Γράμματα από τον πόλεμο - Μικρομέγαλος
Είδα κάποτε σε ένα γάμο, ένα αγόρι που το ντύσανε λες και ήταν μεγάλος.
Του φόρεσαν γραβάτα και ένα σκούρο μπλε σακάκι.
Και του χτένισαν τα μαλλιά χωρίστρα.
Στην αρχή, τον έβλεπες, ένιωθε κάπως άβολα μες σε αυτά τα παράξενα ρούχα.
Ή, μπορεί και να μου φάνηκε, ήταν τα ρούχα που ένιωθαν πιο άβολα κι από τον ίδιο.
Μα όσο περνούσε η ώρα, έπαψε να ξεχωρίζει.
Δεν ήταν πια ο μικρομέγαλος.
Ήταν άλλο ένα σκουρόχρωμο κουστούμι.
Και έπρεπε τότε να τον δεις από πολύ κοντά για να καταλάβεις.
Μες στα παιχνιδιάρικα του μάτια την παιδική αντίσταση.
Και το κοροϊδευτικό χαμόγελο της προδοσίας.
Ίσως νόμιζε πως θα τους ξεγελούσε.
Ίσως νόμιζε πως μοναχά για εκείνη τη μέρα τους έκανε το χατίρι.
Μόνο όταν μπήκε στην εκκλησία, όταν πάτησε το πόδι του στο μάρμαρο, κατάλαβε πως σήμερα παντρευόταν.
12 σχόλια:
Εξαιρετικό!
όντως κάπως έτσι έγινε...
aaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaa pao gia poto sto bar mou... tromaktike tipe!
ksanairtha. ithela na do an tha nioso ton idio tromo. iiiiiiiik! ton eniosa. fevgo.
Πολύ καλό.
Δηλαδή παντρεύτηκες; :-)
kai meta?
elpizw na sunantise ena koritsaki pou tou xamogelase kai tis xamogelase kai oxi mia pou den anagnwrize tipota sta matia tis
πέρασαν πολλά χρόνια,
δεν θυμάμαι πόσα, μα πολλά,
δεν ξέρω αν έπρεπε να χτυπήσω,
γι' αυτό κοντοστάθηκα,
ήταν ένα βουβό γραφείο με ταμπέλα,
"διευθυντής" έγραφε απ' έξω,
μπήκα με σεβασμό και τον ξανάδα,
δεν ένιωθε άβολα με τα παράξενα ρούχα,
φορούσε ένα σκουρόχρωμο κουστούμι,
του άφησα το χαρτί μπροστά του,
έσκυψε να το δει χωρίς να με κοιτάξει,
έσκυψα ασυναίσθητα κι εγώ
για να τον δω από πιο κοντά,
τα μάτια του δεν ήταν παιχνιδιάρικα,
κι είχε το παγερό χαμόγελο της εξουσίας,
νόμιζε πως θα με ξεγελούσε,
όταν έφυγα απ' το γραφείο του κατάλαβα,
το μικρομέγαλο αγόρι είχε πεθάνει,
σε κάτι σκαλιά εκκλησίας, κάποτε,
από τότε έπαψε να ξεχωρίζει...
Μα τότε την είδε.
Ντυμένη στα λευκά, έμοιαζε σαν ένα από τα παρανυφάκια,
και απόρησε γιατί θυμόταν δυο μάτια φλογερά να καίνε κάτω από κάτι παιδικές αφέλειες.
Ήταν αυτή; αναρωτιότανε, μα έτσι που είχε γυρισμένη την πλάτη ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει.
[Στα χέρια του η νυφική ανθοδέσμη, άρχισε να μαραίνεται.]
Σίγουρα αυτή θα είναι και την πλησίασε.
Μόλις τον είδε χαμογέλασε και τα φλογερά μάτια πέταξαν σπίθες που έκαψαν τους προσκεκλημένους.
Της άπλωσε το χέρι, μα όχι αυτό της ανθοδέσμης και την τράβηξε προς την έξοδο.
Άρχισαν να τρέχουν, μακρυά από αυτό που δεν τους αφορούσε.
Την ώρα που η ριγμένη ανθοδέσμη έσκαγε σαν χειροβομβίδα στο ναό, εκείνοι, καβάλα στη μηχανή τους ήξεραν πως τους είχαν ξεγελάσει.
Ξετέλεψες κουφαλίτσα ε;
Πάντα χαίρομαι να επιστρέφω στον πύργο μετά από καιρό και να βρίσκω τα σημειώματα των φίλων να με περιμένουν στο κατώφλι του. Καλή χρονιά σε όλους μας.
Ναι φίλε, εξετέλεψα.
Δημοσίευση σχολίου