δυο μήνες μεθυσμένος










«Καλέ μου κύριε είστε εντελώς μεθυσμένος».

Η γυναίκα φορούσε μαύρα και εκείνος δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα περισσότερο απο αυτό. Σήκωσε το αριστερό του χέρι, από πείσμα ίσως, για να την πείσει πως είναι ικανός για κάτι περισσότερο από αυτό που έδειχνε, ή απλά γιατί ήταν το μοναδικό πράγμα που του φάνηκε λογικό εκείνη τη στιγμή. Η μπάρα πίεζε το κεφάλι του και έκανε τον πονοκέφαλο του να υψώνεται σαν γιγάντιος βράχος στο κέντρο ακριβώς του εγκεφάλου του. Μουρμούρισε κάτι, αλλά δεν βρέθηκε κανείς να το ακούσει.

«Καλέ μου κύριε ξημέρωσε. Πρέπει να φύγετε».

Ένιωσε ένα τράβηγμα στο πουκάμισο του, διστακτικό στην αρχή, πιο επίμονο στη συνέχεια. Προσπάθησε να σηκωθεί, έφτυσε στο πάτωμα, παραπάτησε μέχρι το φως. Η κάσα της πόρτας ήταν γεμάτη σκλήθρες, τις ένιωσε μία μία στα δάχτυλα του. Δεν προχώρησε άλλο, παρά έμεινε εκεί, αγκαλιά με την κάσα, να πληγώνει τα δάχτυλά του. Μουρμούρισε κάτι ακόμη.

Το φως ήρθε να κοπανήσει με το πελώριο σφυρί του το βράχο που κουβαλούσε μέσα στο κεφάλι του και να του θυμίσει πως για τους υπόλοιπους ήταν ακόμη ζωντανός. Στη γωνία του δρόμου ένας γέρος κατουρούσε στα κλεφτά. Δυο πόρνες τον χάζευαν νυσταγμένες. Ένα παλιό ταξί τσαλαβούτησε στα νερά και έφερε στα αυτιά του το πρώτο αχό της μέρας.

Έφτασε με κόπο μέχρι το παγκάκι στη στάση των λεωφορείων. Ευτυχώς ήταν άδειο και έτσι δε δυσκολεύτηκε να απλώσει τις ποδάρες του. Βρήκε και μια εφημεριδά στο πεζοδρόμιο για να κρυφτεί από τον ήλιο που σε λίγο θα ορμούσε καταπάνω του. Τελικά όρμησε ένα τσούρμο περιστέρια στα ψίχουλα που ήταν σπαρμένα ολόγυρα του και εκείνος, κάπου ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο του, τα πέρασε για κοράκια που γύρευαν να κατασπαράξουν τα σωθικά του. Τινάχτηκε για μια στιγμή και ύστερα έσκυψε μπροστά και ξέρασε. Τα περιστέρια γουργούρησαν ευτυχισμένα.

Μια από τις πόρνες τον πλησίασε, αλλά εκείνος δεν της έδωσε σημασία. Πέρασε το χέρι της στα μαλλιά του και τον χαΐδεψε τρυφερά, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Άρχισε να μουρμουρίζει πάλι. Εκείνη κατάλαβε το τραγούδι που προσπαθούσε να τραγουδήσει. Πλησίασε αργά μέχρι το αυτί του, ένιωσε το χνώτο της να ανακατεύεται με το ξεφτισμένο άρωμα της και τον ιδρώτα του. Του ψιθύρισε.

«Ίσως κάποτε να ζήσαμε ερωτευμένοι σχιζοφρενείς. Αλίμονο σε όσους υπήρξαν μοναχά ερωτευμένοι. Αλίμονο και σε μας που απομείναμε σχιζοφρενείς.»

1 σχόλιο:

aniaris είπε...

για το τέλος πρέπει να πει κανείς ότι.