Απέναντι

Τα καλύτερα ταξίδια είναι αυτά που δε θέλεις να κάνεις. Τα χειρότερα, αυτά που ονειρευόσουν μια ζωή. Και ξαφνικά αφήνεις τον πύργο και περπατάς. Τα πόδια σου αντιδρούν σαν φοιτητές που η κοινωνία τους έβαλε να ξεπλύνουν τα άπλυτα της γκαρνταρόμπας της συνείδησής της. Για να τα ξαναλερώσει.

Το μυαλό σου όμως σαν σωστή κυβέρνηση στέλνει τα νευρικά σήΜΑΤα για να φέρουν την τάξη. Μόνο που δεν έφεραν τίποτα. Ηρθαν με άδεια χέρια. Και έφυγαν με γεμάτα. Με αίματα.

Τα γόνατα σου λύνονται σ αυτήν την ανατομική διαδήλωση. Μα ποιος έδεσε τους κόμπους των οστών σου; Ναυτικοί και πρόσκοποι μαζεύονται και γελάνε σε κάθε βήμα σου. Ο γόρδιος δεσμός αποκληρώνει απογοητευμένος το κνημιαίο σου οστό.

Δε φεύγεις για να δεις τον κόσμο. Τον κόσμο νομίζεις ότι τον είδες (λάθος, αλλά εσύ αυτό νομίζεις). Προχωράς για να δεις από μακρυά τον πύργο. Για να τον δεις όπως την πρώτη φορά που τον είδες από τη γαλέρα σου. Τις ελπίδες που σου γέννησε (αλλά και τους πόνους της γέννας αυτής), τα όνειρα (άλλα και τα απότομα ξυπνήματα).

Πρώτος και υπέρστεγνος φτάνεις στον απέναντι λόφο (Δε μπορεί όλοι να φτάνουν τελευταίοι και καταϊδρωμένοι) Τον κοιτάς. Ο πύργος είναι εκεί ίδιος όπως την πρώτη φορά. Εσύ όμως άλλαξες.

Αν και ξεπέρασε κάθε προσδοκία σου και έκοψε πρώτος το νήμα στους πανπυργιακούς αγώνες φοβάσαι την επιστροφή σου εκεί. Γιατί τα γόνατά σου λύγισαν όταν έπρεπε να σταθούν. Γιατί οι τοίχοι του δεν μπορούν να σου προσφέρουν την σκιά που λείπει από το μέτωπό σου.

Πιάνεις το τσεκούρι και αρχίζεις να κόβεις ξύλα. Μια καλύβα με θέα τον πύργο! Θα τον κοιτάς και θα θυμάσαι τις νύχτες που ξάπλωσες στα μεταξωτά σεντόνια του και ίσως κάποτε ξεχάσεις για πάντα τα άδεια δωμάτια που σε τρόμαζαν. Και σου μείνει μόνο η ανάμνηση που θέλεις.

Τα καλύτερα ταξίδια είναι αυτά που δε θέλεις να κάνεις. Τα χειρότερα, αυτά που ονειρευόσουν μια ζωή.

Για σένα.

Γράμματα από τον πόλεμο - Α15 ο πόθος

Ήταν Ιούλης, έκανε ζέστη και το λεωφορείο έτρεχε με ελάχιστους επιβάτες στην Εθνική. Ανέμιζαν τα μαλλιά της και η φούστα της μέχρι το σημείο που εκείνη της επέτρεπε.

Εκείνος διάβαζε κάποιο μυθιστόρημα, βυθισμένος σε μια πλοκή περίπλοκη, με θαύματα, θανάτους και φιλίες.

Εκείνη απέναντι του απλά τον κοιτούσε.

Έφευγαν ξωπίσω του οι σελίδες από το ανοιχτό παράθυρο και ανέμιζαν στον άδειο δρόμο και ανάμεσα στις στάσεις.

Άφησε τη φούστα της να ανεμίσει λίγο παραπάνω.

Εκείνος διάβαζε.

Άνοιξε τα πόδια της πιο πολύ από ότι συνήθως.

Τα μάτια του συνέχισαν να χοροπηδούν από λέξη σε λέξη, με τον ίδιο σταθερό ρυθμό.

Άνοιξε τελείως τα πόδια της, όλα αποκαλύφθηκαν, όλα ξαναχάθηκαν.

Εκείνος διάβαζε.

Το ξανάκανε πιο αργά αυτή τη φορά.

Και πιο αργά, κάθε φορά.

Γύρισε σελίδα.

Και ξαναγύρισε και ξαναγύρισε, μέχρι που συγχρονίστηκε μαζί της.

Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά πιο έντονα, δίχως να ξέρει το λόγο. Είχε φτάσει στην προτελευταία σελίδα.

Έσκυψε κι άλλο το κεφάλι του.

Εκείνη ανασήκωσε ελαφρά το δικό της.

Είχαν πια μείνει μόνοι τους στο λεωφορείο.

Εκείνος στην τελευταία σελίδα, με μια καρδιά να τον γροθοκοπά στο στήθος και μια γλυκιά άγνοια να σκληραίνει τον πούτσο του.

Εκείνη με τα πόδια ορθάνοιχτα, τη ματιά της πάνω του και μια περιπαιχτική διάθεση ανάμεσα στα δόντια.

Το λεωφορείο άρχισε να επιβραδύνει, αγκομάχησε για μια τελευταία φορά και σταμάτησε.

Είχαν φτάσει στο τέρμα.

Έκλεισε το βιβλίο, ανασήκωσε το βλέμμα και βγήκε από την πίσω πόρτα.

Εκείνη είχε βγει λίγο πριν από την μπροστά.

Γράμματα από τον πόλεμο - Τσιμεντόληθη

Κουράστηκες και ψάχνεις λίγο ζωντανό χορτάρι να ξαπλώσεις.

Όμως παντού τσιμέντο.

Όπου κι αν ακουμπήσεις το κεφάλι σου βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το σκληρό κράσπεδο.

Ακόμα και όταν είσαι σίγουρος πως βρίσκεις μια γωνιά από ζεστό μαλακό χώμα, μόλις ξαπλώνεις νιώθεις πάλι την τσιμεντένια επιφάνεια να σε πιέζει.

Φεύγεις από την πόλη, κυνηγάς την εξοχή.

Προσπαθείς να θυμηθείς την εξοχή.

Μα όσο κι αν απλώνεις το χέρι σου, εκείνη ξεγλιστρά μέσα από τη φούχτα σου.

Ξεγλιστρά μέσα από τη μνήμη σου.

«Είναι ψεύτικη άραγε ή δεν μπορώ να πιστέψω ακόμη και τα ίδια μου τα μάτια?».

Αναρωτιέσαι.

Ή μήπως όλο το τσιμέντο αυτό, το κουβαλάς μαζί σου στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου;

Γράμματα από τον πόλεμο - Συμπτώσεις

Ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι συχνά προϊόν συμπτώσεων.

Ο Χάρυ και η Λίτσα για παράδειγμα.

Ο Χάρυ αποφάσισε να αυτοκτονήσει από την ταράτσα της πολυκατοικίας μας.

Η Λίτσα έτυχε να μαζεύει τα ρούχα εκείνη τη στιγμή γιατί είχε αρχίσει να βρέχει.

Τον είδε να αμφιταλαντεύεται στην άκρη της μαρκίζας και αμέσως αποφάσισε να τον σώσει.

Πλησίασε.

Την κοίταξε.

Πλησίασε κι άλλο.

Την κοίταξε κι άλλο.

Πλησίασε δίπλα του.

Άπλωσε το χέρι της.

Αργά, άπλωσε και εκείνος το δικό του.

Τον έπιασε. Την έπιασε.

Σφιχτά

Τότε ένας κεραυνός έσκασε δίπλα τους. Ο Χάρυ τρομαγμένος έχασε την ισορροπία του.

Η Λίτσα όμως δεν άφησε το χέρι του.

Όχι, τον ακολούθησε.

Κι εγώ, καθώς τους κοιτάω να κατηφορίζουν σε αυτη την κοινή τους πτώση, μαζί με τις πρώτες σταγόνες μιας κατα τα άλλα συνηθισμένης βροχής, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω:

Ευλογημένοι όσοι τους ενώνουν οι συμπτώσεις.

Γράμματα από τον πόλεμο - Τηλεδιάθεση

«Είσαι διαθέσιμος?»

Με ρώτησε η ξανθιά ομορφούλα μέσα στο κουτί.

Της έγνεψα καταφατικά.

«Ευδιάθετος?»

Χαμογέλασα ακόμη πιο καταφατικά, γεμάτος προσμονή.

Άπλωσε το χέρι, το γυαλί που μας χώριζε ράγισε κι έπειτα έσπασε.

Έπιασα το κουτί που μου χάρισε. Τα δάχτυλα μας για μια στιγμή αγγίχτηκαν.

«Τι κρίμα που εγώ είμαι αδιάθετη».

Χάθηκε κι εγώ απέμεινα με το κουτί στο χέρι.

Ένα πολύχρωμο και σίγουρα αρκετά εντυπωσιακό, κουτί με σερβιέτες.

Γράμματα από τον πόλεμο - Αδειάφορος

Ξύπνησε τη συνηθισμένη ώρα.

Άνοιξε τα μάτια, ρούφηξε γρήγορα τον καφέ του, έφτυσε τον καπνό από τα πνευμόνια του και βγήκε.

Τότε θυμήθηκε πως σήμερα ήταν η μέρα που θα έπαιρνε άδεια.

Στάθηκε ακίνητος.

Οι βιτρίνες συνέχισαν να περνάνε δίπλα του. Το ίδιο και τα αδιάφορα λεωφορεία που και φόρα είχαν και κάθε άλλο παρά άδεια ήταν.

Έκανε μεταβολή.

Γύρισε πατώντας ακριβώς στα ίδια σημεία πίσω στο σπίτι του.

Στον τοίχο απέναντι από την πόρτα τον περίμενε, όπως κάθε χρόνο, ένα κάδρο.

Ένα κάδρο γεμάτο θάλασσα και τίποτε άλλο.

Το κοίταξε.

Το κοίταξε για κάμποση ώρα και ύστερα, αντί να φτιάξει τη βαλίτσα του, αποκοιμήθηκε.

Ίσως να τον νανούρισε ο ήχος από τα κύματα ή τις σταγόνες που γλιστρούσαν μία μία στην άκρη του κάδρου.

Η θάλασσα εξάλλου πάντα χύνεται στην άκρη του κάδρου.

Το πρωί οι γείτονες, που με δυσκολία άνοιξαν την πόρτα του πλημμυρισμένου διαμερίσματος, τον βρήκαν να επιπλέει κοιμισμένος μες στη βαλίτσα του.

Φορούσε μπρατσάκια και βατραχοπέδιλα, είχε ένα μπουκάλι ούζο, αντί για αρκουδάκι αγκαλιά και τη φωτογραφία μιας ξανθιάς Σκανδιναβής για προσκεφάλι.

Κανείς βέβαια δεν πρόσεξε το άδειο κάδρο που έπλεε δίπλα του.

Κανείς δεν πρόσεξε τίποτε γενικότερα.

Μόνο τον ξύπνησαν τη συνηθισμένη ώρα.

Η άδεια του είχε πια λήξει.

Μπαλόνι

Η σκέψη είναι ένα μπαλόνι.
Όσο το φουσκώνεις τόσο μεγαλώνει.
Όσο μεγαλώνει τόσο πιο ψηλά σε πάει.
Όσο πιο ψηλά σε πάει τόσο πιο μακρύα από τον κόσμο βρίσκεσαι.
Αλλά και τόσο πιο μικρά φαίνονται όλα πάνω του.

Η σκέψη είναι ένα μπαλόνι.
Όταν το φουσκώνεις, ότι είναι ζωγραφισμένο πάνω του διογκώνεται
Όταν το φουσκώσεις ελάχιστα, είναι εύπλαστο και συνήθως άχρηστο
Όταν φουσκώνεις πολλά μπαλόνια μπορεί να ζαλιστείς

Η σκέψη είναι ένα μπαλόνι.
Μερικές φορές ο αέρας του πρέπει να μένει μέσα
Ρουφώντας τον τέτοιες φορές ακούγεσαι αστείος
Αν σου φύγει την ώρα που το φουσκώνεις, πετάει σαν τρελό
Αργά ή γρήγορα θα ξεφούσκωνε έτσι κι αλλιώς

Η σκέψη είνα ένα μπαλόνι.
Για τα παιδιά είναι κατι μαγικό, ένα παιχνίδι
Για τους μεγάλους είναι ενα λάστιχο γεμάτο αέρα
Για τους πρωτοπόρους είναι ένα αερόστατο
Για τους καρδιοπαθείς είναι μια ελπίδα

Η σκέψη είναι ένα μπαλόνι.
Δε κοστίζει τίποτα, όλοι έχουν φουσκώσει ένα τουλάχιστον
Υπάρχουν όμως και οι φανατικοί συλλέκτες
Και αυτοί που φτιάχνουν σχήματα μ’ αυτό για να προκαλέσουν έκπληξη και θαυμασμό
Σύνηθως αυτοί είναι κλόουν

Η σκέψη είναι ένα μπαλόνι.
Αν το παραφουσκώσεις θα σκάσει...