βραδινό κουστούμι










Ο καναπές είχε χρώμα πράσινο σκούρο, αλλά το λιγοστό φως τον έκανε να μοιάζει με καφέ ή κάτι τέτοιο. Στο δωμάτιο δεν ήταν κανείς άλλος εκτός από εκείνον. Εκείνον και το κουστούμι. Το επεξεργάστηκε για κάμποση ώρα κι ύστερα κάθισε δίπλα του. Δε βιαζόταν εξάλλου.

Ήταν ένα κουστούμι μαύρο παλαιομοδίτικο. Όχι ότι ήξερε ποια ήταν η μόδα στα κουστούμια, αλλά το κουστούμι αυτό είχε κάτι που του θύμιζε τον γάμο των γονιών του. Ίσως να φταίει ο καναπές, σκέφτηκε. Αυτός ήταν σίγουρα παμπάλαιος και το κουστούμι στρωμένο πάνω του έμοιαζε με κάποιον παλιό του πρόγονο που είχε χαθει στα ξαφνικά από μέσα του.

Ακούμπησε την πλάτη του πίσω κι ένιωσε ένα ένα τα ελατήρια να του πιέζουν την σπονδυλική του στήλη. Από τη μισάνοιχτη πόρτα του μπάνιου άκουσε τη βρύση που έσταζε. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο και αυτό τον έκανε να χτυπήσει ρυθμικά δυο φορές τα δόντια του για να μη νιώθει μόνος. Κοίταξε πάλι το κουστούμι.

Τον τελευταίο χρόνο είχε πάει με δεκατρείς γυναίκες. Τα προηγούμενα δεκατρία μόνο με μία. Δεν είχε παράπονο, όλες συμφωνούσαν πως το κουστούμι του πήγαινε μια χαρά και μάλιστα οι περισσότερες τον έγδυναν με ιδιαίτερη φροντίδα. Χαμογέλασε, μάλλον αυτάρεσκα, κι ετοιμάστηκε να το φορέσει για άλλη μια βραδιά. Τότε παρατήρησε ένα μικρό λεκέ στο δεξί μανίκι. Έμεινε ακίνητος, η βρύση του μπάνιου συνέχισε να στάζει.

Κανείς δεν ξέρει για πόση ώρα στάθηκε σε εκείνο το σημείο να κοιτάζει αμίλητος το κουστούμι. Ο χρόνος πολλές φορές ξεδιπλώνεται χωρίς να το καταλάβεις κι ακόμη ευκολότερα στα σπίτια χωρίς καθρέφτες. Μάζεψε το κουστούμι και μπήκε στο μπάνιο χωρίς να ανάψει το φως. Εκεί το άπλωσε μέσα στη μπανιέρα, φροντίζοντας να ακουμπήσει το λεκέ ακριβώς στο σημείο που έπεφτε η σταγόνα.

Ύστερα ξάπλωσε στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια. Ένιωσε για άλλη μια φορά ένα ένα τα ελατήρια να του πιέζουν την σπονδυλική του στήλη. Τώρα πια δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: