πίσω

Έφερε τη θάλασσα στο νεροχύτη της κουζίνας.

Το καλοκαίρι το ‘βαλε στη γυάλα του χρυσόψαρου.

Και τα φιλιά της, αποξηραμένα πια στο βάζο.

Το παράθυρο το άφησε λίγο ανοιχτό. Παρέα με τους γλάρους, άκουγε τα αυτοκίνητα.

Ηλιοθεραπεία στον καναπέ, με αντηλιακό και τηλεόραση.

Η πρώτη ψιχάλα έπεσε μέσα στο μοχίτο του.

Η δεύτερη στο βρώμικο τασάκι.

Στην τρίτη βγήκε στο δρόμο.

Μαζί του και όλοι οι άλλοι, που νωθροί και νυσταγμένοι προσπαθούσαν να αποφύγουν αυτοκίνητα, βρισιές και την καθημερινότητα του αναπόφευκτου χειμώνα.

Μα δεν τα κατάφερναν ακόμη πολύ καλά.

Δεν έβρισκαν το σταθερό το πάτημα, πάνω στις λείες πλάκες.

Παραπατούσαν. Έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο.

Και σιγά σιγά ξέχναγαν τα γέλια της μεσημεριανής αντηλιάς και τα ούζα στο φεγγάρι.

Δεν ήταν τελικά που το καλοκαίρι τους έκανε πιο χαρούμενους.

Ήταν που ξεχνούσαν τα βήματα τους.

1 σχόλιο:

χ.ζ. είπε...

«οι Λησμονημένοι»