αεροδρόμιο









Τα αεροδρόμια του άρεσαν. Πήγαινε τουλάχιστον δυο ώρες πριν την πτήση του και χάζευε τον κόσμο. Ειδικά τις γυναίκες. Τις έβλεπε να περπατούν με όλη τη χάρη του κόσμου ανάμεσα στις αποσκευές και τα καταστήματα, να ψάχνουν αγχωμένες το εισιτήριο ή την ταυτότητα τους και να σέρνουν τις βαλίτσες τους με τα πολύχρωμα ροδάκια. Πάντα ανήσυχες.

Του άρεσε αυτή η ανησυχία, πότε πιο αραιή και πότε πιο πηχτή, πάντα όμως παρούσα εκεί ανάμεσα τόσο στις γυναίκες όσο και στους άντρες. Τους έκανε όλους λιγότερο φλύαρους και πιο αφηρημένους. Ίσως για αυτό να του άρεσαν τα αεροδρόμια, γιατί πάντα θεωρούσε τους ανθρώπους φλύαρους, πιο φλύαρους από ότι θα έπρεπε να ορίζει ο σχεδιασμός του είδους από μια υποτιθέμενη ανώτερη δύναμη.

Έτσι και σήμερα, ικανοποιημένος με αυτό το σύντομο μεταφυσικό του συμπέρασμα, κάθισε να πιει τον καθιερωμένο καφέ πριν από την πτήση του και να παρατηρήσει τους ανθρώπους. Τους λιγομίλητους, ανήσυχους ανθρώπους. Τα πρόσωπα τους περνούσαν από μπροστά του κι εκείνος μέσα τους έβλεπε τις αμέτρητες παραλλαγές της ίδιας ιστορίας που ξεκινούσε με μια τυχαία γέννηση και τελείωνε με έναν το ίδιο τυχαίο θάνατο.

Ένα κοριτσάκι τον έδειξε μέσα από το καρότσι του και του χαμογέλασε. Η μητέρα της ούτε που τον πρόσεξε.

«Αυτό μάλιστα, μπορεί να σου φτιάξει τη μέρα ακόμη και αν σου γάμησαν την κωλοτρυπίδα πριν καλά καλά ξημερώσει», είπε ο γέρος δίπλα του που είχε προσέξει κι αυτός το γέλιο του παιδιού. Έδειχνε καλοδιάθετος και καλοσυνάτος.

«Από ότι θυμάμαι δε μου ‘χει τύχει ποτέ να ξυπνήσω πριν ξημερώσει», του απάντησε και τον κοίταξε πιο προσεχτικά. Ήταν πάνω από εξήντα, ίσως και εξηνταπέντε, με μια στρογγυλή κοιλίτσα, μια στρογγυλή καράφλα ανάμεσα σε μικρούς περιποιημένους άσπρους θάμνους και δυο στρογγυλά μάγουλα, λίγο πιο κόκκινα από ότι συνηθίζεται. Η ίδια κοκκινίλα λέρωνε και το ασπράδι των ματιών του.

«Δε φαντάζομαι να κοιμάσαι βαριά;», συνέχισε στον ίδιο τόνο που θύμιζε μια χαρωπή, γελαστή καμπανούλα.

«Δε φαντάζομαι να είσαι μαστουρωμένος;», τον ρώτησε κι εκείνος ρητορικά. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως ο γλυκύτατος αθυρόστομος γεράκος ήταν υπό την επίρροια κάποιας ψυχοτρόπης ουσίας.

«Ισμαάν», είπε ο γέρος και του άπλωσε το χέρι.

«Χάρηκα», άπλωσε κι εκείνος το δικό του και το έσφιξε. Ήταν ζεστό και απαλό.

«Ξέρεις γιατί μου αρέσουν τα αεροδρόμια, φίλε μου;», τον ρώτησε μετά από μερικά λεπτά και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Γιατί βρίσκουν τον τρόπο τους να σου υπενθυμίζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την ομορφιά της ζώης.» Του έκανε νεύμα να κοιτάξει στην άλλη πλευρά του διαδρόμου. Μια δροσερή κοπέλα έσπρωχνε ένα άλλο καροτσάκι.

Από μέσα του μια ογδοντάχρονη τους κοίταξε και τους χαμογέλασε ευγενικά.

Επέστρεψαν και οι δύο στις σιωπές τους. Ύστερα από μισή ώρα ακούστηκε από τα μεγάφωνα η αναγγελία της πτήσης του. Γύρισε να χαιρετήσει τον Ισμαάν, αλλά τον είχε πάρει ο ύπνος. Κι από ότι φαινόταν εκείνος κοιμόταν βαριά.

3 σχόλια:

Πηνελόπη είπε...

Ένας πύργος underground. Όμορφα.

I.P.Potis είπε...

merci.

άλις είπε...

ωραιος τυπος αυτος ο Ισμααν.
δεν θυμαμαι να του φορας,αλλα θα του πηγαινε ενα ζευγαρι γυαλια στρογγυλα.