Χωρίς λόγο

Ξύπνησα, με μια διάθεση σκοτεινή σαν το σύννεφο που ήρθε και καρφώθηκε πάνω από το σπίτι μου. Έβρεχε φθινόπωρο και ο καφές ήταν πικρός. Πικρός και μαύρος. Η μοναδική ομπρέλα που βρήκα ήταν σπασμένη, το φως του μπάνιου δε δούλευε. Ούτε το μυαλό μου.

Ο δρόμος είχε πλημμυρίσει. Είχε πλημμυρίσει ξανά και κατέβαζε λάσπη και σκουπίδια και μια πνιγμένη γάτα. Το κουφάρι της ήρθε και σκάλωσε ακριβώς δίπλα μου σαν μια σιωπηλή προειδοποίηση που βιάζεσαι να προσπεράσεις. Την προσπέρασα.

Προσπάθησα να βρω μία στεγνή διαδρομή. Παραπάτησα, έγινα μούσκεμα και το σύννεφο μου χαμογέλασε χαιρέκακα. Το ίδιο έκανε ένα κοριτσάκι απέναντι μου με σάπια δόντια. Τους διαολόστειλα και τους δύο.

Λίγο πριν φτάσω στο γραφείο, δυο άντρες μου έκλεισαν το δρόμο. Φορούσαν κίτρινα αδιάβροχα και μύριζαν φτηνό αφτερσέιβ. Δε σήκωσαν το βλέμμα, μόνο κοιτούσαν το πεζοδρόμιο, λες και κουβαλούσαν όλη τη βροχή του ουρανού στους σβέρκους τους.

Δεν είχαν ηλικία, ούτε πρόσωπα. Μόνο μια πένθιμη γοητεία της ανώνυμης ζωής τους.

Βρέχει ακόμα και σκέφτομαι πόσο ανάγκη έχω ένα μπουκάλι κονιάκ.

Όχι, σήμερα δεν είναι καλή η μέρα.

Έτσι, χωρίς λόγο.

Το άλλο του μισό

Σε όλους αυτούς που με ζαλίζουν καθημερινά με τη σοβαροφάνεια και την τυπολατρεία τους.

Σε όλους αυτούς που αγαπάνε τους καθάριους κανόνες και την τάξη των πραγμάτων, μα αδιαφορούν για τα πράγματα αυτά καθεαυτά.

Ένα έχω να πω.

Μου λέτε πως η αρχή είναι το ήμιση του παντός και πως η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά.

Σκεφτήκατε ποτέ ποιο είναι το υπόλοιπο μισό;

Κάποιοι όμως το σκέφτηκαν.

Και κάποιοι το περιμένουμε.

Ναι, ανυπομονούμε ανήσυχοι να έρθει το βρώμικο φινάλε.

Σκασμός

Αραχτός στην αυλή μου λιάζεται ένας κάκτος.

Περιμένει υπομονετικά, χρόνια τώρα, να του φέρει ο αέρας ένα μπαλόνι.

Ένα μπαλόνι για να το σκάσει.

Τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει;

Από τότε που ήταν μικρό κακτάκι, άκουγε για τα μπαλόνια.

Για μεγάλα, χρωματιστά μπαλόνια που αψηφούν αυθαδικα τους νόμους της βαρύτητας.

Πως ο μεγάλος προορισμός της ζωής κάθε κάκτου είναι να σκάσει ένα τέτοιο μπαλόνι.

Και τώρα που μεγάλωσε περιμένει.

Ένα μπαλόνι για να το σκάσει.

Μα το μπαλόνι δε λέει να φανεί.

Κι εκείνος κοντεύει πια να σκάσει.

Τον δύστυχο, δεν πέρασε ποτέ από το ανυπόμονο μυαλό του, πως ένα μπαλόνι

αντί για να το σκάσεις

- και ας σου λένε όλοι πως για αυτό πραγματικά γεννήθηκες -

μπορεί και να σε βοηθήσει να το σκάσεις.

στραβόξυλο

Η μέρα σήμερα, τσουλάει αργά.

Ενοχλητικά αργά, σαν ιδρωμένη κάλτσα που δυσκολεύεσαι να τη βγάλεις.

Άρρωστος καιρός, ζέστη και φθινοπωρινή υγρασία.

Και συννεφιά.

Και στο ραδιόφωνο παίζει τα ίδια και τα ίδια.

Χθες το βράδυ πάλι με έστησες.

Σήμερα σειρά μου.

Έχω κουραστεί να σε κυνηγάω.

Μα ακόμα σε έχω ανάγκη.

Πότε θα τελειώσουμε;

Αφού το ξέρουμε κι οι δυο μας, ότι τελικά θα γίνει.

Και τότε, το σπίτι δε θα είναι πια ίδιο όταν φύγεις.

Αλλά για να φύγεις, πρέπει πρώτα να έρθεις.

Κι εγώ σε περιμένω.

Οι τοίχοι σε περιμένουν.

Οι πόρτες σε περιμένουν.

Και τα ράφια που ποτέ δεν έβαλες.

Μαραγκέ μου, καλέ μου μαραγκέ, σε παρακαλώ μη με ξεχνάς.

bang bang

Γιατί οι γυναίκες πήρανε τα όπλα;

Είναι άραγε μια προμελετημένη αντεπίθεση των καιρών ή η βεβιασμένη άμυνα σε αυτά που πρόκειται να έρθουν;

Μία φίλη μου είπε κάποτε,

"Όσο πιο έξυπνη η γυναίκα, τόσο πιο δυστυχισμένη".

Γιατί με σημαδεύεις τώρα καουμπόισσα?

Μια ερώτηση μονάχα κάνω. Μια απορία για όλα αυτά τα όπλα.

Θα μου απαντήσεις εσύ Αλεξάνδρα?

Σε βλέπω να βγάζεις το όπλο από το στόμα σου και να μου απαντάς.
Με το στόμα ή με το όπλο?

Θυμήθηκα αυτό που είχες πει Μπόνυ, πριν μερικές μέρες.

Το όπλο είναι μοναχά φαλλικό σύμβολο.

Αυτό ίσως να εξηγεί την σεξουαλική αντιστροφή των ρόλων σήμερα.

Ή πάλι μπορεί να είναι αυτό που δίνει στον ελεύθερο σκοπευτή την ελευθερία του.

Εγώ όμως εξακολουθώ να στέκομαι στην κρύα άκρη της κάνης σας και να αναρωτιέμαι.

Γιατί όλα αυτά τα όπλα κυρίες μου?

Λουρείδες?

Σήμερα παραιτήθηκα.

Θα σταματήσω όμως το Δεκέμβρη, με το τέλος του χρόνου.

Πολιτισμένα πράγματα.

Όσο το σκεφτόμαι, μου ρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό ο Φρόντο, ο σκύλος του αδερφού μου.

Ο Φρόντο τρελαίνεται για βόλτες.

Μόλις πιάσεις το λουρί, θα ορμήξει αμέσως καταπάνω σου, θα αρχίσει να σε γλύφει και να χοροπηδάει και γενικότερα θα χρησιμοποιήσει κάθε τρόπο για να σου δείξει την ευγνωμοσύνη του.

Φέτος το καλοκαίρι τον πήραμε μαζί στο χωριό.

Εκεί δε χρειαζόταν το λουρί, για τις βόλτες του, απλά μας ακολουθούσε κατα βούληση.

Μια μέρα, ο αδερφός μου δεν ήθελε να τον πάρει μαζί του στη θάλασσα κι έτσι εγώ του έβαλα το λουρί για να μην τον ακολουθήσει. Τον έδεσα κι ο αδερφός μου έφυγε για τη θάλασσα.

Η προσμονή της βόλτας και τα χοροπηδητά μετατράπηκαν σε κατοίκον περιορισμό.
Δεν είχα δει ζώο πιο απογοητευμένο.

Τον λυπήθηκα.

Όταν τον έλυσα, δεν πρόλαβα καν να του βγάλω το λουρί. Έφυγε σφαίρα ξωπίσω του.

Όμως στα μισά του δρόμου σταμάτησε.

Γύρισε πίσω.

Ξαναέφυγε.

Ξαναγύρισε.

Αμφιταλαντευόταν στην επιθυμία του να ακολουθήσει τον αδερφό μου και στην επιθυμία για βόλτα. Γιατί το λουρί σημαίνει βόλτα.

Εγώ βέβαια, απλά του έβαλα το λουρί. Και δεν τον έχω πάει ποτέ βόλτα.

Αυτό όμως, δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Για εκείνον αυτός που θα του βάλει το λουρί θα τον πάει και βόλτα.

Και έτσι ο Φρόντο παγιδεύτηκε.

Τελικά, του έβγαλα το λουρί κι ακολούθησε περιχαρής τον αδερφό μου.

Τότε είχα σκεφτεί πως συχνά τα αυτονόητα για μας και τα αυτονόητα για τους άλλους απέχουν όσο η μία άκρη του λουριού από την άλλη.

Σήμερα, καθώς αυτή η σκηνή παίζεται ξανά και ξανά στην οθόνη του μυαλού μου με φόντο την παραίτηση μου, σκέφτομαι πως η ελευθερία δε νικά πάντα τη συνήθεια.

Και αναρωτιέμαι ποιος θα βρεθεί άραγε να μας απαλλάξει από όλη αυτή την ελευθερία του λουριού;

Η επαίτιος και το δείλημμα.

Ξύπνησε για τα καλά ο τίγρης μέσα μου και γυρεύει να με κάνει του χεριού του.

Σε μερικές μέρες κλείνω ένα χρόνο δουλειάς.

Είναι η πρώτη μου εργασιακή επέτειος.

Πριν μερικές ώρες επέστρεψα από το μέρος που έζησα τα πιο ουσιώδη χρόνια της ζωής μου.

Κουβέντιασα πάλι με τους φίλους μου, διαβάσαμε την ίδια σιγουριά στα βλέμματα μας, μετρήσαμε το μέλλον μας.

Κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δύο βρίσκεται η αιτία.

Ο τίγρης χαμογελά, δείχνει τα δόντια του και η μουσική των Χαΐνιδων αντηχεί κάπως παράταιρα στα αυτιά μου.

Όπως σε κάθε επέτειο, οφείλεις να ζυγίσεις το βάρος των επιλογών σου.

Αν το κάνεις μόνος σου μπορείς να δώσεις χίλια άλλοθι.

Να κλέψεις λίγο στο ζύγι.

Αν το κάνεις με τους φίλους σου;

Σίγουρα πιο εύκολα κρύβεσαι από τον εαυτό σου, από ότι από τους φίλους σου.

Κι έτσι τώρα κοιτάζω τη δουλειά μου – ναι αυτή τη δουλειά με τις τόσες προοπτικές και τις τόσες υποσχέσεις – και αναρωτιέμαι τι σχέση έχουν όλα αυτά με όσα εγώ θέλω.

Οι λόγοι που με έβαλαν σε αυτή τη δουλειά, έχουν από καιρό πάψει να υπάρχουν.

Κατά βάθος το ήξερα πως κάποια στιγμή θα τα παρατούσα.

Όμως αυτό το «κατά βάθος», πολλές φορές γίνεται απλά καθησυχασμός.

Αντί για παραίτηση, ζεις μία ατελείωτη παράταση.

Κι όταν έρχεται η στιγμή που καταλαβαίνεις πια πως ήρθε η ώρα του διλήμματος, αυτό που σε εμποδίζει να αποφασίσεις δεν είναι το βάρος της απόφασης, αλλά μία ύπουλη και καθημερινή δειλία.

Φα #

Κάποτε είχα προσπαθήσει να γράψω για τους φίλους μου.

Ήταν σαν να προσπαθούσα να κλείσω ένα άγριο σύννεφο μέσα σε ένα καθωσπρέπει βαζάκι με γλυκό του κουταλιού.

Απόψε τους φαντάστηκα σα μια παράταιρη μπάντα.

Ο μαέστρος έχει πάρκινσον.

Κι ο σολίστας αλτσχάιμερ.

Μα δεν είναι ο μόνος που ξέχασε τις παρτιτούρες του.

Το κοντραμπάσο πάλι λείπει.

Ο τενόρος αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερα για αυτόν να γίνει τενίστας.

Από την άλλη τα βιολιά αγαπούν αυτό που είναι. Είναι πάντα καλογυαλισμένα και μυρίζουν φρέσκο βερνίκι.

Τα πνευστά μονίμως άρρωστα. Μπουκωμένα.

Και κάπου ανάμεσα τους, στριμωγμένο το τρίγωνο να τσακώνεται συνεχώς με το κύμβαλο.

Πολλές φορές ξυπνάω μες στη μέση της νύχτας και νομίζω πως τους ακούω να παίζουν.

Τον πρώτο καιρό τρόμαζα.

Ίσως, τρόμαζα γιατί είμαι μακριά τους.

Τώρα χαμογελώ.

Ίσως χαμογελώ, γιατί η μουσική τους αντηχεί ακόμα μέσα μου.

Κατά πάθος

Τον πρώτο καιρό βάφτιζαν τους άγριους καυγάδες τους πάθος.

Κι έκαναν ακόμη πιο άγριο έρωτα.

Λίγο πριν χωρίσουν τους άγριους καυγάδες τους βάφτιζαν ασυμφωνία χαρακτήρων

Κι έκαναν ακόμη πιο άγριο έρωτα.

Ίσως γιατί, τους κυρίευε σκέψη πως μπορεί και να ήταν η τελευταία τους φορά.

Κάθε φορά η τελευταία φορά.

Κι ύστερα, πέρασαν αρκετά χρόνια μετά την τελευταία φορά.

Θυμούνταν τους καυγάδες τους, χώρια πια, σαν μια σπατάλη χρόνου και συναισθημάτων.

Δε θυμούνταν καν πώς έκαναν έρωτα.

Χθες ξανασυντήθηκαν.

Ξανασυναντήθηκαν κατά λάθος κι εκαναν έρωτα πάλι για πρώτη φορά.

Κι ήταν πρώτη φορά γιατί αυτό που ένιωσαν ήταν πρωτόγνωρο.

Ναι, ορκίστηκαν κι οι δύο πως το ζούσαν για πρώτη φορά.

Δε θυμούνταν καν γιατί είχαν χωρίσει.

- Και σήμερα;

- Σήμερα, μου λείπεις.

Κατά βάθος

Ήταν ένας μπλόγκερ που όλοι τον συμπαθούσαν.

Έγραφε έξυπνα, τα κείμενά του υποδείκνυαν μια προσωπικότητα που άξιζε να τη σεβαστείς.

Κι οι ιδέες του, τους έβρισκαν όλους σύμφωνους.

Αναρωτιόσουν που κρύβονται τέτοιοι άνθρωποι.

Κατα βάθος όμως ήξερες.

Ήξερες πως είναι εγωιστής όπως όλοι.

Πως ξεσπάει, όταν έχει νεύρα. Λέει ψέματα.

Γίνεται μικρόψυχος.

Ή υπερβολικά φιλάρεσκος.

Κατα βάθος, όλα αυτά τα ήξερες.

Αλλά δεν ήθελες να τον απομυθοποιήσεις.

Η απομυθοποίηση είναι μια γερασμένη πόρνη, που όλοι την αποφεύγουν.

Ίσως γιατί άφοβα δείχνει αυτό που πραγματικά είναι.

Ή ίσως γιατί κατα βάθος μέσα της βλέπεις τελικά αυτό που εσύ είσαι.


Μπορείς όμως να ξεκινήσεις με την αποβυθοποίηση.

Κατά λάθος

Πάλι έκανα το ίδιο λάθος.

Κάποιος μου είχε πει πως το να κάνεις το ίδιο λάθος δυο φορές είναι βλακεία.

Στην αρχή τον πίστεψα, αλλά μετά απο καιρό (και κάμποσα λάθη) κατάλαβα πως έκανε λάθος.

Το να κάνεις το ίδιο λάθος δυο φορές είναι ευφυία.

Γιατί

Γνωρίζεις ήδη τις συνέπειες του λάθους και έτσι τη δεύτερη φορά μπορείς να τις περιορίσεις. Οποιοδήποτε άλλο λάθος θα είχε απρόβλεπτες συνέπεις και επομένως είναι αρκετά πιθανό να ήταν και χειρότερο.

Έχεις ήδη μετανιώσει για το λάθος σου, οπότε δε χρειάζεται να το κάνεις δεύτερη φορά. Αν πάλι δεν έχεις μετανιώσει με την πρώτη φορά, τότε σίγουρα δεν προκειται να το κάνεις τη δεύτερη.

Επίσης, αφού σοφοί είναι εκείνοι που μαθαίνουν από τα λάθη τους και η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης, το να κάνεις το ίδιο λάθος δυο φορές είναι μοναδική ευκαιρία στο δρόμο προς τη σοφία.

Τέλος, ως γνωστόν ζούμε με τα λάθη μας. Επομένως αν κάνεις τα ίδια λάθη δυο φορές, τότε ζεις με τα μισά.

Μην αφήνεις λοιπόν κανένα να σε κάνει να νιώθεις μαλάκας όταν κάνεις το ίδιο λάθος δυο φορές.

Να εύχεσαι να το κάνεις και τρίτη.

Έκθεση αιδοιών

Η πρώτη μου κοπέλα δεν είχε πάει με άλλο κανέναν. Μόνο με εμένα.

Η δεύτερη είχε πάει με μονοψήφιο αριθμό ανδρών. Αλλά ποτέ δε μου είπε με πόσους ακριβώς.

Στην τρίτη το νούμερο έγινε διψήφιο. Αυτή τη φορά δε ρώτησα εγώ.

Ένας φίλος μου μαθηματικός μου εξήγησε πως αυτή η αυξηση ονομάζεται εκθετική.

Απόψε καθώς κοιτάζω την τέταρτη δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ ποιος είναι ο εκθέτης.

Ή μάλλον, ο εχθές της.

Πολλαπλασιάζοντας τη στροφή

Το βάρος της επιστροφής μετριέται στη ζυγαριά της καθημερινότητας.

Για κάποιους είναι ανάλαφρη, για άλλους είναι ασήκωτη.

Υπάρχουν όμως και κάποιοι, τυχεροί, σχεδόν ευλογημένοι, που τη ζυγαριά την έχουν χάσει.

Ξέρουμε, πως σαν κι αυτούς δύσκολα θα γίνουμε.

Αλλά το παράδειγμα τους θα είναι για μας μια υπενθύμιση.

Και όπως κάθε υπενθύμιση, μπορείς να τη λάβεις υπ’ όψη ή να την αγνοήσεις.

Εγώ λέω να προσπαθείς.

Μην αφήνεις την επιστροφή να κάνει το φθινόπωρο φτηνόπωρο κι ας νιώθεις πως φθίνεις.

μικρό καλοκαιρινό διήγημα

1

Απόψε αναρωτιέμαι αν όλα αυτά που συνέβησαν τις τελευταίες μέρες ήταν τυχαία. Η επιλογή της Αστυπάλαιας για διακοπές, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια Nova Studios για διαμονή, η Μάρθα για σχέση του φετινού καλοκαιριού. Κι όλα να στριφογυρίζουν, αδιόρατα στην αρχή, όλο και πιο πιεστικά στη συνέχεια, γύρω από τον νέο αρχαιολογικό χώρο του νησιού, γύρω από το αρχαίο νεκροταφείο βρεφών.

«Είναι μια αρχαιολογική ανακάλυψη με παγκόσμια εμβέλεια».

Η αλήθεια είναι πως δεν έδωσα και πολύ σημασία στα λόγια της Μάρθας όταν μου το ανέφερε για πρώτη φορά. Εκείνη τη στιγμή είχα συγκεντρώσει όλη μου τη προσοχή στα χείλια της και όχι σε ότι έβγαινε από αυτά. Σίγουρα όχι. Μονάχα, δυο γυναίκες στη ζωή μου με έκαναν να δώσω σημασία σε αυτά που έβγαιναν από τα χείλια τους κι όχι σε αυτό που θα ήθελα να έμπαινε σε αυτά και η μία ήταν η μάνα μου. Όχι δεν έχω αδερφή.

«Νιώθω πολύ τυχερή που κάνω την πρακτική μου σε ένα αρχαιολογικό χώρο τόσο ιδιαίτερό. Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί χίλιοι εξακόσιοι τάφοι βρεφών. Μόνο βρεφών!».

Τέλειωνε τις σπουδές της στο Αρχαιολογικό κι είχε ξεκινήσει την πρακτική της στην Αστυπάλαια πριν από ένα μήνα. Είχε ωραία χείλη, μεγάλο στητό στήθος κι ήταν αδέξια με τους άντρες. Για αυτούς τους τρεις λόγους ήθελα να την πηδήξω. Για αυτούς τους τρεις λόγους προσποιούμουν πως την άκουγα.

Αν θέλεις να πηδάς σήμερα, πρέπει να μάθεις κατ’αρχάς να ακούς. Κάποτε οι γυναίκες αναζητούσαν άντρες-κυνηγούς, σήμερα ψάχνουν για άντρες-ακροατές. Το πρώτο βήμα λοιπόν είναι να μάθεις να τις ακούς κι όταν πια βαρεθείς να ακούς την ίδια ιστορία στις χίλιες παραλλαγές της, πρέπει να μάθεις να προσποιείσαι πως ακούς. Αυτό είναι δυσκολότερο από το να ακούς. Οι γυναίκες σε μυρίζονται εύκολα – ένα βλέμμα λίγο νυσταγμένο, ένα νεύμα άσκοπο ή αφηρημένο, μια ανάσα που μοιάζει περισσότερο με πνιγμένο χασμουρητό και το παιχνίδι χάθηκε. Αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτό. Το θέμα μας είναι το νεκροταφείο βρεφών.

«Δεν το πιστεύω, είναι ακριβώς μπροστά στο δωμάτιο σου!».

Ηταν την επομένη νύχτα της γνωριμίας μας, που το παρατήρησα για πρώτη φορά. Ο λόγος που τα Nova Studios είχαν την καλύτερη θέα σε όλο το νησί, ήταν ο αρχαιολογικός χώρος που ξεκινούσε ακριβώς μετά τον μαντρότοιχο τους. Το αρχαίο νεκροταφείο, αμέτρητοι φρεσκοσκαμμένοι λάκοι που μέσα τους λίμναζε το φεγγαρόφωτο. Δίπλα μου η Μάρθα ακουμπούσε γυμνή στο κάγκελο του μπαλκονιού.

«Να εκεί δουλεύουμε τώρα, δίπλα στο βουναλάκι. Ακόμα κανείς δε γνωρίζει γιατί δημιουργήθηκε το νεκροταφείο. Δεν υπάρχει καμιά ιστορική αναφορά, ούτε ιστορικό προηγούμενο».

Το σεξ μαζί της δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Δεν ήταν όμως και αδιάφορο. Ήταν αναμενόμενο. Όπως συμβαίνει συνήθως μεταξύ μιας γυναίκας με λίγες εμπειρίας και ενός ώριμου άντρα. Ανταποκρινόταν σε όλα, με ένα σχεδόν κωμικό άγχος να αποδείξει τις ερωτικές ικανότητες της. Είχε όμως τη φρεσκάδα της ηλικίας και εγώ είχα αρκετά χρόνια να γευτώ κάτι τόσο φρέσκο.

«Το βλέπεις το βουναλάκι, έτσι δεν είναι;»

Ήταν η πρώτη φορά που κοίταξα προσεχτικά το νεκροταφείο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν μονάχα να τραβήξω τη Μάρθα πίσω στο κρεβάτι για να συνεχίσουμε τη βραδιά, όπως την αρχίσαμε, όμως κάτι με σταμάτησε. Απέμεινα να κοιτάζω το νεκροταφειο λες και μεμιάς ξεχώρισα στο κεφάλι μου όλα όσα μου είχε πει η Μάρθα τις προηγούμενες μέρες. Πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε, μου ‘ρθε η εικόνα των βρεφικών οστών στριμωγμένα μες στους μικροσκοπικούς τάφους. Το αμυδρό αεράκι άρχισε να σπρώχνει τη σιωπή του αρχαίου νεκροταφείου μέσα στο δωμάτιο. Να την απλώνει πρώτα στο μπαλκόνι, ολόγυρα μας, και να σβήνει σιγά σιγά τα λόγια της Μάρθας. Και καθώς τα λόγια της ολοένα και ξεθώριασαν, μια ανάμνηση που δε θα έπρεπε να υπάρχει, σα να ξύπνησε μέσα μου. Ή πιο σωστά αναστήθηκε.

«Έχει ψύχρα απόψε. Πάμε μέσα».

Της είπα κι έκλεισα τα πατζούρια όσο πιο αθόρυβα μπορούσα.


2

Μνήμες. Όταν δεν τις αντέχουμε τις θάβουμε βαθιά μέσα στη λάσπη της λήθης και περιμένουμε υπομονετικά να πεθάνουν. Όταν τις λαχταράμε τις αναμασάμε ξανά και ξανά, σα χιλιομασημένες τσίχλες, σκληρές και άκαμπτες, που από καιρό έχουν χάσει τη γεύση τους. Μνήμες.

Πέρασα όλη τη μέρα αγναντεύοντας το αρχαίο νεκροταφείο. Τα βρέφη έχουν μνήμες άραγε; Τι σημασία έχει, κι αν έχουν τις χάνουν πολύ γρήγορα. Τις χρειάζεται η νεογέννητη συνείδηση για να τραφεί, να θρέψει, γιατί είναι ακόμη πολύ αδύναμη. Κι έτσι κάθε ανάμνηση πριν προλάβει να χωθεί στη λάσπη ή να γίνει τσιχλίτσα, καταλήγει στο στομάχι της συνείδησης και χάνεται για πάντα.

Μια τέτοια ανάμνηση γύρευα μετά το προηγούμενο βράδυ. Μια τέτοια ανάμνηση που με στοιχειώνει από τα τρία μου χρόνια – ξέρω πως δεν υπάρχει αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να ψάχνω. Είχα μάθει με τον καιρό να την αγνοώ, αλλά να που τώρα τα αρχαία μνήματα, σαν αδίστακτοι καθρέπτες με έφεραν ξανά μπρος της. Μπρος μου.

Τι είχε συμβει; Το έμαθα ενήλικος πια, την περίοδο εκείνη που όλοι όσοι σε αγαπάνε αποφασίσουν πως ήρθε επιτέλους η στιγμή να ωριμάσεις. Κι έτσι σιγά σιγά σταματάνε να σου κρύβουν πράγματα με την ίδια επιμέλεια που έκαναν μέχρι τότε. Ο μπαμπάς δε λείπει ακριβώς σε ταξίδι για δουλειές και τα χάπια που παίρνει η μαμά δεν είναι για τις ημικρανείες. Κι ύστερα, καθώς περνάει ο καιρός ανακαλύπτεις και τα υπόλοιπα. Το δικό μου υπόλοιπο ήταν απρόβλεπτα μεγάλο.

Το άντεξα όμως. Το άντεξα, γιατί είμαι ένας άνθρωπος της λογικής που ζει στον αιώνα της λογικής. Το άντεξα, γιατί κανένα αγόρι τριών ετών δεν είναι σε θέση να λογοδοτήσει για τις πράξεις του. Πόσο μάλλον να το κάνει για χάρη του ένας ενήλικας διχως την παραμικρή ανάμνηση του συμβάντος. Μνήμες που πλατσουρίζουν στο στομάχι της συνείδησης. Εσύ δε φταις σε τίποτα, δεν είσαι υπεύθυνος για τίποτα. Ακόμη κι αν πρόκειται για δολοφονία. Ναι, δολοφονία.

Όλα αυτά τα έχω σκεφτεί ξανά και ξανά. Η λογική ήταν αυτή που με θεράπευσε. Δεν ήταν εύκολο, οι τύψεις μπορεί να φωλιάζουν στις αναμνήσεις, αλλά δεν τις χρειάζονται για να απλώσουν τα φτερά τους μέσα στο κεφάλι σου. Η λογική όμως νίκησε τελικά. Ύστερα από δυο τρια χρόνια, εκείνη ήταν που με ανέβασε στην κορυφή του Γολγοθά. Και τώρα τούτο το καταραμένο νεκροταφείο έρχεται να με ξαναρίξει στους πρόποδες. Τελικά, δεν έχει τόση σημασία να ανέβεις το Γολγοθά σου, όση το να σταυρωθείς.

Ναι, όλα αυτά τα έχω σκεφτεί ξανά και ξανά. Μα σήμερα δε με βοηθάνε. Όπως δε με βόηθησε η περιγραφή του φόνου να τον θυμηθώ. Το μόνο που κατάφερα ήταν να φτιάξω μόνος μου την άγνωστη τούτη ανάμνηση, από την αρχή ξανά, όπως εγώ τη φανταζόμουν. Έγινε σα να λέμε η αναστροφή. Η συνείδηση προσπάθησε να θρέψει τη μνήμη, αφού πρώτα απέτυχε να την ξεράσει.

Και σχεδόν τα κατάφερε – η ανάμνηση βγήκε καθαρή σαν αληθινή.

Παίζω στο σαλόνι μας κι εκείνος κοιμάται στην κούνια του. Είμαστε μόνοι μας, ο αδερφός μου κι εγώ, η μητέρα μας είναι σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Μακριά. Τότε αρχίζει να κλαίει. Κανεις δεν έρχεται. Δίπλα στην κούνια το σίδερο. Ξεχασμένο. Το πιάνω, δυσκολεύομαι λίγο. Το αφήνω να πέσει – γεμάτος ζήλια άραγε; Το κλάμα σταματάει.
Σκότωσα τον αδερφό μου. Επίτηδες, κατα λάθος, ποιος ξέρει; Έχει πραγματικά σημασία; Μέχρι χθες έλεγα πως όχι. Απόψε είμαι πάλι αβέβαιος. Απόψε είμαι πάλι στους πρόποδες του Γολγοθά, που κάποτε είχα φτιάξει. Κουβάλησα τόσο χώμα, τον έφτιαξα όσο πιο ψηλό μπορούσα, έβαλα όλη μου τη δύναμη να τον ανέβω. Τι ειρωνία! Όταν έφτασα στην κορυφή ανακάλυψα πως είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου τα καρφιά.


3

Κάτι είναι εκεί έξω. Το ακούω που σέρνεται στο χώμα, το ακούω να σπάει κλαδάκια και να τρίβεται ανάμεσα στους θάμνους. Πέρα από το μαντρότοιχο, σαν να το ακούω να μουρμουρίζει στο σκοτάδι. Γάτα θα είναι, ναι, μου φαίνεται πως την ακούω να νιαουρίζει ξέπνοα. Γάτα, ετοιμόγεννη, την ακούω, πονάει. Κι όμως σα κλάμα ακούγεται. Σα κλάμα μωρού παιδιού. Ίσως το μωρό κάποιου που μένει στα Nova Studios. Όχι, δεν ακούγεται από μέσα, από έξω ακούγεται. Κάτι είναι εκεί έξω. Πέρα από το μαντρότοιχο ή μήπως κάτω από το μπαλκόνι μου;

Δε διαφέρει και πολύ ξέρεις, το κλάμα μιας ετοιμόγεννης γάτας, από το μουρμουρητό ενός ετοιμοθάνατου μωρού... Σύνελθε! Παιχνίδια του μυαλού είναι και τίποτα παραπάνω. Θα βγω τώρα στο μπαλκόνι και ο νους μου θα ηρεμήσει. Κι όμως δε βρίσκω το κουράγιο να σηκωθώ από το κρεβάτι. Σκατά! Πρέπει να ηρεμήσω. Φταίνε όλες αυτές οι σκέψεις σήμερα. Έπρεπε να έβγαινα, να πήγαινα το μπάνιο μου, να έβλεπα τη Μάρθα. Όχι να έμενα κλεισμένος σπίτι, να σκέφτομαι ξανά και ξανά... Κωλόγατα! Δε λέει να ησυχάσει η γαμημένη. Θα ήθελα πολύ να έπιανα το σίδερο και να τις έλιωνα το κεφάλι.

Κι αν δεν είναι γάτα; Αν κάποιος παράτησε ένα μωρό στην ερημιά; Απίθανο. Αυτά δε συμβαίνουν πια. Ειδικά σε ένα μικρό νησί. Κι όμως κλάμα είναι, τώρα που δυναμώνει το ακούω όλο και πιο καθαρά. Μα πως γίνεται να μην το έχει ακούσει κανείς άλλος; Ή μήπως το ακούω μόνο εγώ; Τι ήταν αυτό; Ξαφνικά ησυχία και μοναχά το σύρσιμο ακούγεται που και που. Όλο και πιο κοντά. Σα να ψάχνει κάτι και πλησιάζει. Δεν είναι δυνατόν να αφήνω μια γάτα να με κάνει έτσι. Θα ανοίξω τώρα τα παντζούρια και θα δώσω ένα τέλος σε αυτή την ιστορία.

Την ακούω τη μαλακισμένη. Πατάει πάνω στη σακούλα που άφησα στο μπαλκόνι μου. Μας χωρίζουν μόνο τα παντζούρια. Σιωπή. Δε νιαουρίζεις τώρα ε; Να δούμε αν θα νιαουρίζεις μετά το σουτ που θα φας.

Παγώνω.

Ανάμεσα στις γρίλιες είναι σφηνωμένα τρία μωρουδιακά δαχτυλάκια.




4

Ξύπνησα. Ιδρωμένος, τρομαγμένος και μόνος. Η καρδιά μου έκανε κάμποση ώρα για να νιώσει πάλι ασφαλής μες στο στενάχωρο κλουβί της και να ησυχάσει. Σηκώθηκα, πλύθηκα βιαστικά και έφυγα ακόμα πιο βιαστικά. Απέφυγα να κοιτάξω το νεκροταφείο.
Τώρα τι;

Ήπια έναν καφέ στην πλατεία, Οι φίλοι μου είχαν φύγει εδώ και τρεις μέρες, τώρα ήταν η ώρα να πηγαίνω κι εγώ. Είχα μείνει ακολουθώντας μονάχα τα σεξουαλικά μου ένστικτα, πλέον κι αυτά με είχαν εγκαταλείψει με κάποια πρωινή πτήση δίχως καν να με αποχαιρετήσουν.

Από μπροστά μου πέρασε ένα ζευγάρι με ένα καρότσι. Ανατρίχιασα. Το μωρό τους με κοίταζε μες στα μάτια. Μες στα μάτια σα να ήξερε… Ναι, πρέπει να πηγαίνω, πριν αποτρελαθώ τελείως.

Άνοιξα το κινητό μου. Περίμενα να με υποδεχτούν τα αναμενόμενα μηνύματα της Μάρθας. Αναμενόμενα αφού το είχα κλειστό από χθες το πρωί. Δε χρειαζόταν να τα διαβάσω καν, ήξερα τι με περίμενε. Ενδιαφέρον στην αρχή, απορία στη συνέχεια, μετά παράπονο και τέλος θυμός. Κι ίσως πάλι παράπονο ή μπορεί και απαξίωση. Το συναισθηματικό οπλοστάσιο της γυναίκας αν και ανεξάντλητο είναι σίγουρα προβλέψιμο. Και για μια τόσο συνηθισμένη κοπέλα όπως η Μάρθα είναι ακόμη πιο προβλέψιμο.

Έκανα λάθος. Τόσο λάθος, όσο δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Μου είχε στείλει ένα και μοναδικό μήνυμα. Ένιωσα τις άκρες των δαχτύλων μου να μουδιάζουν, το κινητό ξαφνικά έγινε εχθρικό και ξένο. Το ακούμπησα στο τραπεζάκι. Το μήνυμα όμως έμεινε στα χέρια μου.

«Μνήματα βρεφών, μνήμες νεκρών».

Μου πήρε αρκετή ώρα για να συνέλθω. Τα κατάφερα όμως και ύστερα ήρεμος πια έβαλα τα πράγματα σε μια σειρά. Προφανώς παραμιλούσα τη νύχτα που κοιμηθήκαμε μαζί. Ναι, εκείνη τη νύχτα ήταν που ξεκίνησε η μικρή χιονόμπαλα των σκέψεων, για να φέρει τη χθεσινή χιονοστιβάδα. Ποιος ξέρει τι είπα. Ύστερα, το μήνυμα το είχε στείλει βράδυ, άρα ήταν ήδη θυμωμένη από την αναμονή μια ολόκληρης μέρας. Έτσι, αντί να με βρίσει, αποφάσισε να το κάνει πιο προσωπικό, να με πληγώσει όπως την πλήγωσα. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να πληγωθεί τόσο. Η αλήθεια είναι επίσης πως ελάχιστα με ικανοποιούσε η εξήγηση μου.

Κάτω από κανονικές συνθήκες θα το είχα αφήσει εκεί. Όμως, οι συνθήκες δεν ήταν κανονικές και η Αστυπάλαια είναι μικρό νησί. Δε δυσκολεύτηκα να βρω τον αρχαιολόγο που ήταν υπεύθυνος των ανασκαφών και εκείνος με τη σειρά του δε δυσκολεύτηκε να με αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Δε γνώριζε καμία Μάρθα, στην ανασκαφή δούλευαν μόνο άντρες.

«Μνήματα βρεφών, μνήμες νεκρών».

Δεν ήξερα τίποτα απολύτως για εκείνη. Ούτε που ακριβώς μένει, ούτε πότε πραγματικά είχε έρθει, ούτε καν ποιο είναι το αληθινό της όνομα. Ποια ήταν; Και πόσο τυχαία ήταν η συνάντηση μας; Ρώτησα τον αρχαιολόγο περισσότερα για το αρχαίο νεκροταφείο. Όσα μου είχε πει η Μάρθα ήταν αλήθεια. Τον ευχαρίστησα και γύρισα στην πλατεία. Όπως είπαμε η Αστυπάλαια είναι μικρό νησί, αν δεν είχε φύγει το πιο πιθανό ήταν να την ξανασυναντούσα. Βαθιά μέσα μου ήμουν σίγουρος πως αυτό θα συνέβαινε και αυτή τη φορά δεν διαψεύστηκα.


5

Το Άρτεμις ήταν όπως κάθε βράδυ γεμάτο κόσμο. Ο μπάρμαν φλέρταρε ασταμάτητα με έναν παράδοξα στωικό τρόπο και κέρναγε σφηνάκια «Χιροσίμα», την προσωπική του επώνυμη συνεισφορά στο σύμπαν των ανώνυμων αλκοολικών. Οι ανώνυμοι αλκοολικοί φλέρταραν επίσης. Άλλοι αδέξια, άλλοι γεμάτοι αυτοπεποίθηση, άλλοι αφηρημένα – συνήθως αναλόγως με την κατανάλωση τους σε αλκοόλ.

Όταν μπήκα, η Μάρθα ήταν ήδη εκεί. Μιλούσε με έναν ντόπιο. Ή πιο σωστά της μιλούσε ένας ντόπιος. Ή ακόμη πιο σωστά προσπαθούσε να της μιλήσει – για την ώρα μιλούσε το αλκοόλ. Δε με είδε, την παρατήρησα.

Οι περιστασιακές σχέσεις έχουν μια ιδιαιτερότητα. Μπορεί να έχεις κάνει το καλύτερο σεξ της ζωής σου με κάποια και να έχεις συγκρατήσει ελάχιστα από το πρόσωπο της. Θυμάσαι τη πράξη, ξεχνάς τα πρόσωπα. Κι όταν περάσει ο καιρός, ξεχνάς τις πράξεις και μένει μονάχα η αίσθηση.

Έτσι είχε συμβεί και με τη Μάρθα. Είχα συγκρατήσει ελάχιστα από εκείνη και καθώς την παρακολουθούσα να ακουμπάει στην μπάρα, την ανακάλυπτα για πρώτη φορά. Την ανακάλυπτα ψάχνοντας για κάποια απάντηση στο πρόσωπο της, στον τρόπο που κοιτούσε τον μεθυσμένο απέναντι της και στις αμήχανες κινήσεις των δακτύλων της. Ποια ήταν; Με είδε.

Ήρθε αμέσως κοντά μου, με ένα αβέβαιο χαμόγελο και μάτια γεμάτα προσμονή. Ξαφνιάστηκα, δεν ήταν αυτό που περίμενα από εκείνη. Δεν άφησε τη σιωπή να βρεθεί ανάμεσα μας.

«Γεια». Είχα σκεφτεί ξανά και ξανά τι θα τις έλεγα αν τη συναντούσα, αλλά τώρα αυτή η άνεση στη συμπεριφορά της με κάποιο τρόπο με εμπόδιζε.

«Γεια». Κατάλαβε αμέσως πως την κοίταζα περίεργα. Δε θα μπορούσα να κρυφτώ εξάλλου. Πήγε να μιλήσει, μα κάποιος μπήκε ανάμεσα για να παραγγείλει. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε τα παπούτσια του. Όταν έφυγε, η Μάρθα ξαναπροσπάθησε.

«Κοίτα, δεν είμαι από τους ανθρώπους που εξαφανίζονται. Απλά έχασα το κινητό μου... Δηλαδή θέλω να πω αν με έπαιρνες τηλέφωνο...», η αμηχανία της την πρόδωσε.

Αμηχανία; Ναι, έδειχνε τόσο αμήχανη, όσο ένα κοριτσάκι που τα θαλάσσωσε την πρώτη φορά που της εμπιστεύτηκαν οι γονείς της κάτι σημαντικό. Έδειχνε λες κι ήθελε μονάχα να επιδιορθώσει το λάθος της και τώρα τα έβαζε με την ατυχία της. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο στο βλέμμα της. Πελάγωσα.

«Πως πήγε η ανασκαφή σήμερα;», τη ρώτησα. Αφού δεν ήμουν σε θέση να μπλοφάρω, θα έπαιζα μοναχά τα φύλλα μου.

«Αυτές τις μέρες δεν πηγαίνω, έχει πολύ ζέστη. Από τέλη Αυγούστου πάλι». Η ανακούφιση σχεδόν δρόσισε τη φωνή της.

«Γιατί μου λες ψέματα;», παρατήρησα κάθε σκιά του προσώπου της. Είδα το κοριτσάκι να ξανάρχεται. Μεσολάβησε μισό ρεφρέν πριν απαντήσει.

«Με συγχωρείς. Είναι που... ξέρεις εσύ είσαι τόσο ενδιαφέρον. Εγώ πάλι... Ε, να... Ήθελα να σε εντυπωσιάσω... Με συγχωρείς, βλακεία μου», έκανε να φύγει.
Την έπιασα από το μπράτσο. Γαμώτο, ποιος από τους δυο μας είναι η γάτα και ποιος ο ποντικός; Οι σκέψεις χόρευαν σαν τρελές στο κεφάλι μου. Οι σκέψεις χόρευαν και η λογική πήγε περίπατο. Την τράβηξα κοντά μου και τη φίλησα.

Εκείνο το βράδυ κάναμε έρωτα. Όπως και να το ονομάσεις το σεξ πάντα σεξ είναι. Το καλό σεξ εγώ το λέω έρωτα. Κάναμε έρωτα στο δωμάτιο της, με το Κάστρο της Αστροπαλιάς να μας κοιτάζει από το ανοιχτό παράθυρο. Ήταν μια σιωπηλή ανάκριση, ένα βασανιστήριο που όμως δεν οδήγησε στην ομολογία. Ήθελα να την ανακαλύψω, να μάθω τι μου κρύβει, να την κάνω να αποκαλυφθεί. Μα η αποκάλυψη δεν ήρθε, παρά μόνο η ηδονή και το απέραντο συναίσθημα του ανολοκλήρωτου. Ίσως τελικά αυτό να είναι ο έρωτας.
Την άφησα να κοιμάται ήσυχα κουλουριασμένη στη μέση του κρεβατιού. Δεν είχε χαράξει ακόμη. Στην είσοδο των ενοικιαζόμενων δωματίων, ξανασυναντήθηκα με εκείνο τον τύπο που είχε βγάλει τα παπούτσια του. Τα κρατούσε ακόμη στο αριστερό του χέρι. Με καλημέρισε, τον καλημέρισα κι εγώ.

«Τα παπούτσια γιατί τα βγαλες;», τον ρώτησα.

Τα κοίταξε λες και είχε ξεχάσει πως δε φορούσε παπούτσια. Βυθίστηκε σε περισυλλογή.
«Ξυπόλητος κατέβηκες από τη Χώρα;», ξαναρώτησα. Έγνεψε καταφατικά.

«Τυχερός είσαι που δεν πάτησες κανένα γυαλί», του είπα στο τέλος.

Γύρισε προς το μέρος και με το πιο σοβαρό ύφος του κόσμου μου είπε,
«Άκου να δεις, τα γυαλιά μπορεί κάποιοι να τα πατάνε αλλά υπάρχουν και κάποιοι που τα φοράνε», κι ανέβηκε τις σκάλες γελώντας αυτάρεσκα με το λογοπαίγνιο που σκαρφίστηκε.

Ανηφόρισα προς τα πάνω. Ύστερα από κάμποσα σκαλοπάτια, βρισκόμουν στο δρόμο για τα Nova Studios κι ύστερα από κάμποσο δρόμο βρέθηκα ξανά μπροστά από τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο. Το σκοτάδι κρατιόταν γερά ακόμη από τις άκρες του ορίζοντα. Άθελα μου άνοιξα κι άλλο το βήμα. Εκατό μέτρα ακόμη, φέρσου σαν άντρας. Το παιχνίδι, όμως ήταν εξαρχής χαμένο. Όλες μου οι σκέψεις της ημέρας επέστρεψαν καβάλα στους χθεσινούς μου εφιάλτες.

Ογδόντα μέτρα. Τώρα, κάτι μέσα μου με σπρώχνει να κοιτάξω ανάμεσα στους τάφους. Όχι, κρατώ το κεφάλι μου καρφωμένο μπροστά. Γιατί επέστρεψα; Ποια μαζοχιστική διάθεση με σήκωσε από το κρεβάτι της και με έφερε πάλι αντιμέτωπο με το χθεσινό μου μαρτύριο; Γαμώτο, ας είναι λοιπόν! Γυρίζω και το κοιτάζω. Μια μακριά τρίχα άγγιξε την πλάτη μου και κατέβηκε τσουλήθρα τη σπονδυλική μου στήλη. Τίποτα. Μπορεί εγώ να ψάχνω για γάτες στο σκοτάδι, αλλά το μόνο που αντικρίζω είναι οι άδειοι λάκκοι του αρχαίου νεκροταφείου.

Γυρίζω, πίσω στο δρόμο. Παραλίγο να ουρλιάξω. Μια γριά με κοιτάζει με απορία. Μαυροφορεμένη, ζαρωμένη κι άρρωστη. Νόμιζες πως θα ανοίξει το στόμα της και θα ξεχυθούν κατάρες ανάκατες με φλέματα. Από ποιο στενάκι να ξετρύπωσε, άραγε; Την προσπερνάω, μυρίζει λιβάνι και πράσινο σαπούνι.

«Κακό θα σ’ έβρει», ψιθύρισε μα δε σταμάτησε. Σταμάτησα εγώ, την είδα να σταυροκοπιέται βιαστικά. Συνέχισα.

Πενήντα μέτρα. Πάλι η γάτα... Αυτή τη φορά δεν ονειρεύομαι, την ακούω ξεκάθαρα. Μια γάτα κλαψουρίζει, μια γάτα ετοιμόγεννη – ένα μωρό ετοιμοθάνατο; Κάπου μες στο νεκροταφείο. Ξανακοιτάζω, αλλά δε φαίνεται τίποτα. Το ήξερα από πριν ότι δε θα έβλεπα τίποτα. Μη δίνεις σημασία, σχεδόν έφτασες στην πόρτα.

Είκοσι μέτρα. Ένα μήνυμα ξυπνάει το κινητό μου. Ένα μήνυμα από το χαμένο κινητό της Μάρθας.

«Εγώ στη θέση σου δε θα έμπαινα. Μην ξεχνάς τα λόγια της γριάς».

Τι διάολο συμβαίνει! Κοιτάζω ολόγυρα μου, κοιτάζω την πόρτα, κοιτάζω το νεκροταφείο. Παίρνω τηλέφωνο. Κλειστό.

«Ποιος είσαι;», φωνάζω στο σκοτάδι. Το κλαψούρισμα χάθηκε, τώρα δεν ακούγεται τίποτα. Όποιος και να ναι δεν πρόκειται να μου αλλάξει γνώμη.

Δέκα μέτρα. Μπαίνω στην αυλή, όλα είναι ήσυχα, όλοι κοιμούνται. Η μυρωδιά του νυχτολούλουδου με χαλαρώνει. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια για το δωμάτιο μου.

«Μην ξεχνάς τα λόγια της γριάς». Κάθε σκαλοπάτι που ανεβαίνω, ακούω τη φράση να σβήνει σιγά σιγά. Σα μια καμπάνα που αργοπεθαίνει. Πέθανε. Είμαι στην πόρτα μου, ανάβω το φως, ψάχνω το κλειδί και τότε βλέπω το αίμα.

Πατάω μέσα σε μια λιμνούλα από αίμα. Αυτό παραπάει! Κάποιος μου κάνει μια κακόγουστη φάρσα. Ναι μπορώ να τον φανταστώ να με κοιτάζει από κάπου εδώ τριγύρω και να γελάει με το διεστραμμένο αστείο του...

Η κραυγή όμως που ακολούθησε δε χωρούσε σε κανένα αστείο. Ακούστηκε από το νεκροταφείο. Τρέχω, σχεδόν κουτρουβαλάω τα σκαλιά. Τρέχω ανάμεσα στα αρχαία μνήματα. Τρέχω μέχρι που την αντικρίζω.

Είναι γυμνή και ματωμένη.


6

Τώρα, καθώς το τέλος πλησιάζει, σκέφτομαι πως δεν έχει καθόλου σημασία να ανακαλύψω τι έχει συμβεί. Το μόνο που έχει σημασία είναι, πως νιώθω εγώ για όσα έχουν συμβεί. Και νιώθω πάλι στην κορυφή του Γολγοθά. Νιώθω το αεράκι της σταύρωσης ή της λύτρωσης να με χτυπάει στο μέτωπο. Ήρθε η ώρα.

Η Μάρθα είναι ξαπλωμένη απέναντι μου στο νωπό χώμα του νεκροταφείου. Ανασαίνει αργά. Πίσω της, σε κάποια από τα δωμάτια του Nova Studios, έχουν ανάψει τα φώτα. Κάποιοι βγήκαν στα μπαλκόνια τους, τους ξύπνησε η κραυγή της. Τώρα καθώς επιστρέφουν στα ζεστά κρεβάτια τους, ένα ένα τα φώτα σβήνουν. Είμαστε πάλι μόνοι μας.

«Τι θέλεις;»

«Να με σκοτώσεις».

«Γιατί;»

«Γιατί δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου».

«Γιατί εγώ;»

«Γιατί το έχεις ξανακάνει».

«Που το ξέρεις;»

«Μου το είπε ο αδερφός σου».

«Ποια είσαι;»

«Ένας από τους δυο μας θα πεθάνει απόψε. Διάλεξε».

Κάθομαι δίπλα της, την αγγίζω απαλά με τις άκρες των δαχτύλων μου. Είναι παγωμένη. Μπρος μου, όπως και πίσω μου, όπως και παντού γύρω μου, τάφοι μικροί, σχεδόν ένα μέτρο, κοιτάζουν αδειανοί τον ουρανό. Χαράζει.

Κάθομαι δίπλα της και ξανασκέφτομαι από την αρχή όλη αυτή την ιστορία. Σκέφτομαι την εποχή μου, που σκόρπισε το σκοτάδι, έδιωξε τους δαίμονες και τα πνεύματα. Δεν υπάρχει πια τίποτα να σε φοβίσει στο σκοτάδι, πέρα από έναν οπλισμένο ληστή ή ένα αδίστακτο βιαστή. Οι τύψεις γίνονται εφιάλτες, αλλά οι εφιάλτες σου θα εξατμιστούν στο πρώτο φως της μέρας. Όνειρα είναι και τίποτα παραπάνω.

Ναι, είμαι ένας άνθρωπος της λογικής στον αιώνα της λογικής κι όμως λαχταρώ μια λύτρωση μεταφυσική. Μια λύτρωση και όχι τη στεγνή πραγματικότητα. Την πραγματικότητα αυτή που το αρχαίο νεκροταφείο είναι άλλος ένας παρατημένος αρχαιολογικός χώρος και οι γιαγιάδες αντί να διηγούνται αληθινές ιστορίες με φαντάσματα κι αγίους, βλέπουν βραζιλιάνικες σαπουνόπερες στην τηλεόραση. Πως μπορεί αυτή η πραγματικότητα να φέρει τη λύτρωση; Δεν υπάρχει θεός να προσευχηθώ, δεν υπάρχει στοιχειό να με κυνηγήσει. Υπάρχει μόνο ο άνθρωπος. Ρωτήσατε τον άνθρωπο αν μπορεί να το αντέξει αυτό;

«Ένας από τους δυο μας θα πεθάνει απόψε. Διάλεξε».

Την κοιτάζω. Από που ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία; Είναι αληθινή; Αν δεν είναι αυτή αληθινή, αν είναι απλά ένα επινόημα της φαντασίας μου, τότε το μόνο που απομένει για αληθινό είναι το 45άρι που βαστώ στο χέρι μου. Τι είναι προτιμότερο λοιπόν; Να πεθάνω εγώ ή αυτή; Γιατί, στην κορυφή του Γολγοθά τελικά κάποιος πεθαίνει. Γιατί, αφού δεν μπορώ να επινοήσω την ιστορία της ζωής μου, θα επινοήσω την ιστορία του θανάτου μου. Ή μπορεί της λύτρωσης μου.

Την κοιτάζω. Όλη αυτή η ιστορία ξεκίνησε από εσένα Μάρθα. Να, που τώρα τελειώνει και με σένα. Ο νεκρός μου αδερφός χαμογελά κι η μνήμη του ανυπομονεί να γίνει μνήμα μου. Κι εγώ μετέωρος, καταμεσής ενός αρχαίου νεκροταφείου, σε βλέπω να χάνεσαι σιγά σιγά. Χάνεσαι και το μόνο που απομένει είναι το περίστροφο στο χέρι μου.

Ένα παλιό 45άρι τύπου Marth - A.

Να γυαλίζει στις πρώτες ηλιαχτίδες της μέρας που ξεκινά.