Γνώσης απόγνωσις

Προσπαθώ να αφουγκραστώ την εποχή μου φίλε μου, μα εκείνη σιωπά.

Γιατί σιωπά;

Κάποτε ο άνθρωπος ήταν φυλακισμένος και όμως μιλούσε. Τολμούσε.

Τώρα ελεύθερος πια, στέκει βουβός. Τρέχει βουβός.

Και είναι περήφανος για τη σιωπή του τούτη.

Προσπαθώ να αφουγκραστώ την εποχή μου΄, μα δεν ακούω τίποτα παραπάνω από την ήσυχη ηχώ της ανάσας μου.

Που πήγαν οι μεγάλοι δάσκαλοι;

Σκόρπισαν; Δεν υπήρξαν ποτέ;

Τι συμβαίνει;

Έγινε ο άνθρωπος έρμαιο της μοναξιάς του και του χρήματος;

Της μοναξιάς του χρήματος;

Αφού κι αυτό καιρό τώρα αρχίζει και το χάνει. Τα χάνει.

Και ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός.

Και το συναίσθημα δεν είναι ποτέ δυνατό.

Τα παιδιά μας γίνηκαν δολοφόνοι.

Προσπαθώ ν αφουγκραστώ την εποχή μου, μα εκείνη βάζει το δάχτυλο στο στόμα.

Σσσσσσς.

Να ζεις ήσυχα.

Μάθαμε πια να ζούμε ήσυχα κι ανώνυμα.

Να είναι η ζωή μας τακτοποιημένη, να μην ενοχλούμε.

Μα το χειρότερο από όλα δεν είναι πως γίναμε ανώνυμοι. Πως μας φόρτωσαν ανώνυμες ιδέες και ανάγκες, πως τα όνειρα μας δεν έχουν όνομα πια.

Το χειρότερο είναι πως μάθαμε να πεθαίνουμε ανώνυμα.

Μέσα σε κάτασπρα νοσοκομεία, δίχως να ξέρουμε καν ποιος είναι αυτός που πεθαίνει στο διπλανό κρεβάτι.

Δίχως να ξέρουμε ποιος είναι αυτός που αργοπεθαίνει στο διπλανό διαμέρισμα;

Αργοπεθαίνουμε.

Υπάρχει άραγε μεγαλύτερος ξεπεσμός από αυτόν;

Προσπαθώ να αφουγκραστώ την εποχή μου, μα εκείνη ουρλιάζει.

Ουρλιάζει τόσο δυνατά που το τύμπανο μου αιμορραγεί.

Το ξεριζώνει από το αυτί μου. Το συνθλίβει.

Καλύτερα έτσι.

Τώρα τουλάχιστον ξέρω πως για τη σιωπή της φταίω μονάχα εγώ.

Είχες δίκιο φίλε μου για τον άνθρωπο.

Είναι τελικά ένα λάθος της φύσης.

Κι εμείς τώρα το πληρώνουμε με τις πυρωμένες βελόνες της λογικής και των ενστίκτων, πάνω στη γερμένη πλάτη της συνείδησης.