μια νέα δημοκρατία


Το απομακρυσμένο νησί Έντελβαις αποτελεί μια από τις πλέον νεοσύστατες δημοκρατίες της υφηλίου και οι κάτοικοι του προσπαθούν να το αποδεικνύουν με την πρώτη ευκαιρία.

Κάποια μέρα λοιπόν, οι χίλιοι κάτοικοι του μικροσκοπικού αυτού νησιού μαζεύτηκαν για να συζητήσουν ένα φλέγον ζήτημα. Έπρεπε να αποφασίσουν αν θα καταδίκαζαν έναν συμπολίτη τους σε θάνατο.

Το θέμα ήταν σοβαρότατο κι ακολούθησε καυγάς μεγάλος. Η συζήτηση κράτησε μέρες, ενώ τα πνεύματα άναψαν, ακούστηκαν βαριές κατηγορίες ανάμεσα στους διαφωνούντες, που ύστερα μάλιστα έγιναν και απειλές.

Τελικά οι 501 ψήφισαν «Ναι» και οι 499 «Όχι» και έτσι ο συμπολίτης τους θανατώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Γιατί όπως και να το κάνουμε οι κάτοικοι του νησιού Έντελβαις έτρεφαν βαθύ σεβασμό στις δημοκρατικές διαδικασίες.

Όμως μετά από όσα είχαν συμβεί, οι 501 θεώρησαν πως οι 498 [πλέον] διαφωνούντες αποτελούν σοβαρότατη απειλή για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας τους και για αυτό πρότειναν την εξορία τους. Εξάλλου, το νησί Έντελβαις δεν ήταν και τόσο ευρύχωρο.

Και αυτή τη φορά η συζήτηση κράτησε μέρες. Και αυτή τη φορά ακούστηκαν απειλές και κατάρες. Και αυτή τη φορά 501 ψήφισαν «Να φύγουν».

Οι 498 μάζεψαν τα μπογαλάκια τους κι έφυγαν χωρίς να πουν δεύτερη κουβέντα.

Ύστερα από αυτό κάποιοι πρότειναν πως τα σπίτια και τα χωράφια εκείνων που έφυγαν θα πρέπει να ανήκουν σε αυτούς που εξακολουθούν να μένουν στο νησί Έντελβαις. Και πάλι, όπως συμβαίνει σε μια υγιή δημοκρατία κάποιοι συμφώνησαν και κάποιο διαφώνησαν. Και πάλι κάποιοι έμειναν και κάποιοι αποχώρησαν. Πάντα δημοκρατικά.

Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε και πια έχουν μείνει 10 κάτοικοι στο νησί Έντελβαις.

Κι από ότι μαθαίνω περνάνε μια χαρά.

ξεκούρδιστος


Ο Τζο Ρόθμαν, μηχανικός σιδηροδρόμων, συλλέκτης κουρδιστών παιχνιδιών και ερασιτέχνης λογιστής μετά τη δύση του ήλιου έριξε άλλο ένα κούτσουρο στη φωτιά για να μη σβήσει. Εδώ και μια βδομάδα το τζάκι ήταν η μοναδική του συντροφιά όταν γυρνούσε το βράδυ από τη δουλειά, καθώς για κάποιο μεταφυσικό λόγο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, πίστευε πως κρατώντας το βλέμμα του σταθερά καρφωμένο για ώρες στις φλόγες θα έβρισκε την απάντηση στο ερώτημα που τον απασχολούσε. Στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό ξύλινο τρενάκι.

Οι τοίχοι στο μικρό σαλόνι, ήταν γεμάτοι με παράλληλες σειρές από ράφια και πάνω τους τα αμέτρητα κουρδιστά του παιχνίδια, πολύχρωμα, αν και τώρα έδειχνα πορτοκαλοκόκκινα, και ακίνητα, αν και όλα τους κάποτε είχαν κουνηθεί από μία φορά. Όποτε ο Τζο Ρόθμαν αγόραζε κάποιο παιχνίδι ακολουθούσε πάντα το ίδιο επαναλαμβανόμενο τελετουργικό. Έσερνε το μακρόστενο, λείο τραπέζι του μπροστά στο τζάκι και έβαζε στις δυο πλευρές του δεξιά και αριστερά βιβλία, τα πιο χοντρά βιβλία οικονομικών του. Ύστερα κούρδιζε το καινούριο του απόχτημα με αργές κινήσεις, μέχρι το έλασμα να τεντώσει και το άφηνε να πάρει το δρόμο του. Τα παιχνίδια που δεν έπεφταν στη φωτιά, κατέληγαν στα ράφια του κι έμεναν εκεί για πάντα. Τα υπόλοιπα γίνονταν καπνός και στάχτη.   

Έτριψε για άλλη μια φορά μηχανικά το ξύλινο τρενάκι μες στη φούχτα του και δάγκωσε το κάτω χείλος του. Ήταν η πρώτη φορά που ένα παιχνίδι του αρνήθηκε να συμμετάσχει σε αυτή τη σύντομη τελετουργία επιβίωσης. Ίσως να είχε ζορίσει το μηχανισμό όταν το κούρδιζε, ή ίσως πάλι να ήταν ελαττωματικό από γεννησιμιού του, για τον Τζο Ρόθμαν δεν είχε σημασία – όσες φορές και να το κούρδισε εκείνο έμεινε πεισματικά ακίνητο και τώρα αυτός έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Δεν μπορούσε να το ρίξει στη φωτιά, ούτε όμως ήθελε να το βάλει μαζί με τα υπόλοιπα στα ράφια.

Μετά από μια βδομάδα δεν είχε καταφέρει να βγάλει άκρη. Αποτράβηξε το βλέμμα του από τις φλόγες για να βάλει μια κούπα με κρασί, όμως σταμάτησε. Η λύση στο πρόβλημά του δεν βρισκόταν τελικά μόνο στις φλόγες, βρισκόταν και ολόγυρά του. Μεμιάς ακούμπησε το τρενάκι λίγο πριν την άκρη του τραπεζιού και άρχισε να κατεβάζει τα κουρδιστά παιχνίδια ένα ένα. Εκείνα θα αποφάσιζαν τη μοίρα του ανυπάκουου τρένου: μπορεί να το χτυπούσαν και να το έριχναν στη φωτιά, μπορεί και όχι, ότι ήταν γραφτό να γίνει θα γινόταν.

Το πρώτο κατέληξε στη φωτιά, το ίδιο και το επόμενο, και το επόμενο… και το επόμενο. Λες και ήταν τόσο μεγάλη η χαρά τους που ξανακινούνταν ή τέτοια η λαχτάρα τους να μην γυρίσουν πίσω στο ράφι, που ο αρχιμηχανικός όταν πια είχε χάσει πάνω από τα μισά άρχισε να ανησυχεί. Τα κούρδιζε όλο και πιο απαλά, όλο και πιο λίγο, όμως εκείνα δε σταματούσαν να ορμάνε με φόρα στις φλόγες αποφεύγοντας με μαεστρία το ακινητοποιημένο τρένο. Στο τέλος, όταν η φωτιά πια είχε φουντώσει για τα καλά και τα χέρια του σχεδόν έτρεμαν, κούρδισε και το τελευταίο – μια ταλαιπωρημένη μπαλαρίνα του μεσοπολέμου. Δεν έστριψε το κλειδί πάνω από μισή βόλτα.

Η μουσική που ακούστηκε τον ξάφνιασε. Δε θυμόταν να την είχε ξανακούσει, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος. Είχε περάσει σχεδόν μια ζωή από τότε που η γιαγιά του του είχε χαρίσει το πρώτο κουρδιστό του παιχνίδι. Την είδε να πλησιάζει με αργές, σπασμωδικές κινήσεις και η μελωδία παραμορφωνόταν όλο και πιο πολύ καθώς πλησίαζε στο τρένο, μέχρι που έφτασε δίπλα του και ύστερα σταμάτησε.

Ο Τζο Ρόθμαν ξεφύσηξε με ανακούφιση, μα πριν προλάβει να βγάλει τον αέρα από τα πνευμόνια του, είδε το τρενάκι να κουνιέται από μόνο του και μαζί με τη μπαλαρίνα, βουβά, να πηδάνε στη φωτιά. Γύρω του, όλα τα ράφια ήταν άδεια και ο Τζο Ρόθμαν ήταν πια μόνος του.

η συλλογική μας μοναξιά


Ετοιμάζεσαι να βγεις. Καθημερινή. Οι φίλοι σου σε κοροϊδεύουν που βγαίνεις καθημερινές. Μα ποιος βγαίνει καθημερινές, σε ρωτάνε. Κι όμως εσύ συνεχίζεις τις παλιές σου συνήθειες λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Οι δρόμοι είναι άδειοι. Κάποτε, οι δρόμοι ήταν άδειοι όταν επέστρεφες όχι όταν ξεκινούσες. Οι περισσότερες μπάρες το ίδιο. Εσύ όμως εξακολουθείς να επιμένεις, λες και όλα είναι αμετάβλητα.

Παραγγέλνεις. Η Έλενα με το πλούσιο στήθος δε δουλεύει πια, τώρα μπροστά σου έχεις μονάχα το τριχωτό στήθος του ιδιοκτήτη. Παρόλα αυτά κάνει τις ίδιες τυπικές ερωτήσεις για να σε κάνεις να νιώσεις το ίδιο οικεία.

Οι διπλανοί σου τσακώνονται για την απεργία. Ο ένας είναι υπέρ, ο άλλος κατά. Πέρυσι τους θυμάσαι να τσακώνονται για το ποδόσφαιρο. 

Το ποτό σου είναι νοθευμένο, η μουσική συμπιεσμένη από το διαδίκτυο, τα πατατάκια αλμυρά για να πίνεις περισσότερο. Η κοπέλα απέναντι σε κοιτάζει, μα όταν σηκώνεις το βλέμμα, εκείνη γυρνάει αλλού. Πληρώνεις και φεύγεις.

Στο δρόμο κάποιος ψάχνει στα σκουπίδια. Παλιότερα αυτός ζητιάνευε και εκείνος που τότε έψαχνε τα σκουπίδια τώρα ληστεύει, και εκείνος που λήστευε, τώρα κυνηγάει μετανάστες…

Δίπλα του, εσύ ανοίγεις με τα κλειδιά σου την εξώπορτα της πολυκατοικίας και ανάμεσα στους δεκάδες κοιμισμένους και άγνωστους σου γείτονες, πέφτεις για ύπνο μα δεν μπορείς να κοιμηθείς.

Και αυτό, όσο κι αν δε θες να το παραδεχτείς, είναι κάτι που έχει αλλάξει. 

κάποτε στο Μεξικό


Στα μέσα του Ιούνη του 1914 ο Φερμίν Βαλένσια, ένας μάλλον άσημος ποιητής από τη Βερακρούζ και λοχαγός στην περιβόητη μεραρχία του Βορρά, μπήκε με τους άντρες του σε ένα μικρό χωριό λίγο έξω από το Σακατέκας. Εκεί θα συναντιόντουσαν με τους υπόλοιπους λόχους του Βίγια για να χτυπήσουν όλοι μαζί τη ραχοκοκαλιά του στρατού του Ουέρτας. Ήξεραν πολύ καλά πως αυτή η μάχη θα έκρινε την επανάσταση στο Βορρά.

Καθώς έφτασαν πριν από τους άλλους, ο Φερμίν έκανε μια βόλτα στους έρημους δρόμους του χωριού, που μερικές μέρες αργότερα έμελλε να ισοπεδωθεί από το πυροβολικό του Φελίπε Άνχελες. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι είχαν φύγει και αυτοί που έμεναν είχαν μαζευτεί στην πλατεία για να τους υποδεχτούν σαν ήρωες. Τότε, εκεί που περπατούσε ανάμεσα στα άδεια σπίτια, άκουσε τον ήχο του σφυριού από κάπου κοντά του. Πλησίασε προς το σημείο που ακουγόταν ο ξερός επαναλαμβανόμενος κρότος και βρέθηκε μπροστά σε μια γριά που προσπαθούσε με κόπο να καρφώσει σανίδες στα παράθυρα της ετοιμόρροπης παράγκας της. Από τη μισάνοιχτη πόρτα μπορούσε να διακρίνει τη φωτογραφία του Πορφύριο Δίας.

Στη θέα του ο Βαλένσια έφτυσε στο χώμα, όπως συνήθιζε τόσα χρόνια να κάνει όποτε έβλεπε τον «εκλεγμένο» πρόεδρο του Μεξικού, και πλησίασε τη γριά που δεν τον είχε πάρει χαμπάρι. Μόλις της πήρε το σφυρί από το χέρι, τον κοίταξε τρομαγμένη. Εκείνος της χαμογέλασε και συνέχισε το έργο της χωρίς να πει κουβέντα.

Όταν ύστερα από λίγο τελείωσε βρήκε τον Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, παιδικό του φίλο και σύντροφο, να ακουμπάει στο φράχτη απέναντί του.

«Τι νόημα έχει? Μετά τη μάχη δεν πρόκειται να μείνει κολυμπηθρόξυλο», του είπε γνέφοντας προς τη γριά που τώρα πια είχε κλειδαμπαρωθεί για τα καλά.

«Η επανάσταση φίλε μου είναι τα μικρά πράγματα», απάντησε ο ποιητής και σκούπισε με το μαντήλι του τον σκονισμένο ιδρώτα του. 

Ο γέρος που μου διηγήθηκε αυτή την ιστορία είχε δυο μάτια που έλαμπαν ακόμη ζωηρά και μου ορκιζόταν στη Mαύρη Παναγία της Γουαδελούπης πως το μόνο που απέμεινε από ολόκληρο το χωριό όταν τέλειωσε η μάχη ήταν οι τέσσερις αυτοί τοίχοι με τα καρφωμένα παράθυρα.