η συλλογική μας μοναξιά


Ετοιμάζεσαι να βγεις. Καθημερινή. Οι φίλοι σου σε κοροϊδεύουν που βγαίνεις καθημερινές. Μα ποιος βγαίνει καθημερινές, σε ρωτάνε. Κι όμως εσύ συνεχίζεις τις παλιές σου συνήθειες λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Οι δρόμοι είναι άδειοι. Κάποτε, οι δρόμοι ήταν άδειοι όταν επέστρεφες όχι όταν ξεκινούσες. Οι περισσότερες μπάρες το ίδιο. Εσύ όμως εξακολουθείς να επιμένεις, λες και όλα είναι αμετάβλητα.

Παραγγέλνεις. Η Έλενα με το πλούσιο στήθος δε δουλεύει πια, τώρα μπροστά σου έχεις μονάχα το τριχωτό στήθος του ιδιοκτήτη. Παρόλα αυτά κάνει τις ίδιες τυπικές ερωτήσεις για να σε κάνεις να νιώσεις το ίδιο οικεία.

Οι διπλανοί σου τσακώνονται για την απεργία. Ο ένας είναι υπέρ, ο άλλος κατά. Πέρυσι τους θυμάσαι να τσακώνονται για το ποδόσφαιρο. 

Το ποτό σου είναι νοθευμένο, η μουσική συμπιεσμένη από το διαδίκτυο, τα πατατάκια αλμυρά για να πίνεις περισσότερο. Η κοπέλα απέναντι σε κοιτάζει, μα όταν σηκώνεις το βλέμμα, εκείνη γυρνάει αλλού. Πληρώνεις και φεύγεις.

Στο δρόμο κάποιος ψάχνει στα σκουπίδια. Παλιότερα αυτός ζητιάνευε και εκείνος που τότε έψαχνε τα σκουπίδια τώρα ληστεύει, και εκείνος που λήστευε, τώρα κυνηγάει μετανάστες…

Δίπλα του, εσύ ανοίγεις με τα κλειδιά σου την εξώπορτα της πολυκατοικίας και ανάμεσα στους δεκάδες κοιμισμένους και άγνωστους σου γείτονες, πέφτεις για ύπνο μα δεν μπορείς να κοιμηθείς.

Και αυτό, όσο κι αν δε θες να το παραδεχτείς, είναι κάτι που έχει αλλάξει. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

αυτό ακριβώς...