Εξερευνητής

Ο Ιντίγκο Ρενάδα Αλβάρεζ, μπορεί να μη έγινε ποτέ διάσημος εξερευνητής αλλά πέρασε την περισσότερη ζωή του στις άκρες του μέχρι τότε γνωστού κόσμου.

Τότε, η γη ήταν ακόμη τετράγωνη και οι ωκεανοί χύνονταν στο απύθμενο άπειρο.

Οι ποιητές ονειρεύονταν τους κοσμικούς καταρράκτες και οι ζωγράφοι τους ζωγράφιζαν σε καμβάδες γεμάτους υπαρξιακές τρύπες.

Τότε, η λογική λύγιζε σαν καμπύλη και σπάνια όρθωνε αιχμές. Δεν ήταν τυχαίο που όλοι οι άντρες της εποχής λάτρευαν τις καμπύλες.

Ο Ιντίγκο Ρενάδα Αλβάρεζ ήταν ένας από αυτούς.

Η λογική του ήταν ολοστρόγγυλη σαν το αριστερό γυάλινο μάτι του. Γελούσε με την προσπάθεια κάποιων ανθρώπων να εξηγήσουν τα πάντα με τη λογική, να φτιάξουν νόμους και κανόνες.

«Τι κι αν καταλάβεις τον κόσμο όλο, αν δεν ξεκουνήσεις ποτέ από την κάμαρα σου να τον δεις», έλεγε συχνά.

Κι έτσι, όποτε συναντούσε κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει,

ένα μισοσκισμένο χάρτη θησαυρού γεμάτο γρίφους,
μια σκοτεινή γυναίκα της ανατολής,
ή ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό

η λογική του καμπυλωνόταν.

Εύκαμπτη, σαν το ζεστό ζυμάρι του ψωμιού, η λογική του ξεγλιστρούσε. Δεν έμενε.

Συνέχιζε τότε εκείνος το ταξίδι του, δίχως βάρη στο νου και στην ψυχή του.

Ταξίδευε για χρόνια.

Και κάποια στιγμή, ανάμεσα σε έναν κόκκινο ήλιο που πνιγόταν στην άκρη του τετράγωνου του κόσμου και τη μυρωδιά των μπαχαρικών που χε ποτίσει πια την κουπαστή του πλοίου του, συλλογίστηκε.

«Για φαντάσου να ‘τανε ο κόσμος στρογγυλός και η λογική των ανθρώπων τετράγωνη».

Όταν ο Καμύ συνάντησε τον Μπωντλαίρ

Νιώθω τη δύναμη μου. Νιώθω και τις αλυσίδες.

Σκουριασμένες από το χρόνο, παγωμένες.

Τις νιώθω να με κρατάν αιχμάλωτο, να με περιορίζουν.

Βαριές, σχεδόν ασήκωτες, φτιαγμένες από μολύβι.

Να με κρατούν δεμένο, τόση δύναμη μέσα μου να μένει αξόδευτη και στείρα.

Αν ήμουν λεύτερος...

Κι όμως τις αγαπώ τις αλυσίδες μου. Μου είναι απαραίτητες.

Διώχνουν την αμφιβολία από μέσα μου, μου δείχνουνε ποιος είμαι.

Και μου θυμίζουν την ασύγκριτη μου δύναμη.

Δίχως αυτές θα πρέπει να σας δείξω ένα σημάδι από δαύτη.

Να αποδείξω τα λεγόμενα μου.

Και να πράξω όλα εκείνα που οι αλυσίδες δε με άφησαν να κάνω.

Ο δικαστής

Μες στη σκοτεινή μας πόλη τριγυρνά ένας δικαστής.

Δεν έχει μάτια και η γλώσσα του είναι κομμένη από τη ρίζα. Ακούει μόνο και γράφει.

Και μυρίζει.

Μυρίζει τον ιδρώτα του ένοχου, έτσι όπως μαζεύεται ανάμεσα στα φρύδια.
Μυρίζει την αγωνία στο δέρμα σου και το ψέμα στο χνώτο του ψεύτη.
Μυρίζει και αφουγκράζεται τις κρυμμένες λέξεις πίσω από τα λόγια κάθε του κατηγορούμενου.

Κανείς δεν του ξεφεύγει.

Κανένας δεν μπορεί να του κρυφτεί.

Κι οι άνθρωποι…

Αντί να τον τιμούν, τον αποφεύγουν.

Αλήθεια, στον δρόμο κανείς δεν τολμά να τον πλησιάσει και αν τυχόν βρεθείς κοντά του νιώθεις γυμνός, νιώθεις το χέρι του να ψαχουλεύει τα σωθικά σου.

Έτσι, ο δικαστής της πόλης τούτης αν και έχει μοιράσει τόσες καταδίκες δίχως ποτέ να σφάλει, έχει κι ο ίδιος να κουβαλάει μία. Μια καταδίκη από τους συνανθρώπους του, από όλους αυτούς που προστατεύει και τόσο πιστά υπηρετεί.

Είναι για πάντα μοναχός του.

Τρομαχτικός και μόνος, όπως όλοι εκείνοι που τα κατάφεραν και αντίκρισαν αληθινά τον άνθρωπο.

Αν δεν μας ήταν χρήσιμος, σίγουρα θα τον είχαμε διώξει μακριά.

Μα αυτό δεν έγινε ποτέ γιατί ήρθε μια μέρα που από μόνος του εξαφανίστηκε. Κανείς δεν έμαθε το λόγο, απλά εξαφανίστηκε.

Εμείς τότε αποφασίσαμε πως ήταν καλύτερα. Θα δικάζουμε μοναχοί μας και ο δικαστής που κρύβει ο καθένας μέσα του είναι ελεύθερος πια να κρίνει.

Σωστά, λάθος; Τι σημασία έχει; Σε ποιον δεν αρέσει εξάλλου να δικάζει;

Ύστερα πέρασαν τα χρόνια, μέχρι που στην τύχη ανακαλύψαμε, πως ο δικαστής εκείνος βρίσκεται στη φυλακή.

Κλεισμένος ισόβια.

Ο ίδιος τον εαυτό του πως φυλάκισε.

Και ζει ανάμεσα σε εκείνους που δίκαια καταδίκασε.

Κανείς μας δεν κατάλαβε το λόγο κι ακόμη έχουμε μείνει με την ίδια απορία. Κάποιοι είπανε πως του ‘στριψε.

Όμως εκείνος μες στο κελί του δεν ακούει τις φωνές των ελεύθερων ανθρώπων και σιωπηλά όπως πάντα συλλογιέται.

«Καλύτερα στη φυλακή μαζί τους, παρά ελεύθερος και μόνος».

Μονόχειρας αυτόχειρας

Γδύνεσαι γρήγορα, χωρίς πολλές περιστροφές.

Με κοιτάς στα μάτια και δε μου δίνεις υποσχέσεις.

Και μυρίζεις σαν τις σελίδες των πρόστυχων ρομάντζων.

Πάθος και βρώμικα λόγια. Αληθινά λόγια.

Μη βγάζεις το σουτιέν, σε θέλω έτσι.

Το κρεβάτι τρίζει, το μυαλό μου τρίζει, καρά καρέ περνούν φωτογραφίες με πρόσωπα λάγνα.

Σε θέλω. Ναι, σε θέλω και εσύ βογκάς μες στο αυτί μου.

«Θέλω να με πονέσεις».

Θέλω να σε πονέσω.

Πιο δυνατά.

Πιο δυνατά.

Δυνατά.

Σιωπή.

Ανάβεις τσιγάρο.

Ανάβω κι εγώ. Σε ακολουθώ υπάκουα. Σε παρακολουθώ.

Κι εσύ, με μάτια γυαλιστερά, σαν εξώφυλλο πορνοπεριοδικού, με ρωτάς τι σκέφτομαι.

Σε κοιτάζω με βλέμμα ονειροπόλο και μόνος πια στο κρεβάτι δεν αποκρίνομαι.

Μονάχα ταλαντεύομαι αμήχανα ανάμεσα στη μαγική τέχνη του αυνανισμού και στο λυτρωτικό αυνανισμό της τέχνης.

Μπολ Μασκέ

Εκείνος ήταν δάσκαλος και προσπαθούσε να εξηγήσει το σύμπαν.

Εκείνη ήταν φοιτήτρια και έπαιρνε χάπια από χόμπι.

Γνωρίστηκαν σε ένα μπολ μασκέ.

Φλέρταραν όλο το βράδυ κάτω από εκθαμπωτικούς πολυέλαιους, ανάμεσα σε πορφυροκόκκινες σκιές και νότες κρυμμένες σε άλλες εποχές.

Εκείνος ήταν ντυμένος ζορό.

Εκείνη παξιμαδοκλέφτρα.

- Χορεύετε?

- Χα!

- Τι σημαίνει χα?

- Χα! Γλυκέ μου, χα!

Την έπιασε από το χέρι και άρχισαν να χορεύουν. Δεν αντιστάθηκε.

Χόρεψαν μέχρι να τους χωρίσει η πρώτη στάλα ιδρώτα. Δεν τον παράτησε.

Προσπάθηκε να την φιλήσει. Δεν τα κατάφερε.

- Ποια είσαι?

- Χα!

- Τι σημαίνει χα?

- Χα! Γλυκέ μου, χα!

Όταν ήρθε το τέλος της βραδιάς, η σάλα άδειασε κι απέμειναν μονάχα οι δυο τους.

Δεν έβγαλαν τις μάσκες τους, μόνο κοιτάχτηκαν στα μάτια.

- Γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω;

- Μα στα αλήθεια νομίζεις πως μπορείς να καταλάβεις ένα γέλιο;

- Αν δε φορούσες μάσκα είμαι σίγουρος πως θα σε καταλάβαινα.

- Μα στα αλήθεια νομίζεις πως αν δε φορούσα μάσκα θα σου χαμογελούσα;

Ανάμεσα στις δυο τελείες..

Από όλα τα σημεία στίξης προτιμώ τις δυο τελείες..

Ίσως, γιατί είναι το σημείο στίξης του μονίμως αναποφάσιστου..

Δεν είναι σίγουρος αν η πρόταση του είναι οριστική..

Αλλά πάλι δεν έχει ξεκαθαρίσει και αν κρύβει κάποιο υπονοούμενο..

Έτσι, δεν μπορεί να μείνει στη μια τελεία, αλλά ούτε και να φτάσει στις τρεις..

Μονάχα πατάει με το ένα πόδι του στη μία και με το άλλο του στην άλλη..

Δε ζει με βεβαιότητες, ούτε προκαλεί αβεβαιότητες..

Βρίσκεται κάπου ανάμεσα..

Και τελικά, μένει τελείως ατελής και το ξέρει..

Έκπληξη ηλίου

Ο Μισέλ Ονφρέ στο ΒΗΜΑ, (19/11/2006) για τον ηλιακό ερωτισμό.

"Η απόλαυση που δεν βλάπτει ούτε τον εαυτό μας ούτε τον άλλον. Η δράση σύμφωνα με μια συνθήκη που έχουμε επιλέξει ελεύθερα, το χτίσιμο μιας σχέσης βασισμένης στην ελευθερία, η τάση προς έναν έρωτα ανάλαφρο, προς μια σεξουαλικότητα χωρίς ξένες προσμείξεις (γάμος, μονογαμία, πίστη, συγκατοίκηση, τεκνοποίηση), που να αποτελεί μέσον πρόσβασης στο είναι του άλλου, η προσωπική διαχείριση των επιθυμιών και των φαντασιώσεών μας, η τάση προς έναν αναρχικό φεμινισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο δονζουανισμός δεν θα είναι πλεονέκτημα των ανδρών που αποκαλούν νυμφομανείς τις γυναίκες οι οποίες επιδίδονται σε αυτόν, ο ελεύθερος τρόπος διάθεσης του εαυτού μας, της ψυχής μας, του κορμιού μας, της ζωής μας... Ο ηλιακός ερωτισμός προσφέρει καινούργιες δυνατότητες ύπαρξης, εντελώς προσωπικές για τον καθένα".

Υπάρχει μια απάτητη παραλία κάπου ανάμεσα στην άκρη και το τέλος του κόσμου, με ζεστά τροπικά νερά και αρχαίους φοίνικες.

Εκεί δε θα δεις παραδείσια πουλιά πιασμένα σε ξώβεργες.

Ούτε ξεραμένη πίσσα ανάμεσα στα βότσαλα.

Κάποιος μου είπε πως τις ξώβεργες τις βάζουνε παπάδες με πολύχρωμα ράσα και η πίσσα έχει τη μυρωδιά των τύψεων και των ενοχών.

Αυτά όμως δε θα τα βρεις εκεί.

Εκεί, η θάλασσα θα γλείφει τα δάχτυλα των ποδιών σου και ο ήλιος θα γράφει σκούρα παραμύθια στο δέρμα σου.

Οι γλάροι θα υπάρχουν μόνο για να ομορφαίνουν το ηλιοβασίλεμα και το ηλιοβασίλεμα για να ομορφαίνει τα μάτια σου.

Θα βρεις την ειλικρίνεια.

Και ίσως,

λέω ίσως,

απαρνηθείς ένα κομμάτι από τον εγωισμό εκείνο που γίνεται κτητικότητα.

Ο ικανός και η χύτρα

Η χύτρα έχει αρχίσει πια και σιγοβράζει.

Είναι ωραία χύτρα ανοξείδωτη, τελευταίας τεχνολογίας. Ασημένια σαν καθρέφτης.

Μες στην νύχτα το ταμπούρλο χαϊδεύει τα άστρα. Είναι χαμηλά τα άστρα απόψε, λες και προσπαθούν να διακρίνουν καλύτερα τις παράξενες συνήθειες των ανθρώπων.

Ποτέ δεν μπόρεσαν να τους καταλάβουν.

Τι συνήθεια κι αυτή η τελετουργία! Μακάρι να μπορούσες να την παρατηρήσεις κι εσύ καλύτερα.

Θυμάσαι πως σε είχαν αγκαλιάσει όταν είχατε πρωτογνωριστεί; Πόσο είχαν πιστέψει στις ικανότητες σου;

Τα χαμόγελα, τα μεγάλα χάρτινα λόγια; Οι υποσχέσεις;

Δεν είναι δα και τόσο μακρινά.

Να είσαι ικανός σου έλεγαν και μη φοβάσαι τίποτα. Όλα τα άλλα θα έρθουν.

Να είσαι ικανός.

Η χύτρα έχει αρχίσει πια και σιγοβράζει.

Κι εσύ μέσα της αναρωτιέσαι πως έφτασες μέχρι εδώ.

Πως άραγε, αλήθεια;

Βγάζεις το κεφάλι σου και τώρα τους βλέπεις να σε αποχαιρετάνε πεινασμένα. Σχεδόν λαίμαργα.

Ξερογλείφονται μες στις καλές τις φορεσιές τους και τα επίσημα τους πρόσωπα.

Και όποτε τα βλέμματα σας συναντιόνται ψιθυρίζουν.

«Να είσαι ικανός και μη φοβάσαι τίποτα. Εμείς αυτό θέλουμε από εσένα».

Μες στη ζούγκλα της πόλης μας, ικανοίβαλοι.

Αναχρονισμός

Μυρίζει θάλασσα εδώ.

Και χειμώνα και βιαστικές κουβέντες στο κρύο.

Και φουσκοθαλασσιά.

Μετράμε το χρόνο που μας απομένει, όχι αυτόν που έχουμε ξοδέψει.

Θυμήθηκα τότε που ήμουν ακόμη δρομέας μακρινών αποστάσεων.

Θυμήθηκα την αρμονία ανάμεσα στην κίνηση και το χρόνο. Κάθε χρόνο το ένιωθα να αλλάζει.

Τώρα μου ζητάς να γίνω δρομέας ταχυτήτων. Για να σε προλάβω. Για να σας προλάβω.

Βλέπω τους λεπτοδείκτες ολόγυρα μου να με δείχνουν.

Πάλι καθυστερημένος.

Να συναντιόμαστε μοναχά σε κάθε αφετηρία και άδοξο φινάλε.

Μα κάπου μέσα μου το ξέρω.

Για στάσου μια στιγμή μονάχα να το αναλογιστείς.

Είναι το ρολόι σου που γερνάει πιο γρήγορα.

Και οι λεπτοδείκτες σου σύντομα ετοιμοθάνατοι θα πέσουν.

Εν λευκώ

Τον βλέπω που στέκεται άτολμος, στη μέση ακριβώς του κάδρου.

Είναι χιονισμένα, παντού. Χιονισμένα και λεία, όλος ο κόσμος γύρω του κάτασπρος, δίχως το παραμικρό σημάδι.

Ένας κάμπος δίχως δέντρα ή μια λίμνη δίχως όχθες.

Μια παγωμένη θάλασσα από γάλα και λευκό ορίζοντα. Χωρίς ορίζοντα.

Δε θα καταφέρει να προσανατολιστεί. Δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω για να τον βοηθήσει.

Ακόμη κι οι χιονάνθρωποι έχουν κρυφτεί βαθιά μέσα στο χιόνι. Τον κοιτάζουν με τις παγωμένες καροτομύτες τους και κρυφογελάνε.

Μάταια ψάχνει για κάποιο χνάρι. Μάταια αναζητά μια πατημασιά στο απάτητο χιόνι.

Ψάχνει με τα μάτια του, δεν τολμά να κουνηθεί.

Μα πως θα μπορούσε να κουνηθεί, δίχως να ξέρει που να πάει;

Μα πως θα μπορούσε να ξέρει που πάει, δίχως να κουνηθεί;

Χιονίζει και ένας απέραντος φόβος τον κυριεύει.

Πρώτα μοναξιά κι ύστερα φόβος.

Ο φόβος της λευκής σελίδας.

Δέκα χωρίς εφτά Νοέμβρη

Περπατούσε αδιάφορα στην άκρη του λιμανιού.

Δήθεν αδιάφορα.

Το βλέμμα της χοροπήδαγε πότε από κύμα σε κύμα και πότε από σκέψη σε σκέψη. Έβλεπε τις σκέψεις της σαν ολοστρόγγυλες χρωματιστές σαπουνόφουσκες να μεγαλώνουν, η μια μετά την άλλη και να τις καταβροχθίζει η αρμύρα και η συννεφιά.

Κάθισε σε ένα κάβο, μια ψιχάλα φλέρταρε με τη μύτη της.

Ψιχάλα;

Αυτό είναι το ωραίο όταν κάθεσαι δίπλα στο κύμα. Δεν ξέρεις αν σε χαϊδεύει η θάλασσα ή ο ουρανός.

Ένα κρουαζιερόπλοιο έριξε άγκυρα ανάμεσα στα πόδια της. Ήταν τόσο μεγάλο που το φουγάρο του χανόταν ανάμεσα στα σύννεφα.

Σκέφτηκε την επέτειο της επόμενης βδομάδας.

Σκέφτηκε τη σημερινή, δικιά της, προσωπική εξέγερση και χαμογέλασε.

Δεν πήγε στη δουλειά.
Δε διάβασε εφημερίδα, ούτε άνοιξε την τηλεόραση.
Δεν αγόρασε κάτι για να γίνει πιο όμορφη.

Μια ήσυχη εξέγερση ενάντια σε όλους εκείνους τους μικρούς δικτάτορες της καθημερινότητας της.

Μα η ψιχάλα της ψιθύρισε.

«Και είναι αρκετό;»

Γλωσσοδέτις

Ήταν πάντοτε ερωτευμένος με τις λέξεις.

Άλλοτε τις έβλεπε σαν χρώματα και άλλοτε σαν μυρωδιές. Το πράσινο της μέντας ανάμεσα στα δόντια της. Το κίτρινο ταξί μέσα στις λάσπες.

Κι όπως σε κάθε μεγάλο και έντονο και αληθινό πάθος, πότε τις χάιδευε και πότε τις κλωτσούσε. Σχεδόν τσαλαπατούσε.

Ίσως τσαλαβουτούσε.

Μα πάντα, ναι πάντα, δεν ξέφευγε και έμενε δεμένος εκεί στην άκρη της γλώσσας της. Καμιά φορά μύριζε μέντα.

Δεμένος.

Και περίμενε, δεν προσπαθούσε, δεν ευχόταν. Περίμενε, αυτή ήταν η εμμονή του.

Μια αναμονή επίπονη στην εμμονή επίμονη.

Ανάδρομη παραμονή σαν πονηρή παράνομη.

Σαν μία γλωσσοδέτις.

Ο ταυρομαχομάχος

Κάποτε υπήρχε ένας ταύρος που ήθελε να γίνει ταυρομαχομάχος.

Ήταν ένας ταύρος τολμηρός και έξυπνος, είχε τέσσερα πόδια γερά και κέρατα ακόντια. Ήταν ο πιο μεγάλος μαύρος ταύρος που πάτησε τις εύφορες ανδαλουσιανές πεδιάδες.

Ήταν ένας τοπικός ήρωας.

Ήρθε λοιπόν μια μέρα που τον έπνιξε η αδικία που γινόταν τόσα χρόνια σε βάρος των ταύρων.

Αποφάσισε να βάλει ένα τέρμα.

Ξεκίνησε λοιπόν για τις πόλεις των ανθρώπων, εκεί που συχνάζουν οι ταυρομάχοι, κι όταν μετά από μέρες έφτασε έψαξε για τον πρώτο του αντίπαλο.

Οι άνθρωποι της πόλης τα ‘χασαν. Δεν είχαν ξαναδεί τόσο μεγάλο και τρομαχτικό ταύρο, κανείς τους δεν τολμούσε να πλησιάσει.

Οι ταυρομάχοι, που μέσα στην αρένα έδειχναν τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους, είχαν κρυφτεί στα πιο απίθανα μέρη και δεν ξεμύτιζε κανείς τους.

Αλλά και ο ταύρος βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Πως θα γινόταν ταυροταυρομάχος, αν δεν έβρισκε ούτε ένα ταυρομάχο να σκοτώσει;

Τότε εμφανίστηκε μπροστά του ένας γεράκος. Ήταν ο Ντιέγκο, ο πιο παλιός όλων των ταυρομάχων.

Ο ταύρος τον κοίταξε με απορία. Ο Ντιέγκο του μίλησε.

«Έτσι δεν πρόκειται να καταφέρεις τίποτα. Αν θες να σκοτώσεις ταυρομάχους πρέπει να το κάνεις μέσα στην αρένα».

«Εγώ δεν ξέρω να παλεύω στην αρένα», του απάντησε θυμωμένα ο ταύρος.

«Θα σε μάθω, εγώ αλλά υπό ένα όρο. Θα σου μάθω όλα τα μυστικά των ταυρομάχων, όπως μου τα έμαθε κι εμένα ο δάσκαλος μου. Μέχρι να τελειώσει η εκπαίδευση σου θα πολεμάς μόνο με ταύρους».

Ο ταύρος δεν το πολυσκέφτηκε, συμφώνησε.

Κάθε φορά που ο ταύρος έμπαινε στην αρένα να πολεμήσει με άλλους τους ταύρους, θύμιζε στον εαυτό του πως το κάνει για το καλό όλων τους.

Όμως καθώς περνούσε ο καιρός και ο κόσμος ύστερα από κάθε μάχη αποθέωνε το μαύρο ταύρο, ο ίδιος άρχισε να αγαπά την καλή του φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους και ήρθε η μέρα που έπαψε πια να υπενθυμίζει στον εαυτό του για τι ξεκίνησε και ποιους σκοπούς είχε τότε.

Ένα πρωινό μετά από κάμποσα χρόνια στις αρένες, ο μαύρος ταύρος βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν άλλο ταύρο νεώτερο και πιο δυνατό του.

Λαβώθηκε, η ζωή της πόλης τον είχε κάνει μαλθακό. Κατάλαβε πως ο θάνατος ήταν κοντά.

Κοίταξε τον εχθρό του στα μάτια και του ζήτησε έλεος.

«Εγώ το κάνω μονάχα για το καλό όλων μας», είπε και ο νους του πέταξε στον παλιό του σκοπό.

«Εσύ δεν κατάλαβες ποτέ πως είτε ταύρος θα είσαι είτε ταυρομάχος», του απάντησε ο νέος και τον σκότωσε.

Βιβλιοθοικονομία

Υπάρχει πάντα ένα βιβλίο που δεν έγραψες, όπως και ένα ταξίδι που δεν έκανες ή μια γυναίκα που δεν αγάπησες.

Υπάρχει όμως κι ένα, μόνο ένα, βιβλίο που δεν έγραψες για ένα ταξίδι που δεν έκανες και στο τέλος του θα συναντούσες μια γυναίκα που ποτέ δεν γνώρισες για να την αγαπήσεις.

Το ταξίδι αυτό αρχίζει με το τέλος ενός τηλεφωνήματος και όχι, δεν τελειώνει με την αρχή ενός άλλου, παρά μονάχα με το ελαφρό ανασήκωμα της πένας από το χαρτί.

Το τηλεφώνημα θα είναι σύντομο και θα απευθύνεται σε κάποιον που γνωρίζεις καλά. Ίσως τον εαυτό σου.

Η φωνή σου στον καθρέφτη θα σου φανεί οικεία, αλλά θα είναι άγνωστη. Θα κοιτάς το ταβάνι από αμηχανία. Θα μασάς τσίχλα.

Μετά το τηλεφώνημα αυτό δε θα έχεις κερδίσει τίποτα απολύτως. Ούτε θα έχεις χάσει.

Θα πάρεις το λεωφορείο όπως κάθε μέρα για τη δουλειά ή τη σχολή και θα δεις τις ίδιες διαφορετικές φάτσες. Μια από αυτές είσαι κι εσύ.

Θα αποφασίσεις να μην πας στη δουλειά ή τη σχολή και απλά θα περιφέρεσαι στην πόλη. Μέχρι να κουραστείς.

Θα φοράς γουόκμαν, θα βαδίζεις μες στο βιντεοκλίπ τις ίδιας σου ζωής όμως για πρώτη φορά από πρωταγωνιστής θα γίνεις κομπάρσος. Θα σου αρέσει. Ναι, αυτό θα σου αρέσει.

Το πεζοδρόμιο θα γίνει λίγο πιο κοινότυπο από ότι συνήθως και η φευγαλέα μελαγχολία του μεσημεριού που γίνεται σιγά σιγά απόγευμα θα σε κυριεύσει.

Θα πιεις καφέ μόνος σου και θα πάρεις την αγαπημένη σου εφημερίδα. Ψέματα, δεν υπάρχει αγαπημένη εφημερίδα, όπως δεν υπάρχει και αγαπημένο εργοστάσιο.

Η νύχτα θα σε βρει ερωτευμένο, αλλά δε θα ξέρεις με ποια είσαι ερωτευμένος, γιατί θα την έχεις προσπεράσει. Ίσως ήταν στην καφετέρια, ίσως και στην πρώτη σελίδα αυτής της τόσο συνηθισμένης μέρας.

Μπορεί να μεθύσεις. Αν το κάνεις δε θα το μετανιώσεις. Ποτέ δεν το μετάνιωσες εξάλλου.

Θα εμπιστευτείς ένα παλιό μυστικό σου στο μπάρμαν δίχως να τον ξέρεις και θα ζητήσεις δυο φόρες το αγαπημένο σου τραγούδι από τον DJ.

Φεύγοντας θα συναντήσεις έναν παλιό σου φίλο στην πόρτα. Αν τελικά έχεις μεθύσει, δε θα του μιλήσεις. Αν είσαι νηφάλιος, θα του ρίξεις ένα νηφάλιο χαμόγελο. Και στις δυο περιπτώσεις δε θα σε δει.

Κι όταν ξαπλώσεις τελικά στο κρεβάτι σου θα θυμηθείς κάτι που έπρεπε να είχες κάνει πριν μια βδομάδα και θα το ξεχάσεις αμέσως γιατί θα σε πάρει ο ύπνος.

Θα ονειρευτείς.

Και υπνοβατώντας θα βάλεις το βιβλίο αυτό στη βιβλιοθήκη με όλα εκείνα τα βιβλία που ποτέ δεν έγραψες.

Και ύστερα θα συνεχίσεις να ονειρεύεσαι.

Όταν ξυπνήσεις δε θα θυμάσαι τίποτα από τη χθεσινή μέρα.