μεσημέρι ανάμεσα στους τοίχους










Η βροχή ξαναγύρισε, έτσι ξαφνικά όπως είχε φύγει. Τον βρήκε δίπλα σε ένα περίπτερο, μεσημέρι, να διαβάζει τους τίτλους από τις εφημερίδες, αλλά εκείνος δεν την άφησε να τον διακόψει. Διάβασε και τον τελευταίo και ύστερα περπάτησε μέχρι τον ηλεκτρικό, νιώθωντας τα μαλλιά του να μουσκεύουν και τα ρούχα του να γίνονται όλο και πιο βαριά.

Η πόλη γέμισε ομπρέλες, αδιάβροχα και βιασύνη, λες και πριν δε βιαζόταν αρκετά. Στο βαγόνι του η γυναίκα δίπλα του τον κοίταξε από κάτω προς τα πάνω. Ήταν καμια δεκαριά χρόνια μεγαλύτερη του και το ίδιο μούσκεμα με αυτόν. Χαμογελάσαν ο ένας στον άλλο με τη συνενοχή δύο εφήβων που έκαναν κοπάνα στο διαγώνισμα των μαθηματικών.

«Κι εσύ απροετοίμαστος ε;»

«Άλλα περίμενα και άλλα μου ήρθανε.»

«Και είναι κακό αυτό;»

«Εξαρτάται πόσο σου αρέσει η βροχή.»

«Μμμ.. η βροχή μου αρέσει. Δε μ’αρέσει να είμαι βρεγμένη.»

«Έχεις υπόψη σου καμιά τρύπα να στεγνώσουμε μέχρι να περάσει η μπόρα;»

Κατέβηκαν στην προτελευταία στάση. Οι δρόμοι ήταν άδειοι και οι πολυκατοικίες σκοτεινές πάνω από τα κεφάλια τους. Μπήκαν σε μια που δεν είχε τίποτα το διαφορετικό από όλες τις υπόλοιπες. Το ασανερ ήταν χαλασμένο και τα φώτα της σκάλας δε λειτουργούσαν. Ανέβηκαν με τα πόδια μέχρι τον τελευταίο όροφο, εκείνη μπροστά και αυτός την ακολουθούσε. Πίσω τους ένα μικρό ποτάμι από σταγόνες.

Το σπίτι της ήταν ακατάστατο και τα μάλλια της μπλεγμένα. Της σήκωσε τη μπλούζα αργά κι εκείνη σήκωσε τα χέρια της πειθήνια. Τα στήθη της μακρόστενα, οι θηλές είχαν αρχίσει να σκύβουν. Τον δάγκωσε στο λαιμό, τη δάγκωσε στα χείλια. Οι λαιμοί τους βρεγμένοι, η βροχή χτυπούσε την ταράτσα. Και οι τοίχοι του δωματίου ήρθαν πιο κοντά τους κι ας τους πίεζαν με τις υγρές παλάμες τους.

Όταν κάνεις έρωτα με μια μεγαλύτερη γυναίκα είναι σαν να επιστρέφεις στην αγκαλιά της μάνας σου. Κι ύστερα όταν μείνεις μόνος στο κρεβάτι, όπως ήταν εκείνος τώρα, νιώθεις όλη τη μοναξιά του νεογέννητου μετά την απροσδιόριστη απόδραση από την ανυπαρξία. Άγγιξε τον τοίχο και φαντάστηκε πως βρίσκεται πίσω στη θαλπωρή της μήτρας. Η ζεστασιά της έκανε την ψυχή του να ηρεμήσει.

Όταν εκείνη βγήκε από το μπάνιο η βροχή είχε πια σταματήσει, ένας φωτεινός ήλιος κρυφοκοίταζε ανάμεσα από τα σύννεφα κι εκείνος είχε φύγει.

2 σχόλια:

aniaris είπε...

μεσημέρι βράδυ πρωί δυό μήνες. φαίνεται να'ναι ο ίδιος άντρας.

I.P.Potis είπε...

καιρό τώρα.