πρωινός καφές και δυο πεθαμένα σπουργίτια










Το κακό με το παρατεταμένο μεθύσι είναι πως δε θυμάσαι ποτέ τη στιγμή που συνέρχεσαι. Δεν υπάρχει μια φωτεινή επιστροφή στην πραγματικότητα, ούτε ένα σημείο αναφοράς που μπορείς να διακρίνεις την ανάδυση σου από τα σκοτάδια του οινοπνεύματος πίσω στην καθημερινότητα. Η μετάβαση είναι ένα θολό μονοπάτι γεμάτο αλκοολικές αναθυμιάσεις και παραπλανητικούς ήχους. Ένα κομπρεσέρ ανοίγει τρύπες έξω στο δρόμο, που όμως μπορεί να είναι και ένα τρυπάνι που ταλαιπωρεί τους ή τοίχους της πολυκατοικίας σου, η γειτόνισσα που μαζεύει τα ρούχα ή ίσως τα παιδιά της, ένα ραδιόφωνο κάπου εκεί έξω ή τηλεόραση που έχεις ξεχάσει ανοιχτή ποιος ξέρει πόσο καιρό τώρα στο σαλόνι σου. Ξαφνικά χωρις να το καταλάβεις βρίσκεσαι με τον πρώτο καφέ στο χέρι και τον καθρέφτη απέναντι σου.

Εκείνος βέβαια δεν είχε πια καθρέφτες στο σπίτι του. Τους είχε σπάσει έναν έναν για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά, πράγμα που το μετάνιωνε όποτε προσπαθούσε να ξυριστεί. Σήμερα όμως δεν είχε τέτοια προβλήματα. Ακουμπούσε στο κάγκελο του μπαλκονιού του και χάζευε την κίνηση στο δρόμο από κάτω. Ο καφές του ήταν ακόμη ζεστός, όπως και οι φωνές των παιδιών που γυρνούσαν από το σχολείο. Ήταν μια μικρή άνοιξη μες στη μέση του χειμώνα, που το μόνο που υπήρχε για να του υπενθυμίσει αυτό ήταν τα γυμνά δέντρα και τα δυο νεκρά σπουργίτια που είχε βρει όταν βγήκε έξω.

Τις προηγούμενες νύχτες είχε κάνει τόσο κρύο που τα σπουργίτια έπεφταν από τα δέντρα το ένα μετά το άλλο. Εκείνος βέβαια δεν το είχε προσέξει στην κατάσταση του, ή και να το είχε προσέξει δεν το θυμόταν τώρα – αυτό μάλλον είναι το καλό με το παρατεταμένο μεθύσι. Κοίταξε για κάμποσο τα δυο νεκρά σπουργίτια και θυμήθηκε πως όταν ήταν μικρός είχε σκοτώσει ένα με το αεροβόλο του, και μάλιστα πως ήταν πολύ περήφανος για αυτό. Ήταν ο μοναδικός από τους φίλους του που είχε καταφέρει κάτι τέτοιο και για αυτό το λόγο είχε πιστέψει για πολλά χρόνια από τότε πως ήταν διαφορετικός.

Ένα παιδί άρχισε να τρέχει φωνάζοντας στο δρόμο. Οι φίλοι του γέλασαν δυνατά. Εκείνος το είδε από το μπαλκόνι του και σκέφτηκε πως δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος όταν είχε σκοτώσει εκείνο το σπουργίτι. Ύστερα κοίταξε ξανα τα δυο νεκρά πουλιά στο μπαλκόνι του, άπλωσε το χέρι του στην καραμπίνα του, σημάδεψε προσεκτικά και πυροβόλησε το παιδί που έτρεχε πίσω από το κεφάλι. Ο δρόμος βουβάθηκε και τα τελευταία ζωντανά σπουργίτια φτερούγισαν τρομαγμένα.

Τινάχτηκε ζαλισμένος από το κρεβάτι του. Τα πόδια του ήταν ξεσκέπαστα για ώρες και είχαν παγώσει. Σηκώθηκε, περπάτησε με κόπο στην κουζίνα, έφτιαξε καφέ. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ο καθρέφτης του μπάνιου του σπασμένος. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε το δρόμο μουδιασμένος. Το κακό με το παρατεταμένο μεθύσι είναι πως δε θυμάσαι ποτέ τη στιγμή που συνέρχεσαι.

4 σχόλια:

άλις είπε...

εχει και παρτ θρι;
ειναι επικινδυνο να σπας καθρεφτες.για διαφορους λογους.
μου αρεσαν παντως.

I.P.Potis είπε...

Εσένα πόσα μέρη έχει η ζωή σου;

άλις είπε...

νομιζω δεν εχει.ειναι ενα.

I.P.Potis είπε...

έτσι κι εδώ.