματήσει, είναι τα 200 χιλιόμετρα την ώρα και οι 500 τόνοι από ατσάλι.
Όχι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα, είναι αναγκασμένο να πέσει κατά πάνω σου.
Χα! Τί κι αν τα φρένα ουρλιάζουν [κόκκινες και κίτρινες οι σπίθες, σχεδόν σου καίνε πια τα μάγουλα], τι κι αν συνεχίζει να σφυρίζει, η κόρνα δεν μπορεί να σε σπρώξει παραπέρα.
Και η πρόσκρουση δεν έχει τίποτα το εντυπωσιακό.
Θυμάμαι μόνο το γαλάζιο της φόρεμα.
Κι ύστερα το τρένο σταματημένο και σιωπηλό.

Πριν από δέκα λεπτά ακριβώς, κάπου στο τρίτο βαγόνι, ή μπορεί να ήταν και στο τέταρτο, ένας άντρας χασμουρήθηκε και αναρωτήθηκε τι ώρα θα φτάσουν στον επόμενο σταθμό.
Η κυρία απέναντι τον διαβεβαίωσε πως αυτό το τρένο φτάνει πάντα στην ώρα του. 
Έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.

«Όταν αποφάσισες να σταθείς απέναντι στο τρένο, εγώ δεν ήμουν εκεί να δω το γαλάζιο σου φόρεμα. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω ιδέα τι χρώμα ήταν. Δεν έχω ιδέα καν αν ήταν φόρεμα. Ήμουν μέσα σε ένα άλλο τρένο σε κάποια άλλη ήπειρο που όμως ταξίδευε πάνω στις ίδιες καλογυαλισμένες ράγες. Κι εκεί οι άνθρωποι είναι το ίδιο σκυθρωποί με όλους αυτούς που άφησα πίσω και μάλιστα απαιτούν ακόμη περισσότερο τα δρομολόγια να τηρούνται πάντα με απόλυτη ακρίβεια. Για ποιό λόγο που ακόμη δεν καταλαβαίνω. Ίσως και αυτοί όπως κι εσύ να μην μπορούν να κάνουν πολύ διαφορετικά.» 

κύκλος

Ήταν μια συνηθισμένη Κυριακή του Γενάρη όταν ο Έκτορ Φενώ σηκώθηκε απροειδοποίητα από το μεσημεριανό τραπέζι και δίχως να πει κουβέντα φόρεσε το δερμάτινο τζάκετ του, πήρε το κράνος της μηχανής του και έφυγε.

Οι δικοί του παραξενευτήκαν αρκετά, καθώς το κυριακάτικο τραπέζι αποτελούσε παράδοση, σχεδόν ρουτίνα, για την οικογένεια και κανείς δεν μπόρεσε να θυμηθεί κάποιο αντίστοιχο περιστατικό που να την είχε διακόψει στο παρελθόν, παρά μονάχα κάποια προσωρινή ασθένεια ή ένα υποχρεωτικό επαγγελματικό ταξίδι.

Ακόμη κι όταν ύστερα από κάμποσες ώρες άκουσαν στο ραδιόφωνο για τον μυστηριώδη μοτοσικλετιστή που κάνει ασταμάτητους γύρους γύρω από την κεντρική πλατεία της πόλης, ακόμη και τότε, ο νους τους δεν πήγε στον Έκτορ.

Αρκετοί από τους περαστικούς ισχυρίστηκαν πως έτυχε να βρίσκονται στην πλατεία από την πρώτη κιόλας στιγμή που διαδραματίστηκε ετούτο το ασυνήθιστο συμβάν, αν και αυτές οι δηλώσεις είναι μάλλον ανακριβείς, καθώς κανείς δε θα μπορούσε να γνωρίζει με βεβαιότητα αν ήταν στο σημείο εκείνο τη στιγμή που ο Έκτορ Φενώ έκανε τον παρθενικό του κύκλο γύρω από την πλατεία.

Και πόσους κύκλους είχε άραγε κάνει μέχρι τη στιγμή που κάποιος τον παρατήρησε? Κατά αυτή την έννοια ο Έκτορ θα μπορούσε να βρισκόταν για πάντα στην πλατεία και απλά μέχρι τότε οι άνθρωποι να μην είχαν αντιληφθεί την παρουσία του.

Όπως και να ‘χει από τη στιγμή που έγινε αντιληπτός όμως, όλο και περισσότερος κόσμος άρχισε να μαζεύεται μέχρι που κάποια στιγμή έγινε τόσο πολύς που έκλεισε όλους τους δρόμους που οδηγούσαν προς το κέντρο της πόλης.

Ο Έκτορ οδηγούσε πια ολομόναχος και όπως παρατήρησε και ένας δημοσιογράφος, τώρα ακόμη και να ήθελε να φύγει δεν μπορούσε να δραπετεύσει από την πλατεία. Θα έπρεπε υποχρεωτικά να σταματήσει.

Όμως, καθώς περνούσαν οι ώρες ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να αραιώνει. Κάποιοι βαρέθηκαν, κάποιοι πεινάσανε και κάποιοι άλλοι νύσταξαν. Έτσι κι αλλιώς το έδειχνε και η τηλεόραση.

Το απογευματινό ψιλόβροχο, που μέχρι να νυχτώσει έγινε μπόρα γερή, έδιωξε και τους τελευταίους θεατές. Στο τέλος δεν μπορούσες να δεις ούτε στα πέντε μέτρα! Μέχρι και τα τηλεοπτικά συνεργεία φύγανε κακήν κακώς!

Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν η βροχή σταμάτησε τον είχανε πια ξεχάσει.

Μονάχα όταν βγήκανε οι σκουπιδιάρηδες να κάνουν τη δουλειά τους, τότε ήταν που βρήκανε τη μηχανή του. Ακουμπισμένη στο πεζοδρόμιο δίπλα στους κάδους, με το ντεπόζιτο της άδειο και το κλειδί παρατημένο πάνω στη μίζα.

Όσο κι αν έψαξαν εκεί τριγύρω ο ιδιοκτήτης της δε βρέθηκε.

Αλλά ούτε και παραπέρα.

Τον Έκτορ Φενώ δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.