3 1στ0ρ13ς















Λένε πως τα σαλιγκάρια κουβαλάνε το σπίτι τους στη ράχη τους.


Τον είδα να φυσάει τη μύτη του στο μετρό και το μαντήλι του να γεμίζει αίμα.


Χόρευαν μες στη βροχή, πιασμένες σε κύκλο, χόρευαν και τα άσπρα τους φορέματα νικούσαν το σκοτάδι.

Συνήθως όταν έγραφε όλα τα έφερνε μια εικόνα. Πρώτα την έκανε χάζι, φορούσε τα γυαλιά του χειρούργου και την παρατηρούσε προσπαθώντας να βρει τα μυστικά που κρύβει πίσω από την πλάτη της. Ή ακόμη καλύτερα, μέσα στην πλάτη της. Ύστερα όταν την καταλάβαινε, όταν νόμιζε ότι την είχε καταλάβει, την έβαζε στο κέντρο του μυαλού του και έχτιζε ολόγυρα της ένα πηγάδι. Το έχτιζε, το έχτιζε, μέχρι να σταματήσει πια να την βλέπει. Μέχρι το σκοτάδι να την πάρει από μπροστά του. Και τότε ήρεμος πια την αποχαιρετουσε και έπινε ένα ποτήρι φτηνό κονιάκ.

Απόψε από τις τρεις, δεν ήξερε ποια να διαλέξει.

Παρατηρούσε από την άκρη του δρόμου τις σταγόνες της βροχής να πέφτουν χοντρές και αργοπορημένες, η μία μετά την άλλη στο οδόστρωμα και να ανατινάζονται ανάμεσα στα σαλιγκάρια. Θυμήθηκε το σπίτι του. Το κουβαλούσε πάντα μέσα του, το σπίτι του και πάντοτε τον βάραινε η ανάμνηση όλων εκείνων των οικείων πραγμάτων, που ο χρόνος του είχε στερήσει.

Έβηξε.

Ο πόνος απλώθηκε στο στέρνο σαν σφυριά. Το αίμα τινάχτηκε από το στόμα του, σε μικρές ομοιόμορφες σταγόνες που χόρεψαν για μια στιγμή με εκείνες τις βροχής. Έβγαλε το μαντήλι του να σκουπιστεί, αλλά του γλίστρησε, το πήραν τα λασπόνερα. Κοίταξε μέσα τους, κι εκτός από σαλιγκάρια και διαλυμένο αίμα είδε το πρόσωπο του.

Περπάτησε κάμποση ώρα μες στη βροχή.

Στην παιδική χαρά, παίζαν και γελούσαν τρία μικρά κορίτσια. Παίζαν και γελούσαν και έβρεχε, βροντούσε και άστραφτε. Και ο κόσμος χάλαγε ολόγυρα τους, αλλά εκείνα παίζαν και γελούσαν και άστραφταν. Και όλα μέσα του ηρέμησαν. Η ομορφιά απλώθηκε στο κορμί του ζεστή και οικεία.

Κάθισε δίπλα στη γρια με την ομπρέλα που τα πρόσεχε.

"Κάποτε", του είπε δίχως να πάρει τα μάτια της από πάνω τους, "ήταν ένας βασιλιάς που αγαπούσε πάρα πολύ τη βασίλισσα του. Έκανε τα πάντα για εκείνη και από το φόβο του να μη τη χάσει έχτισε πανύψηλα τείχη γύρω από το κάστρο του. Όμως, σκέφτηκε, τα τείχη γκρεμίζονται, για αυτό έφτιαξε ένα κάστρο ακόμη μεγαλύτερο, με χίλιες κάμαρες και χίλιες κλειδωνιές. Όμως, σκέφτηκε, οι κλειδωνιές ανοίγονται, για αυτό βρήκε ένα μέρος μυστικό κι άνοιξε ένα βαθύ πηγάδι. Κι εκεί την έκλεισε. Τόσο βαθειά που ούτε να τη δει μπορούσε, ούτε να την ακούσει. Τότε μονάχα ηρέμησε, τότε μονάχα μπόρεσε να ξεκουραστεί και η αγάπη του για αυτή να τον ικανοποιήσει".

"Και η βασίλισσα τι απέγινε;"

"Χάθηκε για πάντα σε εκείνο το πηγάδι, μα πριν ακόμα να την πάρει η νύχτα, πρόλαβε και του έκανε τρεις κόρες. Κι εκείνες ζουν ακόμη μες στο πηγάδι. Εκεί κάτω μόνο τα σαλιγκάρια τους κρατάνε συντροφιά και όταν βρέχει, καμιά φορά, τα λασπόνερα τους φέρνουν το βρώμικο μαντήλι που 'χασε κάποιος διαβάτης. Εκείνες τότε το μαζεύουν και το φυλάνε με αγάπη, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως εκει πάνω υπάρχει κάποιος, που αυτό που άθελα του μέσα στην μπόρα έχει χάσει, μέσα σε άλλη μπόρα μια μέρα θα έρθει να γυρέψει".

Γύρισε να ξαναρωτήσει κάτι τη γριά, αλλά εκείνη είχε χαθεί.

Στο παγκάκι δίπλα του, βρήκε μονάχα το μαντήλι του, ξεπλυμένο από όλη τη μανία της βροχής.

5 σχόλια:

χ.ζ. είπε...

Τολμηρή κίνηση. Το τέλος όμως με αντάμοιψε. :)

I.P.Potis είπε...

Τολμηρή?

lust-time είπε...

ορεξούλες βλέπω...τουλάχιστον να κρατήσουμε ένα κομμάτι από το τείχος.

kr04 είπε...

κτητικοτητα και καθαρη συνειδηση πανε ζευγαρι?ποιος ξερει?μονο το μαντηλι μπορει να μας αποκαλυψει....

I.P.Potis είπε...

lust, ας κρατήσουμε ένα κομμάτι από την τύχη. Στην τύχη.

kr04, για τον κτητικό ναι. Για τον κριτικό όχι.