Οι παρακάτω σκέψεις γράφτηκαν χθές σε χαρτί.
Κάρπαθος, αποκλεισμένος σε ένα ξενοδοχείο του μεσοπολέμου, με ξεκοιλιασμένες ταπετσαρίες και ξεθωριασμένους πίνακες, κοιτάζω τη βροχή, το δρόμο που έχει γίνει ποτάμι, κοιτάζω τα σπασμένα δέντρα και τους αναποδογυρισμένους σκουπιδοτενεκέδες και δε βιάζομαι καθόλου να τελειώσω αυτή την πρόταση. Γιατί να την τελειώσω εξάλλου, δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω από το να βλέπω πρωινές εκπομπές στα μόνα τέσσερα κανάλια που τολμάνε να τα βάλουν με τα παράσιτα και να κοπανήσουν με δύναμη τα κεφάλια τους στη ραγισμένη οθόνη της τηλεόρασης μου.
Ήρθα στην Κάρπαθο για επαγγελματικούς λόγους. Ήρθα για μερικές ώρες, χωρίς λεφτά ή ρούχα, με ένα εισιτήριο επιστροφής κάποιου αεροπλάνου που μάλλον έπεσε ή προσπάθησε να πέσει και έτσι δεν επισκέφτηκε ποτέ το μυστικό αεροδρόμιο που κρύβεται ανάμεσα στα Καρπάθια όρη. Φταίει η κακοκαιρία λέει με την ψυχραιμία του θηριοδαμαστή, ο κύριος της ολυμπιακής πίσω από το γραφείο. Κακοκαιρία σε όλη τη νότια Ελλάδα λένε οι ειδήσεις με την αδιαφορία των λιονταριών απέναντι στο θηριοδαμαστή και η οθόνη γεμίζει πλημμύρες και καταποντισμούς. Η ρωγμή της οθόνης αρχίζει τώρα να στάζει.
Στο διπλανό μου δωμάτιο κάποιος πηδάει μια ρωσίδα. Ίσως αυτό να έχει τεντώσει τα νεύρα μου τόσο πολύ. Μπορεί και να μην είναι ρωσίδα βέβαια – όποια σλαβόφωνη φυλή μας κάνει. Μπορεί και να μην την πηδάει. Μπορεί να τον πηδάει η ρωσίδα, κόρη Μαφιόζου πετρελαιοπαραγωγού στη Μαύρη Θάλασσα, έχει έρθει στην Κάρπαθο για αναψυχή. Αναψυχή και ο ταλαίπωρος ξενοδόχος που νόμιζε πως απλά θα έριχνε ένα ακόμη πήδημα στο ανατολικό μπλοκ κινδυνεύει να χάσει την ψυχή του μέσα στα χέρια της αχόρταγης Σβετλάνα. Ή πιο σωστά μέσα στα πόδια της.
Σβετλάνα σημαίνει Φωτεινή, γιατί σβετ σημαίνει φως. Στα ρώσικα, γιατί στα ελληνικά σημαίνει πήδημα. Τώρα κοπανάει το κεφάλι της στον τοίχο, ή μήπως είναι εκείνη που κοπανάει το κεφάλι του. Δυο μπράβοι στην πόρτα, θεόρατοι σα ρωσικές αρκούδες, εξαφανίζουν κάθε δυνατότητα διαφυγής. Ο ξενοδόχος μας θα το θυμάται για καιρό αυτό το πήδημα.
Βαρέθηκα να τους ακούω. Δε λέει να σταματήσει να βρέχει, δε λέει να σταματήσει να βροντάει ο τοίχος. Βαρέθηκα να φτιάχνω ιστορίες εκδίκησης με τη μαφιόζα ρωσίδα. Τουλάχιστον γλιτώνω τη δουλειά. Χα! παρήγορη σκέψη μες σε αυτό το κελί.
«Κύριε, είστε ελεύθερος να κάνετε ότι θέλετε σήμερα».
Ελεύθερος από δουλειά, αποκλεισμένος σε ένα νησί-δωμάτιο. Σαν να λέμε ζάμπλουτος στο νησί των Θησαυρών.
Εγώ, ο Ροβινσώνας Κροίσος.