Το μπαρ κάτω από την πόλη

Απόψε θέλω να πάμε μαζί στο μπαρ κάτω από την πόλη.

Θα περπατήσουμε ανάμεσα στους τσιμεντένιους κορμούς από τις ρίζες των πολυκατοικιών.

Στα σκοτεινά, μονάχα με τους φακούς που παίρναμε μικροί στην κατασκήνωση.

Θα κουραστείς το ξέρω, θα είναι δύσκολα το ξέρω, μπορεί και να χαθούμε.

Για λίγο.

Στο τέλος όμως θα φτάσουμε.

Θα μας υποδεχτεί στην είσοδο, όπως συνηθίζεται, η ιδιοκτήτρια.

Πάντα νέα και πάντα γερασμένη.

Και πάντα όμορφη.

Κι ύστερα θα μας υποδεχτεί η κάπνα. Η μουσική.

Οι χορεύτριες είναι πάντα μεθυσμένες και στο μπαρ κάτω από την πόλη πάντα νύχτα.

Ο πιανίστας θα είναι αφηρημένος, τα δάχτυλα του λεπτά, τα νύχια του βρώμικα.

Θα κάτσουμε στο μπαρ.

Ο μπαρμαν, τυφλός, χωρίς μαύρα γυαλιά, θα μας βάλει το ποτό μας.

Θα μας μιλήσει για λίγο, ύστερα θα πιάσει την τρομπέτα του και θα τη γυαλίσει μηχανικά.

Θα μιλήσει σε κάποιον άλλον.

Λένε πως ο χρόνος δεν περνάει στο μπαρ κάτω από την πόλη.

Ίσως για αυτό έχουν αφήσει ξεκούρδιστα όλα τα ρολόγια στους τοίχους.

Επίτηδες.

Κι όταν θα πιούμε τα ποτά μας και θα μιλήσουμε για όλα εκείνα που μέχρι σήμερα μας αξίωσε η ζωή να δούμε και να πράξουμε, θα κάνουμε σχέδια για το αύριο και ας γελάει ο θεός μαζί μας.

Γιατί πόσες φορές γέλασε με τον άνθρωπο και πόσες βγήκε γελασμένος;

Στο τέλος, φίλε μου, όταν θα φεύγουμε ζαλισμένοι όχι τόσο από τη βότκα και το ρούμι, αλλά από τον έρωτα για τους εαυτούς μας τους ίδιους, θα αγκαλιαστούμε σαν να 'ναι στερνή φορά που τα 'πιαμε και θα γυρίσουμε πίσω στην πόλη.

Η κάπνα θα γίνει καυσαέριο και η μουσική, των αυτοκινήτων οι άγριες κόρνες.

Όμως τα όνειρα μας θα μείνουν έτσι όπως τα πλάσαμε.

Κι ας προσπαθούν οι άλλοι να τα κάνουν διαφημιστικά σποτάκια.

Γιατί εκείνοι δε θέλουν να ακούσουν τη μουσική που έρχεται μέσα από τις σχάρες των υπονόμων.

Κι εξακολουθούν να σβήνουν τα τσιγάρα τους στην άσφαλτο των μεγάλων λεωφόρων, σκληρή και μαύρη, πάνω από τα μεθυσμένα κεφάλια μας.

Αυτή θα σε ξεκάνει

Λένε πως ο ερωτευμένος συχνά εθελοτυφλεί.

Εθελοτυφλεί σε βαθμό που η συμπεριφόρα του πολλά κοινά έχει με αυτή του αυτόχειρα.

Το στοιχείο της αυτοκαταστροφής και στις δύο περιπτώσεις είναι πρόδηλο.

Με μόνη διαφορά πως απόρριψη του έρωτα μας, οδηγεί σε θάνατο μεταφορικό τον οποίο και ενδόμυχα απολαμβάνουμε.

Εξ ου και ο διάλογος.

«Ερωτεύτηκα μια κάνη».

«Κάνη; Τί κάνη;»

«Καλά είναι».

Μπατμανιχαϊσμός

Κάποτε μέσα σε μια σπηλιά στο κέντρο της πόλης δυο γενναίοι τυμβωρύχοι βρήκαν ένα μεγάλο φούρνο.

Μες στο φούρνο βρήκαν μια σπηλιά και μες στη σπηλιά βρήκαν μια πόλη.

Την πόλη αυτή την ονόμασαν Κόλαση.

Ο ένας από τους δύο γύρισε πίσω να αναγγείλει την ανακάλυψη του στην υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Ο άλλος έμεινε εκεί.

Κάποτε πάνω σε ένα σύννεφο που είχε καθίσει πάνω από τις κεραίες της πόλης δυο συνηθισμένοι αλεξιπτωτιστές βρήκαν στερεωμένη μια κεραία.

Πάνω στην κεραία βρήκαν ένα σύννεφο και πάνω στο σύννεφο μια πόλη.

Την πόλη αυτή την ονόμασαν Παράδεισο.

Όπως και με τους τυμβωρύχους έτσι και με αυτούς, ο ένας έμεινε εκεί και ο άλλος κατηφόρισε να αναγγείλει τα σπουδαία νέα.

Λίγο μετά τις ειδήσεις των 8, που ποτέ δεν παίζονται στις 8, οι δύο άντρες συναντήθηκαν στο κέντρο της πόλης.

Η πλατεία ήταν έρημη, όλοι οι κάτοικοι της πόλης παρακολουθούσαν στις τηλεοράσεις τους τις ειδήσεις των 8.

Οι δύο άντρες προσπάθησαν να πουν την ιστορία τους ο ένας στον άλλον, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Ήθελαν και οι δύο να ακουστεί η ιστορία τους. Όχι να ακούσουν.

Στο τέλος λογομάχησαν.

Λογομάχησαν τόσο πολύ που σκότωσαν ο ένας τον άλλον.

Αργότερα μαθεύτηκε πως ο ένας λεγόταν Κάιν και ο άλλος Άβελ.

Έτσι οι άνθρωποι δεν έμαθαν ποτέ την αλήθεια ούτε για την Κόλαση ούτε για τον Παράδεισο.

Απλά, συνέχισαν να πιστεύουν πως είναι κάτι αφηρημένο και μεταφυσικό.

Αυτή την ιστορία μου την είπε κάποτε μία νυχτερίδα, που είχε τη φωλιά της σε μια σπηλιά στο κέντρο της πόλης και συχνά ταξίδευε ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό.

Αργότερα ανακάλυψα πως ήτανε ο Μπάτμαν.

One night stunned

Η πόρτα κλείνει πίσω σου.

Όλα είναι ανοικεία και ας ξέρετε κι οι δύο τι θα ακολουθήσει.

Η μνήμη θα γατζωθεί στις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες.

Η μυρωδιά της βιαστικής τσίχλας μετά τα δυο, ακόμη πιο βιαστικά, σουβλάκια. Και η μυρωδιά από τα σουβλάκια με μια υποψιά μέντας, όταν φίλαγες για δεύτερη φορά τις ρώγες της.

Ένα κουμπί που την παίδεψε και τελικά το ξήλωσες. Ή μπορεί να έγινε και ανάποδα, φορούσατε εξάλλου τα ίδια παντελόνια.

Ένα αστείο διακοσμητικό δίπλα στο κρεβάτι της, που πηγαινοέρχεται μαζί σας. Όχι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να βάλεις τα γέλια.

Το σημάδι από κραγιόν στο τσιγάρο της. Και ο θόρυβος της καύτρας ή μιας βιαστικής μηχανής λιγο πριν χαράξει.

Το βλέμμα του περιπτερά, το πρωί, καθώς εκείνος ανοίγει το περίπτερο του και εσύ κλείνεις την πόρτα της πολυκατοικίας πίσω σου. Καλημέρα, φεύγω.

Και ακόμη πιο έντονα, πάνω στην πόρτα που κλείνεις, ένα αυτοκόλλητο χαρτάκι από αυτά που μάζευες κι εσύ μικρός. Το όνομα του ποδοσφαιριστή βέβαια δεν σου λέει πια και πολλά.

Αλλά ακόμη και όλα αυτά δε μένουν για πολύ.

Σβήνουν μες στο φως της μέρας που ξεκινά και όλα ξεχνιούνται, όπως ακόμη και η απορία που σε βασανίζει μέχρι να πας σπίτι:

Τελικά κοιμήθηκες με εκείνη που φλέρταρες στο πρώτο ή με εκείνη που φλέρταρες στο δεύτερο ποτό;

Σαν παράσταση

Η Εστρέλλα Αμαντόρα είχε καταφέρει μέχρι τα είκοσι της να μην κάνει πολλά λάθη.

Ήταν περήφανη για αυτό.

Τότε αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και αυτό τα άλλαξε όλα.

Μετά την πρώτη της παράσταση, το ένα λάθος συναγωνιζόταν το άλλο.

Ήταν περήφανη και για αυτό.

Ίσως επειδή σκέφτηκε πως τα λάθη είναι που μας κάνουν σοφότερους.

Ή ίσως επειδή η ζωή για εκείνη είχε γίνει πια μια μεγάλη πρόβα.

Μέρα με τη μέρα διορθωνόταν όλο και πιο πολύ στο ρόλο που είχε πλάσει για τον εαυτό της.

Και τα λάθη τη βοηθούσαν σε αυτό

Όταν πια έφτασε στην ύστερη ώριμη ηλικία είχε κάνει περισσότερα λάθη από όλους όσους ήξερε.

Και μάλιστα καταφέρνοντας να μην επαναλάβει το ίδιο λάθος δυο φορές.

Είχε κατακτήσει την ωριμότητα.

Είχε βέβαια και μια ζωή καταστραμένη, αλλά μικρό το τίμημα.

Κι έτσι μπαίνοντας στα γηρατειά και ξεχειλίζοντας από σοφία, γαλήνη και ηρεμία, ένιωσε έτοιμη πια να ανέβει στο μεγάλο σανίδι της ζωής.

Πλησίαζε η ώρα για τη μεγάλη πρεμιέρα.

Όμως αντί να σηκώθει, η αυλαία έπεσε.

Και λίγο πριν πεθάνει, η Εστρέλλα Αμαντόρα βλαστήμησε τη σοφία και κάθε λάθος που έκανε.

Ίσως επειδή η σοφία είναι τελικά άχρηστη, γιατί έρχεται όταν πια δεν μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις.

Ή ίσως επειδή είδε ξεκάθαρα πως δεν άφηνε πίσω της μια μεγάλη πρόβα, αλλά μια ολότελα χαμένη παράσταση.


Μα η βροχή

Ανάλαφρα.

Περπατάς ανάλαφρα στην άκρη του πεζοδρομίου και κρατάς μια ομπρέλα.

Για ισορροπία.

Μια μικρή πορτοκαλί ομπρέλα, παιδική.

Και ύστερα βρέχει.

Κι εγώ περιμένω να δω.

Θα προτιμήσεις να βραχείς

ή να μην ισορροπήσεις.

Πωλητικόν

Καλός πολίτης.

Πάει μισός χρόνος από τότε που όλοι του το ευχήθηκαν.

Μισός χρόνος με διάφορες δουλειές του ποδαριού.

Και συνεντεύξεις για δουλειές του κεφαλιού.

Από σοβαρούς κύριους και κυρίες με ακριβά, σχεδόν αόρατα γυαλιά.

Με χαμόγελα αυτοπεποίθησης, τον κοίταζαν λες και ήταν εμπόρευμα προς πώληση.

Κι εκείνος που δεν τα πολυσυμπαθούσε όλα αυτά, δεν έκανε τίποτα για να τους πείσει να τον αγοράσουν.

Είναι σε αυτά που πιστεύει κάπως απόλυτος.

Κι έτσι καιρό τώρα συνεχίζει να είναι απούλητος.

Αυτό ακόμη δεν τον πολυπειράζει, αλλά τον τριγυρίζει μία απορία.

Γιατί πριν από έξι μήνες όλοι του εύχονταν καλός πολίτης.

Κι όχι καλός πωλητής.

Κύνειο άσμα

Ο σκύλος μου έχει αλλεργία στα κόκκαλα.

Και αγαπάει τις γάτες.

Καμιά φορά τον βλέπω να φτιάχνει μπουκέτα με ανοιξιάτικα λουλούδια.

Ή να ατενίζει μελαγχολικός το ηλιοβασίλεμα.

Οι υπόλοιποι σκύλοι στη γειτονιά τον αγνοούν.

Εκείνος όμως δε δείχνει να ενοχλείται που είναι μόνος του.

Διαβάζει με τις ώρες. Συχνά κρατάει σημειώσεις.

Και μια μέρα - δεν πρόκειται ποτέ να το ξεχάσω - με κοίταξε σοβαρός και μου είπε:

"Γαβ!"

Αναρωτήθηκα τι μπορεί να σημαίνει αυτό.

Έψαξα σε λεξικά.

Πήγα στους καλύτερους σκυλολόγους.

Όμως τίποτα.

Και χθες λίγο πριν να κοιμηθώ, λίγο πριν κλείσω το ραδιόφωνο και τα μάτια.

Τον άκουσα να σιγομουρμουρίζει ένα παλιό σκυλάδικο.

Κι αμέσως τα κατάλαβα όλα.

Όμως ευθύς με πήρε ο ύπνος.

Από το πρωί σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ, όμως πάλι τίποτα.

Το μόνο που νιώθω είναι μια ελαφριά αηδία για τα κόκκαλα.

Και μια βαθιά αγάπη για τις γάτες.