πίτσα, ρακή και bossa nova














Το μπαρ δεν ήταν ακριβώς μπαρ, όμως στην πιο φωτεινή γωνιά του μια μικρή ορχήστρα τριών μουσικών έπαιζε απαλή τζαζ και bossa nova. Κιθάρα, μπάσο και σαξόφωνο. Πλησίασε στην μπάρα με την αβεβαιότητα εκείνου που βρισκόταν σε ένα μέρος για πρώτη φορά. Κατα βάθος του άρεσε αυτό το συναίσθημα, ήταν το ίδιο με αυτό που ένιωθες την πρώτη μέρα σε καινούργια δουλειά. Κοίταξε τριγύρω του τους νέους του συναδέλφους.

Στο τραπέζι ακριβώς δίπλα ένα ζευγάρι έτρωγε πίτσα. Δεν ήταν καμιά σπουδαία γαστρονομική δημιουργία, μάλλον το αντίθετο θα συμπέραινε κανείς αν είχε περισσότερο φως, αλλά το ζευγάρι έδειχνε ικανοποιημένο με το αποτέλεσμα. Δεξιά του ένας γέρος γύρω στα εξηνταπέντε έπινε ρακή. Αν έκρινες από τη θολούρα στο βλέμμα του πρέπει να είχε κατεβάσει αρκετά ποτηράκια, όμως και για αυτή την παρατήρηση το φως δεν επαρκούσε. Ήταν όλο μαζεμένο στη γωνιά που έπαιζε η μπάντα.

Εκείνος παρήγγηλε κονιάκ. Θυμήθηκε το μπουκάλι που είχε φυλαγμένο μες στην ντουλάπα του. Τώρα πια κόντευε να τελειώσει, είχαν δεν είχαν απομείνει δυο δάχτυλα κονιάκ και αυτά δεν θα έμεναν για πολυ καιρό ακόμα. Το είχε κρατήσει κάποτε σαν ενθύμιο μιας όμορφης εποχής, που έτρωγε κι εκείνος πίτσα χωρίς να τον πολυνοιάζει η ποιότητα της. Καθώς τα χρόνια περνούσαν το μπουκάλι, από σουβενίρ είχε μεταμορφωθεί σε μια κλεψύδρα που έδειχνε το χρόνο της απελευθέρωσής του από αυτή την όμορφη εποχή. Έπινε μια φορά το χρόνο και αυτό όχι πάντα.

«Όταν ήμουν μικρός και διάβαζα ένα βιβλίο που μου αρέσει, πάντα στο τέλος διάβαζα όλο και πιο λίγο, όλο και πιο λίγο, ξέρεις, για να μην τελειώσει.»

Κοίταξε το γέρο που του μίλησε από δίπλα του και αυτή τη φορά τον αναγνώρισε. Τον είχε γνωρίσει σήμερα στο αεροδρόμιο. Τον έλεγαν Ισμαάν και ταξίδευαν μαζί για αυτή την προγονική του πόλη. Το πρωί του είχε πει μια ιστορία και απόψε του είπε άλλη μία.

«Όμως πάντα τελειώνει, εκτός κι αν δε θες να μάθεις το τέλος. Για αυτό σταμάτησα να το κάνω με τα βιβλία. Όμως η συνήθεια σου μένει, ξέρεις, κι έτσι το κάνω πια με το ποτό μου. Αυτό μπορείς να το αφήσεις πριν τελειώσει καμιά φορά. Εξαρτάται τι θες από το βράδυ σου», είπε και του έσπρωξε το μισογεμάτο καραφάκι με τη ρακή του. Ύστερα τον καληνύχτισε, πλήρωσε και έφυγε.

Το ζευγάρι με την πίτσα τσακωνόταν. Άραγε το χούι του Ισμαάν να ίσχυε και για τις πίτσες; Τα μάτια της γυναίκας ήταν υγρά, ακίνητα στο λαιμο του άντρα. Εκείνος τώρα κοιτούσε προς το μέρος της μουσικής, χωρίς όμως να βλέπει κάτι. Ούτε να ακούει. Εκείνη σηκώθηκε και έφυγε. Εκείνος δεν τη σταμάτησε. Μετά από λίγο έφυγε και αυτός.

Πίσω στην μπάρα ένας άλλος άντρας είχε παρακολουθήσει με προσοχή τον καυγά τους. Συλλογιόταν ακόμα τα λόγια του Ισμαάν και το μπουκάλι που είχε φυλαγμένο στην ντουλάπα του. Έριξε μια τελευταία ματιά στην παρατημένη πίτσα κι ύστερα ρούφηξε μια γουλιά από τη ρακή του γέρου. Η μπάντα στη γωνία συνέχισε να παίζει bossa nova.

Δεν υπάρχουν σχόλια: