ο γιατρός














Τα χρόνια εκείνα, τη μέρα οι πολυκατοικίες έκρυβαν για τα καλά το φως του ήλιου, ενώ τη νύχτα οι ηλεκτρικές λάμπες ίσα που έφεγγαν στους δρόμους και τα στενά. Έτσι, μπορούμε να πούμε, πως τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι ζούσαν όλη τη ζωή τους στο μισοσκόταδο, ή στο μισόφως αν προτιμάτε, και αυτό γεννούσε τις πιο περίεργες ιστορίες. Ιστορίες που σπάνια μάθαινες το τέλος τους. Η ιστορία του δρ. Μπανκς, του καρδιογιατρού, όπως τον αποκαλούσαν είναι μία από αυτές.

Ο Εστεμπάν την ήξερε πολύ καλά. Είχε ακούσει για τις γυναίκες με το ανοιγμένο στέρνο και τα λευκά ρουφηγμένα πρόσωπα, για τις γυναίκες που ο γιατρός είχε αρπάξει την καρδιά τους, μες στο μισοσκόταδο. Είχε ακούσει για τον γιατρό που γύρευε την καρδιά για να ταιριάξει στο σώμα της γυναίκας που είχε χάσει πριν χρόνια και με τρόπο άγνωστο στους ανθρώπους της πόλης είχε καταφέρει να κρατήσει ζωντανό μέχρι σήμερα. Είχε ακούσει, ναι, όλοι το είχαν ακούσει, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως θα ερχόταν η στιγμή που ο γιατρός θα γλιστρούσε στη δικιά του κρεβατοκάμαρα, στη νυχτικιά της δικιάς του αγαπημένης και θα εξαφανιζόταν με την καρδιά της στα χέρια του πριν προλάβει εκείνος να κάμει οτιδήποτε.

Λένε πως έρχεται μια στιγμή ακριβώς πριν πεθάνει ο άνθρωπος που κρατά όσο το ανοιγόκλεισμα των ματιών του. Όμως για τους ερωτευμένους ο χρόνος είναι αλλιώτικος. Ο Εστεμπάν κοιτούσε στα μάτια την Σάρα τρέχοντας για το νοσοκομείο και ο χρόνος έλιωνε ολόγυρα τους σαν ζεστό βούτυρο. Κι εκείνη δεν τα έκλεινε, μονάχα τον κοιτούσε, μέχρι που έφτασαν εκεί, μέχρι που έφτασαν στο παλιό νοσοκομείο κι ένας νοσοκόμος με βρώμικη ποδιά την έβαλε στο μηχάνημα.

«Μπορεί να ζήσει για μια μέρα στο μηχάνημα. Μία μέρα όχι παραπάνω», του είπε και σκάλισε τη μύτη του.

Ο Εστεμπάν δεν είπε τίποτα. Μονάχα τη φίλησε στα χείλια, ανάμεσα σε πλαστικούς σωλήνες και καλώδια, και έφυγε για να φέρει πίσω την καρδιά της.

«Που θα βρω τον Καρδιογιατρό;», ρώτησε τη Γιόγκι τη γριά που πουλούσε σκουπίδια στο τέλος του δρόμου κι εκείνη του έδειξε προς τα πάνω. Ο Εστεμπάν ανέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας μέχρι που έφτασε στην ταράτσα και τράβηξε την παλιά ζαρωμένη πόρτα με όλη του τη δύναμη. Το φως του ήλιου τον τύφλωσε.

Περπάτησε αργά, με το ένα χέρι μπροστά στο μέτωπο, προς τη φιγούρα που στεκόταν δίπλα στο περβάζι. Ο άντρας ήταν ψηλός και λιγνός κι όμως η καπαρντίνα του σερνόταν στο τσιμέντο. Τα δάχτυλα του ήταν λεπτά και γαμψά, όπως και η μύτη του. Πάνω της ισορροπούσε ένας συρμάτινος σκελετός γυαλιών με τους φακούς γεμάτους γρατζουνιές. Θύμιζε αρπαχτικό και η φωνή του ίδια με κρώξιμο.

«Θα σε βοηθήσω να βρεις αυτόν που ψάχνεις αν με βοηθήσεις να βρω αυτό που ψάχνω».

Κι ο Εστεμπάν τον βοήθησε. Όταν ξανανέβηκε στην ταράτσα, ο ήλιος δεν τον τύφλωσε, είχε μόλις βασιλέψει. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε το χέρι ενός παιδιού, το αρπαχτικό χαμογέλασε. Τα δόντια του ήταν κίτρινα, η γλώσσα του στεγνή. Πήρε το μικρό παιδί κοντά του.

«Στο παλιό τρελάδικο είναι, πάρε μαζί σου κάτι για τα σκυλιά».

«Αυτό κάνει;», ο Εστεμπάν του έδειξε το παλιό μαυρισμένο του ρεβόλβερ. Τον πυροβόλησε τρεις φορές στο στήθος. Το παιδί ούρλιαξε από τον πόνο. Μια από τις σφαίρες στο δρόμο της είχε διαλύσει τα δάχτυλα του. Ο άντρας όμως δεν έβγαλε τον παραμικρό ήχο. Ήταν άφαντος.

Ο Εστεμπάν έριξε μια ματιά στην άκρη του περβαζιού κι ύστερα ξεκίνησε για το εγκαταλειμμένο τρελάδικο. Πίσω του τον ακολούθησε ένα ισχνό ποτάμι από αίμα, που όταν πέρασε τη γκρεμισμένη μάντρα του τρελοκομείου έγινε λίμνη, ή λίμνες αν θέλετε. Τα σκυλιά του γιατρού σπαρτάρισαν για λίγο κι ύστερα ξεψύχησαν αλυχτώντας. Το παιδί έμεινε από πάνω τους να τα χαϊδεύει.

Ο Εστεμπάν προχώρησε στο κεντρικό κτίριο κι όταν μπήκε μέσα απόμεινε να κοιτάζει παραξενεμένος. Ο γιατρός ήταν εκεί, να τον περιμένει σα να μη συμβαίνει τίποτα. Όμως συνέβαινε. Ο αέρας ήταν βαρύς, η μυρωδιά περίεργη. Το φως λίγο, λίγο λιγότερο, έσβησε. Ο Εστεμπάν τα σκέφτηκε όλα αυτά, κατάλαβε αμέσως τι συμβαίνει, κατάλαβε πως το αρπαχτικό είχε προειδοποιήσει το γιατρό. Όμως δεν μπορούσε να αντιδράσει. Σωριάστηκε στο πάτωμα. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ένα χρυσάνθεμο που κάποτε της είχε χαρίσει.

Το πρώτο πράγμα που είδε μόλις άνοιξε τα μάτια του ήταν το πρόσωπο του γιατρού. Τα μάγουλα του ήταν σκαμμένα, τα γένια του αξύριστα και τα μάτια του γαλάζια. Κάποτε θα ήταν ένας ωραίος άντρας, τώρα έμοιαζε με ίσκιο. Όμως τα μάτια του αχτινοβολούσαν. Ήταν τα μάτια ενός άντρα ερωτευμένου. Μάτια γεμάτα προσμονή και έπαρση, μάτια που είχε κάποτε αντικρύσει στον καθρέφτη του σπιτιού του.

«Μέσα μου πάντοτε το ήξερα. Η καρδιά που τελικά θα ταίριαζε στην καλή μου, θα ήταν μια καρδιά ερωτευμένη, μια καρδιά που κάποιος θα διεκδικούσε πίσω. Όταν άκουσα πως πρόφτασες να την πας στο μηχάνημα, ήμουν σίγουρος πως σύντομα θα σε συναντούσα. Όμως τώρα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Η καρδιά της είναι πια δεμένη με άλλο σώμα».

«Δεν ήρθα για να πάρω πίσω την καρδιά της. Η Σάρα μου έχει πεθάνει εδώ και ώρες. Πέθανε μόνη, καρφωμένη σε ένα κονσερβοκούτι, που κάποιος ξέχασε να επισκευάσει», το στόμα του ήταν μουδιασμένο, τα λόγια σέρνονταν στα χείλια του μαζί με σάλια και χοντρές στάλες ιδρώτα.

Ο γιατρός σήκωσε ένα βλέφαρο.

«Ήρθες για να με εκδικηθείς λοιπόν; Χα! Θα έπρεπε να γνωρίζεις καλύτερα πως η εκδίκηση στρέφεται τελικά σε αυτούς που την επιζητούν. Σε λίγο θα με δεις αγκαλιά με τη γυναίκα μου. Τι τραγικό! Θα είναι η τελευταία εικόνα που θα έχεις από εμένα. Αναρωτιέμαι αν για την υπόλοιπη ζωή σου θα...»

«Πιστεύεις πως τη μνήμη τη βαστά το σώμα ή η καρδιά, γιατρέ;»

«Αχ φτωχέ μου Εστεμπάν! Ως πότε πια θα αναζητάς την ελπίδα; Μα είναι δυνατόν να ελπίζεις πως η καρδιά της αγαπημένης σου θα...»

Αυτή τη φορά δεν ήταν ο Εστεμπάν που τον διέκοψε, αλλά ένας ξαφνικός πυροβολισμός. Ο γιατρός σωριάστηκε στο πάτωμα. Πίσω του το παιδί με το ματωμένο χέρι, πέταξε το ρεβόλβερ στο πάτωμα κι έτρεξε στην αγκαλιά του Εστεμπάν. Εκείνος σηκώθηκε με δυσκολία, το πήρε για άλλη μια φορά από το χέρι και πλησίασε τρεκλίζοντας τη γυναίκα που έμοιαζε να κοιμάται στην άλλη μεριά της κάμαρας.

Λες και ένιωσε την παρουσία του δίπλα της, άνοιξε τα μάτια. Η φωνή της έφτασε αδύναμη στα αυτιά του.

«Ποιος είσαι εσύ;»

«Ποια είμαι εγώ;»

Χάιδεψε τα καστανά της τα μαλλιά, το απαλό, ζεστό της δέρμα και τις άκρες των δαχτύλων της.

«Σσσσς, ξεκουράσου. Ο δρόμος είναι μακρύς κι η μέρα ξημερώνει» της είπε και τη φίλησε.

Κανείς δεν έμαθε τι έγινε κατόπιν. Μόνο καμιά φορά, τις νύχτες που πέφτει το ρεύμα κι η πόλη βυθίζεται στο κατασκόταδο, ακούς το αρπαχτικό να σέρνει τα πόδια του και να κλαψουρίζει για μία συμφωνία που κάποιος δεν του τήρησε. Αν ποτέ το ακούσεις κι εσύ έξω από την πόρτα σου μέσα στη νύχτα μη φοβηθείς καθόλου. Γιατί αυτό σημαίνει πως κρατάς ακόμη ξύπνιο το μικρό παιδί μέσα σου κι ας του λείπουν και μερικά δάχτυλα.

Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα.

6 σχόλια:

lust-time είπε...

αρκετά επώδυνο για μένα...Θα διαβάσω με λιγότερους σφυγμούς το επόμενο post

kr04 είπε...

την καρδιά την βαστά η μνήμη και η μνήμη βαστά την καρδιά.Τα σώματα απλά έχουν το ρόλο μιας μαριονέτας,η οποία κινείται ανάλογα με τις διαθέσεις των δύο παραπάνω.Συνειδητοποιώντας όλα αυτά σίγουρα όλοι θα ζήσουμε καλύτερα....

kr04 είπε...

Υ.Γ.τοτε το ρεβόλβερ θα στραφεί προς την εκδίκηση και ένα ένα τα γράμματά
της θα εξαφανίζονται.καλά θα'ταν ε?

I.P.Potis είπε...

lust, αυτό τώρα είναι καλό ή κακό?

kr04, η εκδίκηση απορρίπτεται έτσι κι αλλιώς σαν τρόπος διαφυγής, πόσο μάλλον για στόχος του ρεβόλβερ.

Νομίζω, πως στο τέλος κάθε άνθρωπος έχει αυτό που του αξίζει.

Όσο είμαι με το μέρος του Εστεμπάν, άλλο τόσο είμαι και με το μέρος του γιατρού.

Και οι δύο προσπάθησαν.

χ.ζ. είπε...

φίλε Πότη άψογο!...τι φαντασία, τι ρυθμός! πωπώ!!! :)

γ είπε...

σχεδόν άψογο. θα σου έρχομαι συχνά.