παγκότερμα
Την Κυριακή παίζαμε μπάλα στο παλιό δημοτικό. Η πλάκες σκαμμένες, τα κάγκελα ξεχάρβαλα κι εγώ τέρμα, καθώς ήμουν ο πιο άχρηστος παίχτης. Στο άλλο τέρμα η Ελένη, η αδερφή του Γιώργου που έφερνε την μπάλα και για αυτό την αφήναμε να παίζει, αν και κανείς δεν την ήθελε στην ομάδα του. Έτσι όταν χωριζόμασταν, πάντα στο τέλος μέναμε εγώ και η Ελένη.
Ο πρώτος μου έρωτας.
Όπως καταλαβαίνετε βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Δεν θα παίζαμε ποτέ στην ίδια ομάδα, πάντα θα είχαμε ανάμεσα μας ένα γήπεδο και όλους αυτούς τους άλλους – συμπαίκτες και αντίπαλους. Έπρεπε κάτι να κάνω, αλλά δεν ήξερα τι. Προσπάθησα να γίνω καλύτερος παίχτης, προπονήθηκα σκληρά, έμαθα να ντριμπλάρω και να σουτάρω, μέχρι και γυμναστική έκανα κάθε πρωί πριν από το σχολείο. Όχι μόνο θα παίζαμε στην ίδια ομάδα, αλλά είχα σκοπό να την εντυπωσιάσω με τις ικανότητές μου.
Τσάμπα.
Δεν μπορούσα να βρω την ευκαιρία να δείξω την αξία μου. Κανείς δεν έδινε σημασία στις διακριτικές παρακλήσεις μου για αλλαγή θέσης. Ήμουν καρφωμένος ανάμεσα στους δυο σκουριασμένους τενεκέδες που είχαμε για δοκάρια. Το ίδιο κι εκείνη. Η απελπισία μου είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της, όμως δε σταμάτησα τις μοναχικές μου προπονήσεις. Το αντίθετο μάλιστα, τώρα εξασκούμουν πιο σκληρά. Κατάλαβα πως μόνο στην τύχη θα μπορούσα να βασιστώ και πως όταν θα ερχόταν εκείνη η στιγμή θα έπρεπε να είμαι έτοιμος.
Και ήρθε.
Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, λίγο πριν πιάσουν τα γερά κρύα, μαζευτήκαμε πολύ λίγοι. Ήμασταν έτοιμοι να γυρίσουμε σπίτια μας, όταν κάποιος έριξε την ιδέα, να παίξουμε παγκότερμα. Δεν το είχα ξανακούσει. Μας εξήγησε πως και οι τερματοφύλακες μπορούσαν να παίξουν κανονικά μέσα όπως οι υπόλοιποι. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου! Ήταν η ώρα να αποκαλύψω επιτέλους την αξία μου και να κερδίσω μια θέση που θα με έφερνε πιο κοντά στον έρωτά μου. Στην πρώτη φάση που πήρα την μπάλα, ξεχύθηκα στην επίθεση. Η αλήθεια είναι πως οι αντίπαλοι δε μου έδωσαν και πολύ σημασία, σίγουροι για την επερχόμενη αποτυχία και πιθανό εξευτελισμό μου.
Πόσο λάθος είχαν.
Βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι της. Δεν τόλμησα να την κοιτάξω, ένιωθα όμως το βλέμμα της πάνω μου. Συγκεντρώθηκα, έβαλα όλη μου τη δύναμη και σούταρα.
Και γκολ!
Και τι γκολ! Όλη την υπόλοιπη χρονιά συζητούσαν για το βροντερό σουτ μου, αυτό που έστειλε την μπάλα κατευθείαν στα μούτρα της Ελένης κι αφού την ξάπλωσε στις βρεγμένες πλάκες, καρφώθηκε μες στο τέρμα πίσω της.
«Πόσο άχρηστη είσαι! Ακόμη κι ο Γιάννης σου έβαλε γκολ!», άκουσα τον αδερφό της πίσω μου να φωνάζει περιφρονητικά. Εκείνη σηκώθηκε, μουτζουρωμένη και με το πρόσωπο κατακόκκινο από το χτύπημα, αλλά δεν είπε τίποτα. Μόνο βούρκωσε κι έφυγε. Πίσω της κι ο Γιώργος με την μπάλα του. Το παιχνίδι είχε τελειώσει. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που την είδα. Η Ελένη δεν ξαναήρθε ποτέ μαζί με τον αδερφό της να παίξει μαζί μας.
Κι εγώ αποφάσισα να γίνω καλύτερος τερματοφύλακας.
1 σχόλιο:
Όμορφη ιστορία. Λυπητερή μα όμορφη.
(Και πολύ όμορφη φόρμα)
Δημοσίευση σχολίου