εκείνη

Κάποτε, όταν έπεφτε η νύχτα του έλεγε ιστορίες με φαντάσματα.

Κρυμμένος μες στο πάπλωμα, την άκουγε τυλιγμένος σαν κουτάβι.

Κι όταν τελείωνε εκείνος ζητούσε κι άλλη.

Όχι πως δε φοβότανε τις ιστορίες.

Απλά, δεν ήθελε να μείνει μόνος του στο σκοτάδι

Εκείνη δεν του έκανε το χατήρι.

Γιατί ήξερε πως τώρα ήρθε η σειρά του.

Να φτιάξει τις δικές του ιστορίες.

Να φτιάξει τους δικούς του εφιάλτες.

Μονάχος του να βρει το θάρρος να τους διώξει.

Και ύστερα να μεγαλώσει.

Και τώρα πια που το χει καταφέρει.

Και που εδώ και χρόνια από κοντά της έχει φύγει.

Δε σταματά να φτιάχνει ιστορίες στο σκοτάδι.

Μα τώρα πια αναρωτιέται, αν το ίδιο κάνει και εκείνη.

Ή μήπως αν από την άλλη

απάνω στην ταράτσα της, φαντάσματα κρεμάει με μανταλάκια.

3 σχόλια:

Fight Back είπε...

τα φαντασματα πρεπει να ειναι πολυ απεγνωσμενα πλασματα παντως.

κυκλοφορουν μεσα στις νυχτες με ασπρα σεντονια που φωσφοριζουν

I.P.Potis είπε...

Και ενίοτε στις άκρες τους έχουν μανταλάκια.

Ανώνυμος είπε...

νομιζω πως τα κανει και τα δυο
οπως λιγο πολυ ολοι μας
χωνουμε παντου φαντασματακια
αντι για ηλιακτιδες......