μία μέρα












Όταν ο εξηνταεφτάχρονος Πιέδρο Βερακρούς ερωτήθηκε από τον εικοσάχρονο ανιψιό του, πως νιώθει που όλο το σόι του τον κατηγορεί για την άσωτη ζωή που έκανε, για τους δύο γάμους που δεν οδήγησαν σε ποτέ σε απόγονο, για την περιούσια που δεν κατάφερε να δημιουργήσει ενώ θα μπορούσε και τις ευκαιρίες που τόσο ανώδυνα σπατάλησε, πήρε μια βαθιά ρουφηξιά από το ρούμι του και του διηγήθηκε την εξής ιστορία:

«Ήταν μια μέρα που ξύπνησα μεσημέρι όπως το συνήθιζα τότε στην ηλικία σου. Με ξύπνησε ο Χαμόν, ο φίλος μου από την Τριστέζε. Είχε έρθει στην πόλη για να αγοράσει παπούτσια και καθώς τα παπούτσια είναι πάντα μια σπουδαία υπόθεση, ξεκινήσαμε μαζί να πάμε στο μαγαζί του Μουγγού, που τότε έφερνε τα καλύτερα λαθραία σε όλη την ακτή. Στο δρόμο βρήκαμε το Μιγκέλ το Μαύρο, καθίσαμε για λίγο στο καφενείο που έπαιζε κιθάρα και ήπιαμε τα πρώτα τσάδος της ημέρας.

Συνεχίσαμε για το μαγαζί του Μουγγού, αλλά λίγο πιο κάτω πέσαμε πάνω σε μια αυτοσχέδια κοκορομαχία. Δεν ήθελε πολύ, ο Χαμόν, έπαιξε τα λεφτά που του έδωσε η νόνα του για τα παπούτσια στο αστείο κοκκόρι με το γυναικείο παρατσούκλι και εγώ ότι μου είχε δώσει η μάνα μου για τα ψώνια του σπιτιού. Είχε βλέπεις το όνομα της φιλενάδας του Χαμόν και αυτό το θεωρήσαμε σπουδαίο οιωνό. Πόσο δίκιο είχαμε! Εκείνη τη μέρα η Φελισίτα μάδησε έξι κοκκόρια στη σειρά και εμείς φύγαμε τραγουδώντας με το αμύθητο ποσό των εξακοσίων πέσος. Η τύχη μας χαμογελούσε.

Γυρίσαμε σπίτι, πλυθήκαμε, αλλάξαμε και πήραμε δύο φίλες του Μιγκέλ να πάμε στο καζίνο. Σταματήσαμε στην πλατεία, φάγαμε στο Μπομποδένας, που τότε ήταν στις δόξες του και μόλις έπεσε ο ήλιος μπήκαμε όλοι μαζί στη γεμάτη σάλα του μοναδικού καζίνου του Νότου. Οι ρουλέτες γυάλιζαν, οι κρουπιέρηδες έκαναν τα ταχυδακτυλουργικά τους, οι μάρκες έφτιαχναν σωρούς για να γκρεμιστούν στη συνέχεια. Εκείνη τη νύχτα η στρογγυλή κυρά μας μάδησε, όπως κάνει κάθε γυναίκα που αγαπά τον εαυτό της: δίχως έλεος. Τα κορίτσια φύγανε πρώτα κι ύστερα, αφού είδαμε και την τελευταία μάρκα μας να εξαφανίζεται, φύγαμε κι εμείς βλαστημώντας τους περίεργους. Η τύχη μας είχε μουντζώσει.

Καταλήξαμε στο μπαρ του Μάουρο, το μόνο μέρος που μπορούσαμε να πιούμε ένα τσάδος τσάμπα. Δεν είχε κόσμο, όπως πάντα τέτοια ώρα. Ο Χαμόν σιγοτραγουδούσε μαζί με το γραμμόφωνο και εγώ πάλευα να στρίψω το τελευταίο μου τσιγάρο.

Ήμασταν άφραγκοι, αλλά ήταν μια ωραία μεγάλη μέρα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: