Απέναντι
Τα καλύτερα ταξίδια είναι αυτά που δε θέλεις να κάνεις. Τα χειρότερα, αυτά που ονειρευόσουν μια ζωή. Και ξαφνικά αφήνεις τον πύργο και περπατάς. Τα πόδια σου αντιδρούν σαν φοιτητές που η κοινωνία τους έβαλε να ξεπλύνουν τα άπλυτα της γκαρνταρόμπας της συνείδησής της. Για να τα ξαναλερώσει.
Το μυαλό σου όμως σαν σωστή κυβέρνηση στέλνει τα νευρικά σήΜΑΤα για να φέρουν την τάξη. Μόνο που δεν έφεραν τίποτα. Ηρθαν με άδεια χέρια. Και έφυγαν με γεμάτα. Με αίματα.
Τα γόνατα σου λύνονται σ αυτήν την ανατομική διαδήλωση. Μα ποιος έδεσε τους κόμπους των οστών σου; Ναυτικοί και πρόσκοποι μαζεύονται και γελάνε σε κάθε βήμα σου. Ο γόρδιος δεσμός αποκληρώνει απογοητευμένος το κνημιαίο σου οστό.
Δε φεύγεις για να δεις τον κόσμο. Τον κόσμο νομίζεις ότι τον είδες (λάθος, αλλά εσύ αυτό νομίζεις). Προχωράς για να δεις από μακρυά τον πύργο. Για να τον δεις όπως την πρώτη φορά που τον είδες από τη γαλέρα σου. Τις ελπίδες που σου γέννησε (αλλά και τους πόνους της γέννας αυτής), τα όνειρα (άλλα και τα απότομα ξυπνήματα).
Πρώτος και υπέρστεγνος φτάνεις στον απέναντι λόφο (Δε μπορεί όλοι να φτάνουν τελευταίοι και καταϊδρωμένοι) Τον κοιτάς. Ο πύργος είναι εκεί ίδιος όπως την πρώτη φορά. Εσύ όμως άλλαξες.
Αν και ξεπέρασε κάθε προσδοκία σου και έκοψε πρώτος το νήμα στους πανπυργιακούς αγώνες φοβάσαι την επιστροφή σου εκεί. Γιατί τα γόνατά σου λύγισαν όταν έπρεπε να σταθούν. Γιατί οι τοίχοι του δεν μπορούν να σου προσφέρουν την σκιά που λείπει από το μέτωπό σου.
Πιάνεις το τσεκούρι και αρχίζεις να κόβεις ξύλα. Μια καλύβα με θέα τον πύργο! Θα τον κοιτάς και θα θυμάσαι τις νύχτες που ξάπλωσες στα μεταξωτά σεντόνια του και ίσως κάποτε ξεχάσεις για πάντα τα άδεια δωμάτια που σε τρόμαζαν. Και σου μείνει μόνο η ανάμνηση που θέλεις.
Τα καλύτερα ταξίδια είναι αυτά που δε θέλεις να κάνεις. Τα χειρότερα, αυτά που ονειρευόσουν μια ζωή.
Για σένα.