Στην κόλαση με το μαύρο πρόβατο.

Χθες σε είδα σε μια παράσταση.

Τι περίεργο, δεν ήσουν στη σκηνή.

Καθόσουν στο τελευταίο κάθισμα και παρακολουθούσες.

Με παρακολουθούσες.

Όμως δεν ήμουν ούτε έγω στη σκήνη.

Σε παρακολουθούσα.

Κι έτσι αναρωτιέμαι.

Αφού κι εγώ καθόμουν στο τελευταίο κάθισμα.

Γιατί βρεθήκαμε σε αυτή τη βαρετή παράσταση;

Όμως έφυγες πριν σε ρωτήσω. Μόνη.

Χάθηκε η συμπαράσταση.

Το θέατρο άδειασε, οι ηθοποιοί ξεβάφτηκαν κι έγιναν άνθρωποι ξανά.

Σιωπηλοί φόρεσαν τις ζωές τους, σαν να ήταν πιτζάμες ή ακριβά φορέματα.

Και τώρα πια το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι

μια βιαστική και ίσως κάπως άκαιρη, μικρή αναπαράσταση.

παρομοίωσις

Όλα ξεκινούν με μία λάμψη.

Αναπτήρας ή σπίρτα, δεν έχει πολύ σημασία.

Η σπίθα, η φλόγα, ανάβεις.

Απολαμβάνεις την πρώτη ρουφηξιά.

Τη δεύτερη λιγότερο, την τρίτη.

Βλέπεις τον καπνό, πηχτό στην αρχή, να ξεθωριάζει αργότερα.

Δε θες όμως να σου μπει στα μάτια.

Και ξαφνικά το τσιγάρο σου έχει τελειώσει.

Και στο τασάκι σου θα βρεις άλλο ένα αποτσίγαρο.

Που ίσως δεν έσβησες καλά και σιγοκαίει ακόμη.

Αργά ή γρήγορα σβήνει και αυτό.

Κι εσύ ανάβεις το επόμενο.

(Τελικά προτιμώ τις πίπες)