Αστικό το πύο

Ανάμεσα στους πιο κακοφωτισμένους δρόμους της πόλης μου υπάρχουν κατι στενά σοκάκια, σκοτεινά και βρώμικα και πάντοτε βρεγμένα.

Κάποτε, λένε, κάποιοι ίσως ζούσαν εκει μέσα.

Τώρα πια – αν τα βρεις – ακούς μόνο ψιθύρους, μοιαζουν με το θόρυβο που κάνει το τσιγάρο σου όταν ανάβει ή μια ηλεκτρική λάμπα που ετοιμάζεται να ξεψυχήσει.

Σαν αυτή που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι μου.

Ακούω το βιολί από το διπλανό διαμέρισμα. Ένας τοίχος μας χωρίζει μονάχα.

Οι τοίχοι ποτέ δεν τα κατάφερναν με τις νότες.

Ούτε ο διπλανός.

Ψιχαλίζει απόψε, κάποιος ετοιμάζει μια βαλίτσα, κάποιος άλλος μια ληστεία.

Ο ένας ανυπομονεί να φύγει, ο άλλος να ληστέψει το σπίτι του.

Το ταβάνι στάζει, η ταπετσαρία είναι σχισμένη σε εκατό σημεία.

Το βιβλίο που διαβάζω δεν έχει την τελευταία σελίδα.

Ούτε και την πρώτη. Ίσως τελικά να ήταν η ίδια.

Το ποτήρι μου είναι πάλι στεγνό.

Το στόμα μου το ίδιο και το φως της λάμπας κίτρινο.

Εκείνη κοιτάζει το ταβάνι, ήσυχη.

Εκείνος νομίζει ότι της κάνει έρωτα.

Το κρεβάτι συγκρατιέται να μην τρίξει και ξυπνήσει το πεθαμένο πάθος.

Θέλω να το σπάσω το γαμημένο το κρεβάτι σου.

Θέλω να βγω έξω και να τα σπάσω όλα.

Κάποιες βιτρίνες μας κοιτάζουν σοβαρές. Κάποιες άλλες κάνουν εκπτώσεις.

Μικρός ήθελα να γίνω σκουπιδιάρης. Να πηγαίνω βόλτα μες στη νύχτα κρεμασμένος πίσω από τη σκουπιδιάρα.

Και να νιώθω τις ψιχάλες στο πρόσωπο μου.

Οι τηλεοράσεις δείχνουν τα ίδια παγωμένα χαμόγελα .

Οι κανάπεδες τις φλερτάρουν με ούισκια και μπύρες.

Το σπίτι είναι κρύο, όλη η πολυκατοικία είναι κρύα και στην κορυφή της οι κεραίες προσπαθούν να φτάσουν τα σύννεφα.

Μια οικογένεια ετοιμάζεται να γευματίσει. Το πεζοδρόμιο έχει φτάσει μέχρι την τραπεζαρία τους.

Και τα λεωφορεία πιτσιλάνε το καλαθάκι με το ψωμί.

Τα παιδιά κυνηγάνε τον κουτσό στην πλατεία.

Του πετάνε μολότωφ και κέρματα.

Οι παπάδες γελάνε, οι περιπτεράδες μαζεύουν τα κέρματα. Μπορεί και ανάποδα.

Στο ίδιο πάντα μπαρ, μεθυσμένος, αγκαλιά με τον υπόνομο, ξερνάει και το αλκοολ φτάνει βαθιά μέσα στη μήτρα της πόλης. Εκείνη όμως δεν πρόκειται να μεθύσει ποτέ. Έτσι δεν είναι;

Η φωνή του γδέρνει το λαιμό του.

Η ηχώ των υπονόμων γδέρνει το μυαλό του.

Και κάπου παραδίπλα, μέσα στα σκοτεινά σοκάκια, νομίζεις πως ακούς ψιθύρους.

Όμως δεν υπάρχει τίποτα για να ακούσεις.

Οι πόλεις μας έγιναν σιωπηλά φρούρια.

Και μεις σιωπηλοί φρουροί τους.

Ψιχαλίζει απόψε, η πόλη βιάζεται να κοιμηθεί.

Σκούπα και φαράσι

Σκούπιζε δύο ώρες σήμερα.

Πρώτα τα απομεινάρια των χθεσινοβραδινών του σκέψεων.

Ύστερα όλες τις σημερινές.

Τα συναισθήματα.

Τις αναμνήσεις.

Μικρά σκουπιδάκια στο μάτι της συνείδησης. Σαν τύψεις ή ενοχές.

Κομμάτια σπασμένου γυαλιού. Ίσως καθρέφτη.

Μερικές κάπως σκληρές αλήθειες.

Μερικά κάπως πιο βολικά ψέμματα.

Και κάποιες ανομολόγητες φιλοσοφικές μπαρούφες.

Σκούπιζε δυο ώρες σήμερα.

Όταν τελείωσε ήταν πια νύχτα.

Μα όταν πήγε να αδιάσει το φαράσι στα σκουπίδια

κατάλαβε

πως για άλλη μια φορά το φαράσι του ήταν τρύπιο.

Αν – Έργο σε τέσσερις πράξεις

Αν εργαζόμουν θα ήθελα να μη με εκμεταλλεύονται τα αφεντικά.

Αχ, να μη με βλέπουν σαν πολλαπλασιασμό του κεφαλαίου τους.

Αν εργαζόμουν θα ήθελα να μου αρέσει αυτό που κάνω.

Μα καλά, είναι δυνατόν να αφαιρώ από τη ζωή μου την ομορφιά της δημιουργίας;

Αν εργαζόμουν θα ήθελα να μη με ανταγωνίζονται οι συναδελφοι μου.

Να μη θεωρούν πως εξαιτίας μου διαιρούνται τα χρήματα που θα μπορούσαν να κερδίσουν.

Όχι, όχι, όχι! Δε θα το ήθελα καθόλου αυτό.

Αν εργαζόμουν θα ήθελα να προσφέρω στους συνανθρώπους μου.

Αλήθεια πόσο θα μου άρεσε, να προσθετω και γω το λιθαράκι μου στον αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία.

Όμως για την ώρα - τι κρίμα! - δεν κανω τίποτα από όλα αυτά, που θα ήθελα να κάνω αν εργαζόμουν.

Μονάχα φλυαρώ.

Και ανεργάζομαι.

Άλλος ένας

Για την ατυχία μου φταίνε οι άλλοι.

Και για την ευτυχία μου καμιά φορά.

Για τις δυσκολίες μου.

Για τις αναποδιές.

Και για τις σκοτεινές σκέψεις που κάνω όταν τους βλέπω.

Για το σημερινό κωλόκαιρο.

Και για το αυριανό στημένο πέναλτυ.

Για τη διαφθορά, για την καταστροφή του πλανήτη, για τον πόλεμο.

Πάντα υπάρχουν οι άλλοι.

Και πάντα είναι παντού.

Ακόμη και το πρωί, όταν κοιτιέμαι στο καθρέφτη για να ξυριστώ.

σκάλωσα

Σήμερα το πρωί βρέθηκα μπρος σε μία σκάλα που μπορούσα να δω μόνο το πρώτο σκαλοπάτι της.

Όλα τα υπόλοιπα ήταν κρυμμένα πίσω του.

Μπορεί να είχε μόνο ένα.

Μπορεί και εκατό χιλιάδες.

Δεν ξέρω.

Το συλλογίστηκα.

Το συλλογίστηκα περισσότερο.

Μπορεί να μου έπαιρνε πέντε δευτερόλεπτα για να την ανέβω.

Μπορεί και να γέρναγα ανεβαίνοντας.

Περίμενα να πάρω μια απόφαση.

Περίμενε και η σκάλα να δει αν θα την ανέβω.

Πέρασε κάμποση ώρα.

Πέρασε και ένας γεράκος με ένα σοφό σκουφί και μου είπε.

«Μπορεί και να γεράσεις περιμένοντας».

«Μπορεί κι εσύ να έπαθες το ίδιο», του απάντησα.

Το τραγούδι του φαροφύλακα

Το σπίτι του ήταν μικρό και χαμηλοτάβανο.

Το είχε χτίσει στην άκρη ενός βότσαλου, εκεί που σκάει το κύμα.

Η μέρα του ακόμη μικρότερη.

Οι ώρες έμοιαζαν λεπτά και τα λεπτά με δευτερόλεπτα.

Και οι τσέπες του ήταν πάντα άδειες.

Άδειες και τρύπιες ενίοτε.

Όμως, ερχόταν μια στιγμή, στο τέλος της ημέρας, που κοιτούσε πέρα μακριά στον ορίζοντα και σιγοτραγουδούσε.

Θυμότανε τρεις φίλους του, μια γυναίκα που είχε αγαπήσει και ένα πλοίο της γραμμής που είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να πάρει μία μέρα.

Τραγουδούσε δηλαδή, για όλα αυτά που του έχουν απομείνει, για εκείνα που για πάντα έχασε και για όσα περιμένει να έρθουν.

Και το τραγούδι του καμιά φορα γαλήνευε τη θάλασσα.

Κι άλλοτε έκανε το φως του φάρου να σκοτεινιάζει.

Και μια φορά, παρόν, παρελθόν και μέλλον μπλέχτηκαν και έγιναν κουβάρι.

Είδε τους φίλους του και τη γυναίκα του στην κουπαστή του πλοίου,

να ναυαγούν, να χάνονται στην άγρια θάλασσα μπροστά του,

γιατί χαμένος όπως ήταν μέσα στο σιγανό τραγούδι του,

το φάρο να ανάψει είχε ξεχάσει.

Αναδάσωση

Την τελευταία φορά που περπάτησε στο δάσος, τα δέντρα ήταν τυλιγμένα με γυμνά καλώδια και οι πρίζες τους κρέμονταν από τα κλαδιά σαν γινωμένα φρούτα.

Οι σπίθες από τις άκρες τους έμοιαζαν με πυγολαμπίδες και μες στο σκοτάδι του έδειχναν το δρόμο.

Σκόνταψε σε μια μισοθαμμένη κεραία και έπεσε στο χώμα.

Ένα μικρό ξωτικό κάθισε στη μύτη του και του γέλασε.

Είχε σιδερένια χέρια και ένα χαμόγελο από ξυράφια.

«Είμαι η ψυχή του δάσους», του είπε.

«Εγώ πάλι, έχω χαθεί», της είπε εκείνος.

«Και το δάσος μου το ίδιο», του απάντησε το ξωτικό και εξαφανίστηκε ανάμεσα στις σπίθες.

Σηκώθηκε, συνέχισε να περπατάει, κουράστηκε.

Κάθισε σε πάνω σε ένα γκρεμισμένο φουγάρο.

Το ξωτικό βρέθηκε πάλι μπροστά του.

Ήταν χωμένο μέσα σε μια καμμένη τηλεόραση.

«Είναι το δάσος σου που μ’ εμποδίζει να βρω το δρόμο μου».

«Εγώ νομίζω πως είσαι εσύ που το εμποδίζεις να βρει το δικό του», του είπε εκείνο και χάθηκε ξανά.

Το ξημέρωμα τον βρήκε μπρος στη μεγαλή μαύρη λίμνη στο κέντρο του δάσους.

Ξάπλωσε στην όχθη της και κοίταξε τον ουρανό.

Για μια στιγμή νόμισε πως έπεφτε ένα αστέρι.

Τελικά ήταν ένα αεροπλάνο.

Άκουσε το ξωτικό να του ψιθυρίζει στο αυτί του.

«Θυμάσαι την πρώτη φορά που ήρθες εδώ;».

«Θυμάμαι πως ήθελα να το διασχίσω. Να δω τι βρίσκεται από την άλλη μεριά».

«Γιατί;»

«Γιατί το δάσος μου κρύβει τον ορίζοντα».

«Ίσως να σε κρύβει από τον ορίζοντα».

«Ίσως. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει πολύ νόημα τώρα πια».

«Γιατί;»

«Γιατί κατάλαβα πως όσο πιο βαθιά μπαίνω μέσα στο δάσος τόσο πιο δύσκολα βγαίνω από αυτό. Δεν προκειται ποτέ να το διασχίσω».

«Τότε δε με χρειάζεσαι άλλο πια», είπε το ξωτικό και χάθηκε για τελευταία φορά.

Εκείνος αποκοιμήθηκε κι ονειρεύτηκε πως το δάσος ήταν πράσινο και πως έμπαινε σε αυτό ξανά για πρώτη φορά.

Το πρωινό τον βρήκε νεκρό και παγωμένο στο κρεβάτι του.

Όμως χαμογελούσε.