στην κορυφή της πόλης















Οι άνθρωποι έχτισαν τον πιο ψηλό ουρανοξύστη στην πόλη κι έκαναν για αυτό μια μεγάλη γιορτή. Και γιόρταζαν, χωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς το γιατί, ίσως γιατί ένιωθαν το μεγαλείο του ανθρώπου, ίσως γιατί αναγνώρισαν τον κόπο και τη μεγαλοφυΐα, ίσως γιατί με αυτό το θεόρατο κτίσμα ήρθαν πιο κοντά στον ουρανό που πάντα κυνηγούσαν. Γιόρταζαν πάντως, γιόρταζαν με την καρδιά τους.

Και οι αρουραίοι κάτω από τους δρόμους και τις πλατείες, τους άκουγαν και χασκογελούσαν. Μέσα στους υπονόμους, μέσα στη λάσπη, τα σκουπίδια και το πλαστικό έβλεπαν το κατόρθωμα των ανθρώπων με μισό μάτι. Συμφώνησαν όλοι πως δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο και μάλιστα για να το αποδείξουν αυτό αποφάσισαν να σκαρφαλώσουν μέχρι την κορυφή του, μπροστά στους ανθρώπους.

Μόλις, έπεσε ο ήλιος λοιπόν και η μεγάλη γιορτή πλησίαζε στο τέλος της, κάθε λογής ποντικοί και αρουραίο ξεχύθηκαν στους δρόμους και όρμησαν στον πύργο.

Στην αρχή ήρθε μεγάλη αναστάτωση. Οι άνθρωποι της πόλης δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. Κάποιοι μίλησαν για κατάρα, άλλοι για εκδίκηση της φύσης, οι κυρίες ούρλιαζαν και τα παιδιά έκλαιγαν. Οι κάμερες γύρισαν την πλάτη τους στους τραγουδιστές και τους επίσημους και στράφηκαν στον ουρανοξύστη. Σύντομα, την αναστάτωση αντικατέστησε η περιέργεια.

Οι ποντικοί φούσκωναν από περηφάνια και ανέβαιναν. Η βραδιά ήταν δική τους.

Και ανέβαιναν και ανέβαιναν και ανέβαιναν, μέχρι που κάποια στιγμή κατάλαβαν πως δε θα ήταν τόσο εύκολο το εγχείρημα τους τελικά. Οι πιο γέροι και οι πιο μικροί κουράστηκαν πρώτοι. Άλλοι σταματούσαν και γύριζαν πίσω, άλλοι γλίστραγαν και χάνονταν στο κενό πίσω τους, άλλοι κοίταζαν το κενό και δείλιαζαν. Όσο περνούσε η ώρα, όλο και πιο λίγοι απόμεναν. Όμως δεν το ‘βαζαν κάτω.

Τότε οι άνθρωποι, που κατάλαβαν πια τι προσπαθούσαν να κάνουν οι ποντικοί άρχισαν με τη σειρά τους να χασκογελάνε. Άλλοι λέγανε εξυπνάδες μεταξύ τους και άλλοι κορόιδευαν στα φωναχτά. Οι ποντικοί, δεν ήθελε και πολύ για να απογοητευτούν ακόμη περισσότερο, κι έτσι ο ένας μετά τον άλλον εγκατέλειπαν το εξουθενωτικό σκαρφάλωμα. Ειδικά, όταν άκουσαν τους ανθρώπους να φεύγουν, σίγουροι για την αποτυχία τους, ακόμη και οι πιο πεισμωμένοι έκαναν πίσω.

«Πάμε να φύγουμε», είπε τότε ένας από τους τελευταίους. «Δεν έχει νόημα πια, οι άνθρωποι έχουν δίκιο δεν πρόκειται να τα καταφέρουμε».

Μόνο ένας ποντικός συνέχιζε. Δεν ήταν ο πιο καλοθρεμμένος, ούτε ο πιο δυνατός, κι όμως συνέχιζε. Τίποτα δεν αποσπούσε την προσοχή του, ούτε τα βογγητά των συντρόφων του, ούτε οι φωνές των ανθρώπων της πόλης, ούτε το τρομακτικό βούισμα του ανέμου. Συνέχιζε κι ύστερα από αρκετή ώρα, έφτασε κατάκοπος στην κορυφή. Τα είχε καταφέρει. Ναι, ήταν μονάχος του στην κορυφή της πόλης.

Ο ουρανός ήταν δικός του.

Όμως κανείς δεν είχε απομείνει για να θαυμάσει το κατόρθωμα του. Οι άνθρωποι από ώρα είχαν φύγει και μαζί τους και οι ποντικοί. Όταν κατέβηκε βρήκε μονάχα ένα γερο-αρουραίο που χωρίς να χάσει χρόνο τον ρώτησε:

«Μα πώς τα κατάφερες;»

Ο ποντικός τον κοίταξε για μια στιγμή, αλλά δεν του απάντησε.

«Αλήθεια, πες μου πως;»

Τίποτα.

«Πες μου τουλάχιστον, πώς δεν σε έπεισαν οι αποδοκιμασίες των ανθρώπων ή τα λόγια των συντρόφων σου; Αυτό ήταν που λύγισε και τους πιο ισχυρούς!»

«Είσαι τόσο θαρραλέος;»

«Είσαι τόσο πεισματάρης;»

«Ή μήπως είσαι απλά μισότρελος;»

Όμως ο ποντικός συνέχιζε να μην του απαντάει. Γιατί δεν ήταν ούτε θαρραλέος, ούτε πεισματάρης, ούτε θεοπάλαβος.

Γιατί απλά ήταν κουφός.

4 σχόλια:

aniaris είπε...

Μα πολύ μου αρέσουν αυτές σου οι ιστορίες, σου λέω. Όλο ψάχνω να βρω το ηθικό τους δίδαγμα.

kr04 είπε...

ευτυχώς που ήταν κουφός,για να μην ακούει όλη αυτή την παράνοια του κόσμου και των υπολοίπων αρουραίων.Όμως τι νόημα έχει να βιώνεις μόνος την ευτχία στην κορυφή? Ή τι νόημα έχει να βιώνεις μόνος την κόρυφή χωρίς ευτυχία?νομίζω πως ακόμα και ο ίδιος ο αρουραίος αν και κουφός τα αφουγκράστηκε όλα αυτά!

καλημέρα!!!

I.P.Potis είπε...

aniaris: χαίρομαι που σου αρέσουν, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν πιστεύω στα ηθικά διδάγματα.

kr04: και η μοναξιά διδάσκει.

aniaris είπε...

γι'αυτό δεν τα βρίσκω;