Γενάθλια

Έχει γενέθλια σήμερα.

Δεν είναι λιγότερο τυπικός από ότι συνήθως. Ούτε του ξεφεύγει η παραμικρή λεπτομέρεια.

Κάποτε τα γιόρταζε, τώρα τα αποφεύγει.

Σχεδόν τα είχε ξεχάσει και πραγματικά δεν τον πειράζει καθόλου.

Έχει έγνοιες. Έχει ένα σωρό πράματα να σκεφτεί. Έχει ευθύνες.

Έχει δική του δουλειά. Έχει γυναίκα. Έχει ένα γιο.

Αγαπάει τη δουλειά του. Και τη γυναίκα του. Και σίγουρα το γιο του.

Αλλά τα γενέθλια του τα αποφεύγει.

Δεν τον γνωρίζω πολύ καιρό, μισό χρόνο, δεν το ήξερα καν ότι είχε γενέθλια σήμερα.

Ούτε ξέρω πόσο χρονών γίνεται. Τριαντατέσσερα, τριανταέξι, τριανταοκτώ?

Ένα τηλέφωνο τον πρόδωσε, μια βιαστική ευχή, λίγο τυπική, λίγο αμήχανη.

Του ευχήθηκα κι εγώ και προσπαθώ τώρα να τον φανταστώ φοιτητή, ολομέθυστο, να σέρνεται, να χορεύει. Να τραγουδάει, σχεδόν λιπόθυμος ή να κατεβάζει αγριεμένος την κιλότα της γκόμενας του. Να χοροπηδάει αγκαλιασμένος με τους φίλους του.

Να γιορτάζει.

Αλλά η εικόνα κρατάει για λίγο. Πως θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ εξάλλου;

Δεν είναι λιγότερο τυπικός από ότι συνήθως. Ούτε του ξεφεύγει η παραμικρή λεπτομέρεια.

Είναι το αφεντικό μου.

«Και στο τηλέφωνο ποιος ήταν;».

Η νοσταλγία των αληθινών εκείνων χρόνων.

Δια της φωνής και παρά την εξήγηση... μαλώσαμε

- Γιατί μαλώσατε?
- Δε μαλώσαμε, διαφωνήσαμε.
- Ναι, αλλά παρεξηγηθήκατε.
- Παρεξηγηθήκαμε, γιατί διαφωνήσαμε.
- Παρεξηγηθήκατε γιατί διαφωνήσατε ή διαφωνήσατε γιατί παρεξηγηθήκατε?
- Διαφωνήσαμε, παρεξηγηθήκαμε, τι σημασία έχει?
- Άλλο οι διαφωνίες και άλλο οι παρεξηγήσεις.
- Οι παρεξηγήσεις, όμως, οδηγούν σε διαφωνίες.
- Γιατί, οι διαφωνίες δεν οδηγούν σε παρεξηγήσεις?
- Όχι, διαφωνώ.
- Γιατί διαφωνείς?
- Ωστε παίρνεις το μέρος του?
- Νομίζω ότι με παρεξήγησες!
- Σε παρεξήγησα επειδή διαφωνώ?
- Τώρα τι θέλεις να μαλώσουμε?

Που – Σου – Κου

Παρασκευή βράδυ.
Ξεκίνησα το μικρό μου ταξίδι. Κοιμήθηκα αργά, κάπου πρόχειρα.

Σάββατο πρωί.
Βρήκα το μέρος που έψαχνα και κατασκήνωσα. Συνάντησα τον Πετρ.

Κυριακή απόγευμα.
Επιστροφή.

Ένα τριήμερο, μπορεί να μην είναι τίποτα παραπάνω, από τρία γράμματα, 26 λέξεις ή μισή σελίδα στο ημερολόγιο σου.

Μπορεί να είναι ένα συναίσθημα ή μια φωτογραφία.

Για μένα ήταν μια γνωριμία.

Εκεί, στη μέση του πουθενά, γνωρίστηκα με τον Πετρ. Τσέχος, σαραντάρης, τα μαλλιά του έμοιαζαν με άχυρο και τα γυαλιά του με φακούς που είχε κλέψει από ένα τηλεσκόπιο.
.
Ή από παλιά κινηματογραφική μηχανή.
.
Είναι σκηνοθέτης. Δε μιλάει βέβαια πολύ για αυτό, αλλά με λίγη ενθάρυνση δε δυσκολεύεται κιόλας. Ποιος μπορεί εξάλλου να απαρνηθεί τη δόξα ή τον θαυμασμό των άλλων έτσι εύκολα?
Μιλάμε όλο το βράδυ, τρώμε την άλλη μέρα παρέα.
.
"Πρέπει να νιώθεις πολύ γεμάτος που τα κατάφερες?", τον ρωτάω.
.
Γελάει. Ίσως και λίγο αυτάρεσκα. Ίσως έτσι απλά να νομίζω.
.
"Θα σου πω. Στην αρχή ονειρεύεσαι να κάνεις την πρώτη σου ταινία μικρού μήκους. Όταν συμβεί αυτό, ονειρεύεσαι την πρώτη μεγάλου μήκους. Ύστερα αναζητάς την αναγνωρισιμότητα, ίσως και κάποια εισπρακτική επιτυχία. Κι όταν έρθει και αυτό κοιτάς ολόγυρα σου. Τότε κοιτάζεις τον Τριερ ή τον Αλμοδοβάρ και νιώθεις πως ακόμη δεν έχεις καταφέρει τίποτα. Προφανώς κι αυτοί θα κοιτάζουν τα έργα του Κιούμπρικ ή του Μπονιουέλ με τον ίδιο τρόπο. Δε θέλω να σκεφτομαι τι έβαζαν εκείνοι με το μυαλό τους".

"Δεν τελειώνει ποτέ λοιπόν?"
.
"Νομίζω πως αυτό ακριβώς είναι κατάρα και ευχή του ανθρώπου".
.
Ήταν ήδη μισή βδομάδα στην παραλία. Μόνος του, μοναχικός. Δε μου είπε αν έγραφε ή ετοίμαζε κάτι.
.
"Σε αυτή τη δουλειά δε σταματάς να δουλεύεις. Ακόμη κι όταν κοιμάσαι. Οι περισσότεροι λένε 'Α, τον τυχερό', δεν μπορούν να φανταστούν πόσο κουραστικό είναι να είσαι συνεχώς παρατηρητής. Από ένα σημείο και μετά δεν μπορείς να μην το κάνεις".
.
Πάντα, όταν βουτούσε σε κάποιον από τους μονολόγους του, έσπρωχνε μηχανικά κάθε τρεις και λίγο τα γυαλιά στη μύτη του.
.
Μετά έφυγα. Δυστυχώς δεν είχα την πολυτέλεια να μείνω κι άλλο. Εκείνος θα καθόταν μερικές μέρες ακόμα και μετά θα γύριζε και το υπόλοιπο νησί.
.
Μου υποσχέθηκε όμως, πως όταν επισκεφτεί την πόλη, θα τα ξαναπούμε.
.
Από χθές για να με πάρει ο ύπνος, αντί να μετράω προβατάκια, όπως το συνήθιζα, σιγοψιθυρίζω το εξής:

"Όταν έχω ένα θέλω δύο,
όταν έχω δύο θέλω τρία,
όταν έχω τρία θέλω τέσσερα,
όταν έχω τέσσερα θέλω πέντε,
όταν έχω ..."

Σπουδή



.

.

.

.

.

.

.

.

Από μικρός ήθελα να σπουδάσω.

Στην αρχή με βάλανε στο παιδικό σταθμό. Ύστερα προνήπιο.

Νήπιο, δημοτικό, γυμνάσιο.

Λύκειο. Επιτέλους, έφτανε η ώρα των σπουδών!

Πανεπιστήμιο.

Και μετά μεταπτυχιακό.

Σήμερα το τελείωσα. Μου πήρε τρία χρόνια.

Εργασία μαζί με σπουδές, δεν είναι ωραίο πράγμα.

Για αυτό σκέφτομαι να κόψω την εργασία και να ξεκινήσω διδακτορικό.

Και μετά ποστ-ντοκ.

Ίσως και ποστ-ποστ-ντοκ.

Ποστ-ποστ-ποστ-ντοκ δεν υπάρχει. Τουλάχιστον, όχι ακόμα.

Και μετά, όταν τελειώσω τις σπουδές μου, τι θα κάνω;

Α ναι, θα βγω στη σύνταξη.

Ή θα ξαναγραφτώ στον παιδικό σταθμό.

Και θα νιώθω σπουδαίος.

Ποληάριθμοι

- O άνθρωπος έχει την ικανότητα να συγκρατεί στη μνήμη του τα χαρακτηριστικά το πολύ 200 ανθρώπων. Όσα μέλη δηλαδή, είχαν περίπου οι πρωτόγονες κοινότητες.

- Κι εσύ που το ξέρεις;

- Κάποιος σε αυτή την πόλη μου το είπε χθες το βράδυ.

- Ποιος;

- Δε θυμάμαι.

Καλή σου τύχη μικρέ

Ξέρω πως τα τελευταία οχτώ χρόνια δε σε έχω ζήσει καθόλου. Σε έβλεπα μόνο να μεγαλώνεις, Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι.

Άκουγα τη φωνή σου να αλλάζει λίγο λίγο στο τηλέφωνο.

Ξέρω πως έχουμε πολλά να πούμε. Να γνωριστούμε κατ’ αρχάς. Να μαλώσουμε και να μεθύσουμε παρέα. Έχουμε ακόμα μια ολόκληρη ζωή εμπρός μας.

Καλή σου τύχη μικρέ, στο αυριανό σου ξεκίνημα. Καλή σου τύχη και μην ξεχνάς πως τα όνειρά σου κανείς δεν πρόκειται να στα πραγματοποιήσει παρά μονάχα εσύ.

Ίσα ίσα που θα τα δεις πολλές φορές τσαλαπατημένα, σχεδόν νεκρά. Σου εύχομαι να τα δεις τσαλαπατημένα, ξανά και ξανά, και να τα ξαναχτίσεις.

Από την αρχή.

Γιατί αυτό είναι δημιουργία.

Σου εύχομαι να ζήσεις μια ζωή ηρωική. Να βρεις συντρόφους, όχι ευτυχία.

Οι εξετάσεις πολύ μικρή σχέση έχουν με όλα αυτά. Όπως και κάθε είδους επινοημένης αξιοκρατίας. Αυτό θα το ανακαλύψεις μόνο σου αργότερα.

Καλή σου τύχη μικρέ. Ότι κι αν συμβεί σε αυτές τις εξετάσεις, αύριο ξεκινάς το πρώτο σου ταξίδι. Σου εύχομαι να σε πάει όσο μακριά επιθυμήσεις.

Υπάρχουν τριών λογιών άνθρωποι.

Αυτοί που είναι ζωντανοί,
αυτοί που είναι πεθαμένοι
κι αυτοί που ταξιδεύον.

Μη σταματήσεις να ταξιδεύεις.

Έχεις τη σκέψη μου, την αγάπη μου και την αγωνία μου στο πλευρό σου.

Ο αδερφός σου.

Τι κι αν φωτοχτύπησε η καρδιά του

Η καθημερινότητα είναι γεμάτη από μικρές ιστορίες που μας δείχνουν πως αντιλαμβάνεται το ερωτικό παιχνίδι ο άντρας και πως η γυναίκα.

Πριν 15 λεπτά.

Στο συνοικιακό βιβλιοπωλείο, περιμένοντας για φωτοτυπίες.

Ένας νέος άντρας, καλοντυμένος βλέπει τα κλειδιά της να προσγειώνονται δίπλα στο πόδι του.

Σκύβει να της τα δώσει.

Σκύβει κι εκείνη.

Στο πάτωμα συναντιόνται.

«Axe», της λέει εκείνος χαριτολογώντας. Χαμογελαστός, γεμάτος αυταρέσκεια για την πνευματώδη ατάκα του και σίγουρος για το αποτέλεσμα.

«Βλαξ», του απαντά εκείνη, λίγο περιπαιχτικά, λίγο περιφρονητικά, πάντα όμως με την ελαφρότητα εκείνη που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην πρόσκληση και στην απόρριψη.

Σηκώνονται, του χαμογελά και χάνεται ανάμεσα σε ντοσιέ, Α4 και φωτοτυπίες.

Η γυναίκα με τη βαλίτσα

«Θέλεις να παίξουμε σκάκι;», την ξαναβρήκα χτες ακουμπισμένη στο ίδιο ακριβώς σημείο. Μια θεόρατη μορφή τυλιγμένη με σκοτάδι.

Έγνεψα ναι.

Άνοιξε τη βαλίτσα και έβγαλε μια παλιά ξύλινη σκακιέρα. Και πιόνια από ελεφαντόδοτο. Όσο κι αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να δω καθαρά το πρόσωπο της, λες και οι ίσκιοι είχαν γίνει μάσκα της. Σιωπηλή μάσκα, δίχως συναίσθημα.
Μου φάνηκε πως ήταν 40 ή 45 χρονών, μπορεί όμως να ήταν και μεγαλύτερη.

Έστησε τα πιόνια στη σκακιέρα δίχως να βιάζεται. Έστησα κι εγώ τα δικά μου, τα λευκά.

Οι δυο στρατιές ήταν έτοιμες, παρατεταγμένες η μία απέναντι στην άλλη, έτοιμες για μάχη.

«Ξεκινάμε;», τη ρώτησα. Ένιωθα λίγο άβολα, λες και η παρτίδα τούτη θα έκρινε πράγματα σοβαρότερα από όσα υποψιαζόμουν.

Όλη αυτή η ήσυχη τεντωμένη σοβαρότητα της.

Εκείνη δε μίλησε.

Έπαιξα το πιόνι του βασιλιά. Πάντα έπαιζα το πιόνι του βασιλιά, ανοικτό παιχνίδι, ξεκάθαρο και συχνά

«Κοφτερό σαν λεπίδα», ψιθύρισε.

Την κοίταξα. Είναι επικίνδυνο να κοιτάζεις το σκοτάδι. Ακόμα κι αν έχει πρόσωπο.

«Η ζωή σου μια σκακιέρα μοιάζει. Λευκά τετράγωνα για τις χαρές και μαύρα για τις λύπες. Και συ περήφανος βασιλιάς, οδηγείς το στρατό σου πάνω τους και δε γυρεύεις τίποτα άλλο παρά τη νίκη. Πόσα κομμάτια θα μείνουν άραγε στο τέλος, πόσα θα θυσιάσεις και από τα οχτώ σου πιόνια άραγε θα γίνει κάποιο βασίλισσα; Ποιος ξέρει; Η ζωή ολάκερη μια παρτίδα σκάκι μοιάζει».

«Και ο αντίπαλος; Ποιος είναι ο αντίπαλος;», βρήκα το κουράγιο να ρωτήσω.

«Ο αντίπαλος; Μα ο χρόνος! Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι;»

Έπαιξε γ7-γ5. Σικελική άμυνα, πάντοτε ξυπνούσε μέσα μου μια άγρια ταραχή η απάντηση αυτή του μαύρου. Ασύμμετρο επιθετικό παιχνίδι.

«Μπορείς να νικήσεις το χρόνο;» ξαναρώτησα, αλλά ήμουν σίγουρος πως δε θα μου απαντούσε.

«Σου αρέσει να παίζεις με τις λέξεις, έτσι δεν είναι; Δυο γράμματα αλλάζεις και τούτη η παρτίδα, στερνή πατρίδα γίνεται. Δυο γράμματα μονάχα κι έκαμες την κοφτερή λεπίδα, μεμιάς απόμακρη κι απατηλή του χρόνου ελπίδα»

και με ένα χαμόγελο σκιά με βύθισε ξανά μες στην παρτίδα.

Εις το επανιδείν

Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές. Δεν το πρόλαβα. Έσβησα το φως και ξανακοιμήθηκα. Ονειρεύτηκα πως κοιμόμουν στο ίδιο ακριβώς κρεβάτι, στο ίδιο ακριβώς δωμάτιο.

Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές, αυτή τη φορά όμως, μες στο όνειρο μου το σήκωσα.

Ήταν ένας φίλος μου. Καλός φίλος, από αυτούς που θαυμάζεις και νιώθεις τυχερός που το φερε η ζωή και ανταμώσατε.

Μίλησε ήρεμα.

"Πληρώνω για όσους καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ΄αυτούς απευθύνομαι."

Έπειτα έκλεισε το τηλέφωνο και εγώ ξανακοιμήθηκα.

Πολλές φορές αναρωτιεμαι, αν όλα αυτά τα ονειρεύτηκα,
ή αν συνέβησαν πραγματικά
ή αν μονάχα ονειρεύτηκα πως τα ονειρεύτηκα.

Δυο χρόνια πριν, μια μέρα σαν και αυτή, ο φίλος μου αυτοκτόνησε.

Τράκαρα

Τράκαρα. Ανέμελος, με το ράδιο να παίζει strokes, χάζευα τις βιτρίνες των καταστημάτων. Βιτρίνες με ρούχα, βιτρίνες πολύχρωμες, βιτρίνες καθρέφτες.

Είναι λάθος να χαζεύεις τις βιτρίνες μες στο αυτοκίνητο.

Τράκαρα με μία mercedes a-class. Τράκαρα, λέμε τώρα. Περισσότερο σκούντημα ήταν παρά τρακάρισμα.

Η οδηγός, βγήκε εμφανώς ταραγμένη. Ξανθιά, χείλια βαμμένα, μαλλιά ταχτοποιημένα – μια μόνο τρίχα είχε δραπετεύσει από τον κότσο και έστεκε περήφανη, αλλά ήταν μάλλον εξαιτίας του τρακαρίσματος και όχι του δικού της προσωπικού αγώνα.

Υστερία. Αυτό ακολούθησε.

Ίσως και να τον είχα γρατζουνίσει λίγο τον προφυλακτήρα της. Ίσως και να τον είχα βουλιάξει 1.3 εκατοτά. Ίσως και να μην έπρεπε να πλαντάξω στα γέλια μόλις εκείνη ξέσπασε.

Μα είναι δυνατόν! Τσαλάκωσα τα οπίσθια του φρεσκογυαλισμένου a-class. Τσαλάκωσα τη μέρα της. Τη βδομάδα και το μήνα της. Υστερία.

Υστερία και ένα μάτσο περίεργοι να μας κυκλώνουν και να ετοιμάζονται σιγά σιγά για το δράμα. Ή για να λιθοβολήσουν τον αναίσχυντο. Ακους εκεί να γελάει!

Δε μου αρέσει ο όχλος. Ξαφνικά όλοι θέλουν να βοηθήσουν. Όλοι έχουν μια γνώμη. Όλοι γυρεύουν μια θηλειά. Κι ύστερα επιστρέφουν στις δουλειές τους με τη βαθιά εκείνη ικανοποίηση που προσφέρει η βαθιά γνώση πως έπραξαν το σωστό.

Μπήκα στο αυτοκίνητο, σέρνοντας ξωπίσω τα γέλια μου κι έφυγα, ανάμεσα σε βρισιές, κατάρες και ασχημόφατσες. Και μια υστερικιά ξανθιά.

Με, ομολογουμένως, καλοσχηματισμένα οπίσθια.

Έχει τις πινακίδες μου.

Ανάσταση

Η βδομάδα των παθών μου έγινε μήνας των παθών. Πριν από μία ώρα ήρθε η Ανάσταση.
.
Επιτέλους ο χρόνος, που είχε καμπυλωθεί επικίνδυνα, επέστρεψε στις κανονικές του διαστάσεις.
.
Ηθικόν δίδαγμα από όλη αυτή την ταλαιπωρία:

Μόνο ένα πράγμα είναι πιο δυσάρεστο από ένα deadline. Η παράταση του.
.
Χθες το βράδυ, μετά τη δουλειά συνάντησα μια γυναίκα στο κατώφλι του πύργου. Ήταν ψηλή, πολύ ψηλή, σχεδόν δυο μέτρα και είχε φαρδιές πλάτες.
.
Κρατούσε μια βαλίτσα και το πρόσωπο της δεν είχε καμία απολύτως έκφραση.
.
"Θέλεις να παίξουμε σκάκι?", με ρώτησε.
.
Εγω, η αλήθεια είναι, φοβήθηκα λιγάκι. Έστρεψα το βλέμμα αλλού και μπήκα βιαστικός μέσα.
.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το μετανιώνω που δεν της μίλησα. Στο κάτω κάτω της γραφής ήθελε μονάχα να παίξουμε σκάκι. Όχι ότι είχα κουράγιο να παίξω, χθες δούλευα 16 ώρες. Μετανιώνω που φοβήθηκα.
.
Αλλά τώρα που το σκέφτομαι γιατί όταν σε πλησιάζει κάποιος ξένος νιώθεις αμέσως ότι απειλείσαι?
.
Άραγε θα την ξαναδώ απόψε?

Όνειρα γλυκά


Ο τετράχρονος Μπούντια Σινγκ έτρεξε 65 χιλιόμετρα σε ένα τοπικό μαραθώνιο της Ινδίας. Όταν γεννήθηκε οι γονείς του, ήταν σχεδόν έτοιμοι να τον πουλήσουν για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο μικρός Σινγκ εξασφάλισε μόνος του το κόστος ανατροφής του. Μετά από τη δημοσιότητα που πήρε το θέμα, το τοπικό αστυνομικό τμήμα δήλωσε πως προτίθεται να του προσφέρει τα απαραίτητα χρήματα για την επιβίωση του.

Ο οχτάχρονη Ναντ Αταλ προσέφερε σεξουαλική ικανοποίηση σε μέλη μη κυβερνητικής οργάνωσης έναντι τροφής. Μετά από τέσσερα χρόνια καταγγελιών ο Ο.Η.Ε. αποφάσισε τώρα να προχωρήσει σε έρευνες για το φιλανθρωπικό έργο διάφορων οργανώσεων στη Λιβερία. Εικάζεται πως ο αριθμός των ανήλικων κοριτσιών που έχουν υπάρξει θύματα παρόμοιων περιστατικών είναι πολύ μεγάλος.


Κοίταξε κουρασμένος το ρολόι του, εκλεισε την εφημερίδα και χασμουρήθηκε. Αύριο τον περίμενε μια δύσκολη μέρα στη δουλειά.

Οι καλοί λογαριασμοί...

«Λοιπόν, θέλεις να τα φτιάξουμε;», λέει το αγοράκι.
Εφιαλτική σιωπή, τα δευτερόλεπτα περνούν σα φορτωμένα κάρα σε λασπόδρομο. Κάρα που τα σέρνουν βόδια με πλατυποδία.

«Δεν μπορώ, σε βλέπω σα φίλο», απαντάει το κοριτσάκι.
Η εικόνα παγώνει. Ακούγονται τρομπόνια και πέφτουν οι προβολείς καταπάνω σας.

«Ταρατατά, τατα, τατά! Ναι, κυρίες και κύριοι, το είπε!», ακούγεται πίσω από τη σκηνή.

Η εικόνα ξεπαγώνει (όχι όμως και η καρδιά σου) και το ερωτικό δράμα συνεχίζεται.

«Μα αφού γνωριζόμαστε ελάχιστα...», προσπαθώντας να συμμαζέψεις τα τελευταία κομμάτια της αξιοπρέπειας σου.
«Δεν ξέρω, πως να στο πω, αυτό μου βγάζεις...», βλέμμα μπερδεμένο, αυτό το βλέμμα που ακριβώς ερωτεύτηκες.
«Νόμιζα, ότι δεν πίστευες στη φιλία μεταξύ άντρα και γυναίκας», με μια δόση αυτοσαρκασμού.
«Ναι έχεις δίκιο, άλλο φιλία και άλλο παρέα. Εννοούσα παρέα».
«Με βλέπεις σαν παρέα?», με μια μεγαλύτερη δόση αυτοσαρκασμού.
«Εεε, δεν ξέρω είμαι μπερδεμένη».

Η εικόνα ξαναπαγώνει.

Δυο μήνες τώρα, έχετε κάμποσες φορές μαζί, άλλοτε με κοινούς γνωστούς και άλλοτε μόνοι. Ναι μόνοι.

Τον τελευταίο καιρό, μιλάτε στο τηλέφωνο όλο και πιο συχνά. Οι συζητήσεις δε θέλουν να πουν καληνύχτα και μια δυο φορές τα βλέμματα σας....

Γιατί οι γυναίκες δε λένε ποτέ αυτό που σκέφτονται? Και γιατί όταν αποφασίζουν να το πουν επιλέγουν τις πιο παρερμηνεύσιμες φράσεις?

«Και γιατί όταν αποφασίζουμε να το πούμε, ποτέ δε μας πιστεύετε?»

Η εικόνα παγώνει είπαμε!

Το να μην μπορείς να συγχρονιστείς με το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου σου είναι ατυχές. Το να παρερμηνεύσεις λόγια και εκφράσεις ατυχέστερο. Υπάρχει όμως κάτι χειρότερο από το να ακούσεις:

«Σε βλέπω σα φίλο?»

Rewind. Πίσω... πίσω... εδώ. Πάμε πάλι.

«Λοιπόν, θέλεις να τα φτιάξουμε;», λέει το αγοράκι.
Εφιαλτική σιωπή, τα δευτερόλεπτα περνούν σα φορτωμένα βόδια που τα σέρνουν κάρα.. Κάρα γεμάτα λασπόδρομο.

«Δεν μπορώ, είμαι ερωτευμένη με τον καλύτερο σου φίλο», απαντάει το κοριτσάκι.

Ίσως και να υπάρχει.

Ποντίκια στο κλουβί

Πριν λίγο, διάβασα σε ένα έγκυρο επιστημονικό περιοδικό για τα ποντίκια Ταμ Ταμ.

Τα ποντίκια Ταμ Ταμ είναι πειραματόζωα και οι επιστήμονες (αν μπορούμε να ονομάσουμε έτσι τους πληρωμένους ερευνητές των εταιριών απολύμανσης), τα χρησιμοποιούν για να μετρήσουν την αποτελεσματικότητα ενός θανατηφόρο, αλλά φιλικό προς το περιβάλλον, δηλητήριου για μυοκτονίες.

Αφού τους χορηγηθεί το δηλητήριο, μετράται ο χρόνος επιβίωσης ώστε να επιλεγεί τελικά η αποδοτικότερη φόρμουλα του δηλητηρίου.

Ο χρόνος επιβίωσης τους μέσα στο κλουβί έχει μετρηθεί σε 8-15 δευτερόλεπτα.

Όταν τα έβγαλαν από το κλουβί και τα άφησαν ελεύθερα, ο χρόνος επιβίωσης τους αυξήθηκε στα 33-44 δευτερόλεπτα.

Όταν, ίσως και κατα λάθος, τα έριξαν μέσα σε ένα κουβά νερό, τα άτυχα ποντικάκια, πάλεψαν για περίπου δύο λέπτα να μην πνιγούν, μέχρι που υποτάχτηκαν στη θανατηφόρο επίδραση του δηλητηρίου.

Οι ερευνητές ακόμα ψάχνουν να βρουν, τί είναι αυτό που κάνει τα ποντίκια Ταμ Ταμ που νιώθουν πως παλεύουν για τη ζωή τους, να αντέχουν περισσότερο απο όλα τα υπόλοιπα.
Μάλλον θα ψάχνουν για πολύ ακόμα...

For Sale


Κάθε χρόνο, με το που μπει ο Μάης με επισκέφτεαι ένας άντρας και θέλει να μου πουλήσει την άνοιξη.
Συνήθως τον αποπαίρνω, δε του δίνω σημασία.

Ακούς εκεί να μου πουλήσει την άνοιξη!

Φέτος όμως, δεν ξέρω γιατί, έτσι μου ήρθε και τον ρώτησα:
«Γιατί άνθρωπε μου, θέλεις να μου πουλήσεις την άνοιξη;»

Με κοίταξε, με απορία ή έκπληξη, και μου είπε:
«Γιατί είμαι γιος εμπόρου και έχω μάθει από μικρός πως άμα σου βρίσκεται κάτι δίχως χρησιμάδα, κάλιο είναι να το πουλάς σε κάποιον που το έχει ανάγκη».

«Μα ποιος άνθρωπος μπορεί να ζήσει δίχως την άνοιξη;»

«Είδες που έρχεσαι στα λόγια μου», μου είπε και άπλωσε το χέρι.